Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην Ρώμη

Μιλήσαμε ήδη για την “Εγνατία” που χρυσοπλήρωσε ο ελληνικός λαός και ξεπουλήθηκε στο μεγάλο κεφάλαιο πάνω από μια φορά, με στοιχεία τόσο οικονομικά όσο και τεχνικά.

Φάκελος Εγνατία–Αττική Οδός + ΒΟΑΚ: 3 σε 1 mega συμβάσεις 7+ δισ€

Εγνατία 406 _1973

Με αφορμή το ομώνυμο άσμα του Γρηγόρη Μπιθικώτση (στίχοι Κώστα Βίρβου _σε επόμενη εκτέλεση και από τον Πασχάλη Τερζή και άλλους στη συνέχεια) έχουν αναφερθεί διάφορα “ράδιο αρβύλα” για το συγκεκριμένο (φανταστικό) σημείο, μέσα στον ιστό της Σαλονίκης, ακόμη και για δήθεν “ιστορικά” εκεί πατσατζίδικα. Η διεύθυνση είναι φανταστική _ δεν ισχύει για την Θεσσαλονίκη, όπου δεν υπάρχει “Εγνατίας 406”. Αυτό αναφέρεται και στο βιβλίο-βιογραφία (1985) Κώστας Βίρβος, μια ζωή τραγούδια.

Γράφει ο \\ Αστέρης Αλαμπής _Μίδας

Το τεράστιο σύμπλεγμα δρόμων που κατασκεύασαν οι Ρωμαίοι αντιπροσωπεύει ένα έργο εξαιρετικής μηχανικής που, με συνολικά 100.000 χλμ. πλακόστρωτου, που συνέβαλε στην ανάπτυξη και “εξαγωγή” του ρωμαϊκού πολιτισμού σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο. Οι ρωμαϊκοί δρόμοι είναι ένας παράγοντας ανυπολόγιστης σημασίας στην ιστορία της ίδιας της ανθρωπότητας. Η Ρώμη έγινε κινητή πηγή πολιτισμού και κυρίαρχος του κόσμου ακριβώς επειδή μέσω των δρόμων της είχε καταφέρει να ελέγχει συστηματικά ένα μεγάλο μέρος της τότε γνωστής (στην Ευρώπη, Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή) γης. Από ” Χρυσό Μίλι» (Miliarium Aureum) του Φόρουμ, στο οποίο σημειώθηκαν οι αποστάσεις, δεκαεννέα πλακόστρωτοι δρόμοι οδηγούσαν σε καθεμία από τις επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Τρέχοντας εν συνεχεία προς τον Ρήνο και τον Δούναβη έφτασαν στα Σκυθικά εδάφη στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, στον Ευφράτη, στην Αφρική, στην Αραβία ακόμα και στην Ινδία.

Οι δεκαεννέα αρχικοί δρόμοι αναπτύχθηκαν, διακλαδίστηκαν, αυξάνονταν και πολλαπλασιάζονταν στο χώρο και στο χρόνο έως ότου υπό τη βασιλεία του Δομιτιανού βρέθηκαν να διαχειρίζονται 372!!. Οι Ρωμαίοι μηχανικοί δεν προσπάθησαν να παρακάμψουν τα φυσικά εμπόδια του εδάφους _μερικές φορές τα αντιμετώπιζαν κιόλας βιάζοντάς τα. Αν συναντούσαν ποτάμι το διέσχιζαν με γέφυρα. αν έβρισκαν βάλτο στο μονοπάτι τους μεταμόρφωσαν τον δρόμο σε ανάχωμα.

Οι δρόμοι τους έκαναν ζιγκ-ζαγκ στις Άλπεις, τρυπώντας τες με σήραγγες όπου δεν υπήρχε άλλη λύση. Ο κίνδυνος του νερού εξαλείφθηκε προσπαθώντας, όπου ήταν δυνατόν, να το παρακάμψουν. Πριν ξεκινήσουν τις εργασίες, οι οικοδόμοι φρόντιζ με σύνεση το έδαφος να είναι στεγνό. Η Ρώμη συνέχισε να χτίζει δρόμους για οκτώ αιώνες. Τότε, όπως _μοίρα όλων των αυτοκρατοριών, ήρθε το τέλος και για αυτήν. Αλλά πλέον οι μηχανικοί της είχαν κεντήσει με δρόμους όλο τον κόσμο.

Οι δρόμοι των Ρωμαίων, “consolari” (προξενικοί), θεωρούνται από τα πιο ένδοξα και διαχρονικά δημιουργήματα της Αρχαίας Ρώμης. Υπήρχαν περίπου 100.000km πλακοστρωμένοι και ασφαλείς δρόμοι και άλλα 150.000 χωματόδρομοι, αλλά αρκετά φαρδιοί, σταθεροί, με ενισχυμένο κατάστρωμα και κατάλληλοι για κάρα. Πλάτος ~5 μ, ώστε δύο κάρα από αντίθετη κατεύθυνση να περνάνε δίπλα-δίπλα χωρίς ζημιές (φυσικά υπήρχαν και ατζαμήδες οδηγοί…)
Ωστόσο, οι πρώτοι οδοποιοί σε ιταλικό έδαφος ήταν οι Ετρούσκοι. Η Via Clodia ακολούθησε τουλάχιστον εν μέρει μια σημαντική ετρουσκική διαδρομή που συνέδεε το Caere (Cerveteri) με το Volsini novii (Bolsena), και η Via Cassia, από τη Ρώμη στην Cortona, ήταν πρώτα ετρουσκική, όπως και η Via Aurelia που διέτρεχε κατά μήκος την Τυρρηνική Θάλασσα . Ωστόσο, οι Ετρούσκοι περιορίστηκαν στη χρήση συμπαγούς τάφρου, ενώ οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν πυριτόλιθο, που ήταν πολύ πιο σκληρός και πιο ανθεκτικός, τον λεγόμενο basolato romano (ρωμαϊκό βασάλτη).

Διάφοροι τύποι δρόμων υπήρχαν αρχικά … με κορμούς, σκαμμένοι σε τάφρο όπως έκαναν οι Ετρούσκοι (αλλά τους οποίους οι Ρωμαίοι στη συνέχεια έστρωσαν), μέχρι λιθόστρωτοι (galeratum), και πλακόστρωτοι (basolato romano) οι πιο απολύτως ανθεκτικότεροι. Το όνομα των δρόμων, Viae, υποδήλωνε τους εξωαστικούς δρόμους που ξεκινούσαν από τη Ρώμη, ενώ οι δρόμοι, Strata, (δηλαδή φτιαγμένοι σε στρώσεις) ήταν αυτοί μέσα σε μια κατοικημένη περιοχή. Επειδή έπρεπε να διαρκέσουν «εις το διηνεκές» πολύ ήταν η κατασκευή τους, που έγινε από στρατιώτες _ακόμη κι αν βρίσκονταν σε ξένο έδαφος.

Πολλοί ακόμη σήμερα στην Ιταλία, την Ευρώπη, την Αφρική και την Ανατολή εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ακολουθώντας την αρχική διαδρομή: μόνο οι μεγάλοι αυτοκινητόδρομοι, που κατασκευάστηκαν τον 20ό και 21ο αιώνα, μια υποχρεωτική επιλογή λόγω της εκθετικής αύξησης της κυκλοφορίας, επέτρεψαν μεγαλύτερη κινητικότητα, με εκκαθάριση της τοπικής κυκλοφορίας.

Κατασκευασμένοι κυρίως για στρατιωτικούς σκοπούς, επιτρέποντας την ταχεία μετακίνηση στρατευμάτων και αγαθών μεταξύ τόπων πολύ απομακρυσμένων ο ένας από το άλλο (όπως λέει το ΚΚΕ, νέες επενδύσεις των ομίλων για διαύλους  προϊόντων και _σήμερα ενέργειας) συνέβαλαν στην _τόσο σημαντική για την οικονομία της Ρώμης ανάπτυξη του εμπορίου. Η κινητικότητα των στρατευμάτων ήταν ένα από τα δυνατά σημεία του ρωμαϊκού στρατού. καθώς προχωρούσαν, κατακτώντας νέα εδάφη, έχτιζαν δρόμους (με το αίμα των λαών): ο Ρωμαίος λεγεωνάριος δεν ήταν απλώς στρατιώτης, αλλά κατασκευαστής δρόμων, γεφυρών και σηράγγων, με βάση τις συγκεκριμένες γνώσεις που είχε.

Στα 100.000 km “ταχείας κυκλοφορίας” δρόμων την εποχή της μέγιστης επέκτασης της Αυτοκρατορίας, πρέπει να προστεθούν μυριάδες δευτερεύοντες δρόμοι και μη πλακοστρωμένες εκτροπές: υπολογίζεται ότι το συνολικό οδικό δίκτυο πρέπει να έχει φτάσει σε πάνω από 200.000km (!!).

Οι Ρωμαίοι διέκριναν:

  • Δρόμους, όπου μπορούσαν να περάσουν κάρα, επιτρέποντας τη διέλευση δύο ταυτόχρονα προς την αντίθετη κατεύθυνση (εξ ου και ο όρος carreggiata=οδόστρωμα).
  • Τις actus, όπου μπορούσε κανείς να περάσει μόνο με τα πόδια ή με άλογο, περίπου στο μισό πλάτος του δρόμου, από το iter, όπου μπορούσε να πάει με τα πόδια _χωρίς να χρησιμοποιήσει ζώα.
  • Τον semita (σημιτικός) που ήταν τότε ο μικρότερος.
  • Τους callis στενούς δρόμους ανάμεσα στα βουνά.
  • Τους trames (που δεν αφορά τραμ της εποχής αλλά παρακαμπτήριες)
  • Τους diverticulum (εκτροπή που διακλαδιζόταν από τον προξενικό δρόμο για να φτάσει σε μια τοποθεσία), τέλος
  • Κόμβους _σταυροδρόμια, ασήμαντα και σημαντικά, _ Ναι!! αλλά κόμβος, όπως έλεγε ο αξέχαστος Βασ. Λογοθετίδης στο “ούτε γάτα ούτε ζημιά”).

Στη συνέχεια χωρίστηκαν σε:

  • Δημόσιους, που ονομάζονται πραιτοριανοί και προξενικοί, ανάλογα με το ποιος τον κατασκεύασε και
  • Ιδιωτικούς (που ονομάζονται strade agrarie _ αγροτικοί)

Πιστεύεται ότι οι Ρωμαίοι κληρονόμησαν την τέχνη της οδοποιίας από τους Ετρούσκους, βελτιώνοντας τη μέθοδο και τα υλικά. Στην πραγματικότητα, αρκετοί ρωμαϊκοί δρόμοι ακολούθησαν τους ετρουσκικούς δρόμους, για παράδειγμα η Via Flaminia μέσω του ager veientanus και του faliscus, ή τα τμήματα της Claudia σκαμμένα στον tufo και στη συνέχεια στρώθηκαν από τους Ρωμαίους (σσ. tuff _στα λατινικά: tofus ή tophus: πέτρωμα από τα πιο διαδεδομένο πυροκλαστικά ηφαιστειακής και όχι μόνο προέλευσης, ελαφρό ή ελάχιστα σκληρό _έτσι δουλεύεται  εύκολα, ακόμη χωρίς ηφαιστειακές αποθέσεις, όπως ο πορώδης ασβεστόλιθος). Επίσης ο δρόμος της Pietra Pertusa που ένωνε το Veio με τον Τίβερη, ή τμήματα της Αυρηλίας που ακολουθούν την Τυρρηνική ακτή μέχρι την Πίζα, ή της Cassia Armerina και Flaminia.

Οι δρόμοι χτίστηκαν σύμφωνα με ένα ακριβές κριτήριο: ένα βαθύτερο στρώμα το statumen, από πέτρες και πηλό. Ένα δεύτερο στρώμα, το rudus, από πέτρες, σπασμένα κεραμίδια, άμμο, όλα ανακατεμένα με ασβέστη κι ένα τρίτο στρώμα, πυρήνας, από θρυμματισμένη πέτρα και χαλίκι με κάλυμμα, από λείες πέτρινες πλάκες που ταιριάζουν (θηλυκώνουν) μεταξύ τους και στηρίζονταν στον πυρήνα. Δεδομένου ότι κατασκευάστηκαν σε στρώματα, πήραν το όνομα viae stratae, εξ ου και ο ιταλικός όρος strada, ο αγγλικός street και ο γερμανικός strasse.

Η κατασκευή ξεκίναγε με μια επιθεώρηση από τον αρχιτέκτονα, ο οποίος καθόριζε πού έπρεπε να περάσει ο δρόμος και στη συνέχεια εναπόκειτο στους επιθεωρητές γης, οι οποίοι εντόπιζαν τα ακριβή σημεία, με  κοντάρια και groma, για να σχεδιάσουν ορθές γωνίες.

σσ. Το Groma (όπως τυποποιήθηκε στα λατινικά και Croma, ή Gruma) ήταν εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και επέτρεψε την προβολή ορθών γωνιών και ευθείων γραμμών δημιουργώντας την centurosa (ορθογώνιο πλέγμα _κάνναβο). Είναι το μόνο εργαλείο τοπογραφίας που υπάρχει μέχρι σήμερα. Το όνομα “Groma” ήρθε στα Λατινικά από την ελληνική γνώμων, μάλιστα σε πολλαπλές πηγές χρησιμοποιείται ο ελληνικός όρος για τον προσδιορισμό του κεντρικού σημείου ή μιας πόλης.

Η γραμμή των στύλων (κονταριών) χάραξης στο έδαφος ονομαζόταν rigor (=αυστηρότητα, επειδή έπρεπε να ακολουθηθεί αυστηρά). Στη συνέχεια, ο αρχιτέκτονας χάραζε  τη διαδρομή μετακινώντας τους στύλους και με τη groma το οδόστρωμα.
Σε αυτό το σημείο έφτασαν οι λεγόμενοι libratores, με άροτρα και με τη βοήθεια των σπαθιών των λεγεωνάριων, έσκαβα το έδαφος μέχρι το βράχο ή ως ένα συμπαγές στρώμα. Το βάθος διέφερε από έδαφος σε έδαφος και μπορούσε να φτάσει το μέγιστο των 2m, αλλά γενικά κυμαινόταν από 60cm έως 1,00m.

Για να κατασκευαστεί ο δρόμος, η εκσκαφή γέμιζε με στρώματα από διαφορετικά υλικά, ανάλογα με την τοποθεσία, το έδαφος και τα διαθέσιμα, γενικά με  χώμα, πέτρες, χαλίκι, πέτρα και άμμο μέχρι να φτάσει στο επίπεδο του εδάφους. Περίπου 60 cm – 1m από την επιφάνεια, καλυπτόταν με χαλίκι και στη συνέχεια συμπιεζόταν με κοπάνια, στα λατινικά pavire ή (σήμερα στα ιταλικά pavimento είναι το δάπεδο γενικά). Η επίπεδη επιφάνεια ή το πεζοδρόμιο θα μπορούσε ήδη να χρησιμοποιηθεί ως δρόμος ή να καλυφθεί με άλλα στρώματα. Μερικές φορές τοποθετούνταν ένα «θεμέλιο» από επίπεδες πέτρες για την καλύτερη στήριξη των ανώτερων στρωμάτων.

Όλα ήταν τσιμενταρισμένα με κονίαμα, πρώτα μια στρώση ακατέργαστου σκυροδέματος της εποχής πάχους πολλών εκατοστών, το rudus, μετά ένα ισοδύναμο λεπτόκοκκο _πυρήνας, που απλώνονταν στο pavimentum (statumen). Τέλος, η επένδυση μεε μεγάλες πολυγωνικές πλάκες από βασάλτη ή ασβεστόλιθο, ταιριασμένες τέλεια μεταξύ τους και τα διάκενα γέμιζαν με χαλίκι.

Οι πέτρες δεν ήταν τετραγωνισμένες, ούτε εγκάρσια τοποθετημένες για να μην δίνουν γραμμή θραύσης στα κάρα. Τα θρυμματισμένα ενδιάμεσα κομμάτια βοηθούσαν να κρατηθούν οι δρόμοι στεγνοί, καθώς το νερό διέρρεε μέσα από τις πέτρες, αντί να σχηματίσει λάσπη (ακριβώς όπως τα σημερινά αποστραγγιστικά συστήματα). Από πάνω οι επίπεδες πέτρες φαίνονται ακόμα σήμερα (ονομάζονται summa crusta), μάλιστα σε τόξο με το κέντρο του δρόμου ψηλότερα από τις άκρες, για να διευκολυνθεί η αποστράγγιση του νερού.

Μετά από δύο χιλιάδες χρόνια το “σκυρόδεμα” έχει φθαρεί (όπου δεν συντηρείται), δίνοντας την ιδέα μιας επιφάνειας στην οποία ήταν πολύ δύσκολο να ταξιδέψεις με κάρο  , αλλά ο αρχικός δρόμος ήταν αντίθετα σχεδόν ομαλός. Αυτοί οι αξιόλογοι δρόμοι ήταν ανθεκτικοί στη βροχή, τον παγετό και τις πλημμύρες και δεν χρειάζονταν σχεδόν καμία επισκευή, όπως φαίνεται ακόμα σήμερα, μετά από δύο χιλιετίες.

Φυσικά το έδαφος από το οποίο έπρεπε να περάσει ένας δρόμος δεν ήταν πάντα χωρίς εμπόδια, τα ρέματα μπορούσαν να διασχιστούν με μια απλή σανίδα, μια μικρή γέφυρα από ξύλινες σανίδες σε δύο σανίδες, επίπεδες ή καμπούρες, για κάθε ποτάμι μια ή περισσότερες γέφυρε. Οι Ρωμαίοι αρχιτέκτονες ήταν δεξιοτέχνες αυτής της τέχνης, ιδιαίτερα οι στρατιωτικοί μηχανικοί.

Οι ξύλινες γέφυρες στηρίζονταν σε στύλους που οδηγούνταν στην κοίτη του ποταμού ή σε πέτρινες βάσεις. Το εξ ολοκλήρου πέτρινο γεφύρι όμως απαιτούσε τοξωτή κατασκευή, μια τεχνική που οι Ρωμαίοι είχαν κληρονομήσει από τους Ετρούσκους. Οι ρωμαϊκές γέφυρες ήταν τόσο καλά κατασκευασμένες που πολλές από αυτές χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα.

Επίσης, χτίστηκαν μονοπάτια σε ελώδεις εκτάσεις. Η διαδρομή σηματοδοτήθηκε με πυλώνες, στη συνέχεια ο χώρος μεταξύ τους γέμισε με μεγάλες ποσότητες πέτρες, ανεβάζοντας το επίπεδο του δρόμου έως και 2 μέτρα πάνω από το έλος. Αυτό συνέβη κυρίως στην Ιταλία ενώ στις επαρχίες κατασκευάζονταν τα pontes longi, δηλαδή μακριές γέφυρες από κορμούς δέντρων.

Στην περίπτωση μεγάλων ογκόλιθων που παρεμπόδιζαν το μονοπάτι, γκρεμών, ορεινών ή λοφωδών εδσφών, χρησιμοποιήθηκαν συχνά ισχυρές ανασκαφές ή σήραγγες, εξ ολοκλήρου σκαμμένες με το χέρι. Η σήραγγα του φαραγγιού Furlo, κοντά στο Fano, είναι ρωμαϊκή και μέσα από αυτήν περνά σήμερα ένας δημόσιος δρόμος.  Η οδογέφυρα Ariccia, που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα, είναι ρωμαϊκή του 2ου αιώνα. π.Χ., μήκους 231μ. και ύψους έως 13μ. Οι ρωμαϊκοί δρόμοι προχωρούσαν πάντα ευθεία, ακόμη και σε έδαφος με απότομες κλίσεις. Δεν είναι ασυνήθιστο να συναντάμε κλίσεις 10%-12% στους λόφους και έως 15%-20% στα ορεινά.

Le pietre miliari _ορόσημα

Οι δρόμοι είχαν πλάτος 4-6 μ., για να περνούν δύο κάρα, ενώ μερικές φορές υπήρχαν πλακόστρωτα πεζοδρόμια στα πλάγια. Οι δρόμοι ήταν εξοπλισμένοι με ορόσημα, που έδειχναν την απόσταση σε μίλια από το “χρυσό ορόσημο” που τοποθετήθηκε στη Ρωμαϊκή Αγορά. Οι λεγεώνες έκαναν καλή χρήση αυτών των δρόμων, και μερικοί χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα, μετά από δύο χιλιετίες.
Ήδη πριν από το 250 π.Χ. στην Αππία Οδό και μετά το 124 π.Χ. για τις περισσότερες από τις άλλες, οι αποστάσεις μεταξύ των πόλεων μετρήθηκαν σε μίλια και αριθμήθηκαν με ορόσημα. Η σύγχρονη λέξη “miglio” στην πραγματικότητα προέρχεται από το λατινικό milia passuum, δηλαδή “χίλια βήματα”, που αντιστοιχεί σε ~1480 μέτρα. Το ορόσημο, ή miliarum, ήταν μια κυκλική στήλη σε μια ορθογώνια βάση, που ονομαζόταν cippus, χωμένη στο έδαφος για πάνω από 60 cm, (1,50m ύψος_50 cm σε διάμετρο και βάρος πάνω από 2 τόνους).

Στη βάση αναγραφόταν ο αριθμός μιλίων του δρόμου και ψηλότερα έδειχνε την απόσταση από το Φόρουμ της Ρώμης και πληροφορίες για τους αξιωματούχους που είχαν κατασκευάσει ή επισκευάσει τον δρόμο και πότε, καθώς και τα χαρακτηριστικά του δρόμου (αν ήταν πλακόστρωτο ή μόνο χαλίκι ή χώμα).

Ήταν ο Αύγουστος, που έγινε μόνιμος επίτροπος οδών το 20 π.Χ., που τοποθέτησε το Miliarum Aureum (το χρυσό ορόσημο) στο φόρουμ της Ρώμης, μια στήλη από επιχρυσωμένο μπρούτζο, δίπλα στο ναό του Κρόνου. Όλοι οι δρόμοι ξεκίνησαν ιδανικά από αυτό το μπρούτζινο μνημείο. Σε αυτό αναφέρονταν ο κατάλογος των μεγάλων πόλεων της Αυτοκρατορίας και οι αποστάσεις τους από τη Ρώμη. Ο Κωνσταντίνος το ονόμασε Umbilicus Romae (ομφαλός της Ρώμης). Στη συνέχεια, όλα υποδεικνύονταν με μίλια, συμπεριλαμβανομένων των μαχών, προσδιορίζοντας το μίλι στο οποίο συνέβησαν. Όλες οι αποστάσεις λοιπόν υπολογίστηκαν από τη χρυσή κολόνα μέχρι το ακραίο όριο κάθε δρόμου. Εξ ου και η αρχαία ρήση ότι «Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη», γιατί στη ρωμαϊκή εποχή ήταν έτσι.

Κοντά στην πόλη οι δρόμοι έγιναν δεντρόφυτες λεωφόροι, τάφοι, αγάλματα, βίλες και ναοί. Κατά μήκος όλων των δρόμων υπήρχαν «ταχυδρομικοί σταθμοί», στάσεις, σε απόσταση περίπου είκοσι χιλιομέτρων η μία από την άλλη, όπου μπορούσαν να αλλάξουν ή να ανανεωθούν άλογα, μουλάρια, βόδια και όπου ήταν δυνατή η επισκευή κάρων. Υπήρχαν επίσης πολλές ταβέρνες και πανδοχεία κατά μήκος των δρόμων, αλλά σχεδόν όλα ήταν επικίνδυνα, κακόφημα και στα οποία σύχναζαν οι κλέφτες.

Υπήρχαν και είδη «ξεναγών», τα Itineraria, στα οποία σημειώνονταν τα σημαντικότερα στοιχεία σε κάθε δρόμου, όπως ποτάμια, δάση, βουνά, αποστάσεις, αναψυκτήρια. Υπήρχαν και Δρομολόγια για τις πόλεις. Τους δρόμους ταξίδευαν άνθρωποι με τα πόδια, με άλογα, με κάρα κάθε είδους και ένα αποτελεσματικό ταχυδρομικό σύστημα που λειτουργούσε με άλογα επίσης μια “ταχεία” για τα πιο επείγοντα μηνύματα.

Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην Ρώμη:
Η λαϊκή αυτή παροιμία προέρχεται από το γεγονός ότι οι πρώτοι (και σημαντικότεροι) “προξενικοί” δρόμοι είχαν το σημείο προέλευσής τους από τη Ρώμη και επομένως αντίστροφα “οδηγούσαν στη Ρώμη”.