Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χιόνι, φιλί τ’ ουρανού

Γράφει η Ζωή Δικταίου //

Κέρκυρα, η αρχόντισσα που σπέρνει μάγια και θαύματα για να σε κατακτήσει από την πρώτη ματιά. Δεν πασκίζει να σε αιφνιδιάσει. Έχει τη διακριτικότητα να σε αφήνει ν’ ανακαλύπτεις την ομορφιά. Είτε σταθείς στην παλιά πόλη, είτε περπατήσεις πιο μακριά σε χωριά, ακρογιάλια και λόφους, θα θαυμάσεις αυτή τη γωνιά του παραδείσου την πνιγμένη σε λιόδεντρα και κυπαρίσσια. Συμβαίνει να σού είναι όλα οικεία. Όπου και αν σταθείς η μαγεία του τοπίου συνεχίζεται αδιάκοπη. Ακόμη και στις ακτές, εκεί που σκάει το κύμα θα σε ξαφνιάσουν πολλές φορές τα χοντρόκορμα δέντρα που θαρρείς ξεπηδούν σκίζοντας το ατλάζι της γαλαζοπράσινης επιφάνειας της θάλασσας. Θα χαρείς όλες τις οπτικές γωνιές. Μπορείς ν’ ακούσεις μια καρδιά αρχέγονη να χτυπά, να υπόσχεται, να σε περιμένει στις αγριοκαστανιές της πλατείας όταν αλαφροζυγιάζεται το τσουχτερό βοριαδάκι, να ερωτεύεται διατηρώντας την γοητεία άφθαρτη όχι μόνο την άνοιξη με την αποθέωση της ανθοφορίας, αλλά και τον χειμώνα, φτάνει να δεις ν’ ακροφιλά ειδυλλιακά τα μάτια σου, όχι ένας ήλιος πυρπολημένος, αλλά ο χιονισμένος ορίζοντας πάνω από τις γραφικές στέγες και την πυκνή βλάστηση.

Το χιονισμένο τοπίο της Κέρκυρας αποκτά επισημότητα μοναδική, λες και το νησί εκπληρώνει ένα άλλο τελετουργικό. Όταν εξομολογείται ο ουρανός, η φύση σε ιερή δραστηριότητα έχει την ευκαιρία να αποδείξει πως μπορεί να ξεπεράσει τον πιο ευφάνταστο καλλιτέχνη. Κόντευε να νυχτώσει. Η αγέραστη πόλη είχε αρχίσει να τυλίγεται στην ομίχλη. Το νερό στα συντριβάνια με τις μαρμάρινες κρήνες άλλαζε σε μικρά κρύσταλλα. Και στα σπίτια, οι άκριες από τα κεραμίδια δεν έσταζαν πια. Τα φωτισμένα παράθυρα έδειχναν υπνωτισμένα. Οι αδέσποτες αγάπες σε τέτοιες νύχτες επιστρέφουν, αναζητώντας σε μια αγκαλιά ή μια θύμηση τη σωματική οικειότητα εκείνων που αγαπήθηκαν ως εραστές.  Το βλέμμα σε απορία. Οι παλιές ξεβαμμένες πόρτες στα μετόπισθεν της μνήμης άνοιξαν την κατάλληλη στιγμή, μια παραμονή πρωτοχρονιάς την ώρα που τα τελευταία αστικά λεωφορεία γλιστρούσαν στους δρόμους κι εσύ δεν θα ξεχνούσες τον λόγο που έμενες άυπνη, σε μια νύχτα που αγαπήθηκε πολύ.Χιόνι φιλί τ’ ουρανού Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου φωτο Σπύρος Μπάντιος 2

Κάτι ασυνήθιστο και σπάνιο θα γίνει, πρωτόγνωρο, από αυτά που συμβαίνουν λίγες φορές στα χρονικά στο νησί των Φαιάκων. Ο νους συλλάβιζε ξεχασμένα και πεπρωμένα ανάμεσα στο βαθύ πορτοκαλί,  το μπορντώ της όμπρας και το πράσινο, ακολουθώντας τα γεωμετρικά μοτίβα στο χαλί με μια παράξενη αίσθηση πρωτογονισμού. Στη γλώσσα της παγκόσμιας καλοσύνης καληνύχτισαν οι Μοίρες των άστρων τη Μοίρα των ανθρώπων λίγο πριν το άναστρο στερέωμα χαμηλώσει πάνω από τις στέγες των σπιτιών και τα λιόδεντρα τής Κέρκυρας. Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο, του βραβευμένου από τη Γαλλική Ακαδημία βιβλίου, “Η ωραία του κυρίου”, του Κερκυραίου Γαλλόφωνου συγγραφέα, Αλμπέρ Κοέν, διάβαζες: «Βήμα θριάμβου του έρωτα. Ω το αποψινό βράδυ, ω το μυστήριο και το ευλογημένο βάρος απάνω της και σκυμμένο το αγαπημένο πρόσωπο και οι ανακωχές που άφηναν τα χείλη να ενώνονται και, τέλος, η χαρά η δική της και οι λυγμοί της. Γυναίκα του, ήταν η γυναίκα του και τον λάτρευε, η γυναίκα του, η υπηρέτρια και η ιέρειά του, ολοκληρωμένη όταν του έδινε το βάθος της και βρισκότανε μέσα της ευτυχισμένος, μέσα σ αυτήν που εκστασιαζόταν από την ευτυχία του αγαπημένου μέσα της, ασκήτρια του κυρίου της. Ω, ήταν ερωτευμένη, επιτέλους ερωτευμένη. Πάνω στους πάγους, η αγριοτριανταφυλλιά είχε επιτέλους ανθίσει.»

“Μια γραφή ποιητική” είχε πει ο βιβλιοθηκάριος όταν σού το πρότεινε,  “ο δικός μας Αλμπέρ Κοέν μάς παίρνει μαζί του, να ζήσουμε την ερωτική ιστορία του Σολάλ, περιπλανώμενου Εβραίου και της Αριάν ντ’ Ωμπλ, Ελβετίδας αριστοκράτισσας.”

Είχες κλείσει το βιβλίο και τα μεγάλα φώτα. Τα ξύλα τριζοβολούσαν από νωρίς στο τζάκι. Οι φλόγες ανέβαιναν, κατέβαιναν, άλλαζαν σχήματα, μετά απελπισμένες, ξέπνοες, έσβηναν στη μαύρη προσφυγιά τής καμινάδας. Το τσάι, σε λεπτή κούπα πορσελάνης limoges με ρίγα χρυσού στο φινίρισμα. Δυνατό άρωμα κανέλλας. Είναι οι ώρες που ανοίγει το θησαυροφυλάκιο τής ψυχής. Οι αισθήσεις θα φυλάξουν καινούργιες εικόνες, να τις έχουν στο μέλλον. Τα διπλωμένα ονόματα και σημειώματα ξεφεύγουν από τη λήθη. Μια σκιά, αυτή που αγάπησες τόσο τρυφερά, ξανάρθε στο πλακόστρωτο. Πρόσωπα γνώριμα μέσα στις αναλαμπές θ’ ανοίξουν κουβέντα για τ’ ανείπωτα, για τα φανερά και τα κρυμμένα, για όλα όσα πιστεύεις και δεν πιστεύεις. Μακριά στο πέλαγος φαίνεται να αιωρείται λευκή η μορφή τού έκπτωτου αγγέλου στο λίγο της αστραπής. Παλιές φωνές, λησμονημένες, ταξιδεύουν μυστικά στα βιβλία. Η αθωότητα στα αντικείμενα, στα κλειστά βλέφαρα, στα κόκκινα κορδόνια των παιδικών παπουτσιών, στο κλειστό δωμάτιο, η αθωότητα στα κουλουράκια βανίλιας και στις πρώτες ρυτίδες.

Μια ματιά από το παράθυρο. Το βλέμμα ίσα που πρόλαβε μια μοναχική Τυτώ σε αθόρυβη χαμηλή πτήση από τη φτελιά στις κουμαριές. Ολόλευκη, με το καρδιόσχημο πρόσωπο και τα εκπληκτικά μάτια, έτσι έχεις κρατήσει την εικόνα της από το καλοκαίρι που την είδες στο δρόμο. Τυτώ μυθική, αυτή που βλέπει την αθέατη πλευρά των πραγμάτων, εκεί που οι άλλοι αδυνατούν. Τυτώ, λες και πέταξε από το εξώφυλλο τού παλιού σου αναγνωστικού…  Τυτώ, γιατί η σοφία αφορά την μετουσίωση της απλής γνώσης σε βίωμα και πνευματικότητα μακριά από θόρυβο και φώτα. Το ανεπαίσθητο θρόισμα των φύλλων συλλάβιζε απουσία και ανορθόγραφη ζωή. Στις απέναντι ακτές, χιονισμένες οι βουνοκορφές, κάτι συνηθισμένο για την Ήπειρο και τη γειτονική Αλβανία, έστελναν άλλα καλέσματα. Οι αστραπές έχουν το δικό τους μερίδιο στις αναμνήσεις. Μέσα στην παγωμένη νύχτα πίστεψες πως άκουσες ψιθυριστά το δίλημμα:

“Να χορέψω τώρα; Κι αν αμέσως γίνω νερό; Μπορεί όμως να φτάσω σε μια ανήλιαγη γωνιά της πόλης, να κρυφτώ εκεί, σ’ ένα δίχρωμο φιλί για πολύ καιρό… Κι αν πέσω σ’ ένα παμπάλαιο ακροκέραμο, θα προλάβω να μάθω την ιστορία του πριν λιώσω; Μα και σ’ ένα φουρούσι δεν θα ήταν άσχημη ιδέα! Ή μήπως να στροβιλίζομαι στην πλατεία, να γνωρίσω τους περαστικούς, να τους ακούσω να λένε “ψυχή μου…”  Όχι, όχι, φοβάμαι την πτώση. Κι αν είναι τόσο ωραίος αυτός ο τελευταίος χορός; Αχ, αν ήταν να μη λιώσω ποτέ…”

Τη συμπόνεσες, εκείνη την αόρατη χιονονιφάδα. Σαν φιλενάδα τη φαντάστηκες.

Χιόνι φιλί τ’ ουρανού Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου φωτο Σπύρος Μπάντιος

“Όταν αγαπήσεις τον προορισμό σου, ούτε δειλιάζεις, ούτε διλήμματα υπάρχουν. Για την αγάπη όλα είναι ξεκάθαρα, παρηγοριά εκείνων που βάζουν τα όνειρά τους σε βάρκα, ν’ αρμενίσουν κι ας μην έχει μπουνάτσα.” Κι αυτό ορκίζεσαι πως το άκουσες, μέσα σου όμως, για εσένα προοριζόταν εκείνη η κρυμμένη φωνή τού θείου Στεφανή.

Συνέχισες να ρίχνεις κλεφτές ματιές έξω περιμένοντας τα τρόπαια τής νύχτας, τη φύση, τη μουσική και το ζεστό τσάι, να σού κρατήσουν συντροφιά. Το τελευταίο τριαντάφυλλο του κήπου εξαργύρωνε χρώμα και άρωμα στις κρύες στάλες με μάταιη την υπόσχεση μιας αιώνιας λάμψης. Κόμποι αξεδιάλυτοι ο έρωτας, στιγμές βιαστικές, αύριο δεν θα χρειάζεται πια καμιά εξήγηση. Απόψε έκανες ανακωχή με τον εφιάλτη. Είχες εξοφλήσει λύπες και ματαιώσεις. Κοίταξες επίμονα το δαχτυλίδι, ένα χρυσό φίδι κουλουριασμένο στον παράμεσο. Άνοιξες το συρτάρι του γραφείου. Πήρες το γυάλινο μπουκαλάκι, έβγαλες το ασημένιο πώμα, το έφερες κάτω από τη μύτη σου, ανάσανες βαθιά. Γνώριμο το άρωμα τού Δαμασκηνού ρόδου…  Στο άλλοθι τής νοσταλγίας έγειρες απότομα τις τελευταίες σταγόνες στην ανοιχτή παλάμη. Ακριβή φιλοφρόνηση στα χέρια που φυλάνε τις αγαπημένες ενθυμήσεις ανάμεσα σε φλέβες και σπειροειδείς αινιγματικές γραμμές. Κινήσεις απαλές, ωδές μιας περίκλειστης βούλησης στο εύθραυστο χρώμα. Αγαπάς τα χέρια… Χωρίς να μιλούν τα λένε όλα.  Τα χέρια με τα μακριά δάχτυλα που δεν ξεχνούν, κολλημένα στο λεπτό δέρμα λίγο πιο κάτω από τον καρπό τα χείλη του…

Αθόρυβα η άρνηση διαφεύγει με τις νότες στο πιάνο. Ακάλεστη η ανάμνηση. Ήρθε με διπλή την εικόνα του άδειου νυφικού. Το πριν και το μετά, σωσίβιες λέξεις. Καθόλου ξεθωριασμένη από τα χρόνια, σε τίποτα δεν είχε σπαταληθεί ή λεηλατηθεί από κουρσάρους καιρούς. Ίδια είχε μείνει. Αναδύθηκε η πρώτη ματιά πάνω στους λεκιασμένους μαίανδρους στο τελείωμα της μακριάς φούστας, η δεύτερη στο λιτό περικόρμιο με μόνο στολίδι τις ασιδέρωτες λεπτές πιέτες πάνω στο στήθος, η τρίτη πιο πονετική είχε σταθεί στο σκισμένο αριστερό μανίκι με τα ξεφτισμένα πλεχτά ανθάκια.  Σίγουρα δεν επρόκειτο για μια παθιασμένη ιστορία ραμμένη πάνω σε ακριβούς ταφτάδες, αραχνοΰφαντα τούλια και βιενέζικες  δαντέλες. Αργά αργά η σκέψη γύρισε στο τότε, ένα απόγευμα Νοέμβρη. Στο στερνό γύρο της ελεύθερης νιότης, μονάχη σου περνούσες μεταξοκλωστή στις πληγές μιας απλής δαντέλας. Μικρές, μικρές βελονιές, κεντημένες με ευλάβεια. Μετρούσες, μια στο βαμβακερό ύφασμα, μια στα δάχτυλα, μια στην καρδιά. Μετρούσες, κόκκινα στίγματα, για νά ’χει δικαιολογία το δάκρυ.

Λύπη πολυτελείας. Έλεος δεν είχε εκείνη η μέρα. Ένα ρημαγμένο τίποτα καταφέρνει και τρυπώνει λαθραία από τις χαραμάδες τής σκέψης. Αδέσποτο τυλίγει το κορμί σου, εκείνο το νυφικό, το φοράς σαν αθώα, το βγάζεις σαν αμαρτωλή. Τόσα χρόνια λιώνεις μαζί του, μεγαλώνεις ερήμην του, δε γερνάς, ράβεις και ξαναράβεις τις ασάλευτες ώρες, μπαλώνεις την ευθύνη, κεντάς την περηφάνια, καρφιτσώνεις την αφοσίωση πάντα ολόλευκη κι όταν το διπλώνεις να το φυλάξεις, μυρίζεις στη ραφή του, τη ραφή τής ψυχής, παιδική πούδρα…

Ούτε πρόβα δεν είχες κάνει, δεν είχες μπει στον πειρασμό να πας από οίκο σε οίκο, να δεις και να προβάρεις διάφορα, να καμαρώσεις τον εαυτό σου σε μεγάλους καθρέφτες, να κολακευτείς, να δεχτείς κομπλιμέντα και γνώμες, να θεριέψει μια ακόρεστη ματαιοδοξία, όχι, είχες ζητήσει πολύ απλά, να σού δείξουν το πιο φτηνό, ας ήταν το πιο παλιό, ας ήταν ξεπερασμένο, γαριασμένο, δεν σε πείραζε προκειμένου να γλιτώσεις εσύ από περιττά λόγια και εκείνοι από έξοδα…

“Περήφανη ναι, αξιολύπητη ίσως, γυναικούλα όμως, ποτέ ψυχή μου. Ας πιούμε μαζί ένα ροσόλι και ας είναι μετά δακρύων…η κυρία Κρεμώνα. Κατέβασε από το ράφι μια χάρτινη κούτα σε σχήμα βαλίτσας. Μέσα της τακτοποίησε μηχανικά, συνηθισμένη μάλλον από τη διαδικασία, το πιο φτηνό νυφικό, αυτό που και η ίδια είχε ξεχάσει πως κάποτε στόλιζε τη βιτρίνα στο ατελιέ της, και τι περίεργο, το άγγιζε ως να ήταν το ακριβότερο.

Το πιο φτηνό νυφικό, μπορούσε να διηγηθεί τη δική του ζωή, ύστερα από πολλά χρόνια αχρηστίας.

Το πιο φτηνό νυφικό, έβγαινε βόλτα στα καντούνια και μάλιστα σε συσκευασία πολυτελείας, με κορδέλα και φιόγκο.

Είναι φορές που τα φρεσκοπλυμμένα φύλλα δακρύζουν.
Το πιο φτηνό νυφικό, θα ταξίδευε μέχρι την Ήπειρο για την τελευταία του παράσταση.
Είναι φορές που δεν ακούγεται ο χρόνος στους φανοστάτες τής πόλης.
Είναι φορές που η ψυχή δεν ξεχωρίζει το νυφικό από το σάββανο…

“Κάθε βελονιά κι ένα δάκρυ σ’ αυτό τον γάμο”, προληπτική η Φώταινα.
“Μα δεν είναι σαν νιφάδες χιονιού αυτά τ’ ανθάκια στα μανίκια;” η μικρή Σταυρούλα.
“Όπως ήβρες νύφη, όχι όπως ήξερες”, η προειδοποίηση από τον Κάτω Μαχαλά.
“Το όνομα σου, έγραψα με πέτρα σ’ άλλη πέτρα / ζεις και μπορώ να ζω κι εγώ , φεγγάρια κι άστρα μέτρα ”, ο πατέρας.
“Όλη η βδομάδα του γαμπρού και η Κυριακή της νύφης”, η μητέρα.

Σάββατο ήταν, έξι Νοέμβρη του χίλια εννιακόσια ογδόντα δύο.
Ένα άδειο νυφικό, ψάχνει το σώμα που τού λείπει. Τινάζεται στα μανταλάκια της μνήμης από φόβο μήπως δεν υπήρξε ποτέ.
Ένα άδειο νυφικό, με λεπτές πτυχές χωρίς ενοχές.
Πόση αλήθεια αντέχουν οι παλιές ραφές…

Μια ιστόρηση παλιά, μα αληθινή όσο και εσύ ψυχή μου…
Έχεις ένα αχ να νανουρίσεις. Φτερούγισε η ανάμνηση. Σαν να έκανε θόρυβο. Σκουριά που έτριξε στην πόρτα του νου. Ο γάτος σηκώθηκε ξαφνιασμένος από το χαλί. Αναζήτησε τις γάμπες σου, χασμουρήθηκε, τεντώθηκε, καμπούριασε τη ράχη του και στο τέλος αφού τρίφτηκε στο μαξιλάρι τής πολυθρόνας βούλιαξε στη βελούδινη κουβέρτα πλάι στο σκύλο. Σαν το σκύλο με τη γάτα λένε…

Στη μνήμη μένουν κεντημένες οι στιγμές. Κοντά σαράντα χρόνια παρακολουθείς τη διαδρομή σου προσπαθώντας να κρατήσεις μέτρο και ισορροπία και το λάβαρο της αγάπης ψηλά. Αγάπησες εκείνο το ταλαιπωρημένο ρούχο, αυτό που είχε μείνει χωρίς προορισμό για είκοσι χρόνια, όσα ακριβώς ήταν τότε τα δικά σου. Το είχες πλύνει στο χέρι, με τριμμένο παραδοσιακό άσπρο σαπούνι από το σαπωνοποιείο “Πατούνη”, το παλαιότερο της Κέρκυρας. Τρεις φορές χρειάστηκε μέχρι να καθαρίσει. Το σιδέρωσες από την ανάποδη πάνω σε μαλακή κουσκουσέ πετσέτα. Οι μαίανδροι στο τελείωμα άφησαν άλλη αίσθηση στις άκριες των δαχτύλων, όταν ψηλαφητά άγγιξες το  ανάγλυφο κέντημα.  Το αρχαιότερο ελληνικό σύμβολο νίκης και ενότητας, του απείρου και της αιώνιας ζωής, αλλά και τής αέναης πορείας του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, όλως τυχαία στο δικό σου νυφικό. “Μαιάνδριος λαβή, σύμβολο της επαφής και επικοινωνίας της γης με τον ουρανό και της κυριαρχίας της ψυχής επί των φυσικών νόμων” , υπερθεμάτισε η μνήμη με τη φωνή της Χατζηδάκη μέσα από την αίθουσα της τρίτης λυκείου.

Και οι πιέτες αλλιώτικες, τις φανταζόσουν να πέφτουν πάνω στο στήθος σου καταλήγοντας απαλά, όπως οι καμπυλωτές ραβδώσεις στους αρχαίους κίονες. Το είδες να λάμπει στην απλώστρα, χωρίς το σκονισμένο του παρελθόν, χωρίς τη μυρωδιά της κλεισούρας. Αφουγκράστηκες τη διαμαρτύρησή του στο φως. Ακόμη και το αριστερό σκισμένο μανίκι με τα ξεφτισμένα πλεχτά ανθάκια, ακόμη και αυτό ελάχιστα πια διέφερε από το δεξί. Εσύ τού είχες δώσει την  ευκαιρία. Σ’ εσένα το χρωστούσε.  Ακύρωσες βέβαια το γεγονός του γάμου, είπες πως ήταν μια θεατρική παράσταση που κάποιοι είδαν σαν ρομαντική κωμωδία και κάποιοι άλλοι σαν δράμα. Βαθιά μέσα στην καρδιά σου είναι σαν να μην έγινε ποτέ. Το νυφικό ζητούσε ένα σώμα για να υπάρξει, όμως εσύ με άδειο πρόσωπο το είχες ζήσει. Από περηφάνια δεν καταδέχτηκες τον οίκτο. Από ευγένεια άφησες πίσω σου την περιφρόνηση. Όρθωσες ανάστημα. Ένα μπόι ανθισμένη βίτσα λεμονιά, αυτό ήσουν, με καλά κρυμμένα τ’ αγκάθια. Δεν ζήτησες ποτέ να χαϊδολογήσουν τις μέρες σου, να κανακέψουν τα όνειρά σου, να σού κάνουν λίγο χώρο να σταθείς δίπλα τους, να βάλουν οδοδείχτες ευτυχίας στο δρόμο σου. Να σε αφήσουν ν’ αναπνεύσεις ήθελες…

Πρέπει να λιώσει η καρδιά σου πολλές φορές για να μάθεις…

Έμαθες
Δίγλωσσος χάρτης η συμβίωση, διατηρητέες οι αναμνήσεις, στο δεξί φρύδι διατηρητέο και το σημάδι…

Ανοίγεις το μπαούλο. Το παλιό σημειωματάριο είναι πρόκληση. Ξεφυλλίζεις, μαζί και τη σιωπή σε μέρες, μήνες, χρόνια. Στις ρωγμές πέφτουν απαλά χιλιάδες νιφάδες χιονιού. Ομορφαίνει το χάσμα. Έξω ο βοριάς κουράστηκε ν’ αρμέγει σύννεφα. Στο φευγιό του  έβγαλε το γάντι για να γράψει στο τζάμι:

“Η ζωή καμιά φορά αργεί, μα στο τέλος θεραπεύει την ψυχή.”
Έχεις αφήσει άγραφες σελίδες. Αυτές ήρθε η ώρα να συμπληρώσεις:
Ένιωθα να με τυλίγουν σ’ ένα λεπτό πέπλο, να κοιτάζω κλεφτά έξω από αυτό και να βλέπω τον δικό μου γενέθλιο τόπο. Λασίθι, το απάνω δώμα της Κρήτης, φορτωμένο χιόνια, ν’ ακούω φωνές απ’ το βαθύ τού χρόνου, να ξεχωρίζω αμυδρά τη δική σου σ’ ένα “ σ’ αγαπώ” κι ύστερα να φοβάμαι το απατηλό θαρρείς τής ανάμνησης και να διπλοκλειδώνω τα βλέφαρα πριν νικηθώ στη μοναξιά μου από νοσταλγία και ονειροπόληση. Ακόμη εκείνο το άδειο νυφικό γυρεύει αφορμή και τρυπώνει στη σκέψη μου. Στο πικάπ, “Dance me to the end of love” όπως τότε, όπως παλιά, ο γρατζουνισμένος δίσκος  με τον ερωτικό Leonard Cohen.”

Αφήνεις την πένα, πίνεις δυο γουλιές τσάι, ξετυλίγεις ένα σοκολατάκι, πικρή η κουβερτούρα αλλά η μόνη σοκολάτα. Η πρώτη νιφάδα χόρευε στη μακρινή ομίχλη τού όρους. Το ένιωθες. Το δικό σου παράπονο, ένα μικρό κρύσταλλο στην υδροροή. Οι παλιές πληγές φιλοδωρούν την αναπόληση. Σιγοτραγουδάς, να διατηρήσεις τ’ όνειρο, μόνο αυτό θέλεις. Το φιλί θα ξαναβρεί μέλι κι ανάσα. Αύριο. Ξαναπιάνεις την πέννα με πείσμα:

“Αυτό δεν θα το δεις, γιατί όχι μόνο γιατί δεν πιστεύεις στη μαγεία, αλλά και γιατί έχεις μέσα σου το σαράκι τής δυσπιστίας, αυτό που τρώει τους ενήλικες, ξέρεις, εκείνους που βάζουν τα όνειρά τους σε λίστες αναμονής και όσο μεγαλώνουν μαθαίνουν μόνο να γερνούν.  Αυτό θα το ζήσουν τα παιδιά, που κάνουν τις μέρες και τις νύχτες τους να μετρούν διπλά, που πιστεύουν σε αυτό που περιμένουν με τη λαχτάρα του ενθουσιασμού, που το σήμερα δεν τους φτάνει και το αύριο δεν περισσεύει. Τα παιδιά θα το ζήσουν, με γάντια, με μπότες και κασκόλ, θα τρέξουν, θα πέσουν, θα φωνάξουν, θα κυλήσουν με τα σανίδια τους, μαζί του, εκεί στη χαρά που όλα φαντάζουν εύκολα, εκεί που η κάθε στιγμή γίνεται μια καινούργια αναζήτηση. Εσύ θα κρατάς τις φωτογραφίες και θα εύχεσαι να συμβεί ξανά, μια άλλη φορά και να είσαι εδώ…”

Το έμπιστο Ιόνιο φως θα σε βρει αλλιώς το ξημέρωμα. Κάνεις μια παύση. Παρηγοριά η ησυχία και τα φώτα της πόλης. Τώρα άναψε ένα κερί, ένα ταπεινό λυχνάρι να φέγγει στις λέξεις σου, να μην ξεστρατίσουν τώρα που εκεί έξω έχει αρχίσει ένας άλλος χορός. Νιφάδες, νιφάδες, νιφάδες. Χιλιάδες νιφάδες, εκεί έξω κι ανάμεσά τους ένα άδειο νυφικό, μόνο του, στη φαντασία και στο σκοινί της απλώστρας. Κάπου κάπου μια μικρή πνοή ανέμου πασκίζει να το ξεκρεμάσει από τα μανταλάκια της μνήμης, μάταια… Έλα συνέχισε να γράφεις, γράφτα όλα στου Δερβίση τη φούστα, περιμένουν οι λευκές σελίδες:

Φωτογραφίες πολύτιμες. Τις αγγίζεις, τις μυρίζεις, τις κρατάς με συγκίνηση, θαρρείς και σού κάνουν χάρη και μπορείς να ζήσεις έστω έτσι τις στιγμές που έχασες. Μάθε κι εσύ να φυλάς τη ζωή σου σε χάρτινες και ξύλινες κασετίνες, σε χρωματιστά κουτιά και σε λευκώματα από σελίδες ρυζόχαρτου, να αισθάνεσαι τη χαρά σαν παιδί και όχι μόνο να μεγαλώνεις και να μη γερνάς, αλλά και να μην την σκορπίζεις άλλο τη ζωή σου στα ασήμαντα για τα μάτια του κόσμου.

Αύριο…

Θα περάσει η μέρα. Ο ήλιος θα πάρει μαζί του πολύ γρήγορα τα λευκά προικιά που έστρωσε η νύχτα κι εσύ θα τρίβεις τα μάτια σου χωρίς να  πιστεύεις πως  στην Κέρκυρα της βροχής, καμιά φορά,  υπάρχει κάτι που όταν πέφτει δεν ξέρει να κυλήσει, ξέρει όμως  να αλλάζει το τοπίο, ντύνοντάς το στη φαντασμαγορία του χιονιού. Αίσθηση πρωτόγνωρη, παραδέχεσαι σίγουρα κοιτάζοντας εικόνες τής χιονισμένης Κέρκυρας. Ξέρεις, η ζωή έχει διδάξει ό,τι τίποτα δε συμβαίνει τυχαία, όλα γίνονται για κάποιο λόγο, για κάποιο λόγο είσαι απών από τούτες τις στιγμές. Η θέα από όπου και αν κοιτάξεις μα περισσότερο από τη σοφίτα είναι εκπληκτική.

Το δικό σου μονότονο έγινε τόσο ξαφνικά το δικό μου συναρπαστικό! Όταν διαβάσεις αυτές τις γραμμές θα ζηλέψεις για όλα αυτά που συμβαίνουν ερήμην σου. Χορεύουν απόψε μυστικά, κρυφά θαρρείς από αδιάκριτα βλέμματα, άπειρες νιφάδες χιονιού. Περιδινίζονται ανοίγοντας και κλείνοντας τον κύκλο τους γύρω από την κορυφή του όρους τού Παντοκράτορα κι ύστερα αφήνονται στις ριπές τού ανέμου και κατεβαίνουν πιο χαμηλά στην Πετάλεια, στις έρημες εκκλησιές στην Παλιά Περίθεια, στις αυλές τού Στρινύλα, στα σοκκάκια στο Λαύκι, στον Αφιώνα, στα λιόδεντρα τού Σπαρτύλα, στους καταρράκτες στις Νυμφές, στην πλατεία στο Σωκράκι, στ’ αμπέλια στο Βίστωνα, στη βρύση της Επίσκεψης, στο λουτρουβιό στο Βαλανειό, στις ανηφοριές στις Λούτσες, στα καντούνια τής Κορακιάνας με τα κλειστά αρχοντόσπιτα, τα βενετσιάνικα βόλτα και τα ψηλά παράθυρα και στο σπίτι μας πάνω στο λόφο στα Γουβιά. Η βαθιά νύχτα αρχίζει το τραγούδι. Οι μαγικές λέξεις των ιεροτελεστιών σπρωγμένες μέσα στις νότες. Θα ειπωθούν πολλές φορές, ώσπου το ολόλευκο θ’ αγκαλιάσει σαν θαύμα μέχρι τις πιο ξεχασμένες γωνιές στην πόλη τής Κέρκυρας το ξημέρωμα.”

Ούτε και εσύ φίλε ξένε, που περιμένεις να διαβάσεις το τέλος το πιστεύεις κι όμως είναι αλήθεια!

Μια διαφορετική Κέρκυρα αντικρίζουν τα μάτια, όταν συμβαίνει. Σπάνιο φαινόμενο. Στο χιονισμένο τοπίο πρωταγωνιστούν πανύψηλα κυπαρίσσια, καμπαναριά, κεραμιδοσκεπές, καμινάδες, πλατείες και καντούνια. Το κίτρινο γιασεμί φέγγει ακόμη πιο πολύ στο χιονισμένο φράχτη του κήπου και όλα μαζί, στην αντανάκλασή τους στα γαλαζοπράσινα νερά του Ιονίου αφηγούνται την ομορφιά αλλιώς, σαν παραμύθι. Εμπειρία μοναδική! Μια πλούσια παλέτα που μέσα από το κυρίαρχο λευκό βγαίνουν κρυμμένες πράσινες, κίτρινες και κοκκινωπές αποχρώσεις. Θα μείνουν από τις πιο αξέχαστες εικόνες.

Επιβλητική η λιτότητα του χιονιού ήρθε να εκπληρώσει παλιά επιθυμία και να καλύψει τα πάντα, παραμονή Πρωτοχρονιάς στο όρος και ανήμερα σε όλο το νησί. Ασυνήθιστο το χειμερινό αυτό τοπίο για τη νύμφη τού Ιονίου, μεταμορφώνεται αμέσως με τις πρώτες νιφάδες κι όταν ακόμη πιο σπάνια το νυφικό του χιονιού φτάσει ως τη θάλασσα, δεν είναι υπερβολή να αισθάνεται κανείς πως απομακρύνεται από την πραγματικότητα για να μπει σ’ έναν κόσμο φανταστικό.

Ο ουρανός μια χειμωνιάτικη αγκαλιά, εκεί που οι ήχοι μονώνονται και ο θόρυβος περιορίζεται στο ελάχιστο. Σε αυτή την ιερή σιωπή που αμέτρητες νιφάδες χόρεψαν την πτώση τους, το να  παραμείνεις αγνός δεν  είναι  κάτι  που  γίνεται  εύκολα πράξη.

Αγαπώ την Κέρκυρα, θα το πεις πολλές φορές ξένε, όπως το λέω κι εγώ απολαμβάνοντας και την γοητεία του παράδοξου. Έχεις ένα ραντεβού, λίγο πριν  φύγεις.

«Αλήθεια θα φύγεις;» Ο άνεμος ξέρει να διαβάζει πεπρωμένα.
Κορτάροντας το φεγγάρι στα καντούνια, μην ξεχάσεις το δώρο σου, να  αυτή τη μικρή γυάλινη σφαίρα τη γεμάτη χιονονιφάδες και μέχρι να πιστέψεις στα παραμύθια κράτα την στα χέρια, γύρνα την ανάποδα, πέταξέ την στον αέρα, τρέξε να την πιάσεις και μη φοβηθείς αν έρθουν τα πάνω κάτω.

Η χιονισμένη Κέρκυρα είναι μαγεία!

Στη σκέψη και στ’ όνειρο, σε τούτες τις ρούγες, στις μικρές γειτονιές και αυλές, εκεί που μυρίζει κουμκουάτ και λουκούμι η θύμηση για να γλυκάνει τις ψυχές που ξέρουν να αναγνωρίζουν το μυστικό και τον ψίθυρο του φεγγαριού στο γιασεμί που τρέμει, αυτό που λίγοι αξιώνονται να μάθουν και να ερμηνεύσουν, εδώ λοιπόν μια φορά δεν είναι ποτέ αρκετή.

Θα ξανάρθεις. Μπορεί για πάντα.

Μπορεί μια επίσκεψη, να μην είναι εκείνη που θ’ αλλάξει τη ζωή σου.  Η Κέρκυρα όμως, θα είναι πάντα ο κατάλληλος προορισμός για να συμπληρώνεις την εμπειρία σου. Το Ιόνιο φως θα έχει πάντα αυτή τη δύναμη να διαφοροποιεί, τον τρόπο της σκέψης, να υπόσχεται και να εκπληρώνει τον πόθο σου.

Δεν έχει σημασία πότε θα κάνεις το ταξίδι, έτσι κι αλλιώς, όποτε η τύχη το φέρει, θα είναι μια εμπειρία μοναδική. Μετά θα θέλεις να ξανάρθεις. Οι άνθρωποι ξαναγυρίζουν στην Κέρκυρα, όπως στη μάνα τους, ξαναγυρίζουν και ανακλύπτουν στόχαση, ομορφιά, καλοσύνη. Ο Ουίλιαμ Χάζλιτ (William Hazlitt) Άγγλος συγγραφέας, φιλόσοφος και ζωγράφος. έγραψε πως “οι ποιητές ζουν σ’ έναν ιδεώδη κόσμο, όπου δημιουργούν τα πάντα σύμφωνα με τις επιθυμίες τους”, αυτό είναι η Κέρκυρα, ο ιδεώδης κόσμος για να δεις τις επιθυμίες σου ν’ ανθίζουν, ίσως και για να γίνεις ποιητής…

Χιόνι φιλί τ’ ουρανού Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου φωτο Σπύρος Μπάντιος drone

Ευγενική φιλοδοξία, ένα φιλί

Κιτρινισμένος ο καιρός,
από τις σκισμένες δαντέλες τής μνήμης
τα όνειρα, άναυλα έφυγαν
ένα κερί αναμμένο μέρες και νύχτες στο παράθυρο
κι απ’ έξω, στην αστροφεγγιά τού παγωμένου βοριά
ωχρό μετάξι η θύμηση,
μια μόνο κλωστή κρατά
σπαραχτικά η ψυχή μέσα στα κρίματα
και η γνώση μάταιη χωρίς τη νιότη
ποιαν όραση να δοξάσουν τα μάτια στην ίδια πλατεία
πριν χαμηλώσει κι άλλο το φεγγάρι στην προκυμαία.

Ώρες σιωπηλές,
απαρνημένος εαυτός δίπλα στ’ αγάλματα
ένα ξυλάκι κανέλλας σκλαβώνει την απουσία
οι σταγόνες παγώνουν στον καθρέφτη
ξενιτεμένες σκέψεις τού έρωτα συντρόφισσες
στο λίγο μιας αγάπης
στην ίδια πόλη θέλω να χαθώ
σε μια δύση φορτωμένη σύννεφα χρυσά
με το βλέμμα γεμάτο κοχύλια
με την αφή του χιονιού στο πρόσωπο
με την ίδια μισή φωτογραφία στα χέρια
αδίδακτη, νικημένη, αλύγιστη.
Όλο το νόημα του κόσμου
μια νύχτα ήταν…

Τα σημάδια στην πόρτα, το ρόπτρο εκεί, το δάκρυ αψύ
εξόριστος ο ήχος της θάλασσας στην άλλη πλευρά
απόψε βγήκα έξω, περιττό βάρος οι σκέψεις,
απόψε δραπέτευσα από τη φυλακή μου,
με το κόκκινο μου παλτό, στο Λιστόν μεσάνυχτα,
φιλί στον άνεμο, όχι, φιλί στο χιόνι,
το χιόνι που πέφτει
ανέλπιστη χαρά στην παλιά πόλη, στη Σπιανάδα,
στο Καμπιέλο,
στις στέγες στην πάνω πλατεία
στην Εβραϊκή Συναγωγή,
στον Ανεμόμυλο
και στα σπασμένα μου φτερά, απόψε,
απόψε στο καλντερίμι
ευγενική φιλοδοξία ένα φιλί
κι ένα τριαντάφυλλο, στην Κέρκυρα.
Τίποτα δεν τελειώνει εδώ,
θυμάσαι ακόμη τις κρυφές γωνιές
αυτές που μπορείς να σταθείς
για να περάσει ο έρωτας δίπλα σου
και να σε κρατήσει τελικά
από το χέρι η αγάπη
στο κατώφλι ενός άλλου αιώνα.
Χιονίζει, είναι όλα όμορφα απόψε.
Χιόνι, φιλί τ’ ουρανού…


Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου – Κέρκυρα 4 Ιανουαρίου 2019
Από το υπό έκδοση βιβλίο
Κέρκυρα, σμίλη της ψυχής

 ℹ️  Φωτογραφίες – videos:  Σπύρος Μπάντιος


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεννήθηκα στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962 και μεγάλωσα στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Εκεί έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Η ζωή με έφερε στην Κέρκυρα, όπου για τριάντα τρία χρόνια εργάστηκα ως Διοικητικός Υπάλληλος στη Σχολή Τουριστικής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες το παλιού καιρού. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι

με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν κι όμως η λέξη που με ορίζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αγαπώ τον πεζό λόγο κι ας επιστρέφω πάντοτε στην ποίηση. Ως «Χαρούλα Βερίγου» γοητεύομαι από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια της Κρήτης. Ως «Ζωή Δικταίου» επιστρέφω την ευγνωμοσύνη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.

Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη, τον Ανδρέα Ζιάκα, τον Γιάννη Νικολάου, τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και τον Θοδωρή Καστρινό.

Εργογραφία

  • Εκδόσεις Φίλντισι – Αθήνα
  • Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή- Νοέμβριος 2020,
  • Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα – Νοέμβριος 2019
  • Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή – Σεπτέμβριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα – Φεβρουάριος 2018
  • Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα – Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα – Ιούνιος 2015
  • Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
  • Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία,

Συμμετοχές σε συλλογικά έργα

facebook logo click