Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η 9η ΜΑΗ 1945 ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Η 9η Μάη, άμε­σα συν­δε­δε­μέ­νη με την 1η Μάη 1945, κατα­γρά­φη­κε στην ιστο­ρι­κή μνή­μη ως η μέρα που η κόκ­κι­νη σημαία, το σύμ­βο­λο της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης και της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης, υψώ­θη­κε στο Ράιχσταγκ.

Στην Ελλά­δα, ο λαός με μπρο­στά­ρη το ΚΚΕ πήρε στα χέρια του τον αγώ­να ενά­ντια στους Ιτα­λούς και στη συνέ­χεια τους Γερ­μα­νούς κατα­κτη­τές, ενώ, μετά από την απε­λευ­θέ­ρω­ση από τους τελευ­ταί­ους, το πιο πρω­το­πό­ρο τμή­μα του πραγ­μα­το­ποί­η­σε την τρί­χρο­νη επο­ποι­ία του ΔΣΕ, απει­λώ­ντας έμπρα­κτα για πρώ­τη φορά την εξου­σία της αστι­κής τάξης στην Ελλά­δα. Σε όλες τις ταξι­κές στρα­τιω­τι­κές και πολι­τι­κές συγκρού­σεις της δεκα­ε­τί­ας 1940–1950 ιδιαί­τε­ρη ήταν η συμ­βο­λή της λαϊ­κής δια­νό­η­σης, είτε με την ατο­μι­κή συμ­με­το­χή αντι­προ­σώ­πων της στον αγώ­να είτε με το δημό­σιο λόγο της. Πιο συγκε­κρι­μέ­να, με την έναρ­ξη του ελλη­νοϊ­τα­λι­κού πολέ­μου και κατό­πιν του κομ­μα­τι­κού καλέ­σμα­τος για συμ­με­το­χή σε αυτόν, λογο­τέ­χνες μέλη και υπο­στη­ρι­κτές του Κόμ­μα­τος στρα­τεύ­ο­νται ή εμψυ­χώ­νουν τον πλη­θυ­σμό. Συγ­χρό­νως, σε μια σει­ρά άρθρα υπο­νο­εί­ται η ανα­γκαιό­τη­τα ενός αντι­φα­σι­στι­κού αγώ­να και στο εσω­τε­ρι­κό της χώρας, με παράλ­λη­λη κινη­το­ποί­η­ση των εργα­ζό­με­νων μαζών. Κάποιοι συντά­κτες αυτών των άρθρων (Γ. Κορ­δά­τος, Δ. Μέξης) συλ­λαμ­βά­νο­νται στο πλαί­σιο της κυβερ­νη­τι­κής εντο­λής «απο­σπαρ­τα­κο­ποί­η­σης των λογο­τε­χνι­κών εντύ­πων»[1]. Το διά­στη­μα της Κατο­χής, λαϊ­κοί δια­νο­ού­με­νοι πρω­το­στα­τούν στο ΕΑΜ Λογο­τε­χνών, βρί­σκο­νται στο βου­νό ένο­πλοι, παρά­γουν προ­πα­γαν­δι­στι­κό υλι­κό, φυλα­κί­ζο­νται και μερι­κοί εγκλεί­ο­νται ακό­μη και στο Χαϊ­δά­ρι ως μελ­λο­θά­να­τοι (Θ. Κορ­νά­ρος, Γ. Λαμπρινός).

Στις μέρες της Απε­λευ­θέ­ρω­σης επι­διώ­κε­ται από τη λαϊ­κή δια­νό­η­ση η «πλα­τιά ενό­τη­τα» και μ’ ένα τμή­μα της αστι­κής δια­νό­η­σης, συνει­δη­το­ποιεί­ται όμως και το γεγο­νός ότι τίθε­ται πλέ­ον το ζήτη­μα της εξου­σί­ας. Έτσι, στη διάρ­κεια των Δεκεμ­βρια­νών ορι­σμέ­νοι δια­νο­ού­με­νοι πολε­μούν στο πλευ­ρό του ΕΛΑΣ (Κ. Πολί­της, Κ. Ζαμπα­θάς) ή διώ­κο­νται (Στρ. Δού­κας, Θέμος Κορ­νά­ρος, Μάρ­κος Αυγέ­ρης, Πανα­γής Λεκατσάς).

Μετά από τη Βάρ­κι­ζα καταγ­γέλ­λο­νται η «λευ­κή τρο­μο­κρα­τία» και οι τότε αστι­κές κυβερ­νή­σεις και σχη­μα­τί­ζε­ται ένα «δημο­κρα­τι­κό μέτω­πο αντί­στα­σης» όλης της δια­νό­η­σης, σε εφαρ­μο­γή των κομ­μα­τι­κών απο­φά­σε­ων περί «ομα­λό­τη­τας» και «συμ­φι­λί­ω­σης». Στη συνέ­χεια, όσο κλι­μα­κώ­νε­ται η δρά­ση του ΔΣΕ κάποιοι τον ακο­λου­θούν (Δ. Χατζής, Μ. Αλε­ξαν­δρό­που­λος, Γ. Λαμπρι­νός), ενώ οι παρα­μέ­νο­ντες στην Αθή­να αγω­νί­ζο­νται να προ­φυ­λα­χτούν από τις διώ­ξεις και να εκπλη­ρώ­σουν συνά­μα τα καθο­ρι­ζό­με­να κομ­μα­τι­κά καθή­κο­ντα (δια­νο­μή προ­κη­ρύ­ξε­ων, ανα­γρα­φή συν­θη­μά­των). Στο πλαί­σιο όλης αυτής τη δρα­στη­ριό­τη­τας, η 9 Μάη, η προη­γού­με­νη είσο­δος των σοβιε­τι­κών στρα­τευ­μά­των στο Βερο­λί­νο, η ύψω­ση της κόκ­κι­νης σημαί­ας στο Ράιχ­σταγκ, η συνο­λι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα της ΕΣΣΔ στο Β΄ Παγκό­σμιο Πόλε­μο, η νοη­μα­το­δό­τη­σή της στις μετα­πο­λε­μι­κές συν­θή­κες και εν γένει η ερμη­νεία της περιέ­χο­νται ήδη από το πρώ­το μετα­πο­λε­μι­κό διά­στη­μα –και νωρί­τε­ρα ακό­μα– σε μια σει­ρά άρθρα, σχό­λια, ομι­λί­ες, πεζά, ποι­ή­μα­τα ή μετα­φρά­σεις και ανα­δη­μο­σιεύ­σεις έργων της σοβιε­τι­κής λογοτεχνίας.

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΣΣΔ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΝΙΚΗ

Σε όλα αυτά τα κεί­με­να απο­δει­κνύ­ε­ται πρώ­τι­στα η βαρύ­τη­τα της γερ­μα­νο­σο­βιε­τι­κής ανα­μέ­τρη­σης στη νικη­φό­ρα έκβα­ση του πολέ­μου. Ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα, κατα­γρά­φο­νται οι κορυ­φώ­σεις του πολέ­μου στο Στά­λιν­γκραντ, το Λένιν­γκραντ, τη Μόσχα, το Κουρσκ, γνω­στο­ποιού­νται περι­στα­τι­κά απ’ όλο το φάσμα των επι­χει­ρή­σε­ων (μάχες, σαμπο­τάζ, αντι­κα­τα­σκο­πία, υπε­ρά­σπι­ση των πόλε­ων, πολε­μι­κή βιο­μη­χα­νία, γυναι­κεία συμ­με­το­χή), δημο­σιεύ­ο­νται τα δια­θέ­σι­μα αριθ­μη­τι­κά δεδο­μέ­να (αντί­πα­λες δυνά­μεις, απώ­λειές τους σε ανθρώ­πι­νο δυνα­μι­κό και υλι­κό, θύμα­τα της ΕΣΣΔ, κατα­στρο­φές στη σοβιε­τι­κή επι­κρά­τεια) και επι­ση­μαί­νε­ται ο διτ­τός αντί­κτυ­πος των σοβιε­τι­κών επι­τευγ­μά­των στον υπό­λοι­πο κόσμο, δηλα­δή η ώθη­ση στον εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό αγώ­να των υπό κατο­χή λαών και η απο­θάρ­ρυν­ση των Γερμανών.

Προς επί­τευ­ξη όλων των παρα­πά­νω και προς από­κτη­ση μιας κατά το δυνα­τόν πλη­ρέ­στε­ρης εικό­νας, ανα­πτύσ­σε­ται ένας πρό­σθε­τος σχε­δια­σμός. Δημο­σιεύ­ο­νται σε συνέ­χειες, στο «Ριζο­σπά­στη», στην «Ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα» και στα «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα»[2] μια σει­ρά σοβιε­τι­κά διη­γή­μα­τα («Στα μετό­πι­σθεν του εχθρού», «Η Νέα Φρου­ρά», «Γκε­πε­ού κατά Γκε­στά­πο», «Οι νικη­τές», «Αγώ­νες τιτά­νων στις φλε­γό­με­νες στέ­πες», «Η πολιορ­κία του Λένιν­γκραντ»). Οργα­νώ­νο­νται δια­λέ­ξεις με ανά­λο­γο περιε­χό­με­νο από ΕΑΜι­κούς λογο­τέ­χνες, ανα­τυ­πώ­νο­νται φωτο­γρα­φι­κά στιγ­μιό­τυ­πα από το σοβιε­τι­κό μέτω­πο και σκί­τσα από το σοβιε­τι­κό και διε­θνή Τύπο. Σ’ ένα από τα αυτά, δημο­σιευ­μέ­νο σε αγγλι­κή εφη­με­ρί­δα, ο μεγα­λό­σω­μος Στά­λιν κυνη­γά τον Χίτλερ και ακο­λου­θούν οι υπό­λοι­ποι ηγέ­τες του αντι­φα­σι­στι­κού συνα­σπι­σμού[3].

Επί­σης, δια­φη­μί­ζο­νται σοβιε­τι­κά κινη­μα­το­γρα­φι­κά έργα («Ουρά­νιο τόξο», «Ζόγια», «Σοβιε­τι­κά νιά­τα», «Θύελ­λα στην Ουκρα­νία», «Ξανα­βγαί­νει ο Ήλιος», «Ανα­γκα­στι­κή προ­σγεί­ω­ση»), οργα­νώ­νε­ται εβδο­μά­δα σοβιε­τι­κού κινη­μα­το­γρά­φου, ενώ, σε μια συμ­βο­λι­κή ενέρ­γεια, ο Νίκος Ζαχα­ριά­δης παρα­βρί­σκε­ται στην προ­βο­λή της ται­νί­ας «Ουρά­νιο τόξο» και την επι­δο­κι­μά­ζει κατά το κλεί­σι­μό του στο 7ο Συνέ­δριο του ΚΚΕ, σημειώ­νο­ντας:  «Για παρά­δειγ­μα, το “Ουρά­νιο τόξο”, όταν το βλέ­πεις, σου πιά­νει πραγ­μα­τι­κά την ψυχή … φεύ­γεις από την παρά­στα­ση με μια εσω­τε­ρι­κή απαί­τη­ση να κάνεις κάτι»[4].

Παράλ­λη­λα, ο Γιάν­νης Ρίτσος στο έργο του «Οι γει­το­νιές του κόσμου» ανα­πα­ρι­στά ποι­η­τι­κά το άκου­σμα της νίκης στο Στά­λιν­γκραντ σε ένα στρα­τό­πε­δο αιχ­μα­λώ­των, στα ελλη­νι­κά βου­νά και τις αθη­ναϊ­κές συνοι­κί­ες, και απο­δί­δει το φόβο των Γερ­μα­νών αξιω­μα­τι­κών, το αίσθη­μα δικαί­ω­σης κρα­του­μέ­νων και μελ­λο­θά­να­των, τον ενθου­σια­σμό των αγω­νι­ζό­με­νων και την ισχυ­ρο­ποί­η­ση του ΕΛΑΣ: «Χτες βρά­δυ μετέ­δω­σε ο σταθ­μός του Βερο­λί­νου: “Τα στρα­τεύ­μα­τά μας εγκα­τέ­λει­ψαν το Στά­λιν­γκραντ … Τού­τα τα αστέ­ρια στην ανα­το­λή … φωτει­νά –τα βου­νά, τα αξύ­ρι­στα πρό­σω­πα, τα μάτια, προ­πα­ντός τα μάτια των φυλα­κι­σμέ­νων, τα μάτια των σκο­τω­μέ­νων … Ο Βαγ­γέ­λης που τον πηγαί­νουν στον τόπο της εκτέ­λε­σης … έμα­θε για το Στά­λιν­γκραντ και ο σύντρο­φος Βαγ­γέ­λης ξέρει να χαί­ρε­ται τη χαρά του κόσμου … Μα ο κ. Διοι­κη­τής δεν είναι σίγου­ρος, κρυώ­νει … πρό­φθα­σες μαθές και τ’ άκου­σες … κι όπου να ’ναι η Λευ­τε­ριά … Ακού­γα­με τα χωνιά της συνοι­κί­ας … Ο ΕΛΑΣ προ­χω­ρεί, ο φασι­σμός λου­φά­ζει”»[5].

Ίδια είναι η ποι­η­τι­κή ιδέα στο έργο του Νίκου Καβ­βα­δία «Αθή­να 1943», το οποίο δημο­σιεύ­ε­ται στη διάρ­κεια της Κατο­χής στο παρά­νο­μο περιο­δι­κό «Πρω­το­πό­ροι»: «Οι δρό­μοι, κόκ­κι­νες γιο­μά­τοι επι­γρα­φές, τρα­νά την ώρα δια­λα­λούν την ορι­σμέ­νη … Γραί­γο μου, κατρα­κύ­λα απ’ την Κρι­μαία … ώρα την ώρα φου­ντώ­νει το μελίσ­σι ως τη στιγ­μή που μες τους δρό­μους θ’ ακου­στεί η μου­σι­κή που κάθε στό­μα θα λαλή­σει»[6].

Η απή­χη­ση των εξε­λί­ξε­ων των στρα­τιω­τι­κών συγκρού­σε­ων στο Ανα­το­λι­κό Μέτω­πο συνα­ντιέ­ται και στο πεζό του Λευ­τέ­ρη Αλε­ξί­ου «Ανε­βλή­θη επ’ αόρι­στον», αν και η αφε­τη­ρία της στο συγκε­κρι­μέ­νο έργο τοπο­θε­τεί­ται νωρί­τε­ρα, από την έναρ­ξη κιό­λας της γερ­μα­νι­κής εισβο­λής στην ΕΣΣΔ[7]. Ο Δημή­τρης Χατζής στο μυθι­στό­ρη­μά του «Φωτιά» εμβα­θύ­νει σε πιο καθη­με­ρι­νές πτυ­χές και απο­τυ­πώ­νει την ψυχι­κή ξεκού­ρα­ση από το φόβο των κατα­κτη­τών, την αγω­νία της επι­βί­ω­σης, τις έγνοιες της Αντί­στα­σης, τον εργα­σια­κό μόχθο, το σωμα­τι­κό πόνο, αξιο­ποιώ­ντας τις ειδή­σεις από το σοβιε­τι­κό μέτω­πο: «Το βρά­δυ, μόλις τέλειω­ναν οι δου­λειές, ο για­τρός, οι νοσο­κό­μοι, οι λαβω­μέ­νοι … βγαί­ναν έξω από το χωριό και χαί­ρο­νταν την ήμε­ρη νύχτα. Μιλά­γα­νε για τον πόλε­μο και για τη Ρωσία, οι αντάρ­τες μολο­γού­σα­νε, τρα­γου­δά­γα­νε»[8].

Ο Γιώρ­γος Λαμπρι­νός απο­φαί­νε­ται: «Κι αν η θύελ­λα τού­τη μπο­ρού­σε ανε­μπό­δι­στη να κατα­κά­ψει την απέ­ρα­ντη χώρα … τότε το ανθρώ­πι­νο στό­μα, όπου γης, θα αργού­σε πολύ να προ­φέ­ρει ξανά έστω ψιθυ­ρι­στά τη λέξη λευ­τε­ριά»[9].

Σε παρό­μοια κατεύ­θυν­ση με τους παρα­πά­νω κινεί­ται και το βιβλίο «Στά­λιν­γκραντ — τέσ­σε­ρις μήνες ενός αγώ­να», που εσπευ­σμέ­να συγ­γρά­φει και εκδί­δει ο Γιώρ­γος Φιλίπ­που-Πιε­ρί­δης[10] το 1943 στην Αίγυπτο.

«ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΣΦΥΡΟΔΡΕΠΑΝΑ ΑΝΕΜΙΖΟΥΝΕ ΣΤΟ ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ»

Παράλ­λη­λα, ανα­δει­κνύ­ε­ται από τους κομ­μου­νι­στές λογο­τέ­χνες η βαθιά σχέ­ση μετα­ξύ της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης και της μετέ­πει­τα οικο­δό­μη­σης του σοσια­λι­σμού από τη μια και της σοβιε­τι­κής επο­ποι­ί­ας το διά­στη­μα 1941–1945 από την άλλη. Δια­πι­στώ­νε­ται για την ακρί­βεια ότι η ιστο­ρι­κή μετα­βο­λή που συντε­λού­νταν από το 1917 (πεντά­χρο­να, κολε­κτι­βο­ποί­η­ση, εξά­λει­ψη ανερ­γί­ας, εργα­τι­κή εξου­σία, περιο­ρι­σμός ταξι­κών και εθνι­κών ανι­σο­τή­των, ισο­τι­μία αντρών-γυναι­κών, κατα­πο­λέ­μη­ση αναλ­φα­βη­τι­σμού) δια­σφά­λι­σε τις υλι­κές δυνα­τό­τη­τες αντο­χής σε έναν τέτοιο εξα­ντλη­τι­κό πόλε­μο και καλ­λιέρ­γη­σε όσες αρε­τές εμφά­νι­σε στη διάρ­κειά του ο σοβιε­τι­κός λαός (ανθε­κτι­κό­τη­τα, αυτο­θυ­σία, πίστη, ομο­ψυ­χία, εθε­λο­ντι­κή συμ­με­το­χή και των μη στρα­τεύ­σι­μων, εργα­τι­κό­τη­τα, παρα­δειγ­μα­τι­κή στά­ση των κομμουνιστών).

Ο Νικη­φό­ρος Βρετ­τά­κος στο εμπνευ­σμέ­νο από το Στά­λιν­γκραντ ποί­η­μά του, «Ηρω­ι­κή συμ­φω­νία», διε­ρω­τά­ται: «Ποιος Χρι­στός τους κοι­νώ­νη­σε με το τρο­μα­χτι­κό μυστή­ριό του, ποια δύνα­μη τους φίλη­σε στα χεί­λη, ποιος τους έβα­λε το χέρι πάνω στην καρ­διά και μονο­μιάς εφύ­ση­ξεν ο άνε­μος της ελευ­θε­ρί­ας μέχρι τα πέρα­τα του κόσμου, ποιος τις περή­φα­νες φωτιές άνα­ψε στις σημαί­ες τους και τον παγκό­σμιο φώτι­σαν πόνο από τόσο ύψος!»[11]. Ο Γιάν­νης Ρίτσος απα­ντά με τον εξής στί­χο, ο οποί­ος επα­να­λαμ­βά­νε­ται στο τέλος των επι­μέ­ρους θεμα­τι­κών ενο­τή­των: «Χιλιά­δες σφυ­ρο­δρέ­πα­να ανε­μί­ζου­νε στο Στά­λιν­γκραντ» και το συνυ­φα­σμέ­νο πολι­τι­κό του φορ­τίο. Αυτά τα «χιλιά­δες σφυ­ρο­δρέ­πα­να» ορί­ζο­νται προ­φα­νώς ως στα­θε­ρός παρα­νο­μα­στής όσων γεγο­νό­των εξιστορούνται.

Στο ίδιο πνεύ­μα τα «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα» δια­πι­στώ­νουν: «Νίκη, όμως και νίκη πολι­τι­κή, νίκη ανθρώ­πι­νη … ο άνθρω­πος ο θρεμ­μέ­νος με το σύστη­μα αυτό νίκη­σε τον ναζί … Ο άνθρω­πος του Στά­λιν­γκραντ αγω­νί­ζε­ται να απε­λευ­θε­ρώ­σει τη γη από τους εμπρη­στές του Ράιχ­σταγκ»[12].

Οι Νίκος Κιτσί­κης και Γιώρ­γος Λαμπρι­νός είναι πιο ανα­λυ­τι­κοί: «Ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός είναι απο­τέ­λε­σμα της μεγά­λης οργα­νω­τι­κής δύνα­μης του σοβιε­τι­κού καθε­στώ­τος, το οποίο κατόρ­θω­σε να ενώ­σει τους εργά­τες, αγρό­τες, δια­νο­ού­με­νους, όλες τις πηγές της χώρας για τον πόλε­μο ενα­ντί­ον των εισβο­λέ­ων»[13]. «Ο λόγος του πρω­τά­κου­στου άλμα­τος, που είναι ωστό­σο απλός, ο Σοσια­λι­σμός. Εκεί λέω βρί­σκε­ται η πηγή της τιτα­νι­κής δύνα­μης που όπλι­σε τη μεγά­λη χώρα με την εσω­τε­ρι­κή της αρμο­νία, χωρίς ταξι­κούς σπα­ραγ­μούς, με την υλι­κή ισχύ και την ψυχι­κή ρώμη»[14].

Σε άλλα σημεία τα γεγο­νό­τα εντάσ­σο­νται στην εξε­λεγ­κτι­κή-δια­λε­κτι­κή πορεία της ανθρω­πό­τη­τας και στην πρω­το­πό­ρα δρά­ση της εργα­τι­κής τάξης. Ο Γιάν­νης Ρίτσος δια­κρί­νει την ταξι­κή σύν­θε­ση του Κόκ­κι­νου Στρα­τού και τη σημα­ντι­κή παρου­σία εργα­τών σε αυτόν: «Τού­τα τα χέρια Ροζια­σμέ­να απ’ τον κασμά και το δρε­πά­νι, Ροζια­σμέ­να από το κοντά­ρι της σημαί­ας … μπο­ρούν να χτί­σουν τα καμπα­να­ριά της Επα­νά­στα­σης»[15].

Ο Φώτης Αγγου­λές επί­σης στο γνω­στό τετρά­στι­χό του για το Στά­λιν­γκραντ σημειώ­νει: «Πριν απ’ τη δόξα ήρθεν ο ήλιος στις στέ­πες και λιώ­σαν τα χιό­νια και ζεστά­θη­καν οι καρ­διές των ανθρώ­πων. Ύστε­ρα, πήρε ο χάρος τον Τσά­ρο»[16].

Επί­σης, η Μέλ­πω Αξιώ­τη στο έργο της «Πρω­το­μα­γιές 1886–1945» ανα­φέ­ρε­ται στα γεγο­νό­τα της ΕΣΣΔ: «Μα δίπλα υπάρ­χουν τα 200 εκα­τομ­μύ­ρια σοβιε­τι­κών σοσια­λι­στι­κών δημο­κρα­τιών … 470 χιλιά­δες στρα­τού … Υπάρ­χου­νε τα Στά­λιν­γκραντ … οι μεταλ­λω­ρύ­χοι των Ουρα­λί­ων … ο στα­χα­νο­βί­στας Πατσέν­κο»[17].

Κάποιες προ­σεγ­γί­σεις όμως μετα­το­πί­ζο­νται από την παρα­πά­νω οπτι­κή. Ο Νίκος Καζαν­τζά­κης προ­λο­γί­ζει το έργο του Σ. Γκό­πνερ «Η ορμη­τι­κή άνο­δος πολι­τι­σμού» στην ΕΣΣΔ, το οποίο εκδί­δε­ται από τον Ελλη­νο­σο­βιε­τι­κό Σύν­δε­σμο στην Ελλά­δα το 1945. Εκεί σωστά αθροί­ζει στους παρά­γο­ντες της νίκης τη μορ­φω­τι­κή άνο­δο του σοβιε­τι­κού λαού, υπά­γει όμως την επι­τευ­χθεί­σα από την ΕΣΣΔ πρό­ο­δο στην –κατα­γε­γραμ­μέ­νη ήδη στο φιλο­σο­φι­κό του δοκί­μιο «Ασκη­τι­κή»– ιδε­α­λι­στι­κή κοσμο­θε­ω­ρία του. Αντι­με­τω­πί­ζει δηλα­δή το κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα ως έκφρα­ση στη σύγ­χρο­νη επο­χή της προ­αιώ­νιας «ζωτι­κής ορμής» της, κατ’ αυτόν, κινη­τή­ριας δύνα­μης της Ιστο­ρί­ας. Δια­βά­ζου­με: «Όλοι οι υπεύ­θυ­νοι οδη­γοί της Ρου­σί­ας μάχο­νται να φωτί­σουν τις μάζες … Σε κάθε εργο­στά­σιο, στρα­τώ­να, νοσο­κο­μείο, φυλα­κή, καρά­βι, σκο­λείο, χωριό, υπάρ­χει ιερός άσβε­στος πυρή­νας, μια λέσχη μια μορ­φω­τι­κή ίσμπα, μια Κόκ­κι­νη Γωνιά — με βιβλιο­θή­κη, εφη­με­ρί­δες, περιο­δι­κά, συχνά με κινη­μα­το­γρά­φο, ορχή­στρα, πρό­χει­ρη θεα­τρι­κή σκη­νή». Σε προη­γού­με­νο σημείο επί­σης: «Το δεύ­τε­ρο χρέ­ος είναι να δημιουρ­γη­θεί ένας κόσμος καλύ­τε­ρος, όπου να κυριαρ­χεί αυτό που λέμε φως ή θεός ή ανή­φο­ρος. Την προ­σπά­θεια τού­τη πραγ­μα­το­ποιεί η Σοβιε­τι­κή Ρου­σία. Αυτή είναι σήμε­ρα ο δημιουρ­γι­κός στρό­βι­λος, το περι­δι­νού­με­νο πυρα­χτω­μέ­νο νεφέ­λω­μα… Για αυτό, οτι­δή­πο­τε μάθου­με πως γίνε­ται εκεί πέρα, μια της επι­στη­μο­νι­κή εφεύ­ρε­ση, μια καλή της εσο­δεία, μια νίκη στρα­τιω­τι­κή, μας ενδια­φέ­ρουν βαθύ­τα­τα και χαι­ρό­μα­στε»[18].

Επι­πλέ­ον, στο ποί­η­μα του Στε­πάν Στσι­πά­τσεφ «Στην Κόκ­κι­νη Πλα­τεία», το οποίο φιλο­ξε­νεί­ται στο «Ριζο­σπά­στη», στην πολε­μι­κή απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα των Σοβιε­τι­κών ανι­χνεύ­ε­ται η πανάρ­χαια ρωσι­κή ψυχή, κυρί­ως η μορ­φή του Ιβάν Τρο­με­ρού: «Εδώ δε σβύ­στη­καν ποτέ τα χνά­ρια των αιώ­νων. Κάτω από τις πέτρες μένουν τα ίδια χώμα­τα που τ’ άγγι­ξε του Ιβάν του τρο­με­ρού η αδρή ράβδος»[19].

«ΦΥΣΑΝΕ ΤΩΡΑ ΠΕΡΙΕΡΓΟΙ ΑΝΕΜΟΙ»

Υπαρ­κτή είναι ακό­μη σε αρκε­τά κεί­με­να η βεβαιό­τη­τα ότι η ήττα του φασι­σμού, το κύρος της ΕΣΣΔ και η αυξα­νό­με­νη επιρ­ροή των κομ­μου­νι­στι­κών κομ­μά­των προ­μη­νύ­ουν σημα­ντι­κά βήμα­τα στην ανθρώ­πι­νη πρό­ο­δο. Η «συνέ­χεια» ωστό­σο της νίκης δε γίνε­ται παντού το ίδιο αντι­λη­πτή. Κάποιες φορές ως μετα­πο­λε­μι­κά αιτή­μα­τα προ­βάλ­λο­νται αόρι­στα η δικαιο­σύ­νη, η ελευ­θε­ρία, η ειρή­νη. Πρό­σθε­τα, η εφαρ­μο­γή τους ενα­πο­τί­θε­ται στην επι­θυ­μία όσων χωρών πολέ­μη­σαν το φασι­σμό, με εξαί­ρε­ση ίσως την Αγγλία, στον κατα­στα­τι­κό χάρ­τη του ΟΗΕ και στην επι­κρά­τη­ση ανθρω­πι­στι­κών συναι­σθη­μά­των. Αλλού όμως ολο­κλή­ρω­ση της αντι­φα­σι­στι­κής νίκης συνι­στούν η ανοι­κο­δό­μη­ση της ΕΣΣΔ, η επι­κρά­τη­ση του σοσια­λι­σμού στην Ανα­το­λι­κή και Κεντρι­κή Ευρώ­πη, καθώς και στην Άπω Ανα­το­λή, οι προσ­δο­κώ­με­νες ανά τον κόσμο κοι­νω­νι­κές εξε­γέρ­σεις και, στην περί­πτω­ση της Ελλά­δας, το πολι­τι­κό και συναι­σθη­μα­τι­κό αντι­στάθ­μι­σμα της Δεκεμ­βρια­νής ήττας, με απο­τέ­λε­σμα την επα­νέ­ναρ­ξη του αγώνα.

Τα «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα» αναγ­γέλ­λουν σε πρω­το­σέ­λι­δο σχό­λιό τους: «Οι σει­ρή­νες ήχη­σαν για τελευ­ταία φορά αγγέλ­λο­ντας το τέλος του μεγα­λύ­τε­ρου πολέ­μου της Ιστο­ρί­ας –τη νίκη της λευ­τε­ριάς. Η ζωή όσων έπε­σαν στον υπέρ­τα­το αυτόν αγώ­να για τον πολι­τι­σμό δεν πήγε χαμέ­νη. Η αυγή της ειρή­νης θα στα­θεί η αυγή ενός καλύ­τε­ρου κόσμου»[20]. Και συνε­χί­ζουν: «Συνε­δριά­ζουν οι Τρεις Μεγά­λοι. Οι λαοί των ελεύ­θε­ρων εθνών έχουν καρ­φω­μέ­να τα μάτια τους προς τα εκεί, με τη βεβαιό­τη­τα πως θα μπουν οι βάσεις ενός καλύ­τε­ρου ειρη­νι­κού κόσμου»[21].

Ο Νικη­φό­ρος Βρετ­τά­κος στο ποί­η­μα «Ειρή­νη» προ­βλέ­πει τον εξευ­γε­νι­σμό των ανθρώ­πων και την ακό­λου­θη κατάρ­γη­ση του πολέ­μου. «Η μάχη τέλειω­σε … Ησυ­χία βασι­λεύ­ει εδώ. Το χώμα ξανα­βρή­κε τη δύνα­μή του … Στις ανθι­σμέ­νες αχλα­διές κάθε­ται η αθω­ό­τη­τα – εκα­τομ­μύ­ρια ψυχές που εύχο­νται την αγά­πη … μεγά­λω­σε η καρ­διά μας. Αυτό δε θα ξανα­γί­νει ποτέ … τα πρω­ι­νά του μάτια – δόξα σοι ο θεός, βλέ­πουν τον κόσμο χωρίς σύν­νε­φο»[22].

Ο Δημή­τρης Φωτιά­δης, από την άλλη, αντι­λαμ­βά­νε­ται το μη ταυ­τό­ση­μο για όλους περιε­χό­με­νο των παρα­πά­νω αιτη­μά­των. «Μερι­κοί όμως ανό­η­τοι νομί­ζουν πως είναι δυνα­τόν … Ν’ ανα­βιώ­σου­με το 1939 … Οι λαοί διψούν για αλη­θι­νή δικαιο­σύ­νη και λευ­θε­ριά και η δοκι­μα­σία τους έδω­σε την πολι­τι­κή ωρι­μό­τη­τα να δια­κρί­νουν τη γνή­σια από την κάλ­πι­κη»[23] και προ­σθέ­τει: «Από τη μια στην άλλη άκρη της Ευρώ­πης φυσά­νε τώρα περί­ερ­γοι άνε­μοι. Τα παλιά πολι­τι­κά και πνευ­μα­τι­κά φέου­δα γκρε­μί­ζο­νται»[24].

Το μοτί­βο του «ανέ­μου» υπάρ­χει και στον Γιάν­νη Ρίτσο, όμως περισ­σό­τε­ρο πολι­τι­κά και ταξι­κά προσ­διο­ρι­σμέ­νο: «Ακού­στε πώς τρα­γου­δά­ει ο άνε­μος στα στό­μια των ανθρα­κω­ρυ­χεί­ων στις μπα­μπα­κο­φυ­τί­ες της Νότιας Αμε­ρι­κής, στις συνοι­κί­ες της Βαρ­σο­βί­ας, της Πρά­γας, της Αθή­νας, στο Πεκί­νο στις φυτεί­ες του ρυζιού, στο μετρό του Παρι­σιού και στις πλα­τεί­ες της Ρώμης, στη Βου­δα­πέ­στη, στη Σόφια, στο Βου­κου­ρέ­στι, ετού­το το τρα­γού­δι που το παί­ζει ο Σοστα­κό­βιτς απά­νω στα χαλύ­βδι­να πλή­κτρα του φράγ­μα­τος της Καχόβ­κα κι ο Ρόμπ­σον το τρα­γου­δά­ει στις συνοι­κί­ες των νέγρων»[25].

Ο επι­θυ­μη­τός από­η­χος της σοβιε­τι­κής προ­έ­λα­σης στα ελλη­νι­κά πράγ­μα­τα απο­τυ­πώ­νε­ται πάλι από τον Γιάν­νη Ρίτσο στο κεί­με­νο «Σού­ρου­πο στη συνοι­κία»: «Κυτ­τά­ει τον τοί­χο με τα κόκ­κι­να σβυ­σμέ­να γράμ­μα­τα … Μη χολο­σκάς μη δα σβυ­στή­κα­νε και από την καρ­διά μας; … Όλα σμί­γουν ξανά … και η φωνή του εφη­με­ρι­δο­πώ­λη “Οι Ρώσοι στο Βερο­λί­νο”»[26].

Ο Θεο­δό­σης Πιε­ρί­δης επί­σης στο ποί­η­μά του «Ύμνος στην Αθή­να του Δεκέμ­βρη» παρου­σιά­ζει τα Δεκεμ­βρια­νά εν μέρει ως συνέ­χεια των αγώ­νων της ΕΣΣΔ: «Και τώρα κίνη­σεν απ’ του Στά­λιν­γκραντ την παγω­μέ­νη στέ­πα … και ορμη­τι­κός κατέ­βη και σε τύλι­ξε μέσ’ στις φτε­ρού­γες του πάλι, Αθή­να»[27]. Ο Φώτης Αγγου­λές προ­χω­ρά­ει περισ­σό­τε­ρο και συμπυ­κνώ­νει στο στί­χο του «Κι ύστε­ρα οι λαοί απο­κτή­σα­νε το Στά­λιν­γκραντ» τη δια­χρο­νι­κή λει­τουρ­γία των γεγο­νό­των ως πηγή έμπνευ­σης κάθε αγώ­να ενά­ντια στον ιμπε­ρια­λι­σμό, την ταξι­κή ανι­σό­τη­τα και εκμετάλλευση.

ΠΕΝΕΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Κατά την πραγ­μά­τευ­ση των παρα­πά­νω ζητη­μά­των φαί­νε­ται ο μη ενιαί­ος προσ­διο­ρι­σμός του χαρα­κτή­ρα του Πατριω­τι­κού Πολέ­μου στην ΕΣΣΔ. Το πρώ­το διά­στη­μα εντο­πί­ζε­ται η επι­φα­νεια­κή –ακρι­βέ­στε­ρα η πιο ουδέ­τε­ρη– θεώ­ρη­ση του Πατριω­τι­κού Πολέ­μου μόνο ως τμή­μα του κοι­νού συμ­μα­χι­κού αγώ­να και η συνά­θροι­ση των σοβιε­τι­κών επι­τευγ­μά­των με τις στρα­τιω­τι­κές επι­χει­ρή­σεις των ΗΠΑ-Βρε­τα­νί­ας. Ταυ­τό­χρο­να όμως και όσο εκδη­λώ­νε­ται η ιμπε­ρια­λι­στι­κή επι­θε­τι­κό­τη­τα σε βάρος της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης και υπό το βάρος της βρε­τα­νι­κής επέμ­βα­σης στην Ελλά­δα, φωτί­ζο­νται οι μη αναι­ρού­με­νες αντι­θέ­σεις, εντός του αντι­φα­σι­στι­κού συνα­σπι­σμού, ανά­με­σα στα καπι­τα­λι­στι­κά κρά­τη και την ΕΣΣΔ, ο Πατριω­τι­κός Πόλε­μος συνα­θροί­ζε­ται με τον αγώ­να των λαϊ­κών στρω­μά­των και πρώ­τα των κομ­μου­νι­στών σε κάθε τόπο, σε διά­κρι­ση συχνά με τη στά­ση αντί­στοι­χων κρα­τών και κυβερ­νή­σε­ων, και αντι­με­τω­πί­ζε­ται ως κεφά­λαιο στην Αντι­φα­σι­στι­κή Νίκη των λαών.

Γρά­φουν τα «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα» το Μάη του 1945: «Βόλ­γας, Ατλα­ντι­κός Ωκε­α­νός, Αίγυ­πτος. Ο ναζι­σμός νικού­σε … Ξάφ­νου μια πόλη ορθώ­θη­κε, το Στά­λιν­γκραντ … Έπει­τα ακο­λού­θη­σε η νίκη στο Ελ Αλα­μέιν … Μετά ήρθε η από­βα­ση στη Νορ­μαν­δία»[28]. Νεκρο­λο­γούν επί­σης τον Φρα­γκλί­νο Ρού­σβελτ με τα ακό­λου­θα: «Η πατρί­δα μας έχα­σε … έναν τολ­μη­ρό πρω­το­πό­ρο που με τόση ανέν­δο­τη πίστη είχε ανα­λά­βει να σώσει την ανθρω­πό­τη­τα από το βάρ­βα­ρο εφιάλ­τη του φασι­σμού και να την οδη­γή­σει στον υψη­λό ανή­φο­ρο της ελευ­θε­ρί­ας»[29].

Ένα χρό­νο όμως αργό­τε­ρα καταγ­γέλ­λουν το μη άνοιγ­μα δεύ­τε­ρου μετώ­που στην Ευρώ­πη από τα καπι­τα­λι­στι­κά κρά­τη, γρά­φο­ντας: «Η κυβέρ­νη­ση του Τσόρ­τσιλ προ­τι­μού­σε να τρα­βή­ξει το δρό­μο που θα παρέ­τει­νε την ουσια­στι­κά μονό­πλευ­ρη αντί­στα­ση της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης»[30], ενώ ο Δημή­τρης Ραβά­νης Ρεντής, στο έργο του «Ο Δρο­μά­κος με την πιπε­ριά», ανα­φέ­ρε­ται στην επι­δί­ω­ξη των ΗΠΑ να εισέλ­θουν πρώ­τοι στο Βερο­λί­νο και ίσως ανι­χνεύ­ει τη σκο­πι­μό­τη­τα της από­βα­σης στη Νορ­μαν­δία: «Ηρώ, να ξέρεις, αν θα κερ­δί­σεις θα πει πως θα μπουν οι Αμε­ρι­κα­νοί πρώ­τοι στο Βερο­λί­νο! … Τότε θα χάσει σίγου­ρα! Δεν έμα­θε πως οι Ρώσοι ολο­κλή­ρω­σαν την περι­κύ­κλω­ση του Βερο­λί­νου»[31].

Ο Μενέ­λα­ος Λου­ντέ­μης εστιά­ζει στη μη παραί­τη­ση των καπι­τα­λι­στι­κών κρα­τών από την επι­δί­ω­ξη ανα­τρο­πής της ΕΣΣΔ και πλά­θει συγκε­κρι­μέ­να ένα διά­λο­γο μετα­ξύ τους στην αλλη­γο­ρι­κή εισα­γω­γή του διη­γή­μα­τός του «Ο Μεγά­λος Δεκέμ­βρης»: «Βοή­θα και συ, αδερ­φο­ποι­η­τέ! –φώνα­ξε η αρκού­δα (ΕΣΣΔ)– χάνου­με. Περί­με­νε. Για να πηδή­ξω το ποτά­μι θέλει κότσια. Περί­με­νε, λιμά­ρω τα νύχια μου, απά­ντη­σε το Λιο­ντά­ρι (Αγγλία-καπι­τα­λι­στι­κά κρά­τη) … Αρκού­δα, εσύ μας γλί­τω­σες, έλε­γαν. Μόλις το ακού­ει το λιο­ντά­ρι, μανιά­ζει και αρπά­ζει ένα πού­που­λο του γερα­κιού (φασι­στι­κός συνα­σπι­σμός) … Λυπή­σου την άμοι­ρη αδερ­φού­λα μας (Ελλά­δα)… Λιο­ντά­ρι — Τώρα να τελειώ­σω με αυτήν και σας δεί­χνω»[32].

Επι­πρό­σθε­τα, ο Κ. Βάρ­να­λης απο­δο­μεί στο ποί­η­μα «Φιλέλ­λην» την ανα­γό­ρευ­ση του Τσόρ­τσιλ σε «πατέ­ρα της νίκης» και τον απο­κα­λεί «Σάπιο σαντάρ­δο της εσχά­της πει­ρα­τεί­ας». Επι­πλέ­ον, ο Αση­μά­κης Παν­σέ­λη­νος ξεχω­ρί­ζει το βρε­τα­νι­κό λαό από την πολι­τι­κή ηγε­σία του: «Ο Τσόρ­τσιλ μπο­ρεί να στά­θη­κε επι­κε­φα­λής του λαού, όμως για άλλο σκο­πό πολέ­μη­σε αυτός και για άλλο πολέ­μη­σε ο λαός»[33].

Ο Γιάν­νης Ρίτσος συνε­νώ­νει ποι­η­τι­κά τις θυσί­ες των κομ­μου­νι­στών: «Έτσι έφυ­γε και ο Φού­τσικ και ο Περί κι η Ζόγια, βγά­ζο­ντας από τις τσέ­πες του χιλιά­δες προ­κη­ρύ­ξεις … ανε­βά­ζο­ντας ο άνε­μος τις προ­κη­ρύ­ξεις ως το κελί του Λαμπρι­νού και του Θέμου Κορ­νά­ρου»[34], ενώ ίδια είναι η επι­λο­γή στο ποί­η­μα του Φώτη Αγγου­λέ «Πρέ­πει»: «Μέσα από τις φλό­γες πρέ­πει να σώσου­με την ειρή­νη. Ας πού­με πως είναι η Ζώγια. Ας πού­με πως είναι η Μάλ­τσε­βα»[35].

Στο συνο­λι­κό υλι­κό αντα­να­κλώ­νται, πέρα από φιλο­λο­γι­κά γνω­ρί­σμα­τα (είδος κει­μέ­νου, τεχνο­τρο­πία, γλώσ­σα, χρο­νι­κή από­στα­ση μετα­ξύ συγ­γρα­φής και έκδο­σης), η αντι­φα­σι­στι­κή συμ­μα­χία, το μετα­πο­λε­μι­κό διε­θνές τοπίο, η δεκεμ­βρια­νή σύγκρου­ση στην Ελλά­δα και ο ρόλος της Βρε­τα­νί­ας σε αυτήν, το ξεδί­πλω­μα της μετα­δε­κεμ­βρια­νής τρο­μο­κρα­τί­ας, η επι­κεί­με­νη δρά­ση του ΔΣΕ, η ιδε­ο­λο­γι­κή συγκρό­τη­ση του κάθε λογο­τέ­χνη και αυτο­νό­η­τα οι κατευ­θύν­σεις του διε­θνούς κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος και του ΚΚΕ. Σε γενι­κές γραμ­μές, η λαϊ­κή δια­νό­η­ση, παρά την προ­τε­ραιό­τη­τα στην κατα­γρα­φή της εγχώ­ριας ΕΑΜι­κής Αντί­στα­σης, αγω­νιά εξαρ­χής να δια­σω­θούν στη μνή­μη των ανθρώ­πων το σοβιε­τι­κό έπος, η παγκό­σμια εμβέ­λεια και η σημα­ντι­κό­τη­τά του. Επι­πλέ­ον, παρά τις αντι­φά­σεις, τα γεγο­νό­τα τοπο­θε­τού­νται στα­δια­κά στο πλαί­σιο της αντι­πα­ρά­θε­σης ανά­με­σα στην ΕΣΣΔ και τον ιμπε­ρια­λι­σμό και στην εξέ­λι­ξη της ταξι­κής πάλης στο εσω­τε­ρι­κό κάθε χώρας.

Η μελέ­τη του υπάρ­χο­ντος υλι­κού και ασφα­λώς η περαι­τέ­ρω διε­ρεύ­νη­σή του δεί­χνει και σήμε­ρα τις δυνα­τό­τη­τες οι οποί­ες περι­κλεί­ο­νται στη σοσια­λι­στι­κή οργά­νω­ση της παρα­γω­γής και της κοι­νω­νί­ας, ακό­μη και σε συν­θή­κες ιμπε­ρια­λι­στι­κού πολέ­μου, αλλά και τη στα­θε­ρή αντί­θε­ση ανά­με­σα στην εργα­τι­κή τάξη, το κεφά­λαιο και τις δια­κρα­τι­κές του ενώσεις.

Του Βασί­λη Μόσχου

Ο Βασί­λης Μόσχος είναι συνερ­γά­της του Τμή­μα­τος Ιστο­ρί­ας της ΚΕ του ΚΚΕ, υπο­ψή­φιος διδά­κτο­ρας του Τμή­μα­τος Πολι­τι­κής Επι­στή­μης και Ιστο­ρί­ας του Παντείου.

 

Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από την ΚΟΜΕΠ, τευχ. 4 — 2015

____________

[1] Π. Παπα­στρά­τη — Μ. Λυμπε­ρά­του (επιμ.): «Αρι­στε­ρά και αστι­κός πολι­τι­κός κόσμος 1940–1960», εκδ. «Βιβλιό­ρα­μα», σελ. 360–368.

[2] Το περιο­δι­κό «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα» ξεκί­νη­σε την έκδο­σή του το Μάη του 1945, προ­κει­μέ­νου να απο­τε­λέ­σει όργα­νο της προ­ο­δευ­τι­κής δια­νό­η­σης. Διευ­θυ­ντής ορί­στη­κε ο Δ. Φωτιά­δης, ο οποί­ος όμως εξο­ρί­στη­κε το 1948. Στη συνέ­χεια, διευ­θυ­ντι­κά καθή­κο­ντα ανέ­λα­βε ο Νικη­φό­ρος Βρετ­τά­κος, ως την απο­μά­κρυν­σή του από το περιο­δι­κό, το 1949. Η κυκλο­φο­ρία συνε­χί­στη­κε ως το 1950, υπό τη διεύ­θυν­ση πια του Στρα­τή Δούκα.

[3] Εφη­με­ρί­δα «Ριζο­σπά­στης», 9 Μάρ­τη 1945.

[4] «Ο τελι­κός λόγος του σ. Ν. Ζαχα­ριά­δη στο 7ο Συνέ­δριο του ΚΚΕ», εφη­με­ρί­δα «Ριζο­σπά­στης», 9 Οκτώ­βρη 1945.

[5] Γιάν­νη Ρίτσου: «Ποι­ή­μα­τα τα επι­και­ρι­κά 1945–1969», εκδ. «Κέδρος», σελ. 44, 46, 50, 51

[6] «Αθή­να 1943», στο περιο­δι­κό «Πρω­το­πό­ροι», τ. 5, σελ. 9, Δεκέμ­βρης 1943.

[7] Έλλης Αλε­ξί­ου: «Ανθο­λο­γία ελλη­νι­κής αντι­στα­σια­κής λογο­τε­χνί­ας 1941–1944», εκδ. «Akademie-Verlag-Berlin» και εκδ. «Παπα­κώ­στα», σελ. 28.

[8] Δημή­τρη Χατζή: «Φωτιά», εκδ. «Το Ροδα­κιό», σελ. 45.

[9] Γιώρ­γου Λαμπρι­νού: «Η πορεία ενός λαού», περιο­δι­κό «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα», τ. 26–27, σελ. 1–2, 9 Νοέμ­βρη 1945.

[10] Ο Κύπριος συγ­γρα­φέ­ας Γιώρ­γος Φιλίπ­που-Πιε­ρί­δης συγκρο­τεί με τους Σακε­λά­ρη Γιαν­να­κά­κη, Θεο­δό­ση Πιε­ρί­δη, Γιάν­νη Χατζηαν­δρέα (Στρα­τή Τσίρ­κα), Νίκο Νικο­λα­ΐ­δη, Οδυσ­σέα Καρα­γιάν­νη κ.ά. μια από τις πρώ­τες ομά­δες Ελλή­νων κομ­μου­νι­στών της Αιγύ­πτου («Το κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα των Ελλή­νων της Αιγύ­πτου», εφη­με­ρί­δα «Ριζο­σπά­στης», 1–2 Μάρ­τη 2014).

[11] Νικη­φό­ρου Βρετ­τά­κου: «Τα ποι­ή­μα­τα», εκδ. «Τα τρία φύλ­λα», σελ. 120.

[12] Jean Richard Bloch: «Ο άνθρω­πος του Στά­λιν­γκραντ», περιο­δι­κό «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα», τ. 11, σελ. 15, 20 Ιού­λη 1945.

[13] Νίκου Κιτσί­κη: «Ελλά­δα και Σοβιε­τι­κή Ένω­ση», περιο­δι­κό «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα», τ. 18, σελ. 1–2, 7 Σεπτέμ­βρη 1945.

[14] Γιώρ­γου Λαμπρι­νού: «Η πορεία ενός λαού», περιο­δι­κό «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα», τ. 26–27, σελ. 1–2, 9 Νοέμ­βρη 1945.

[15] Γιάν­νη Ρίτσου: «Ποι­ή­μα­τα τα επι­και­ρι­κά 1945–1969», εκδ. «Κέδρος», σελ. 93.

[16] Γιώρ­γου Σιδέ­ρη: «Φώτης Αγγου­λές», εκδ. «Κέδρος», σελ. 115.

[17] Μέλ­πως Αξιώ­τη: «Χρο­νι­κά», εκδ. «Κέδρος», σελ. 178–180.

[18] Έλλης Αλε­ξί­ου: «Για να γίνει Μεγά­λος», εκδ. «Δωρι­κός», σελ. 242–243.

[19] «Στην Κόκ­κι­νη πλα­τεία», εφη­με­ρί­δα «Ριζο­σπά­στης», 23 Γενά­ρη 1947.

[20] «8 Μαΐ­ου», περιο­δι­κό «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα», τ. 2, σελ. 1, 12 Μάη 1945.

[21] «Οι τρεις μεγά­λοι», περιο­δι­κό «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα», τ. 11, σελ. 1, 20 Ιού­λη 1945.

[22] Νικη­φό­ρου Βρετ­τά­κου: «Τα ποι­ή­μα­τα», εκδ. «Τα τρία φύλ­λα», σελ. 149.

[23] Δημή­τρη Φωτιά­δη: «Η νίκη», περιο­δι­κό «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα», τ. 2, σελ. 1, 2, 12 Μάη 1945.

[24] Δημή­τρη Φωτιά­δη: «Τεί­χη πανύ­ψη­λα τεί­χη», περιο­δι­κό «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα», τ. 11, σελ. 1, 20 Ιού­λη 1945.

[25] Γιάν­νη Ρίτσου: «Ποι­ή­μα­τα τα επι­και­ρι­κά 1945–1969», εκδ. «Κέδρος», σελ. 93, 103.

[26] Γιάν­νη Ρίτσου: «Σού­ρου­πο στη συνοι­κία»», περιο­δι­κό «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα», τ. 2, σελ. 16, 12 Μάη 1945.

[27] Θεο­δό­ση Πιε­ρί­δη: «Ύμνος στην Αθή­να του Δεκέμ­βρη», περιο­δι­κό «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα», τ. 30–31, σελ. 10, 7 Δεκέμ­βρη 1945.

[28] «Βερο­λί­νο», περιο­δι­κό «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα», τ. 1, σελ. 1, 5 Μάη 1945.

[29] «Πνευ­μα­τι­κή ζωή», περιο­δι­κό «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα», τ. 1, σελ. 15, 5 Μάη 1945.

[30] Helen Leonard: «Στα παρα­σκή­νια του πολέ­μου», περιο­δι­κό «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα», τ. 52, σελ. 10, 1 Γενά­ρη 1946.

[31] Δημή­τρη Ραβά­νη-Ρεντή: «Ο Δρο­μά­κος με την Πιπε­ριά», εκδ. «Ηρι­δα­νός», σελ. 660

[32] Μενέ­λα­ου Λου­ντέ­μη: «Ο Μεγά­λος Δεκέμ­βρης», στο Μπά­μπη Γραμ­μέ­νου (επιμ.): «Αυτός ήταν ο Δεκέμ­βρης, η ένο­πλη απά­ντη­ση του λαού στην αγγλι­κή κατο­χή»,  εκδ. «Φιλί­στωρ», σελ. 111–114.

[33] Αση­μά­κη Παν­σέ­λη­νου: «Τσόρ­τσιλ», «Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα», τ. 13, σελ. 1, 3 Αυγού­στου 1945.

[34] Γιάν­νη Ρίτσου: «Ποι­ή­μα­τα τα επι­και­ρι­κά 1945–1969», εκδ. «Κέδρος», σελ. 60.

[35] Γιώρ­γου Σιδέ­ρη: «Φώτης Αγγου­λές», εκδ. «Κέδρος», σελ. 216.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο