Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χαμένη Άνοιξη

Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //

Ο χειμώνας χάθηκε. Μασκαρεύτηκε με τα ανοιξιάτικά του, τελείωσε πριν καν αρχίσει. Κι αντιστρέφει τους στίχους του Αλκαίου.

Αυτός ο χειμώνας καθόλου δε με αγγίζει.
(…)
Εσύ βουλιάζεις σε μια θάλασσα αφρισμένη
Κι εγώ κοιμάμαι κάθε νύχτα στη στεριά…
(Τον ύπνο του δικαίου του σφαχτού, όπως λέει ένας άλλος στίχος του Τριπολίτη)

Ευτυχώς από μια άποψη, για να μην ξεπαγιάζουν οι φτωχές λαϊκές οικογένειες, που δεν έχουν να βάλουν πετρέλαιο, κι οι πρόσφυγες που κοιμούνται στο δρόμο, όπου βρούνε. Κάποιος λόγος υπάρχει και βαφτίσαμε Καλοκαίρι τους θερινούς μήνες. Κι ας μην το καταλαβαίνουμε καλά, έτσι ανυπόφορο που γίνεται κι αυτό, όταν το ζεις στις πόλεις, μες σε τσιμεντένια παραλληλόγραμμα κουτιά, με βίους παράλληλους συγκρατούμενων που δε συναντιούνται παρά μόνο για τα τυπικά στην είσοδο, καθώς περιμένουν το ασανσέρ.

Αλλά το ασανσέρ της ζωής είναι κολλημένο στο υπόγειο, χωρίς θεαματικά σκαπανεβάσματα, φέρνει γκρίνια και μιζέρια. Για το χαμένο χειμώνα, τον αρρωστιάρικο καιρό, και το ξερό κρύο που δεν ήρθε ποτέ, με τη ζωογόνο του δύναμη, να σκοτώσει τα μικρόβια.

Οι φίλοι τριγύρω δυσανασχετούν, γιατί ο καιρός δε συμβαδίζει με την ψυχική τους διάθεση. Που στη βαρυχειμωνιά έχει άλλοθι, κρύβεται πίσω από χοντρά ρούχα και σκυθρωπά, βιαστικά πρόσωπα, που έχουν τουλάχιστον ένα στόχο. Να φτάσουν σπίτι, να κλειστούν και να σκεπαστούν, για να ζεσταθούν και να μη βλέπουν τι γίνεται γύρω τους. Ενώ την Άνοιξη είναι καταθλιπτικό να κλείνεσαι μέσα, χωρίς στόχο. Κάθεσαι μέσα και λιώνεις, για συμπαράσταση στους πάγους που λιώνουν έξω από το κλουβί.

Γιατί όμως τόση απογοήτευση; Ίσως να φταίει κι αυτό το σύνδρομο της αμυγδαλιάς, η ελπίδα που πίστεψε τόσες φορές και ξεγελάστηκε. Ακόμα τούτη η άνοιξη, ραγιάδες-ραγιάδες

Και τώρα μένει απαθής κι αδιάφορη, ούτε κρύο ούτε ζέστη, αποφεύγοντας τα ρίσκα και τις εκπλήξεις, που είναι συνήθως δυσάρεστες. Σαν την απάθεια της καμήλας από το γνωστό μύθο, που τη ρωτάει ο αγωγιάτης αν προτιμά τον ανήφορο ή τον κατήφορο.
-Χάθηκε ο ίσιος δρόμος, αφέντη;
Κι όταν η εύκολη ευθεία οδός της Κακίας, αποδεικνύεται αδιέξοδη, έρχεται το πένθος κι η ιδιώτευση.

Σκέψου όμως τι ωραία που είναι να βγαίνεις με την παρέα σου, και να κάθεστε έξω, Φλεβάρη μήνα, με στην καρδιά του χειμώνα. Πόσο ωραία (θα μπορούσε να) είναι αυτή η χώρα, λουσμένη στο φως του ήλιου, σαν ευλογία, κι όχι βλογιοκομμένη, καταραμένη θαρρείς να διώχνει το λαός της μακριά και να τον κυνηγάει και στη ξενιτειά, σα γλυκιά ανάμηση και νοσταλγία.

Κατά βάθος θέλεις να μείνεις εδώ, να λιάζεσαι στις πλατείες, να βουλώνεις τα αυτιά σου, για να μην ακούς τις προκλητικές δηλώσεις των κρατούντων ότι αυτό κάνουν και οι μετανάστες που σωρεύονται στην πρωτεύουσα, ώσπου να μπορέσουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους, hasta la Βικτώρια siempre -και προφανώς δεν είναι ούτε λαθραίοι, ούτε παράτυποι, όπως λένε οι ιθύνοντες. Να μείνεις να κυνηγήσεις εδώ μικρές, λαθραίες στιγμές Άνοιξης, πραγματικής αφύπνισης από τη χειμερία νάρκη διαρκείας, με τα κατεψυγμένα όνειρα.

Εσύ κοιμάσαι σε μια θάλασσα αφρισμένη