Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Τραγουδώντας την ξενιτιά»

Γράφει η Κατερίνα Σχισμένου //
φιλόλογος

Τι είναι ξένος; Πού ζει και πώς ζει; Τι σκέφτεται και τι τραγουδά ένας ξένος; Έχει ο ξένος τελικά πατρίδα; Ποιός τον περιμένει; Ποιος τον σκέφτεται; Ερωτήματα που όποιος δεν έχει ζήσει ως ξένος, όποιος δεν έχει βαφτιστεί με αυτή την ιδιότητα δεν πρόκειται ποτέ να απαντήσει σε κανένα από αυτά αλλά και ούτε να οριοθετήσει το εύρος της ξενιτιάς.

«Ξένος εδώ, ξένος εκεί, όπου και αν πάγω ξένος».

Ίσως η λέξη ξενιτιά να είναι αποκλειστικά ελληνική λέξη, ίσως να μην υπάρχει τόσο έντονη και βαθιά όπως σε τούτον εδώ τον τόπο και χώρα. Η λέξη ξενιτιά έχει μια δική της δυναμική, έναν δικό της χώρο και βάπτισμα, δεν είναι τόπος αλλά κατάσταση που την περιγράφει η γλώσσα του Ομήρου, η γλώσσα και τα τραγούδια του λαού μας 3000 χρόνια και παραπάνω. Ο “ξένος” στην ομηρική γλώσσα είναι αυτός που πρέπει να τιμηθεί, να “φιλοξενηθεί” ή αυτός που είναι επικίνδυνος -ως ξένος.

Στα μέρη μας ο ξένος και η επιστροφή του ξενιτεμένου αποτελούν μια τεράστια παράδοση καταγεγραμμένη στη δημοτική μας ποίηση.

Ειδικά της Ηπείρου, που έχει μια βαθιά αντιφατικότητα να διώχνει τους ανθρώπους της, για λόγους ανέχειας, αδιεξόδου, φτώχειας και από την άλλη το μεγαλείο να το εκφράζει μοναδικά .

Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμάμαι και δακρύζω,
θυμήθηκα την ξενιτιά και θέλω να πηγαίνω.

Έχει ειδήμονες η Ήπειρος για την ξενιτιά, το λαό μας, τον ποιητής μας, τον Κ. Κρυστάλλης τους προηγούμενους μετανάστες , τους τωρινούς τους επόμενους.

Για μένα ξενιτιά ήταν μια μετέωρη κατάσταση που έζησα από μικρό παιδί μεταξύ δύο πατρίδων, δύο γλωσσών, δύο πολιτισμών πάντοτε αβέβαιη και αιωρούμενη.

xenita exofulloΌταν δεν έχεις σταθερές ρίζες τις μεταφέρεις από δω κι από κει. Δεν μπορείς να ριζώσεις πουθενά, ο χρόνος αποκτά άλλη διάσταση, η θέα και ο ουρανός είναι διαφορετικά, το φως που διαπλάθει το βλέμμα σου είναι κι αυτό τελείως διαφορετικό. Η λέξη ξενιτιά είναι μια δυνατή λέξη, με διαχρονικό πόνο και που αφήνει ανεξίτηλα σημάδια.
Το βιβλίο του Χρήστου Τούμπουρου μιλά κατευθείαν στην καρδιά μας, μιλά σε ταυτότητες της Ηπείρου και σε δομές της που την ορίζουν ακόμη και σήμερα. Τα ξένα-και πώς;

Με τον μοναδικό δικό του τρόπο που γνωρίζει, με την αυθεντική γλώσσα που τον μπόλιασαν τα Τζουμέρκα και η σκληρή ζωή και τόπος. Με τη δική του ξενιτιά και ορφάνια που την βρήκε στην πρωτεύουσα και στη ζωή. Με την τέχνη της καθαρής ματιάς και της βαθιάς γραφής γιατί είναι γραφή βιωματική και αυθεντική. Ξέρει γιατί γράφει, ξέρει τη ξενιτιά της δικής του πατρίδας και ψυχής.

Η καθαρότητα του βλέμματος που όλο και περισσότερο εκλείπει στις μέρες μας, η συνέπεια της γραφής και της πράξης ως τρόπος ζωής, το μεγαλείο ενός πνεύματος και μιας ψυχής. Με τη δική του αυτογνωσία που δεν ξεχνά ούτε στιγμή πως για να δεχθείς αυτό που έγινες πρέπει να θυμάσαι αυτό που ήσουν. Και το θυμάται και ανατρέχει συνεχώς εκεί.

Μας οδηγεί με έναν αριστοτεχνικό τρόπο στο κοινό συνειδέναι του δικού του μεγαλείου, και είναι μεγάλο και πλούσιο.

Δεν μπορείς να μιλήσεις για την ξενιτιά και την Ήπειρο αβάπτιστος από αυτές τις εμπειρίες και τον τόπο. Δεν μπορείς να μιλήσεις αγνά αν δεν είσαι ένας άνθρωπος με μεγάλη καρδιά και βαθύ πνεύμα. Δεν μπορείς να προσφέρεις αν δεν έχεις να δώσεις, εάν δεν έχεις απόθεμα. Και ο Χρήστος Τούμπουρος έχει να μας δώσει ακόμη πολλά.