Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τώρα που τέλειωσε το Φεστιβάλ

Γράφει ο Βασίλης Λιόγκαρης //

Στον απόηχο του, στους κραδασμούς, την ελπίδα και την συγκίνηση. Ήμουνα νιος και γέρασα στις επάλξεις, Ζωγράφου, Καισαριανή και μετά Περιστέρι κι’ ύστερα Αιγάλεω, Πανεπιστημιούπολη και τώρα για πολλά χρόνια στο πάρκο Τρίτση και σε όλη την Ελλάδα. Σε 30-40-50 χρόνια σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Όλοι οι λαοί μαζί ενωμένοι, με παγκόσμια ειρήνη, με παγκόσμια εργατική εξουσία.

Με το τελευταίο τραγούδι της Γλυκερίας και τους τελευταίους ήχους της λεβεντιάς και της νοσταλγίας, τα τελευταία τσακίσματα του ζεϊμπέκικου, το σβήσιμο του κλαρίνου χαμήλωσαν τα κόκκινα φώτα του Φεστιβάλ. Τι όμορφα που συναντηθήκαμε, τι όμορφα που θα ξανασυναντηθούμε. Βλέπεις τώρα τις σφιγμένες γροθιές του πάθους να χαλαρώνουν σ’ αγγίγματα φιλίας και αγάπης. Τώρα βλέπεις τα χέρια απλωμένα σαν φτερούγες ν΄ αγκαλιάζουν τον άγνωστο νεολαίο, τον διπλανό, πάνω στο λίκνισμα του τσάμικου με ανακούφιση και χαρά. Παλάμη τη παλάμη, ώμο τον ώμο.

Τι όμορφα ήταν που τα είπαμε, τι όμορφα που ήταν που ανταμώσαμε με τον παλιό φίλο, τον παλιό συνάδερφο, τον σύντροφο, τον συναγωνιστή. Τι όμορφα που θυμηθήκαμε τα παλιά, τ΄ αξέχαστα.

Τα φώτα χαμήλωσαν. Ένα πορτοκαλί φεγγάρι φωτίζει και ζεσταίνει ακόμα τις νωπές αναμνήσεις, τα αισθήματα μας, καθώς ένα ένα τα βήματα μας απομακρύνονται από τον χώρο της συνάντησης.

Η μαγική πολιτεία των τριών ημερών, εκεί που το κόκκινο της φωτιάς και της ελπίδας πήρε άλλες διαστάσεις. Εκεί που οι χοροί και τα τραγούδια γίνανε τιτάνες συναδέρφωσης και άγγιξαν τις ψυχές μας. Εκεί που χιλιάδες νεολαίοι δίνουν και παίρνουν μηνύματα αισιοδοξίας, εκεί που η γνωριμία έβαλε τις βάσεις μιας στερεής φιλίας

Για την αντιμετώπιση των κοινών προβλημάτων, μέσα από τους ρυθμούς της μουσικής και του λόγου.

Εκεί που δώσανε το ραντεβού της Ανάστασης οι νέοι με τα ξηλωμένα παντζάκια και τα ξυπόλητα ποδάρια που τους έλεγαν αλήτες. Οι παλιοί Επονίτες με τα γκρίζα μαλλιά και τα σκαμμένα πρόσωπα του αγώνα, με το κόκκινο γαρούφαλο στο πέτο και την κονκάρδα της νιότης στην καρδιά. Τότε που χόρευαν και τραγουδούσαν στην ανάπαυλα της μάχης, ανάμεσα από τουφεκιές και βόγκους λαβωμένων συντρόφων. Έδιναν τα χέρια τραβώντας την ανηφόρα και ο Ήλιος ήταν βέβαιος για τον κόσμο. Πέρασαν τα χρόνια, είδαν και έζησαν πολλά. Η φλόγα όμως στα μάτια δεν έχει σβήσει, η ελπίδα για το αύριο του σοσιαλισμού φλογίζει τα σωθικά τους.

Η μαγική πολιτεία των τριών ημερών, με το πρώτο φως του Ήλιου θα παραχωρήσει τη θέση της στην γκρίζα όψη της φτωχογειτονιάς. Στο πρωινό λεωφορείο οι εργάτες έχουν ακόμα την γεύση της βραδιάς που πέρασε. Έχουν θαρρείς πάρει τ’ απάνω τους, καθώς έσφιξαν τα χέρια με την υπόσχεση να ξανασυναντηθούν. Θα συναντηθούμε στην απεργία, στην διαδήλωση, στο μετερίζι της κοινής πάλης. Για αυτό υπάρχουμε, για να ξανασυναντηθούμε.

_________________________________________________________________________________________________________

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.