Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σόνια Ιλίνσκαγια _Μικρό αφιέρωμα

Η Σόνια Ιλίν­σκα­για Sonia Ilinskaya (1938–2024) γεν­νή­θη­κε στη Μόσχα. Σπού­δα­σε κλα­σι­κή φιλο­λο­γία στο Πανε­πι­στή­μιο Λομο­νό­σοφ της Μόσχας με παράλ­λη­λη ειδί­κευ­ση στη νεο­ελ­λη­νι­κή και τη ρωσι­κή φιλο­λο­γία. Ασχο­λή­θη­κε με τη διά­δο­ση ‑μελέ­τη και μετά­φρα­ση- της σύγ­χρο­νης ελλη­νι­κής λογοτεχνίας.

Είχε εκλε­γεί τακτι­κό μέλος της Ένω­σης Συγ­γρα­φέ­ων της ΕΣΣΔ ως κρι­τι­κός και μετα­φρά­στρια της Νέας Ελλη­νι­κής Λογο­τε­χνί­ας. Το 1971 υπο­στή­ρι­ξε τη διδα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή της με θέμα Συμ­βο­λή στη μελέ­τη της μετα­πο­λε­μι­κής ποί­η­σης στην Ελλά­δα. Η μοί­ρα μιας γενιάς. Υπήρ­ξε ερευ­νή­τρια του Ινστι­τού­του Σλα­βι­κών και Βαλ­κα­νι­κών Μελε­τών της Ακα­δη­μί­ας Επι­στη­μών της ΕΣΣΔ.

Το 1983, για οικο­γε­νεια­κούς λόγους (από το 1959 ήταν παντρε­μέ­νη με τον Έλλη­να πεζο­γρά­φο Μήτσο Αλε­ξαν­δρό­που­λο), εγκα­τα­στά­θη­κε μόνι­μα στην Ελλά­δα. Ήταν καθη­γή­τρια της Νέας Ελλη­νι­κής Φιλο­λο­γί­ας της Φιλο­σο­φι­κής Σχο­λής του Πανε­πι­στη­μί­ου Ιωαννίνων.

Έχει δημο­σιεύ­σει πάνω από 20 βιβλία και δοκί­μια στα ελληνικά

Εργο­γρα­φία \ Δοκίμια

  1. H Mοί­ρα μιας γενιάς. Συμ­βο­λή στη μελέ­τη της μετα­πο­λε­μι­κής πολι­τι­κής ποί­η­σης στην Eλλά­δα. Μόσχα 1974, Αθή­να 1976.
  2. K.Π.Kαβάφης. Oι δρό­μοι προς το ρεα­λι­σμό στην ποί­η­ση του 20ού αιώ­να. Αθή­να 1983, Μόσχα 1984.
  3. Γιάν­νης Ρίτσος. Θεώ­ρη­ση της ζωής και του έργου του. Μόσχα 1986.
  4. Μιχα­ήλ Λυκιαρ­δό­που­λος. Ένας Έλλη­νας στο χώρο του ρωσι­κού συμ­βο­λι­σμού. Αθή­να 1989.
  5. Επι­ση­μάν­σεις. Από την πορεία της ελλη­νι­κής ποί­η­σης του 20ού αιώ­να. Αθή­να 1992.
  6. Ο K.Π.Kαβάφης και η ρωσι­κή ποί­η­ση του “αργυ­ρού αιώ­να”. Αθή­να 1995.
  7. Ρωσι­κή Καβα­φειά­δα. Μόσχα, 2000. Eισα­γω­γή (σς.5–14), μέρος μετα­φρά­σε­ων από το ποι­η­τι­κό έργο του K.Π. Kαβά­φη, μονο­γρα­φία Kων­στα­ντί­νος Kαβά­φης (σς. 281–470), κύκλος δοκι­μί­ων “O K.Π. Kαβά­φης και η ρωσι­κή ποί­η­ση του ”αργυ­ρού” αιώ­να” (σς. 528–561), δοκί­μιο “O K.Π. Kαβά­φης στη Pωσία” (σς. 562–567).
  8. Η Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση του 1821 στον καθρέ­φτη της ρωσι­κής ποί­η­σης. Επι­λο­γή, εισα­γω­γή, επι­μέ­λεια: Σόνια Ιλίν­σκα­για. Αθή­να 2001.
  9. O K.Π. Kαβά­φης στα συμ­φρα­ζό­με­να της λογο­τε­χνι­κής πορεί­ας του 20ού αιώ­να. Mόσχα 2001.
  10. Κ.Π. Καβά­φης. ’παντα τα ποι­ή­μα­τα. Εισα­γω­γή-επι­μέ­λεια: Σόνια Ιλίν­σκα­για. Αθή­να 2003

Μετα­φρά­σεις στα ρωσικά

  • Ποί­η­ση: Κάλ­βου, Καβά­φη, Ρίτσου, Σεφέ­ρη, Ελύ­τη, Βρετ­τά­κου, Σινό­που­λου, Λει­βα­δί­τη, Κύρου, Ανα­γνω­στά­κη, Πατρί­κιου, Σαχτού­ρη, Σαρα­ντή, Στερ­γιό­που­λου κ.α.
  • Πεζο­γρα­φία: Ξενό­που­λου, Τερ­ζά­κη, Αλεξανδρόπουλου.

Το ερευ­νη­τι­κό της ενδια­φέ­ρον επι­κε­ντρώ­θη­κε από πολύ νωρίς στην νεο­ελ­λη­νι­κή και τη ρωσι­κή φιλο­λο­γία. Εργά­στη­κε ως ερευ­νή­τρια του Ινστι­τού­του Σλα­βι­κών και Βαλ­κα­νι­κών Μελε­τών της Ακα­δη­μί­ας Επι­στη­μών της ΕΣΣΔ. Το 1971 υπο­στή­ρι­ξε τη δια­τρι­βή της με τίτλο «Συμ­βο­λή στη μελέ­τη της μετα­πο­λε­μι­κής ποί­η­σης στην Ελλά­δα. Η μοί­ρα μιας γενιάς.»

Υπήρ­ξε η πρώ­τη επαγ­γελ­μα­τί­ας φιλό­λο­γος-νεο­ελ­λη­νί­στρια που ασχο­λή­θη­κε με τη μετά­φρα­ση και έκδο­ση της νεο­ελ­λη­νι­κής λογο­τε­χνί­ας για το ρωσι­κό ανα­γνω­στι­κό κοι­νό, και, για πάνω από 60 χρό­νια είχε συν­δέ­σει το όνο­μά της με την ουσια­στι­κή και γόνι­μη μελέ­τη και παρου­σί­α­ση της ελλη­νι­κής λογο­τε­χνί­ας στη Ρωσία και στην πρώ­ην ΕΣΣΔ: πρω­το­πα­ρου­σί­α­σε τον Καβά­φη (1967), συστη­μα­το­ποί­η­σε την παρου­σί­α­ση του Ρίτσου, ανθο­λό­γη­σε ελλη­νι­κή ποί­η­ση και διη­γή­μα­τα, παρου­σί­α­σε μυθι­στο­ρή­μα­τα, έγρα­ψε σει­ρά επι­στη­μο­νι­κών έργων (μονο­γρα­φί­ες, άρθρα, επι­στη­μο­νι­κές ανα­κοι­νώ­σεις) πάντα με θέμα τη νεο­ελ­λη­νι­κή λογοτεχνία.

Ως επι­με­λή­τρια εκδό­σε­ων συνερ­γά­στη­κε με τους περισ­σό­τε­ρους από τους ήδη γνω­στούς μετα­φρα­στές, εκπαί­δευ­σε την επό­με­νη γενιά νεό­τε­ρων μετα­φρα­στών που έχουν ανα­λά­βει σήμε­ρα τη σκυ­τά­λη, κίνη­σε το ενδια­φέ­ρον μεγά­λων Ρώσων ποι­η­τών, ιδιαι­τέ­ρως του Νομπε­λί­στα Ιωσήφ Μπρόν­τσκι, για τη νεο­ελ­λη­νι­κή λογο­τε­χνία (κυρί­ως προς τον Καβά­φη), και δημο­σί­ευ­σε σει­ρά, κλασ­σι­κών σήμε­ρα, μετα­φρά­σε­ων, Νεο­ελ­λή­νων λογο­τε­χνών, και ιδί­ως ποι­η­τών όλων των γενε­ών, πρω­το­πα­ρου­σιά­ζο­ντάς τους στα ρωσι­κά (Α. Κάλ­βος, Κ.Π. Καβά­φης, Κ. Καρυω­τά­κης, Γρ. Ξενό­που­λος, Μ. Αλε­ξαν­δρό­που­λος, Γ. Ρίτσος, Ν. Βρετ­τά­κος, Α. Τερ­ζά­κης, Γ. Σεφέ­ρης, Οδ. Ελύ­της, Μ. Ανα­γνω­στά­κης, Μ. Σαχτού­ρης, Ε. Κακνα­βά­τος, Β. Βασι­λι­κός, Τ. Πατρί­κιος, Γ. Δάλ­λας, Λ. Πού­λιος, Μ. Γκα­νάς, Γ. Μαρ­κό­που­λος, Γ. Υφα­ντής, Κ. Δημου­λά, Κ. Κύρου και πολ­λούς άλλους). Μπο­ρού­με να πού­με με βεβαιό­τη­τα ότι χάρη στην προ­σφο­ρά της, ο ρωσό­φω­νος ανα­γνώ­στης σήμε­ρα γνω­ρί­ζει τον Καβά­φη, τον Καρυω­τά­κη, το Σεφέ­ρη, το Ρίτσο, τον Ελύ­τη και τη μετα­πο­λε­μι­κή γενιά των Νεο­ελ­λή­νων ποιητών.

Στην Ελλά­δα εξέ­δω­σε ως συγ­γρα­φέ­ας και επι­με­λή­τρια πολ­λά άρθρα και βιβλία, όπως: «Κ.Π. Καβά­φης. Οι δρό­μοι προς το ρεα­λι­σμό στην ποί­η­ση του 20ού αιώ­να.» (Αθή­να 1983), «Μιχα­ήλ Λυκιαρ­δό­που­λος. Ένας Έλλη­νας στο χώρο του ρωσι­κού συμ­βο­λι­σμού» (Αθή­να 1989), «Επι­ση­μάν­σεις. Από την πορεία της ελλη­νι­κής ποί­η­σης του 20ού αιώ­να» (Αθή­να 1992), «Ο Κ.Π. Καβά­φης και η ρωσι­κή ποί­η­ση του αργυ­ρού αιώ­να» (Αθή­να 1995), «Η Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση του 1821 στον καθρέ­φτη της ρωσι­κής ποί­η­σης» (Αθή­να 2001), «Κ.Π. Καβά­φης, Άπα­ντα τα ποι­ή­μα­τα.» (Αθή­να 2003), «Ελλη­νο­ρω­σι­κά συνα­πα­ντή­μα­τα» (Αθή­να 2004), «Η ρωσι­κή λογο­τε­χνία στην Ελλά­δα. 19ος αιώ­νας» (Αθή­να 2006). Ασχο­λή­θη­κε ιδιαί­τε­ρα με θέμα­τα συγκρι­τι­κής ρωσι­κής και νεο­ελ­λη­νι­κής λογοτεχνίας.

Μετά τη μόνι­μη εγκα­τά­στα­σή της στην Ελλά­δα, συνέ­χι­σε να μετα­φρά­ζει και να παρου­σιά­ζει στη σύγ­χρο­νη Ρωσία τη νεο­ελ­λη­νι­κή λογο­τε­χνία. Εμβλη­μα­τι­κό­τε­ρο επί­τευγ­μα της περιό­δου αυτής υπήρ­ξε η έκδο­ση του συνό­λου του ποι­η­τι­κού έργου του Κ.Π. Καβά­φη στα ρωσι­κά (συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των απο­κη­ρυγ­μέ­νων και ημι­τε­λών ποι­η­μά­των) το 2009, με βάση την ελλη­νι­κή έκδο­ση του 2003.

Η Σόνια Ιλίν­σκα­για θα κηδευ­τεί την Τρί­τη 23 Ιανουα­ρί­ου στις 11 το πρωί από το Δεύ­τε­ρο Νεκρο­τα­φείο. Συλ­λυ­πη­τή­ρια ανα­κοί­νω­ση εξέ­δω­σε το ΚΚΕ και η Εται­ρεία Συγγραφέων.

ΚΚΕ: Απο­χαι­ρε­τού­με την Σόνια Ιλίν­σκα­για με σεβα­σμό για το πολύ­τι­μο έργο της

Μέσα από το πρίσμα της Αλεξάνδρειας

…Η ιστο­ρι­κή διαί­σθη­ση του Καβά­φη, η “αλε­ξαν­δρι­νή” πράγ­μα­τι ευρυ­μά­θειά του και το πρω­τεϊ­κό χάρι­σμα μετα­μορ­φώ­σε­ων, διείσ­δυ­σης “στη ζωή παρω­χη­μέ­νων επο­χών και ανθρώ­πων, να κατοι­κεί τις πολι­τεί­ες τους, να κυκλο­φο­ρεί στους δρό­μους τους, να διαι­σθά­νε­ται τα αισθή­μα­τά τους…” ανα­γνω­ρί­στη­καν αρκε­τά νωρίς από την ελλη­νι­κή κρι­τι­κή. Πολύ πιο δύσκο­λη απο­δεί­χτη­κε η κατα­νό­η­ση του αλε­ξαν­δρι­νού μοντέ­λου, της τεχνο­λο­γί­ας, χάρη στην οποία στον χρο­νό­το­πο της Αλε­ξάν­δρειας και έπει­τα όλου του ελλη­νο­ρω­μαϊ­κού κόσμου μέσα από τα realia της καθη­με­ρι­νό­τη­τας δια­κρί­νε­ται η αθό­ρυ­βη ροή της ιστορίας.
Το αλε­ξαν­δρι­νό του μοντέ­λο το δοκι­μά­ζει όχι μόνο στο σύγ­χρο­νο (και δια­χρο­νι­κό) άτο­μο, αλλά και στη σύγ­χρο­νη (και δια­χρο­νι­κή) ιστο­ρι­κή δια­δι­κα­σία, την οποί­αν δια­γνω­στο­ποιεί και στις οικου­με­νι­κές της νομο­τέ­λειες, και στις χαρα­κτη­ρι­στι­κές ιδιαι­τε­ρό­τη­τες. Στο ψηφι­δω­τό της επο­χής εναλ­λάσ­σο­νται μεγά­λες τοι­χο­γρα­φί­ες και μικρές σκη­νές, φευ­γα­λέα σκί­τσα που ανα­λαμ­βά­νουν τον ρόλο ανε­παί­σθη­της λεπτο­μέ­ρειας, υλι­κής ή ψυχο­λο­γι­κής, απ’ αυτές που προσ­δί­δουν στο σύνο­λο ένα υψη­λό­τε­ρο όριο αλη­θο­φά­νειας, πλη­ρό­τη­τας, ζωντα­νού παλ­μού. Αυτός ο σφαι­ρι­κός φωτι­σμός αντα­πο­κρί­νε­ται στις ίδιες αρχές που ξέρου­με από τις γνω­στές μυθι­στο­ρη­μα­τι­κές εποποιίες.

Η επι­λο­γή της απο­στα­σιο­ποί­η­σης εκδη­λώ­νε­ται στον Καβά­φη με δύο τρό­πους: με την αξιο­ποί­η­ση του “αρχαί­ου” μοντέ­λου και με την παραί­τη­ση από τον ενιαίο στέ­ρεο αφη­γη­μα­τι­κό σκε­λε­τό, ώστε, χωρίς να τηρεί­ται η χρο­νι­κή ακο­λου­θία, να συντί­θε­ται ελεύ­θε­ρα κι αβί­α­στα το ψηφι­δω­τό της επο­χής. Ο ανα­γνώ­στης ωστό­σο είναι σε θέση να συλ­λά­βει στην “ακα­νό­νι­στη” αυτή σει­ρά εσω­τε­ρι­κές δια­συν­δέ­σεις, τη σφρα­γί­δα της μυθι­στο­ρη­μα­τι­κής αντί­λη­ψης. Ανα­κα­λύ­πτο­ντας λ.χ. ένα θέμα που ξετυ­λί­γε­ται στη χρο­νι­κή διάρ­κεια μέσα από τις τύχες μερι­κών γενε­ών, τους περί­πλο­κους συγ­γε­νι­κούς και πολι­τι­κούς δεσμούς ανά­με­σα σε δρώ­ντα πρό­σω­πα, ένα δρα­μα­τι­κό σύμπλεγ­μα των αφη­γη­μα­τι­κών γραμ­μών, ανα­λαμ­βά­νει μόνος του να κάνει ένα μοντάζ, να “συναρ­μο­λο­γή­σει τη χρο­νο­λο­γία” , να φτιά­ξει από μινια­τού­ρες ένα μυθι­στό­ρη­μα, μια ιδιό­μορ­φη επο­ποι­ία που να καλύ­πτει την πορεία του ελλη­νι­στι­κού κόσμου από την ακμή στην παρακ­μή και τη διάλυση.
Το συναρ­πα­στι­κό αυτό παι­χνί­δι μπο­ρεί να ξεκι­νή­σει από το δίπτυ­χο “Εν μεγά­λη Ελλη­νι­κή αποι­κία, 200 π.Χ.” και “Στα 200 π.Χ.” με τη μεγα­λειώ­δη εικό­να του ελλη­νι­στι­κού κόσμου, στην οποία όμως παρου­σιά­ζο­νται οι πρώ­τες ρωγ­μές. Θα περά­σει έπει­τα στο θέμα του διαι­ρε­μέ­νου, υπο­νο­μευό­με­νου από εσω­τε­ρι­κές διχό­νοιες αγώ­να των ελλη­νι­στι­κών κρα­τών ενά­ντια στη Ρώμη (“Η Μάχη της Μαγνη­σί­ας”) και θα το παρα­κο­λου­θή­σει κυρί­ως μέσα από την τρα­γι­κή μοί­ρα της δυνα­στεί­ας των Σελευ­κι­δών (“Προς τον Αντί­ο­χον Επι­φα­νή”, “Η Δυσα­ρέ­σκεια του Σελευ­κί­δου”, “Δημη­τρί­ου Σωτή­ρος (162–150 π.Χ.”), καθώς και μέσα από ποι­ή­μα­τα που πλαι­σιώ­νουν αυτή τη σει­ρά (λ.χ. “Πρέ­σβεις απ’ την Αλε­ξάν­δρεια”, “Ορο­φέρ­νης”, “Εύνοια του Αλε­ξάν­δρου Βάλα”) και ρίχνουν στο ίδιο θέμα ένα πλά­γιο φως, με την τεχνι­κή “φωτός” και “ημί­φω­τος” που τόσο πολύ αξιο­ποί­η­σε ο ποι­η­τής για τις πανο­ρα­μι­κές συλ­λή­ψεις του. Για επί­λο­γο θα στρα­φεί στο αλε­ξαν­δρι­νό τετρά­πτυ­χο (“Αλε­ξαν­δρι­νοί Βασι­λείς”, “Το 31 π.Χ. στην Αλε­ξάν­δρεια”, “Και­σα­ρί­ων”, “Εν δήμω της Μικράς Ασί­ας”) που εικο­νο­γρα­φεί την πτώ­ση του ελλη­νι­στι­κού κόσμου.

Πόσο παρα­δειγ­μα­τι­κά (σε επί­πε­δο παν-χρο­νί­ας και παν-τοπί­ας) λει­τουρ­γεί αυτό το ιστο­ρι­κό σύμπλεγ­μα, θα το συνει­δη­το­ποι­ή­σου­με στην επό­με­νη στρο­φή του καβα­φι­κού έργου προς την ύλη της πρώ­ι­μης χρι­στια­νι­κής επο­χής, όπου τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά της ιστο­ρι­κής τυπο­λο­γί­ας θα προ­βλη­θούν ακό­μα περισ­σό­τε­ρο και η προ­σο­χή θα επι­κε­ντρώ­νε­ται στα καθο­λι­κά προ­βλή­μα­τα της ανθρώ­πι­νης ύπαρ­ξης, ατο­μι­κής και συλ­λο­γι­κής. Το ιστο­ρι­κό παρά­δειγ­μα, παρου­σια­σμέ­νο μες στη ζωντα­νή σάρ­κα του δικού του συγκε­κρι­μέ­νου χρό­νου, απο­κτά υπερ­χρο­νι­κή (όχι μιας μόνο εφαρ­μο­γής) οντο­λο­γι­κή διά­στα­ση και μας εκπλήσ­σει με τις δυνα­τό­τη­τες επί­και­ρης ανά­γνω­σης στο φως της νεώ­τε­ρης ιστο­ρι­κής πεί­ρας του 20ού και του 21ου ακό­μα αιώνων.
Όπως παρα­τή­ρη­σε ο Γ. Σεφέ­ρης, ο καθρέ­φτης της ιστο­ρί­ας που προ­τεί­νει ο ποι­η­τής στον ανα­γνώ­στη, είναι τόσο επί­και­ρος, ώστε “κοι­τά­ζο­νται όσοι δεν ”επα­να­παύ­ο­νται”, όσοι έχουν το θάρ­ρος να κοι­τα­χτού­νε”. “Κι αυτό είναι πράγ­μα πολύ δια­φο­ρε­τι­κό από τη χρή­ση της ιστο­ρί­ας, όπως συνη­θί­σα­με να τη βλέ­που­με στους ποι­η­τές, είτε ανή­κουν στη σχο­λή του ρομα­ντι­σμού, είτε στη σχο­λή του παρ­νασ­σι­σμούΧ δεν είναι, δηλα­δή, μήτε οπτα­σια­κή ανα­πό­λη­ση, μήτε μνεία μιας ακα­θό­ρι­στης μυθο­λο­γί­ας, μήτε θέμα για να σμι­λέ­ψει ο καλ­λι­τέ­χνης ένα ”ωραίο” ψυχρό ανάγλυφο”.

Οι μετα­φο­ρι­κοί καθρέ­φτες του Καβά­φη συλ­λαμ­βά­νουν και τις δύο επί­και­ρες δια­στά­σεις που απα­σχό­λη­σαν την παγκό­σμια λογο­τε­χνία του 20ού αιώ­να: ο άνθρω­πος μέσα στον χρό­νο και ο χρό­νος μέσα στον άνθρω­πο. Όπως και την άλλη πρω­το­πο­ρεια­κή πτυ­χή που συνέ­λα­βε προ­δρο­μι­κά ο Γ. Βρι­σι­μι­τζά­κης με την οξυ­δερ­κή παρα­τή­ρη­σή του πως τα ποι­ή­μα­τα του Καβά­φη φωτί­ζουν “δια­γω­γές… των ατό­μων… ή δρά­σεις των Εθνών” κι απο­τε­λούν “διδάγ­μα­τα από το παρελ­θόν της ανθρω­πό­τη­τας εφαρ­μό­σι­μα τόσο στην ατο­μι­κή ζωή, όσο και στη ζωή των Εθνών” , δηλα­δή στην παναν­θρώ­πι­νη ιστο­ρι­κή πείρα.
Στις σφαί­ρες της ατο­μι­κής συνεί­δη­σης τον ενδια­φέ­ρει όχι μόνο η επί­δρα­ση του περι­βάλ­λο­ντος και της επο­χής, αλλά και ο αυτο­προσ­διο­ρι­σμός του ατό­μου, η δική του ευθύ­νη για τις επι­λο­γές του. Στις πηγές αυτής της τοπο­θέ­τη­σης βρί­σκε­ται ένα από τα πρώ­ι­μα ποι­ή­μα­τα “Η Πόλις” (1894, 1910), σύμ­βο­λο των δοσμέ­νων όρων ζωής που δεν επι­τρέ­πει να ξεφύ­γει κανείς από τις ευθύ­νες για τη στά­ση που παίρ­νει, και δε συγ­χω­ρεί τις ανά­ξιες λύσεις.
Εξε­τά­ζο­ντας με ιδιαί­τε­ρη προ­σή­λω­ση τις σφαί­ρες ατο­μι­κής και συλ­λο­γι­κής συνεί­δη­σης, ο ώρι­μος Καβά­φης στρέ­φε­ται στις μετα­βα­τι­κές ιστο­ρι­κές φάσεις, σημα­δε­μέ­νες με βαθιά μοι­ρά­σμα­τα, με φαι­νό­με­να διχα­σμού της ανθρώ­πι­νης προ­σω­πι­κό­τη­τας. Κατευ­θύ­νο­ντας τον προ­βο­λέα στην πρω­το­χρι­στια­νι­κή επο­χή, φωτί­ζει τις αντί­πα­λες θρη­σκεί­ες σαν δύο εχθρι­κές ιδε­ο­λο­γί­ες που ανοί­γουν γκρε­μούς ανά­με­σα στους πιο κοντι­νούς ανθρώ­πους. Πολύ πριν στην παγκό­σμια λογο­τε­χνία κατα­στα­λά­ξει η έννοια της ψυχο­φθό­ρου απο­ξέ­νω­σης, ο Καβά­φης την ενσαρ­κώ­νει στην υπο­γραμ­μι­σμέ­νη (με τυπο­γρα­φι­κή αραί­ω­ση) λέξη ξ έ ν ο ς. Σ’ αυτήν συγκε­ντρώ­νε­ται η τρα­γι­κή αίσθη­ση του αφη­γη­τή-ειδω­λο­λά­τρη του ποι­ή­μα­τος “Μύρη­ςΧ Αλε­ξάν­δρεια του 340 μ.Χ.” (1929), που ξαφ­νι­κά συνει­δη­το­ποιεί πως και πριν πεθά­νει ο φίλος του χρι­στια­νός Μύρης τού ήταν ξ έ ν ο ς π ο λ ύ. Το ξεχώ­ρι­σμα στο κεί­με­νο αυτών των δύο λέξε­ων ανε­βά­ζει την πνευ­μα­τι­κή κρί­ση της “Αλε­ξάν­δρειας του 340 μ.Χ.” (Βαρυ­σή­μα­ντη η παρου­σία της στον τίτλο του ποι­ή­μα­τος δίπλα με το όνο­μα “Μύρης”) και, πρώτ’ απ’ όλα, το αιώ­νιο πρό­βλη­μα της ανθρώ­πι­νης μονα­ξιάς σε επί­πε­δο τυπο­λο­γι­κής κατηγορίας.

Όσο αφο­ρά το πρό­βλη­μα της μαζι­κής συνεί­δη­σης, είναι πολύ ενδει­κτι­κή η ερμη­νευ­τι­κή μετα­τό­πι­ση που παρα­τη­ρεί­ται σ’ ένα παλιό θέμα του Καβά­φη — ψυχο­λο­γία του πλή­θους: από την αδια­φο­ρία (“Αλε­ξαν­δρι­νοί Βασι­λείς”, 1912) στην τυφλή φανα­τι­κή επι­θε­τι­κό­τη­τα (στον κύκλο του Ιου­λια­νού και ιδιαί­τε­ρα στο ποί­η­μα “Εις τα περί­χω­ρα της Αντιο­χεί­ας”, 1933). Τον προ­φη­τι­κό χαρα­κτή­ρα αυτής της τρο­πής στο ιστο­ρι­κό παρά­δειγ­μα του Καβά­φη θα έρθει να επι­βε­βαιώ­σει η γνω­στή ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη στις δεκα­ε­τί­ες 1930 και ’40. Μια από τις εισα­γω­γι­κές της πρά­ξεις ‑ο εμπρη­σμός του Ράιχ­σταγκ — έγι­νε όταν ο ετοι­μο­θά­να­τος Καβά­φης στο τελευ­ταίο του ποί­η­μα “Εις τα περί­χω­ρα της Αντιο­χεί­ας” περιέ­γρα­φε πώς πάνω στη σύγκρου­σή τους με τον Ιου­λια­νό οι Αντιο­χείς έβα­λαν φωτιά στο τέμε­νος του Απόλ­λω­να (μια φοβε­ρή φωτιά:// και κάη­κε και το τέμε­νος κι ο Απόλλων) .
Παρι­στά­νο­ντας τη ζωή του ανθρώ­που σαν ένα ταξί­δι προς την Ιθά­κη με κίνη­τρο όχι τον τελι­κό στό­χο, αλλά τη χαρά του ίδιου του ταξι­διού, την ευτυ­χία της μάθη­σης και της δημιουρ­γί­ας, την προ­σγειω­μέ­νη και στω­ι­κή ικα­νό­τη­τα για αγά­πη στη ζωή με όσα δίνει, ο Καβά­φης πρό­τει­νε στον ανα­γνώ­στη του κάθε άλλο παρά εύκο­λο μοντέ­λο συμπε­ρι­φο­ράς. Σε συν­δυα­σμό με τον κώδι­κα τιμής που επι­βάλ­λει τη φύλα­ξη των Θερ­μο­πυ­λών που όρι­σες ο ίδιος, το μικρό “αλε­ξαν­δρι­νό” του πρό­γραμ­μα αφή­νει στη λογο­τε­χνία του 20ού αιώ­να ίχνος ενός άξιου οντο­λο­γι­κού παραδείγματος.

“…Ο Καβά­φης είναι νομί­ζω ο ‘δυσκο­λό­τε­ρος’ ποι­η­τής της σύγ­χρο­νης ελλη­νι­κής γραμ­μα­τεί­ας…” , είχε πει ο Σεφέ­ρης. Από τη γραμ­μα­το­λο­γι­κή άπο­ψη αναμ­φι­σβή­τη­τα κάπως έτσι έχουν τα πράγ­μα­τα. Δεν είναι τυχαίο ότι γύρω από έναν τόσο περιο­ρι­σμέ­νο αριθ­μό των ποι­η­μά­των μεγά­λω­σαν βου­νά από μονο­γρα­φί­ες και άρθρα και το ρεύ­μα δε φαί­νε­ται να εξα­ντλεί­ται. Κάθε άλλο: παρου­σιά­ζο­νται νέες οπτι­κές γωνί­ες, και πολ­λές απ’ αυτές απαι­τούν πολύ εξει­δι­κευ­μέ­νη γνώ­ση του αρχαί­ου πολι­τι­σμού, της ιστο­ρί­ας, της φιλο­σο­φί­ας. Τρο­φή και χαρά για μελε­τη­τές και ειδι­κούς φίλους της λογο­τε­χνί­ας. Υπάρ­χει όμως και ένα άλλο πεδίο — της επι­κοι­νω­νί­ας με ένα ευρύ­τε­ρο κοι­νό: τι προ­σκο­μί­ζει στο δικό του ψυχι­κό κόσμο, κατά πόσο του γίνε­ται αναγκαίος.
Έχω την εντύ­πω­ση πως για τον σημε­ρι­νό ανα­γνώ­στη που δια­βά­ζει τον Καβά­φη όχι σαν γραμ­μα­το­λό­γος, αλλά για τη ψυχή του, ο Καβά­φης δεν είναι καθό­λου δύσκο­λος ποι­η­τής. Ανα­τρέ­χου­με σ’ αυτόν για να εκφρά­σου­με με τα δικά του λιτά, προ­σγειω­μέ­να, συγκρα­τη­μέ­να λόγια δικές μας σκέ­ψεις για τα δικά μας προ­βλή­μα­τα — αιώ­νια προ­βλή­μα­τα του ανθρώ­πι­νου βίου. Όπως συνη­θί­ζου­με να λέμε τώρα — υπαρ­ξια­κά. Και θα ήθε­λα να υπο­γραμ­μί­σω — συνει­δη­σια­κά. Εκεί γίνε­ται και — πιστεύω — θα γίνε­ται πάντα η συνά­ντη­ση του Καβά­φη με τους σημε­ρι­νούς και μελ­λο­ντι­κούς ανα­γνώ­στες του.

Κ.Π. Καβά­φης, Άπα­ντα τα ποι­ή­μα­τα, Αθή­να 2003, από­σπα­σμα από την Εισαγωγή
Πηγή

 

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο