Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα γεγονότα τον Μάη του ’36, από τον Θέμο Κορνάρο (B’ Μέρος)

Τα γεγο­νό­τα ματω­μέ­νου Μάη του 1936 εξε­λί­χθη­καν από τις 29 Απρι­λί­ου, με γενι­κή απερ­γία των καπνερ­γα­τών, που μετα­τρέ­πε­ται σε πανερ­γα­τι­κή στις 8 Μαΐ­ου, όταν και εξα­πο­λύ­θη­κε η πρώ­τη γενι­κευ­μέ­νη επί­θε­ση των δυνά­με­ων κατα­στο­λής ενα­ντί­ον των απερ­γών (70 τραυ­μα­τί­ες, μαζι­κές συλλήψεις).

Για δύο και πάνω εικο­σι­τε­τρά­ω­ρα (9–11 Μαΐ­ου) μετά τη σφα­γή των εργα­τών (12 κατα­με­τρη­μέ­νοι νεκροί, 32 βαριά και 250 ελα­φρό­τε­ρα τραυ­μα­τί­ες) η εξου­σία είχε περά­σει στα χέρια του λαού:

«Οι δια­δη­λω­ταί είχον γίνει κύριοι των συνοι­κι­σμών… ολο­κλή­ρου της πόλε­ως… Ητο εκτός πάσης αμφι­βο­λί­ας ότι ο λαός της Θεσ­σα­λο­νί­κης ήτο κύριος της καταστάσεως».

Τα γεγο­νό­τα καθώς και την ατμό­σφαι­ρα των ημε­ρών δίνει ο κομ­μου­νι­στής λογο­τέ­χνης – δημο­σιο­γρά­φος Θέμος Κορνάρος

Από το βιβλίο του «Θεσ­σα­λο­νί­κη 9–11 του Μάη 1936 (οι αγώ­νες του Λαού)» μετα­φέ­ρου­με την περι­γρα­φή των γεγο­νό­των από τις 7–9 Μάη του 1936:

Χτες δημο­σιευ­έ­σα­με το Α’ ΜΕΡΟΣ με τα γεγο­νό­τα στις 7–8 Μαΐ­ου σήμε­ρα ακο­λου­θεί το Β’ ΜΕΡΟΣ με τα γεγο­νό­τα της 9ης Μαΐου:

ΣΑΒΒΑΤΟ, 9 ΤΟΥ ΜΑΗ

Εκεί­νο που ενδια­φέ­ρει περισ­σό­τε­ρο από τα τρα­γι­κά γεγο­νό­τα της 9ης του Μάη, δεν είναι ούτε o ασύ­γκρι­τος ηρω­ι­σμός του λαού, ούτε o σαδι­στι­κός τρό­πος της εκτέ­λε­σης εργα­τών άοπλων από τις αστυ­νο­μι­κές ορδές. Αλλά είναι το τρο­με­ρό κι ανή­κου­στο συμπέ­ρα­σμα που βγαί­νει, πως η αστυ­νο­μία κινή­θη­κε κι έδρα­σε πάνω σε βάση προ­κα­ταρ­τι­σμέ­νου σχε­δί­ου, επι­τε­λι­κού σχε­δί­ου, όπως το παρα­δέ­χε­ται και το απο­δεί­χνει κάθε πολί­της   της   Θεσσαλονίκης.

Παρα­κά­τω θα σημειώ­σου­με την περι­γρα­φή της πιο μεγά­λης σύγκρου­σης, όπως τη δίνου­νε ένας δια­κε­κρι­μέ­νος για­τρός κι ένας ευσυ­νεί­δη­τος δημοσιογράφος.

Τώρα, ας παρα­κο­λου­θή­σου­με τα γεγονότα.

Κι αντί ν’ αρχί­σου­με από το καπνερ­γο­στά­σιο της Αυστρο­ελ­λη­νι­κής Εται­ρεί­ας, που η αστυ­νο­μία κάνει επί­θε­ση ενά­ντια στην απερ­για­κή φρου­ρά και τραυ­μα­τί­ζει με τους υπο­κό­πα­νους και με τα γκλό­μπς δεκά­δες εργά­τριες κι εργά­τες, ας κάνου­με αρχή από κει που το πιστό­λι καπνί­ζει και το όπλο έχει στό­χο κορ­μιά ανθρώπινα.

Στην οδό Συγ­γρού είναι ένα μεγά­λο λαϊ­κό καφε­νείο. Στις 9 η ώρα το πρωί, ο σοφέρ Τάσος Τού­σης, μαζί με φίλους του, τρα­βά­ει κατά το καφε­νείο αυτό. Στη μέση του δρό­μου, μετα­ξύ του ενός πεζο­δρο­μί­ου και του άλλου, τονε στα­μα­τά ένας ψηλός χωρο­φύ­λα­κας της Τρο­χαί­ας, που απο­σπά­στη­κε από το από­σπα­σμα που στε­κό­τα­νε παρακάτω,

Το τι ειπώ­θη­κε μετα­ξύ τους δεν ξέρου­με. Κεί­νο που είναι γνω­στό είναι πως ο σοφέρ ήτα­νε ο Τάσος Τού­σης, γνω­στός από προη­γού­με­νες απερ­γί­ες για την επι­μο­νή του στον αγώνα.

Το μόνο που ακού­στη­κε από το στό­μα του χωρο­φύ­λα­κα ήτα­νε τούτο:

  • Περί­με­νε και θα δού­με. Μετά μισή ώρα λογαριαζόμαστε…
  • Ο,τι σου περά­σει κάνε το, ήτα­νε ή απά­ντη­ση του σοφέρ.

kornaros 43Στην οδό Συγ­γρού και σ’ όλη τη γύρω της περιο­χή ήτα­νε ησυ­χία από­λυ­τη κεί­νη την ώρα.

Ξένοια­στος ο Τού­σης, χωρίς να πάρει στα σοβα­ρά την απει­λή του χωρο­φύ­λα­κα, κου­βέ­ντια­ζε με μιά γριά γυναί­κα, που, όπως γίνη­κε γνω­στό αργό­τε­ρα, ήτα­νε  η μάνα του.

Μόλις χωρί­σα­νε, ακού­γο­νται μερι­κοί πυρο­βο­λι­σμοί. Ο Τού­σης σωριά­στη­κε κάτω, χτυ­πη­μέ­νος από μια σφαίρα.

Ο σκο­πευ­τής σημά­δε­ψε με υπο­μο­νή τον ορι­σμέ­νο στό­χο του, για να μη λαθέ­ψει. Μια άλλη σφαί­ρα τραυ­μά­τι­σε σοβα­ρά έναν εισπρά­χτο­ρα λεωφορείου.

Οι άνθρω­ποι που βρί­σκο­νταν γύρω τρέ­ξα­νε σε βοή­θεια. Μα ο Τού­σης ξεψύ­χη­σε γρή­γο­ρα, πριν προ­φτά­σουν να του δώσουν καμιά βοήθεια.

  • Το ‘πε και το ‘κανε το σκυλί!

Αυτή η κραυ­γή ακού­στη­κε ταυ­τό­χρο­να από πολ­λά στόματα.

Όπως κατα­θέ­του­νε μάρ­τυ­ρες, δεν είχε μεσο­λα­βή­σει από τη στιγ­μή της απει­λής ως τη στιγ­μή της εκτέ­λε­σης ούτε μισή ώρα σωστή.

Ο κόσμος μαζεύ­ε­ται γύρω από το νεκρό, ανα­θε­μα­τί­ζει, απει­λεί, κλαίει.

Τα καφε­νεία και τ’ άλλα μαγα­ζιά κλεί­νου­νε. Όχι από φόβο, αλλά για να ενω­θού­νε με τους άλλους πολί­τες που μαζεύ­ο­νται γύρω από το πτώ­μα τού δολο­φο­νη­μέ­νου. Η μάνα του, στο άκου­σμα των πυρο­βο­λι­σμών, γύρι­σε πίσω φοβι­σμέ­νη. Δεν είχε υπο­ψια­στεί τίπο­τε κακό. Είχε μόνο φοβη­θεί και δεν μπο­ρού­σε να προ­χω­ρή­σει μόνη.

Προ­σπα­θεί κι εκεί­νη να μπει μέσα στο πλή­θος, να μάθει τί συμ­βαί­νει. Σπρώ­χνε­ται, σπρώ­χνει, ώσπου ξαφ­νι­κά βρί­σκε­ται μπρο­στά στο πτώ­μα του παι­διού της, που πριν από 5 λεπτά μιλού­σε μαζί του.

Μένει βου­βή. Δεν μπο­ρεί να πιστέ­ψει τα μάτια της. Κοι­τά­ζει μια τον κόσμο, μια το νεκρό. Προ­σπα­θεί να ανα­κα­λύ­ψει στα πρό­σω­πα των ανθρώ­πων αν βλέ­πει όνει­ρο, ή το παι­δί της πνιγ­μέ­νο στα αίματα.

mana toysi

Χτυ­πά­ει το στή­θος της, κοι­τά­ζο­ντας έναν ένα χωρι­στά. Ακό­μη επι­μέ­νει ή καρ­διά της μάνας να θέλει το παι­δί της ζωντανό.

Ένας από το πλή­θος, χωρίς να ξέρει ποιά είναι, την παίρ­νει από το χέρι.

  • Εδώ, γερό­ντισ­σα, θα σε τσα­λα­πα­τη­θού­νε. Κάθι­σε του λόγου σου σε μιαν άκρη, νά κάνου­νε κι οι άλλοι τη δου­λειά τους.

Αυτή η σύστα­ση τη συνέ­φε­ρε. Την έκα­νε να δει ξερή, γυμνή την τρο­με­ρή πραγματικότητα.

  • Το παι­δί μου είναι! Πού μου το πάτε το παι­δί μου!

Ετσι φωνά­ζει στους ανθρώ­πους που σηκώ­νου­νε στα χέρια το σκο­τω­μέ­νο, χωρίς να ξέρου­νε κι οι ίδιοι τι πρό­κει­ται να κάνουνε.

Μόλις ακού­σα­νε της μάνας τη φωνή, στέ­κου­νται όλοι ακί­νη­τοι, βου­βοί. Σκί­ζε­ται το πλή­θος στα δυο κι αφή­νει ανά­με­σα του το ματο­βαμ­μέ­νο πτώ­μα που καί­ει ακό­μα και την αλλό­φρο­νη μάνα που ξεπα­τώ­νει τα μαλ­λιά της, δέρ­νει το στή­θος της και γδέρ­νει με τα νύχια της τα μάγου­λα της, χωρίς να μπο­ρεί ν’ αρθρώ­σει σωστή λέξη. Μουγ­γρί­ζει μόνο, χτυ­πιέ­ται, σπαράσσεται.

Αυτή ή σκη­νή εξα­γριώ­νει τον κόσμο που παρακο­λουθεί. Αρπά­ζου­νε αυθόρ­μη­τα νεκρό και μάνα, συγκρο­τού­νε δια­δή­λω­ση και τρέ­χου­νε άγριοι, ζητώ­ντας εκδί­κη­ση, χει­ρο­νο­μώ­ντας και κλαί­ο­ντας από αγανάχτηση.

Δεξιά κι αρι­στε­ρά της οδού Εγνα­τί­ας έχου­νε τοπο­θετηθεί οι αστυ­νο­μι­κές δυνά­μεις, σε διά­τα­ξη ταχτι­κής μάχης.

Οι δυνά­μεις αυτές όμως οπι­σθο­χω­ρούν κανο­νι­κά όσο προ­χω­ρεί ή δια­δή­λω­ση, μέχρι την ώρα που ενώ­νο­νται με τις δυνά­μεις της χωρο­φυ­λα­κής που βρί­σκο­νταν ακί­νη­τες μπρος στο ΤΑΚ, φρά­ζο­ντας το δρό­μο μέχρι την Πανα­γία Χαλκέων.

Κάνει εντύ­πω­ση η ακι­νη­σία τους αυτή. Τί περι­μέ­νουν; Αυτή την ώρα φτά­νει και η αυθόρ­μη­τη μικρο­δια­δή­λω­ση με το νεκρό του σοφέρ Τού­ση και την ξεμαλ­λια­σμέ­νη, αλλό­φρο­νη, ξεγδαρ­μέ­νη μάνα του, που ζητά­ει από το λαό εκδί­κη­ση για το αίμα του γιου της.

Η θέα του νεκρού που στά­ζει τα αίμα­τα και ή σπα­ρα­χτι­κή φωνή της μάνας μιλή­σα­νε ολόι­σια στην καρ­διά του μαχό­με­νου πλή­θους. Ο νεκρός αρπά­ζε­ται. Περ­νά­ει από χέρι σε χέρι, πάνω από τα κεφά­λια του πλή­θους, στην μπρος μεριά της διαδήλωσης.

Η μάνα έτσι απο­μο­νώ­νε­ται από το παι­δί της. Ζητά­ει με σπα­ρα­χτι­κές κραυ­γές να μην την απο­χω­ρή­σου­νε από το νεκρό.

Ο κόσμος την αρπά­ζει και κεί­νη και με τον ίδιο τρό­πο τη μετα­φέ­ρει μπρο­στά, πλάι στο σκοτωμένο.

Μια φωνή μονά­χα ακού­γε­ται από τις χιλιά­δες αυτές του κόσμου.

  • Εκδί­κη­ση!

Η λαο­θά­λασ­σα ανα­τα­ράσ­σε­ται. Νιώ­θεις να σε κυριεύ­ει φρί­κη καθώς βλέ­πεις αυτή την ανα­τα­ρα­χή, αυτό το φρι­κί­α­σμα μέσα στις αμέ­τρη­τες χιλιά­δες της μάζας.

Σαν ένας άνθρω­πος κινιέ­ται, σκέ­φτε­ται και κραυ­γά­ζει αυτός ο λαός.

Σημαί­ες πρό­χει­ρες σηκώ­νο­νται ψηλά, κι είναι βαμ­μέ­νες στο αίμα του δολοφονημένου.

Στ’ αντί­κρι­σμα τους, ακού­γε­ται αλλό­φρο­νη μια μυριό­στο­μη φωνή:

—Α ίσχος! Κάτω η κυβέρ­νη­ση! Εκδί­κη­ση! Εκδίκηση!…

Και την επα­να­λα­βαί­νου­νε αυτή τη φωνή της εκδί­κη­σης όλα τα παρά­θυ­ρα κι οι εξώ­στες κι οι ταρά­τσες των γύρω σπι­τιών, που είναι ασφυ­χτι­κά γεμά­τα, από κόσμο που μ’ αγω­νία παρα­κο­λου­θεί την οργα­νω­μέ­νη δολοφονία.

Μα τη στιγ­μή που ο κόσμος όλος ζητά­ει εκδί­κη­ση, την ώρα που η μάνα του λαού, σηκω­μέ­νη στα χέρια, μοι­ρο­λο­γιέ­ται τον αδι­κο­σκο­τω­μέ­νο γιο της, δίνε­ται το παράγγελμα:

  • Πυρ!…

kornaros 34Το τι επα­κο­λού­θη­σε δεν περι­γρά­φε­ται. Τα απο­σπά­σμα­τα που παρα­φύ­λα­γαν στις γύρω παρό­δους της οδού Εγνα­τί­ας, οι χαφιέ­δες που ‘χαν τοπο­θε­τη­θεί σ’ επί­και­ρες θέσεις στα γύρω μέγα­ρα, οι «ακί­νη­τοι» χωρο­φύ­λα­κες, όλοι ανοί­γουν πυκνή φωτιά κατά του λαού. Ο ένας μετά τον άλλο στρώ­νο­νται χάμω οι νεκροί και δεκά­δες τραυ­μα­τί­ες ζητού­νε βοή­θεια. Ο κόσμος σκορ­πί­ζει τρέ­χο­ντας να σωθεί από τις δολο­φο­νι­κές σφαί­ρες των εχτε­λε­στι­κών αποσπασμάτων.

Στη μέση του δρό­μου μένει μονά­χα μια μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νη γριού­λα, η μάνα του Τού­ση, γονα­τι­στή μπρος στο νεκρό γιο της κι ανά­με­σα στις δεκά­δες τα κορ­μιά των σκο­τω­μέ­νων και τραυ­μα­τιών που στρώ­νουν τον αιμα­το­βαμ­μέ­νο δρόμο.

Σ’ αυτή τη δαι­μο­νι­κή ταρα­χή, στο θόρυ­βο των όπλων, στις κραυ­γές, τούς θρή­νους, στα βογ­γη­τά των τραυ­μα­τι­σμέ­νων, έρχο­νται να προ­στε­θού­νε και οι πέν­θι­μοι ήχοι της συνοι­κια­κής καμπά­νας, που καλεί τον κόσμο σε συναγερμό…

Ανθρω­πος δε μένει μέσα στο σπί­τι. Όλοι γίνο­νται δια­δη­λω­τές. Όλοι κατε­βαί­νου­νε στο δρό­μο να ζητή­σου­νε, μαζί με τους συγ­γε­νείς των σκο­τω­μέ­νων, εκδί­κη­ση. Να ζητή­σου­νε  την παραί­τη­ση της κυβέρ­νη­σης και τη σύλ­λη­ψη των δολοφόνων.

Μα εδώ πρέ­πει ν’ αφή­σου­με το δημο­σιο­γρά­φο κ. Καστρι­νό να μιλή­σει. Είναι διευ­θυ­ντής της « Εφη­με­ρί­δος των Βαλ­κα­νί­ων», που βγαί­νει στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, και παρα­κο­λού­θη­σε τα γεγο­νό­τα σαν ευσυ­νεί­δη­τος δημο­σιο­γρά­φος, που δεν έχει και τόση σημα­σία η ζωή του μπρο­στά στο καθήκον:

«… Κατέ­βαι­να», λέει, «προς το Βαρ­δά­ρι απ’ την οδόν Εγνα­τί­ας. Αλλά, μπρο­στά στο ΤΑΚ, οι χωρο­φύ­λα­κες με ημπό­δι­σαν. Ένας άνθυ­πο­μοι­ραρ­χος, μ’ όλο που του εδή­λω­σα την ταυ­τό­τη­τά μου και την ιδιό­τη­τά μου, με διέ­τα­ξε βιαί­ως να απο­μα­κρυν­θώ αμέσως.

»Ο  ταγ­μα­τάρ­χης  Ηρα­κλό­που­λος, στον όποιον διε­μαρ­τυ­ρή­θην, μου είπε με νευ­ρι­κό­τη­τα: “Το  καλό που σου θέλω φύγε…”

»Εΐναι προ­φα­νές ότι αι άστυ­νο­μι­και αρχαί επε­δί­ω­κον την απο­μά­κρυν­σιν του δημο­σιο­γρα­φι­κού οφθαλ­μού από την ζώνην των επι­χει­ρή­σε­ων… Τρά­βη­ξα από τον άλλον δρό­μον και έφθα­σα εις το Βαρ­δά­ρι. Εκεί συνη­ντή­θην με την δια­δή­λω­σιν, με τον νεκρόν του Τού­ση και την ηκο­λού­θη­σα. Όταν η δια­δή­λω­σις έφθα­σεν είς την στά­σιν Κολόμ­βου, παρε­τή­ρη­σα ότι αι αστυ­νο­μι­κοί δυνά­μεις που εύρί­σκο­ντο είς την δια­σταύ­ρω­σιν Εγνα­τί­ας — Μεγ. Αλε­ξάν­δρου ήρχι­σαν να υπο­χω­ρούν κανο­νι­κώς. Η υπο­χώ­ρη­σις αυτή εξη­κο­λού­θη όσον επρο­χώ­ρει η δια­δή­λω­σις και μου εδη­μιούρ­γη­σε την εντύ­πω­σιν ότι η χωρο­φυ­λα­κή δεν είχε σκο­πο ν να δια­λύ­σει ή ν’ ανα­χαί­τι­ση την δια­δή­λω­σιν, αλλά να προ­πο­ρευ­θή αυτής διά να προ­λά­βη τυχόν παρε­κτρο­πάς. Όταν η δια­δή­λω­σις έφθα­σεν ανε­νό­χλη­τος κοντά είς το μέγα­ρον ”Αίγλη”, είς το ύψος της οδού Βενι­ζέ­λου, εμφα­νί­σθη­κε ένα τεθω­ρα­κι­σμέ­νον αυτο­κί­νη­τον, το όποιον έβα­λε ριπές πολυ­βό­λου είς  τον  αέρα.

»Την ιδί­αν στιγ­μήν εγέ­νε­το από­το­μος μετα­βο­λή των προ­πο­ρευό­με­νων αστυ­νο­μι­κών δυνά­με­ων, αχτί­νες ήρχι­σαν  να πυρο­βό­λου ν…»

Έτσι μιλεί ο κ. Καστρι­νός, όταν ή κυβέρ­νη­ση δικαιο­λο­γεί­ται για την πρω­τά­κου­στη σφα­γή έτσι:

  • Το κρά­τος ευρί­σκε­το εν αμύ­νη. Aι αρχαί εκιν­δύ­νευ­σαν να αφο­πλι­σθούν. Επυ­ρο­βό­λη­σαν αμυ­νό­με­ναι, την εσχά­την στιγμήν…

Οι κυβερ­νη­τι­κές εφη­με­ρί­δες πάλι χύνου­νε δάκρυα υπο­κρι­τή για τον αδι­κο­σκο­τω­μό εργα­ζό­με­νων ανθρώ­πων, που ζητού­σα­νε οικο­νο­μι­κή βελ­τί­ω­ση της θέσης τους. Ρίχνου­νε την ευθύ­νη στ’  αστυ­νο­μι­κά όργα­να — στα κατώ­τε­ρα αστυ­νο­μι­κά όργα­να — για ν’ απο­πει­ρα­θού­νε να τα δικαιο­λο­γη­θού­νε αμέ­σως, μέ περισ­σό­τε­ρη σιγουριά:

  • … Ανα­γνω­ρί­ζο­μεν ότι δια μίαν ακό­μη φοράν τα όργα­να της τάξε­ως έχα­σαν την ψυχραι­μί­αν των …

Οι αυτό­πτες μάρ­τυ­ρες δε λένε το ίδιο. Από τούς τόσους που ακού­σα­με να μιλού­νε γι’ αυτή την υπό­θε­ση, κι από όλες τις μαρ­τυ­ρι­κές κατα­θέ­σεις που δια­βά­σα­με, βγαί­νει ένα συμπέ­ρα­σμα: Η σφα­γή ήτα­νε προ­ε­τοι­μα­σμέ­νη ως την τελευ­ταία της λεπτομέρεια.

Ο δια­κε­κρι­μέ­νος για­τρός της Θεσ­σα­λο­νί­κης κ. Χαρι­τά­ντης, που δεν υπήρ­ξε ποτέ σε κανέ­να κόμ­μα, μιλεί με τον παρα­κά­τω τρόπο:

«Πήγαι­να να δω έναν άρρω­στο. Βρέ­θη­κα ξαφ­νι­κά μετα­ξύ των απο­σπα­σμά­των, που είχα­νε πιά­σει θέσεις κατά μήκος του δρό­μου. Ρίχνα­νε αραιούς πυροβολι­σμούς ενα­ντί­ον των ανθρώ­πων που προ­σπα­θού­σα­νε να φυλα­χτού­νε στα μαγα­ζιά και στις στο­ές μέσα.

» Η δια­δή­λω­ση προ­χω­ρού­σε. Βρέ­θη­κα σε κάποια από­στα­ση. Πάντα μετα­ξύ δια­δή­λω­σης και χωρο­φυ­λα­κής. Μου ‘καμε εντύ­πω­ση τού­το το χαρα­κτη­ρι­στι­κό:  Ο δρό­μος της Εγνα­τί­ας είναι στε­νός σ’ όλο το μήκος του. Σε τρία τέσ­σε­ρα σημεία μόνο σχη­μα­τί­ζο­νται μεγά­λες πλα­τεί­ες. Η αστυ­νο­μι­κή δύνα­μη είχε ταμπου­ρω­θεί όχι στις πλα­τεί­ες, που λόγω του ανοι­χτού χώρου θα μπο­ρού­σε να ‘χει περισ­σό­τε­ρη ελευ­θε­ρία κινή­σε­ως. (Εκεί θα μπο­ρού­σε να κινη­θεί πια άνε­τα και η έφιπ­πη χωρο­φυ­λα­κή. Και ο άνθρω­πος με τον κοι­νό νου, κατα­λα­βαί­νει πως ακρι­βώς σ’ αυτά τα ανοι­χτά σημεία θα μπο­ρού­σα­νε να πετύ­χου­νε τη διά­λυ­ση των δια­δη­λω­τών.) Αλλά οι αστυ­νο­μι­κές δυνά­μεις είχα­νε οχυ­ρω­θεί από τη μια κι από την άλλη πλευ­ρά του δρό­μου και ακρι­βώς στα σημεία που αρχί­ζει από­το­μα να στε­νεύ­ει ο δρόμος.

»Χωρίς να το θέλω, έκα­να τού­το το συλ­λο­γι­σμό: Μα πρό­κει­ται να δια­λύ­σου­νε τη δια­δή­λω­ση, ή έχου­νε σκο­πό να τη θερί­σου­νε; Παρα­μέ­ρι­σα για να προ­φυ­λα­χτώ σε μια γωνιά. Για­τί ήμου­να από­λυ­τα πεπει­σμέ­νος απ’ αυτό που αντι­λή­φθη­κα, πως υπήρ­χε σχέ­διο καταρ­τι­σμέ­νο και με ακρί­βεια ζυγια­σμέ­νο. Κι είχε σκο­πό όχι τη διά­λυ­ση, αλλά  το  φόνο.

»Έπει­τα παρα­τή­ρη­σα μετα­κι­νή­σεις δυνά­με­ων από τ’ ανοι­χτά προς τα στε­νά σημεία. Δηλα­δή γινό­τα­νε κανο­νι­κή υπο­χώ­ρη­ση της χωρο­φυ­λα­κής, για να αφή­σει το πυκνό μέρος της δια­δή­λω­σης να στρι­μω­χτεί στο στε­νό σημείο.

»Σάς είπα πως οι πυρο­βο­λι­σμοί πέφτα­νε πολύ αραιοί και όχι ενα­ντί­ον των δια­δη­λω­τών, αλλά επά­νω σε απο­μο­νω­μέ­νες ομά­δες ή άτο­μα που τρέ­χα­νε πανι­κό­βλη­τα να φυλα­χτού­νε, καθώς βλέ­πα­νε την αστυ­νο­μία νά γεμί­ζει και τούς δια­δη­λω­τές νά πλησιάζουνε.

»Μόλις το πλή­θος μπή­κε στον περιο­ρι­σμέ­νο χώρο και στρι­μώ­χτη­κε και γίνη­κε πιο πυκνή η μάζα, ακου­στή­κα­νε οι πρώ­τες ομο­βρο­ντί­ες κι από τα δεξιά κι από τ’ αρι­στε­ρά του δρόμου».

  • Ακρι­βώς αυτή τη στιγ­μή — συμπλη­ρώ­νει άλλος αυτό­πτης μάρ­τυ­ρας, ο κ. Λαϊ­ί­νάς — είδα γνω­στούς μυστι­κούς αστυ­νο­μι­κούς να ρίχνου­νε με το πιστό­λι από τα παρά­θυ­ρα των γύρω μεγά­ρων στο ψαχνό. Στο πιο πυκνό μέρος της διαδήλωσης.kornaros75

Κι ο για­τρός συνεχίζει:

«Βρε παι­διά — συλ­λο­γί­ζο­μαι τότε — αυτή είναι καθα­ρή ενέ­δρα. Αυτό είναι σωστό σχέ­διο   επιτελείου.

»Η εκλο­γή του μέρους, η κανο­νι­κή υπο­χώ­ρη­ση, η στιγ­μή που πυρο­βο­λή­σα­νε, οι ταυ­τό­χρο­νες ομο­βρο­ντί­ες, ο συντο­νι­σμός της δρά­σης, τίποτ’ άλλο δε σ’ αφή­νου­νε να πιστέ­ψεις, παρά πως επρό­κει­το περί προ­θέ­σε­ως, περί σχε­δί­ου κατα­στρω­μέ­νου  από είδικούς.

  • Εκεί­νη τη στιγ­μή, για­τρέ, ρωτού­με, ακού­στη­κε από το πλή­θος πυρο­βο­λι­σμός; Ή έγι­νε, πριν να πυρο­βο­λή­σου­νε οι αστυ­νο­μι­κές δυνά­μεις, καμιά επί­θε­ση ενα­ντίο τους από το μέρος απεργών;
  • Όχι. Τέτοιο πρά­μα δεν άκου­σα και καμιά επι­θε­τι­κή ενέρ­γεια του πλή­θους δεν παρα­τή­ρη­σα αυτή τη συγκε­κρι­μέ­νη στιγ­μή. Αλλά ούτε κι ακού­στη­κε από μέρους της χωρο­φυ­λα­κής καμιά σύστα­ση προς τους απερ­γούς να δια­λυ­θού­νε. Καμιά προει­δο­ποί­η­ση πως θα πυρο­βο­λη­θού­νε. Ε ρίξα­νε αιφ­νι­δια­στι­κά, όχι για εκφο­βι­σμό αλλά στο ψαχνό…
  • kornaros 51

Τα λόγια αυτά προ­έρ­χο­νται από ένα ψύχραι­μο άν­θρωπο, που είναι γνω­στός και σαν εξαί­ρε­τος επι­στή­μο­νας και ως τελεί­ως ακομμάτιστος.

Κι έχου­νε βάρος ανυπολόγιστο.

Αν πάρου­με vς βάση αυτά και κάνου­με μιa πρό­χει­ρη έρευ­να στους δρό­μους της Θεσ­σα­λο­νί­κης, θa δού­με πως είναι όχι μόνο ακρι­βή, αλλά και υπο­γραμ­μέ­να μe 9 υπο­γρα­φές που δe σβή­νου­νε μe καμιά γομολάστιχα:

Σ’ αυτά ακρι­βώς τα σημεία του δρό­μου εξε­τέ­λε­σε η χωρο­φυ­λα­κή τοyς 9 εργάτες.

Σ’ αύτη τη δολο­φο­νι­κή ενέ­δρα πέσα­νε τα 9 ηρω­ι­κά παι­διά του λαού. Οι:

1) Τάσος Τούσης

2) Ανα­στα­σία Καρανικόλα

3) Ιντο Σενόρ

5) Δημ. Αγλαμίδης

6) I. Πανόπουλος

7) Ευάγ. Χόλης

8) Δ. Λαϊνάς

9) Εύθ. Αδαμαντίου

Κανέ­νας στη Θεσ­σα­λο­νί­κη δε λέει πια αυτό το μέρος με την παλιά του ονο­μα­σία. Λεγό­τα­νε πριν Στά­σις Κολόμ­βου. Πει­σμα­τι­κά αγνο­ού­νε οι κάτοι­κοι της Θεσ­σα­λο­νί­κης αυτή την ονο­μα­σία και επι­βά­λα­νε μέσα σε λίγες μέρες τη δική τους: Στά­ση των 9.

Μπο­ρεί να υπάρ­χει άνθρω­πος στην πόλη αυτή να μην ξέρει πού βρί­σκε­ται ο Λευ­κός Πύρ­γος. Μα στη στά­ση των 9 ξέρου­νε να σε οδη­γή­σου­νε και τα μικρά παιδιά.

Το ίδιο γίνε­ται και με μερι­κά άλλα μέρη.

Ώρα πολ­λή βασα­νι­ζό­μα­στε να βρού­με την οδό Ελέ­νης Σβο­ρώ­νου. Δεν ξέρα­νε να μας οδηγήσουνε.

  • Πού είναι το καπνερ­γα­τι­κό σωμα­τείο; ρωτούμε.
  • Α! εκεί είναι η οδός Σαβρώ­νου; Πώς την είπες; Νά, από δω θα στρί­ψε­τε, θα βγεί­τε στον τάδε δρό­μο, θα δεί­τε μια μικρή τρί­γω­νη πλα­τε­ΐ­τσα με σωρούς χαλί­κια. Εκεί είναι.

Έτσι το βρή­κα­με. Με μόνη τη δια­φο­ρά πως τα χαλί­κια έχου­νε ακό­μα αίμα.

Εκεί συγκρού­στη­κε την Παρα­σκευή η απερ­για­κή φρου­ρά του Κέντρου με τρι­πλά­σιες δυνά­μεις έφιπ­πης χωρο­φυ­λα­κής και κατά­φε­ρε να κρα­τή­σει επί ολό­κλη­ρη ώρα άμυ­να ενα­ντί­ον των συνε­χών επε­λά­σε­ων και της κανο­νι­κής βολής.

Κεί­νη την ήμε­ρα έβα­ψαν αυτά τα χαλί­κια με το αίμα τους οι 150 ηρω­ι­κοί καπνερ­γά­τες, για να διευ­κο­λύ­νου­νε την πορεία των υφα­ντουρ­γί­νων προς τη Γενι­κή Διοίκηση.

Πραγ­μα­τι­κοί κύριοι της Θεσ­σα­λο­νί­κης γίνο­νται οι εργά­τες, γίνε­ται ό λαός όλος. Τ’ από­γευ­μα της 9ης του Μάη. Δε φρου­ρού­νε την πόλη πια οι δολο­φό­νοι των αστυ­νο­μι­κών τμη­μά­των. Αυτούς τους έκλει­σε ο λαός μέσα στα τμή­μα­τα. Τους αφαί­ρε­σε κάθε εξου­σία, τούς απο­μό­νω­σε. Ουσια­στι­κά τούς προ­φυ­λά­κι­σε σαν ενό­χους φόνων και εκα­το­ντά­δων τραυματισμών.

Ένας ρίχνει το σύν­θη­μα: Να κάψου­με τα τμήματα.

Μα στη φωνή αυτή της κορυ­φω­μέ­νης αγα­νά­χτη­σης, άπα­ντα ο λαός που συναι­σθά­νε­ται βαθύ­τα­τα τις υπο­χρε­ώ­σεις που ανά­λα­βε ως φρου­ρός της τάξης.

  • Τα χτή­ρια είναι δικά μας!
  • Τίπο­τε να μην πειραχτεί.

Για­τί πραγ­μα­τι­κά, τ’ από­γε­μα του Σαβ­βά­του, η χωρο­φυ­λα­κή είχε μόνη φρου­ρά τον κυρί­αρ­χο λαό και άμε­σο βοη­θό του τούς στρα­τιώ­τες, που τόσο ξεκά­θα­ρα κι απο­φα­σι­στι­κά πήρα­νε μέρος στον αγώ­να υπέρ του λαού.

Στους δρό­μους επι­τη­ρού­νε την τάξη οι καπνερ­γά­τες, οι υφα­ντουρ­γοί, οι εργά­τες γενι­κά κι ο στρατός.

Και σ’ αυτές τις ώρες, μόλο τον ανα­βρα­σμό και την ανα­μπου­μπού­λα, είναι χαρα­χτη­ρι­στι­κό πως δε σημειώ­θη­κε μήτε το ελά­χι­στο κρού­σμα κλο­πής, διάρ­ρη­ξης ή τραυ­μα­τι­σμού, πρά­μα­τα που είναι καθη­με­ρι­νά, συνη­θι­σμέ­να επει­σό­δια, όλο τον και­ρό που η αστυ­νο­μία «επι­βλέ­πει την τάξη», σε μέρες ησυ­χί­ας σχετικής.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο