Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ ΜΑΖΩΝ- ΜΙΑ ΠΑΛΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ (Α’ ΜΕΡΟΣ)

Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //

Από πολύ παλαιά στοχαστές, φιλόσοφοι και πολιτικοί ασχολήθηκαν με τις έννοιες λαός, όχλος, μάζα που σε πολλές περιπτώσεις τις ταύτιζαν. Η μάζα θεωρούνταν σχεδόν πάντα η τυφλά και παρορμητικά δρούσα χαμηλού πνευματικού επιπέδου δύναμη που δεν ήταν ποτέ στο προσκήνιο της ιστορίας, διότι οι ιστοριογράφοι έλεγαν ότι η ιστορία διαμορφώνεται αποκλειστικά από κάποιες ισχυρές προσωπικότητες. Μακριά μας να αρνηθούμε το ρόλο της προσωπικότητας στην ιστορία, αλλά δεν θα είναι το θέμα μας στο παρόν άρθρο. Θα είναι η άλλη πλευρά. Αυτή που ήταν αφανής ή κρατήθηκε στην αφάνεια και κάνει την είσοδό της στο ιστορικό προσκήνιο, απέκτησε θεωρητικό λόγο, έγινε «ορατή» μ’ αυτή την έννοια σχετικά πρόσφατα στην ιστορία, όταν η παρουσία της δεν μπορούσε πια να αγνοηθεί από κανένα, γιατί είχε γίνει πλέον επιβλητική με την μαζική εκβιομηχάνιση της παραγωγής. Τον 19ο αιώνα τελικά, με την ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας από τους Μαρξ-Ένγκελς απόκτησε και θεωρητικό λόγο και συνείδηση σχετικά με την ανάγκη σχηματισμού μιας νέας κοινωνίας.

Στο πρώτο αυτό μέρος θα αναφερθούμε στις περιπτώσεις των Γουστάβου λε Μπον και Νικολό Μακιαβέλι.

Η περίπτωση του Γουστάβου Λε Μπον (1841-1931)

Εν συντομία, στην καλύτερη περίπτωση η ψυχή των μαζών θεωρούνταν παιδική, αυθόρμητη, οι πράξεις τους κινούμενες από ξεσπάσματα παρορμητισμού, χωρίς σκέψη, χωρίς πνεύμα, αλλά με μπόλικο ένστικτο και συναίσθημα. Στη χειρότερη περίπτωση θεωρούνταν ζωώδης, χυδαία και πρόστυχη. Όσοι μιλούσαν μ’ αυτό τον τρόπο για τη μάζα, συχνά χρησιμοποιούσαν τη λέξη «όχλο». Έτσι για παράδειγμα ο Γάλλος γιατρός και συγγραφέας Γουστάβος Λε Μπον, στο έργο του με τίτλο Ψυχολογία των Όχλων (εκδόσεις ΜΑΡΗ, μετάφραση του Κ.Λ. Μεραναίου. Η πρώτη έκδοση στα γαλλικά κυκλοφόρησε το 1895) θα πει:

«Τα συναισθήματα, καλά ή άσχημα, που εκδηλώνει ο όχλος, παρουσιάζουν αυτό το διπλό χαρακτήρα: είναι πολύ απλά και πολύ υπερβολικά. Στο σημείο αυτό, όπως και σε τόσα άλλα, το άτομο του όχλου μοιάζει με τους πρωτόγονους. Αδυνατώντας να συλλάβει τις αποχρώσεις, βλέπει τα πράγματα συνολικά και δεν γνωρίζει μεταβατικές καταστάσεις. Στον όχλο η υπερβολή ενός συναισθήματος εντείνεται από το γεγονός πως, διαδιδόμενο ταχύτατα με την υποβολή και τη μετάδοση αυξάνει τη δύναμή του σημαντικά, με την επιδοκιμασία που συναντάει.

Η απλότητα και η υπερβολή των συναισθημάτων των όχλων τους προφυλάσσουν απ’ την αμφιβολία και την αβεβαιότητα. Όπως οι γυναίκες, φτάνουν μονομιάς στα άκρα. Η παραμικρή υποψία που εκφράζεται μεταμορφώνεται παρευθύς σε ασυζήτητη βεβαιότητα. Μια αρχή αντιπάθειας ή αποδοκιμασίας, που, στο απομονωμένο άτομο, μόλις και θα γινόταν αντιληπτή, γίνεται παρευθύς άγριο μίσος στο άτομο του όχλου» (σελ. 39).

Αναγνωρίζει, ωστόσο, ο Λε Μπον κάποια θετικά χαρακτηριστικά, αλλά στο άτομο μονάχα. Από τη στιγμή που τα άτομα ενώνονται σε μια μάζα, γίνονται όχλος. Στη γενικά αντιδιαλεκτική του προσέγγιση, ο Λε Μπον δίνει, ωστόσο, ένα βάρος στις περιστάσεις. Έχοντας δώσει ιστορικά παραδείγματα, θα καταλήξει:

Από τα παραπάνω λοιπόν συμπεραίνουμε, ότι ο όχλος πάντοτε είναι από άποψη διανοητική κατώτερος απ’ τον μεμονωμένο άνθρωπο (έτσι γενικά, δεν διαχωρίζει ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα και την ανάλογη παιδεία ή α-παιδεία τους, Α.Ι.) Αλλά από την άποψη των συναισθημάτων και των πράξεων που τα συναισθήματα αυτά προκαλούν, μπορεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, νάναι καλύτερος ή χειρότερος. Όλα εξαρτώνται απ’ τον τρόπο με τον οποίο υποβάλλεται ο όχλος. Και αυτό ακριβώς παραγνώρισαν οι συγγραφείς που μελέτησαν τον όχλο μόνο απ’ την εγκληματική άποψη. Συχνά βέβαια οι όχλοι είναι εγκληματικοί, αλλά επίσης και συχνά ηρωικοί. Εύκολα οδηγούνται στη σφαγή για το θρίαμβο μιας πίστης ή μιας ιδέας, εύκολα ενθουσιάζονται για τη δόξα και για την τιμή, και τους παρασέρνουν σχεδόν δίχως ψωμί και δίχως όπλα,[…] Ηρωισμοί βέβαια κάπως ασυνείδητοι, αλλά μονάχα με τέτοιους ηρωισμούς γίνεται η ιστορία. Και αν χρειαζόταν να καταγράψουμε στο ενεργητικό των λαών μόνον τις μεγάλες πράξεις που είναι απόρροια ψυχρού υπολογισμού, τα χρονικά του κόσμου ελάχιστες τέτοιες πράξεις θα καταχωρούσαν» (σελ. 25, υπογράμμιση δική μου, Α.Ι.).

Και όπως θα αναπτύξει σελίδες παρακάτω, τα στιγμιαία επαναστατικά ένστικτα των όχλων δεν τους εμποδίζει να είναι εξαιρετικά συντηρητικοί. Η επίδραση της στιγμής είναι το αποφασιστικό στοιχείο, κατά Λε Μπον. Ωστόσο, οι κινητήριες ιδέες πρέπει να έχουν μια πολύ απλή μορφή και εικόνα. Επίσης η θρησκεία παίζει σημαντικό ρόλο στη χειραγώγηση της λαϊκής ψυχής. Ο Λε Μπον αφιερώνει ένα κεφάλαιο στο θέμα αυτό. Όλες οι πεποιθήσεις των όχλων παίρνουν θρησκευτική μορφή, σύμφωνα με τον Λε Μπον που αναπτύσσει και το ρόλο των δημαγωγών και των παραδόσεων στη χειραγώγηση. Όλα αυτά έχουν αναμφισβήτητα μια βάση, αλλά ο συγγραφέας τραβάει λάθος διαχωριστικές γραμμές μιλώντας για τις διάφορες κατηγορίες των όχλων στο τελευταίο μέρος του βιβλίου του., π.χ. είναι οι ετερογενείς, οι ομοιογενείς, οι εκλογικοί, οι κοινοβουλευτικοί όχλοι.

Ασφαλώς σήμερα έχει αλλάξει η στάση απέναντι στη «μάζα» που ούτε η λέξη δεν χρησιμοποιείται πια σχεδόν καθόλου, πόσο μάλλον η λέξη «όχλος». Αντικαταστάθηκαν από τον λιγότερο απαξιωτικό όρο «λαός». Μια ιστορία του 19ου και του 20ου αιώνα με τη σημαντική δραστηριοποίηση των λεγόμενων μαζών στο γίγνεσθαι συνοδευόμενη και προωθούμενη από μια άλλη αντίληψη σχετικά με τον ιστορικό τους ρόλο, συνέβαλε σ’ αυτό. Σήμερα οι πιο αντι-λαϊκοί πολιτικοί ακόμα αναφέρονται με ψευδο-σεβασμό στα λαϊκά στρώματα, που θα αντιδράσουν, θα τιμωρήσουν, θα κάνουν και θα ράνουν. Με λίγα λόγια, ο «κυρίαρχος λαός» θα τους βάλει όλους στη θέση τους.

Χειραγώγηση μέσα από το εκλογικό δικαίωμα

Μην ξεχνάμε ότι από κάποια στιγμή είχε καθιερωθεί το εκλογικό δικαίωμα για όλους (εκτός από τις γυναίκες, αυτό θα γινόταν πολύ αργότερα με μεγάλη διαφορά από χώρα σε χώρα). Άρα η λαϊκή ψήφος έγινε στόχος μιας νέας χειραγώγησης. Εδώ έχει ενδιαφέρον να διαβαστεί το κεφάλαιο στο βιβλίο του Λε Μπον με τίτλο Οι εκλογικοί όχλοι, όπου μιλάει ανάμεσα σε άλλα και για το πώς διαμορφώνεται η γνώμη του ψηφοφόρου. Ωστόσο, η περιφρόνηση ξετρυπώνει εδώ κι εκεί, απλώς συγκαλύπτεται με μια άλλη ορολογία, όπως π.χ. οι «άσχετες πλειοψηφίες». Σοβαρό βήμα πίσω έγινε από τη ναζιστική Γερμανία με τις θεωρίες περί μάζας του Χίτλερ στο «Ο αγών μου». Όπως στον Λε Μπον κι εκεί βρίσκουμε ιδιαίτερα απαξιωτικές αναφορές στο γυναικείο φύλο, πιο «ενστικτώδες» ακόμα από το «μαζικό» άντρα. Για την ευκολία αυτών των απλοϊκών θεωριών «ξεχνιέται» ότι στην αναλφάβητη, στερημένη από κάθε καλλιέργεια και παιδεία μάζα, το γυναικείο φύλο ήταν πάντα το πιο αμόρφωτο κομμάτι. Τα περισσότερα κείμενα που διαφυλάχθηκαν από την Αρχαιότητα μέχρι τη νεότερη ιστορία είναι απαξιωτικά όσον αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης της «μάζας» και ιδιαίτερα της γυναίκας. Δεν αποκλείεται να έχουν εξαφανιστεί κείμενα με πιο προοδευτικές απόψεις, διότι οι εκάστοτε κυρίαρχοι δεν τους συνέφερε να προβάλλονται πιο θετικές απόψεις για τις υποταγμένες λαϊκές μάζες. Αντίθετα παρουσιάζοντας τις σαν κατώτερες, σαν από τη φύση επιρρεπείς προς χειραγώγηση άρα έχοντας ανάγκη από κηδεμονία, δικαιολογούσαν την κυριαρχία τους. Από αναφορές άλλων στοχαστών ξέρουμε, π.χ. ότι ο Δημόκριτος είχε γράψει για τη δράση των μαζών, αλλά τα πρωτότυπα κείμενα έχουν χαθεί. Λογικό είναι να σκεφτεί κανείς ότι επιβίωναν και διαδίδονταν τα κείμενα και οι σκέψεις που στήριζαν την κυριαρχία των ολίγων σαν δοσμένη. Πόσα δεν κάηκαν, πόσα δεν απαγορεύτηκαν και πόσα εξαφανίστηκαν που θα ήταν ανατρεπτικά για την εκάστοτε καθεστηκυία τάξη;

Η περίπτωση του Νικολό Μακιαβέλι (1469-1527)

«Όπου υπάρχει ισότητα είναι αδύνατον να εγκαθιδρύσεις ηγεμονία και όπου δεν υπάρχει είναι αδύνατον να εγκαθιδρύσεις δημοκρατία»

Τάδε έφη Μακιαβέλι. Να διαβάσουμε κάποιες σκέψεις αυτού του πολιτικού άνδρα-φιλόσοφου της Φλωρεντίας της Αναγέννησης. Βρισκόμαστε στην εποχή που οι κοινωνίες της Νότιας και Δυτικής Ευρώπης άρχισαν να περνούν από τον όψιμο φεουδαρχισμό στον πρώιμο καπιταλισμό με την άνοδο της εμπορικής τάξης των πόλεων. Στο πιο γνωστό του έργο Ο ηγεμόνας *αναλύει τις σχέσεις ηθικής και πολιτικής. Τα αποσπάσματα είναι από το μέρος που φέρνει τον τίτλο Η χειραγώγηση του όχλου:

«Ο λαός, παραπλανημένος από απατηλά αγαθά, επιδιώκει πολλές φορές την αυτοκαταστροφή του και συγκινείται εύκολα από λαμπρές ελπίδες και απερίσκεπτες υποσχέσεις προκαλώντας κινδύνους και καταστροφές στις Δημοκρατίες. Εκτός και αν κάποιος, τον οποίο εμπιστεύεται, τον καθοδηγήσει, ώστε να αντιληφθεί τι είναι καλό και τι είναι κακό γι’ αυτόν. Όταν πάλι, κατά κακή τύχη, δεν εμπιστεύεται κανέναν, όπως ενίοτε συμβαίνει, επειδή εξαπατήθηκε στο παρελθόν από γεγονότα ή ανθρώπους, τότε αναπόφευκτα σπέρνει τον όλεθρο. Σχετικά μ’ αυτό είπε ο Δάντης, στο λόγο του για τη Μοναρχία, «ο όχλος συχνά ζητωκραυγάζει για τον θάνατό του και τον θάνατο της ζωής του».

Και από την απροθυμία να εμπιστευτούν οποιονδήποτε, συνεχίζει το συλλογισμό του ο Μακιαβέλι, αποτυγχάνουν οι δημοκρατίες να λάβουν σωστές αποφάσεις αναφερόμενος στο παράδειγμα της Βενετίας που δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την επίθεση πολυάριθμων εχθρών, επειδή δεν μπορούσαν να πάρουν μια απόφαση. Συνεχίζει ο Φλωρεντίνος στοχαστής τη σκέψη του:

«Ισχυρίζομαι, λοιπόν, ότι ο ευκολότερος τρόπος να καταστραφεί μια δημοκρατία όπου την εξουσία ασκεί ο όχλος, είναι να εμπλακεί σε εγχειρήματα που φαίνονται τολμηρά και γενναία. Διότι αν ο λαός μετράει σε κάτι, τότε πρέπει να τον έχεις μαζί σου, αφού και εκείνοι που έχουν αντίθετη γνώμη δεν θα μπορέσουν να κάνουν κάτι για να τον σταματήσουν. Αλλά αν αυτό καταστρέφει την πόλη, καταστρέφει ακόμα συχνότερα εκείνους, ειδικότερα, τους πολίτες που τίθενται επικεφαλής τέτοιων εγχειρημάτων. Διότι ο λαός, θεωρώντας δεδομένη τη νίκη, όταν φθάνει η ήττα δεν τα ρίχνει στη μοίρα ή την ανικανότητα, αλλά στην άγνοια και την κακοκεφαλιά του επικεφαλής. Αυτός, λοιπόν, συνήθως σκοτώνεται ή φυλακίζεται ή εξορίζεται, όπως συνέβη σε αναρίθμητους Καρχηδόνιους και Αθηναίους στρατηγούς. Δεν βοηθούν, μάλιστα, κανέναν απ’ αυτούς ούτε οι νίκες που προηγήθηκαν, αφού τις σβήνουν οι τωρινές συμφορές».

Αυτά από μια Ιταλία όπου ξεκίνησε η Αναγέννηση, αλλά που δεν κατάφερε τότε να κάνει το βήμα της εθνικής ενοποίησης και η διαίρεση σε πόλεις-κρατίδια θα καθυστερούσαν για αιώνες ακόμα την εξάπλωσή της στα πέρατα της γης, όπως την πραγματοποίησαν άλλα κράτη μετά από την απαραίτητη για την ανάπτυξή τους εθνοποίηση. Με τον Γκαριμπάλδι τον 19ο αιώνα η ιταλική εθνοποίηση πήρε σάρκα και οστά, αλλά τότε η γη είχε ήδη μοιραστεί ανάμεσα στις άλλες δυνάμεις.

Όμως, το πως να συγκρατήσεις ένα εξαγριωμένο πλήθος, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για τον ηγεμόνα. Σύμφωνα με τον Μακιαβέλι είναι ο σεβασμός

«για κάποιον άνδρα με σοβαρότητα και κύρος, που τους αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο. […] Των πραγμάτων ούτως εχόντων, κάποιος που διοικεί ένα στράτευμα ή βρίσκεται σε μια πόλη όπου έχει ξεσπάσει διαμάχη, οφείλει να παρουσιαστεί μπροστά στους εμπλεκόμενους, με όση χάρη και αξιοπρέπεια μπορεί να συμμαζέψει, φέροντας τα διάσημα του όποιου αξιώματός του, για να τους εντυπωσιάσει».

*Τα αποσπάσματα είναι παρμένα από την έκδοση με επιλογή δύο κειμένων του Μακιαβέλι και τίτλο Η χειραγώγηση του όχλου από τις εκδόσεις ΡΟΕΣ, 1998, σειρά microMEGA

Στο δεύτερο μέρος θα σταθούμε στην προσέγγιση του ίδιου θέματος από τον Ανδρέα Λασκαράτου, τον Λένιν, τον Μαξίμ Γκόρκι και τον Γκεόργκι Πλεχάνοφ.

Συνεχίζεται

_______________________________________________________________________________________________________

Άννεκε Ιωαννάτου, Doctoral κλασικής φιλολογίας, νεοελληνικής και συγκριτικής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης. Κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.