Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χωρίς αίσιο τέλος, του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο II

Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης //

Paco Ignacio Taibo II, Χωρίς αίσιο τέλος

Εκδόσεις Άγρα (1981, και για την ελληνική γλώσσα 2000, 2008 και 2021)

Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Ο ΕΚΤΟΡ ΜΠΕΛΑΣΚΟΑΡΑΝ ΣΑΫΝ, ιδιωτικός ντετέκτιβ, αναρχικός και μονόφθαλμος, παιδί των εξεγέρσεων του 1968 στο Μεξικό, καπνίζει μα δεν πίνει. Δεν μπορούμε να πούμε ότι αναζητά το έγκλημα, είναι το έγκλημα εκείνο που τον βρίσκει κάτω απ’ τη μορφή του νεκρού Ρωμαίου λεγεωνάριου που προσγειώθηκε στις τουαλέτες του γραφείου του. Ο Έκτορ λοιπόν ξεκινά μια αλλόκοτη έρευνα όπου θα συναντήσει έναν ισορροπιστή (νεκρό κι αυτόν), έναν λοχαγό (που πεθαίνει), δολοφόνους (που δεν πεθαίνουν σύντομα) και . . . μία κοπέλα που αλληθωρίζει λίγο άλλα έχει ωραία πόδια. Όλα αυτά δεν μπορούν παρά να τελειώσουν άσχημα. Πρόκειται για ένα από τα τέσσερα μυθιστορήματα της πρώιμης αστυνομικής τετραλογίας του Μεξικανού συγγραφέα ΠΑΚΟ ΙΓΝΑΣΙΟ ΤΑΪΜΠΟ ΙΙ με τον ήρωά του Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, όπου εμφανίζονται όλα τα μοτίβα που τον έκαναν γνωστό: το χιούμορ και η άναρχη δράση σε άμεση σύνδεση με την πολιτική κατάσταση του σύγχρονου Μεξικού. Το Χωρίς αίσιο τέλος είναι το τέταρτο βιβλίο του Τάιμπο που κυκλοφορεί στην Ελλάδα μετά το η Σκιά της σκιάς, το Η ζωή η ίδια και το Ποδήλατο του Λεονάρντο – όλα από τις εκδόσεις Άγρα.

(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

ΜΗΝΥΜΑ ΓΕΜΑΤΟ ΕΛΠΙΔΑ

Γράφει ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο II (1949) σε μια σημείωση για το βιβλίο: «Προφανώς η ιστορία και τα ονόματα που πραγματεύεται αυτό το μυθιστόρημα ανήκουν στο βασίλειο της φαντασίας. Η χώρα, εντούτοις, αν και θέλει πολύ κόπο για να το πιστέψει κανείς, είναι απολύτως πραγματική». Θα μπορούσε να ήταν και η Ελλάδα συμπληρώνω, χωρίς αυτό να αποτελεί κάποια πρωτότυπη θέση. Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι και άλλοι αναγνώστες θα έχουν προχωρήσει σε ανάλογο συλλογισμό. Όμως αυτό είναι και το κέρδος που μεταξύ άλλων αποκομίζει ο αναγνώστης. Μια ιστορία από το μακρινό Μεξικό που αφορά και εμάς τους ίδιους. «Είναι ο καπιταλισμός παντού ο ίδιος άρα αυτόματα όλα τα θέματα μάς αφορούν το ίδιο ανεξάρτητα από τη χώρα στην οποία διαδραματίζονται» ήταν το σχόλιο ενός παλιού γνωστού μου όταν συζητήσαμε για το βιβλίο. Προφανώς, και λόγω ιδεολογικής θέσης, δεν διαφωνώ με μια τέτοια σκέψη. Αλλά δεν αρκεί. Είναι και κάτι παραπάνω.

Τα κείμενα του Μεξικανού συγγραφέα αποτελούν μια καταγγελία για την κατάσταση στο σύγχρονο Μεξικό και για την απώλεια των οραμάτων του 1968. Στο «Χωρίς αίσιο τέλος» ο συγγραφέας κάνει γνωστό στους αναγνώστες ένα αληθινό περιστατικό. Πρόκειται για την σφαγή 120 Μεξικανών φοιτητών στις 10 Ιουνίου του 1971 και την σκληρή κρατική καταστολή ενός ολόκληρου κινήματος μετά την εξέγερση του ’68, στην οποία πρώτο ρόλο κατέχει η παραστρατιωτική οργάνωση «Γεράκια» (Los Halcones) που είχαν εκπαιδευτεί ειδικά για αυτό το σκοπό στις ΗΠΑ. Ήταν μια σκληρή και αδίστακτη οργάνωση που εκτελούσε τις εντολές της αστικής τάξης της χώρας ενώ δεν δίσταζε να χρησιμοποιήσει πυροβόλα όπλα ακόμη και στα νοσοκομεία. Ο συγγραφέας δεν μένει σε αυτό το σημείο. Μετά την σφαγή, που έμεινε στην ιστορία ως η Σφαγή του  Corpus Christi ή El Halconazo, τα «Γεράκια» όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν με απόφαση του “δημοκρατικά” εκλεγμένου Προέδρου του Μεξικό Λουίς Ετσεβερία αλλά συνέχισαν τη δράση μέσα από άλλες κρατικές υπηρεσίες. Ο Ετσεβερία και ο κρατικός μηχανισμός προχώρησαν σε μια σειρά βίαιων επιθέσεων κατά του αριστερού κινήματος που κορυφώθηκαν την περίοδο από το 1970 έως το 1976. Συγκεκριμένα, η προεδρία του στιγματίστηκε από κατηγορίες ότι έδωσε εντολή στον στρατό να ανοίξει πυρ εναντίον χιλιάδων φοιτητών που διαδήλωναν ειρηνικά στην περιοχή Τλατελόλκο της Πόλης του Μεξικού στις 2 Οκτωβρίου 1968 ενώ διατελούσε υπουργός Εσωτερικών. Ο Ετσεβερία είχε υποσχεθεί ότι θα προχωρούσε σ’ ένα δημοκρατικό άνοιγμα αλλά στην πραγματικότητα προσπάθησε να εξαφανίσει κάθε αντιπολιτευτική και αγωνιστική φωνή. Η περιπέτεια του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο II εκτυλίσσεται δέκα χρόνια μετά και ο ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν έρχεται αντιμέτωπος με τα ίδια ακροδεξιά σταγονίδια που έδρασαν κατά των φοιτητών την προηγούμενη περίοδο. (Δείτε επίσης, την εξαιρετική ταινία του Αλφόνσο Κουαρόν «Ρόμα» (2018) που τοποθετείται την περίοδο που έδρασαν τα «Γεράκια»).

Το «Χωρίς αίσιο τέλος» είναι μια πολύ δυνατή αστυνομική ιστορία, ένα πολιτικό μυθιστόρημα αιχμής αλλά και μια περιπέτεια δράσης με μπόλικους νεκρούς και πιστολίδι. Οι περιγραφές των χαρακτήρων του έργου, των καταστάσεων που αντιμετωπίζει ο μονόφθαλμος ντετέκτιβ και η συνολική παρουσίαση της ανθρωπογεωγραφίας και των τοπίων της Πόλης του Μεξικού είναι εξαιρετικές. Δεν κουράζουν τον αναγνώστη, αντίθετα τον βάζουν κατευθείαν στο κλίμα του έργου. Οι χαρακτήρες δεν είναι ψεύτικοι και χάρτινοι, αν και το μυθιστόρημα έλκει την καταγωγή του από τον χώρο της pulp λογοτεχνίας. Το χιούμορ συνυπάρχει αρμονικά με το δράμα, όπως και στη ζωή. Όσο για το χωρίς αίσιο τέλος που προοικονομεί ήδη από τον τίτλο ο συγγραφέας; Είναι ξεκάθαρο ότι δεν αναφέρεται στον βιολογικό θάνατο του συγγραφέα στο τέλος του βιβλίου, έτσι και αλλιώς ο ΕΚΤΟΡ ΜΠΕΛΑΣΚΟΑΡΑΝ ΣΑΫΝ θα επανέρθει στη ζωή από το χέρι του συγγραφέα σε επόμενο μυθιστόρημα όπως ο μυθολογικός φοίνικας αναγεννιέται από τις στάχτες του, αλλά στον θάνατο των ονείρων και των ελπίδων μιας ολόκληρης γενιάς, μιας χώρας που και αυτά όμως μπορούν ξανά να βρεθούν στο προσκήνιο για να δώσουν τον ωραίο αγώνα για την ελευθερία. Ίσως και για την επιβίωση… Το μήνυμα του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο II είναι γεμάτο ελπίδα, όσο και αν το ίδιο το μυθιστόρημα περιέχει το πένθος μέσα του ως συστατικό στοιχείο των συναισθημάτων και των θέσεων των χαρακτήρων του έργου αλλά και των εξελίξεων στο Μεξικό.

«Δεν είχαμε τίποτα δικό μας. Η πόλη είχε γίνει ξένη. Η γη κάτω από τα πόδια μας δεν ήταν δική μας. Δεν ήταν δικό μας το αεράκι που μας έκανε να σηκώνουμε το γιακά του μπουφάν στις οκτώ το βράδυ, όταν δεν υπήρχε τόπος να μας δεχτεί, άγιος να μας προστατέψει. Δεν ήταν δική μας η πόλη ούτε οι θόρυβοί της. […] Η χώρα, η πατρίδα έκλεινε· λάφυρο νικητών από την κακή πλευρά, κυνισμού που κρυβόταν πίσω από τη φράση που κανείς δεν την πίστευε και λεγόταν μόνο και μόνο για να ικανοποιηθεί η συνήθεια. Η χώρα έστελνε στον υπόνομο τους νικημένους, στη νύχτα δίχως τέλος».

Ειρηναίος Μαράκης: «Όλα είναι όπλα»