Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΜΑΛΛΙΑ – Μια ιστορία αντίστασης στην Ολλανδία

Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //

Το μυθιστόρημα «Το κορίτσι με τα κόκκινα μαλλιά» του Ολλανδού συγγραφέα Τεν ντε Βρις (Theun de Vries, 1907-2005) γράφτηκε στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου και ήταν φόρος τιμής για την αγωνίστρια της Αντίστασης Χάννι Σχαφτ (Hannie Schaft, 1920-1945) η οποία εκτελέστηκε λίγο πριν από την απελευθέρωση στα 21 της χρόνια. Η περίπτωσή της αποσιωπήθηκε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο την εποχή του Ψυχρού Πολέμου λόγω των κομμουνιστικών ιδεωδών της Σχαφτ. Αργότερα αυτό άλλαξε και στο Χάρλεμ (πόλη της Ολλανδίας κοντά στο Άμστερνταμ) υπάρχει το μνημείο της. Το μυθιστόρημα έγινε και ταινία και γράφτηκε ένα βιογραφικό ρεπορτάζ. Το όνομα της Χάννι Σχαφτ έγινε σύμβολο αντίστασης και υπέρτατης θυσίας. Ο συγγραφέας είχε αφιερώσει τότε (το 1956) το βιβλίο στη νέα γενιά για να μάθει για τον αντιστασιακό αγώνα των νέων ανθρώπων στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής της Ολλανδίας. Αφιέρωσε την 14η έκδοση (το 1991) στην τότε νέα γενιά. Το κείμενο που ακολουθεί είναι οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου στις οποίες ο συγγραφέας εκφράζει νοερά αυτό που θα μπορούσαν να ήταν οι τελευταίες σκέψεις και αισθήματα της Σχαφτ τις τελευταίες στιγμές πριν πεθάνει κάπου στους αμμόλοφους κοντά στη Βόρεια Θάλασσα, όπου εκτελέστηκε στα μουλωχτά.

Η μετάφραση από τα ολλανδικά είναι της Άννεκε Ιωαννάτου.

Επιστολή της 19-5-1945 που απευθύνεται σε όλες τις παράνομες οργανώσεις μήπως γνωρίζουν πού βρίσκεται η Χάννι Σχαφτ η οποία είχε συλληφθεί από τη γερμανική Sicherheitsdienst στις 21-3-1945.

 

 

 

 

 

Ο θάνατος. Αυτός ο διστακτικός ανοιξιάτικος ήλιος είναι ο θάνατος. Ο θάνατος είναι παντού γύρω μου. Στους αμμόλοφους, στο σκληρό χορτάρι που τσούζει στους αστράγαλούς μου, στη θάλασσα που δεν τη βλέπω, αλλά που τη νοιώθω σαν ανάσα, στον νηφάλιο αέρα που φυσάει και στα σύννεφα στα οποία μοιάζω να ανεβαίνω σιγά σιγά τώρα που ανεβαίνω το λόφο. Ο θάνατος είναι πίσω μου: τέσσαρεις φασίστες με πιστόλια και πολυβόλα. Το ήξερα, μόλις μου είπαν ότι έπρεπε να γυρίσω πίσω στο Χάρλεμ για μια ανάκριση, αλλά δεν σταμάτησαν πουθενά στο Χάρλεμ. Το κατάλαβα εντελώς όταν στη Ζέβεχ στριμώχθηκε άλλος ένας ασφαλίτης στο αυτοκίνητο κρατώντας φτυάρι και όταν το κοτσάνι του φτυαριού χτύπησε στα γόνατά μου. Όχι, το ήξερα νωρίτερα. Όταν ο Άουγκουστ με έβγαλε από το κελλί και με έβαλε να φορέσω το παλτό μου και με πήγε στο αυτοκίνητο. Όταν το αυτοκίνητο έβγαινε από τον προαύλειο χώρο, εγώ ανάμεσα σε δύο ασφαλίτες. Αυτοί με πήγαν με αυτοκίνητο από το κελλί μου προς το θάνατό μου. Αυτοί είναι τα δημιουργήματα του θανάτου, φοράνε τις απαρχαιωμένες μάσκες όλων όσων στρέφονται ενάντια στη ζωή. Με πήραν μαζί τους σε αυτούς τους αμμόλοφους για να περάσουν τις σφαίρες τους μέσα στο κορμί μου, έτσι όπως θα ήθελαν να γεμίσουν με σφαίρες όλη τη ζωή, αν η ζωή θα συμπυκνωνόταν σε μία γιγάντια μορφή με την οποία θα μπορούσαν να τελειώσουν για πάντα ακόμα τούτη την ώρα του δικού τους τέλους. Για να μείνουν μόνοι τους με το θάνατό τους.

Ξαφνικά το ξέρω: δεν επιτρέπεται να σκέφθομαι όπως σκέφτονται αυτοί. Δεν μπορεί να υπάρχει τίποτα το κοινό ανάμεσα στους δολοφόνους μου και μένα. Αυτοί ξεμόλαραν το θάνατο από το σάπιο εσωτερικό τους στους δικούς μας αμμόλοφους και στη δική μας γη, όπως ένας βάλτος απλώνει τους θανάσιμους ατμούς του προς όλες τις μεριές. Νομίζουν ότι μπορούν να με πνίξουν στο βάλτο τους, όπως το έκαναν με τόσους κι άλλους τόσους. Τώρα τόμαθα καλά ότι ο βάλτος είναι μέσα τους, αλλά όχι μέσα σε μένα, όχι γύρω μου. Εγώ πεθαίνω, αλλά η άνοιξη και ο ήλιος μένουν αψεγάδιαστα. Η Ολλανδία θα απελευθερωθεί. Δεν θα πάρει πολύν καιρό. Ήμουν με τη χώρα μου και ήμουν με τους ανθρώπους μου. Ακόμα ζω μαζί τους, ανασαίνω με την ανάσα τους. Περπατώ και τα πόδια μου είναι εδώ, στη γη της Ολλανδίας όπου ο βάλτος δεν πιάνει. Σε λίγο θα είμαι χώμα της Ολλανδίας και οι δολοφόνοι δεν θα μπορέσουν να μου κάνουν τίποτα. Χούγκο, πατέρα και μητέρα, Αν και Τίνκα. Σύντροφοί μου. Σας φωνάζω. Φωνάζω στον καθένα. Οι φασίστες σβήνουν τα μάτια και την αναπνοή μου και τα πόδια μου θα μείνουν κάτω, στο σκληρό χορτάρι. Όλα όσα ήμουν, μια ανθρώπινη φιγούρα με ένα ανθρώπινο όνομα που βαδίζει προς την καταστροφή της, επειδή έτσι το ήθελαν Γερμανοί φασίστες. Φωνάζω σε όλους. Πετάω από πάνω μου αυτό το θάνατο, γιατί τον υποδέχομαι από τα δικά τους χέρια. Τα θυμάμαι όλα, την αγάπη μου και το μίσος μου, σε κάθε βήμα αναγνωρίζω όλα όσα είχα για χαμένα: να τα, τα χωριά και οι πόλεις, να τους, τους αμμόλοφους. Αυτά θα μείνουν. Το κορίτσι με τα κόκκινα μαλλιά που το κυνηγούσαν τόσον καιρό, σε λίγο δεν θα υπάρχει, αλλά οι δολοφόνοι δεν καταλαβαίνουν ότι γλιτώνω απ’ αυτούς – σε αυτό το λεπτό, στο οποίο ελευθερώνομαι απ’ αυτούς και το θάνατό τους και ταυτίζομαι για πάντα με αυτό που μένει πίσω- τους ζωντανούς, αυτούς που αγαπούν και τους μελλοντικούς – κοντά σε όλα όσα ο φασίστας δεν θα κάνει ποτέ δικά του.

Η πλαγιά αυτού του αμμόλοφου είναι τραχιά και αντιστέκεται. Την τελευταία φορά που περνούσα από τους αμμόλοφους είχε χιόνι. Τώρα είναι απαλλαγμένοι από το χειμώνα. Μου θυμίζουν τους αμμόλοφους των παιδικών μου χρόνων. Το τέλος επιστρέφει στην αρχή. Σε αυτούς τους αμμόλοφους περπάτησα παιδί. Εκεί, ίσως ήταν αυτή η γούβα από άμμο που έκατσα με τον πατέρα μου για να ξεκουραστούμε. Ήμουν πολύ μικρή, τεσσάρων ή πέντε χρονών. Δεν μπορούσα να κάτσω για πολύ, άρχισα να παίζω γύρω από τον πατέρα μου. Απομακρύνθηκα. Ξαφνικά έπεσα πάνω σε κουνέλι που είχε πιαστεί σε παγίδα. Το άγγιξα. Τρόμαξα σαν να είχε τρυπηθεί το χεράκι μου. Το κουνέλι ήταν σκληρό, άκαμπτο και χωρίς ζωή. Ήταν το πρώτο νεκρό πλάσμα που είδα και άγγιξα. Ο αέρας έπαιζε μέσα στο άσπρο και γκρίζο τρίχωμά του. Σπάνια έχω κλάψει τόσο πολύ και τόσο απελπισμένα. Ο πατέρας έτρεξε κοντά μου, αναστατωμένος. Με σήκωσε και με πήγε γρήγορα μακριά απ’ αυτό το σημείο. Στο σπίτι μου έδωσαν γλυκά και ένα καινούργιο παιχνίδι που προοριζόταν για τα γενέθλιά μου. Ήμουν απαρηγόρητη. Δεν μπορούσα να πω τίποτα. Έκλαψα μέχρι να αποκοιμηθώ.

Σε λίγο θα κοιμηθώ με μάτια στεγνά κι ας απεχθάνομαι περισσότερο αυτούς που μας έστησαν τις θανάσιμες παγίδες τους απ’ ό, τι μισούσα τον κακό άντρα που είχε παγιδέψει το κουνέλι.

Είμαι στη μέση του λόφου. Το χορτάρι λυγίζει μπροστά μου στον αέρα. Θα ήθελα να σταματήσω για να κοιτάξω γύρω μου, για τελευταία φορά. Αντιλήφθηκαν ότι δίσταζα άθελά μου; Κάτι σφυρίζει και περνάει ξυστά από το κεφάλι μου. Γρήγορα βάζω το χέρι μου στο σημείο. Τρέχει αίμα από το αυτί μου. Γυρίζω και τους βλέπω να στέκονται πίσω μου, τέσσαρεις άντρες, ο ένας με φτυάρι, τεντώνουν το λαιμό τους, τις δειλές μάσκες τους, στα μάτια τους το βλέμμα νικημένων που θέλουν ακόμα να βασανίζουν…Ο ψηλός με τα αναιμικά χείλη είχε πυροβολήσει. Το βλέπω από το χέρι του με το πιστόλι ακόμα σηκωμένο, από τον πανικό στα νεκρά του μάτια. Φοβούνται, όλοι τους.

Χαμογελώ περιφρονητικά. Λέω: κι όμως εγώ πυροβολώ καλύτερα από σένα! Συνεχίζω το δρόμο μου. Μου φαίνεται σαν να έχει διεισδύσει μέχρι εδώ η θάλασσα, σαν να πλημμυρίζει η κοιλιά των αμμόλοφων από κάτω μου με αμμώδες νερό. Ο ήλιος λάμπει πίσω από μια γάζα από σύννεφα με ένα φως που με ζαλίζει και τυφλώνει. Ξαφνικά γεμίζω από φως, ήλιο και θόρυβο. Κρατάει πολύ λίγο. Κάτω από μένα κάποιος φωνάζει, λέξεις γερμανικές, απαίσιους ήχους σαν μουγκρητά, σαν μαστιγώματα. Ο θόρυβος μέσα μου τους υποδέχεται, όπως μια θάλασσα που ξεπλένει ένα κομμάτι ξύλο που επιπλέει. Το φως κόβει και θηριεύει, το φως γίνεται πόνος. Πρέπει να μείνω όρθια. Δεν είναι πια φως αυτό. Δεν είναι πια φωνές αυτές. Είναι φασιστικές σφαίρες από πολυβόλο όπλο. Γέμισα με τη λύσσα των σφαιρών τους που σφυροκοπούν. Πέφτω.

Φώναξα κάποιο όνομα; Δεν είμαι τίποτα πια παρά μονάχα πόνος και γη. Θέλω να δω τον ήλιο. Ήμουν κομμουνίστρια. Η κομμουνίστρια χαιρετίζει τον ήλιο.

Ήλιε, χαιρέτα με κι εσύ!
Ο ήλιος δεν υπάρχει πια.
Ο πόνος δεν υπάρχει πια.

Κατάθεση ενός από τους δολοφόνους της Χάννι Σχαφτ, του Ολλανδού Μάαρτεν Κέπερ (Maarten Kuiper) ο οποίος κατηγορεί τους Γερμανούς. Αφού με την πρώτη βολή η αγωνίστρια δεν έπεσε και μπλόκαρε το πιστόλι του Γερμανού, ο Κέπερ την αποτελείωσε για να μην πονάει άλλο το πληγωμένο κορίτσι! Η παρούσα κατάθεση έγινε στις 13-8-1947 στην αστυνομία και ο κατηγορούμενος είπε ότι είχε καταθέσει ήδη τριάντα φορές λέγοντας κάθε φορά το ίδιο πράγμα…

_______________________________________________________________________________________________________

Άννεκε Ιωαννάτου, Doctoral κλασικής φιλολογίας, νεοελληνικής και συγκριτικής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης. Κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.