Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναλύοντας μαρξιστικά τον χαρακτήρα της πρώτης ΔΕΘ στα 1926!

Γράφει ο Αλέκος Χατζηκώστας //

Η πρώτη Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε στις 3 – 17 Οκτωβρίου, 1926, κράτησε δηλαδή 15 ημέρες. Όπως αναφέρουν οι εφημερίδες της εποχής λειτούργησε στο πεδίο ασκήσεων του Γ’ Σώματος Στρατού, (πεδίον του Άρεως), συνολικής έκτασης 37.500 τ.μ. εκ των οποίων η έκθεση κατέλαβε τα 7.000 τ.μ.. Ο χώρος βρισκόταν ανάμεσα στις λεωφόρους Στρατού και Βασιλέως Γεωργίου, πίσω ακριβώς από το κτίριο το οποίο δεν υφίσταται σήμερα, αυτό της ηλεκτρικής εταιρίας. Η μοναδική είσοδος της έκθεσης βρισκόταν επί της Β. Γεωργίου, είχε μήκος 15 μ. και ύψος 7 μ. . Το σχέδιο της πύλης ήταν των Θεσσαλονικέων αδερφών Δημητριάδη, η καλλιτεχνική διακόσμηση του Σταμέρη και του εξ Αθηνών επιτελείου του, ενώ την κατασκευή είχε αναλάβει ο εργολάβος Αναγνωστόπουλος. Οι στεγασμένοι εκθεσιακοί χώροι περιελάμβαναν 9 περίπτερα για Ελληνικές και ξένες συμμετοχές, ενώ υπήρχαν ακόμη περίπου 30 ανεξάρτητες προσωρινές κατασκευές για μεμονωμένες ή ομαδικές συμμετοχές. Δεσπόζουσα θέση κατείχε το προσφυγικό περίπτερο.

Και η μαρξιστική ανάλυση

Το πρωτόγνωρο αυτό γεγονός, δεν μπορούσε παρά να απασχολήσει το νεαρό τότε ΚΚΕ ως σημαντικό γεγονός της καπιταλιστικής ανάπτυξης της χώρας μας. Έτσι σε πρωτοσέλιδο άρθρο του ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ (10 Οκτωβρίου 1926) στη στήλη ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ υπάρχει άρθρο με τίτλο «Η σημασία της εκθέσεως Θεσσαλονίκης». Στο άρθρο αυτό γίνεται προσπάθεια να αναλυθούν πλευρές της πορείας του καπιταλισμού στη χώρα μας, αλλά να εξηγηθεί με βάση αυτή και η «ανάγκη» για την πραγματοποίηση της ΔΕΘ από μέρους της αστικής τάξης της εποχής. Το άρθρο φέρει την υπογραφή «Σ» που γράφει (διατηρούμε την ορθογραφία του πρωτότυπου):

«Η έκθεσις της Θεσ/νίκης μπορεί να χαραχτηριστή ως μία εκδήλωση της μεταπολεμικής οικονομικής Ελλάδος. Ο πανευρωπαϊκός πόλεμος και η μικρασιατική εκστρατεία επέφεραν αρκετές μεταβολές στις οικονομικές συνθήκες της χώρας. Συνετέλεσαν στη συσσώρευση μεγάλων κεφαλαίων, στην εύρυνση της εσωτερικής αγοράς και σε μια σχετικώς μεγάλη ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας και του εμπορίου της χώρας. Παράλληλα επίσης προχώρησε και η συγκεντροποίηση των επιχειρήσεων, η οποία εκδηλώθηκε με την εμφάνιση του κατ’ εξοχήν καπιταλιστικού τύπου επιχειρήσεων των ανωνύμων εταιρειών, οι οποίες πήραν στα χέρια τους το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας και του εμπορίου της χώρας. Η ανώνυμος εταιρία η οποιαδήποτε μεγάλη καπιταλιστική επιχείρηση απέβη και εδώ ο επικρατέστερος οικονομικός τύπος της ελληνικής οικονομίας.

stili

Παράλληλα προς την αντικειμενική αυτή εξέλιξη σε ανώτερη μορφή, βάδισε και η υποκειμενική εξέλιξη της αστικής τάξης. Μέσα στους νέους κοινωνικούς και οικονομικούς όρους οι έλληνες επιχειρηματίες συνησθάνθησαν την ανάγκη μιας ανώτερης οικονομικής επιστήμης, η οποία θα έβαζε τέρμα στη βλαβερή εμπειρικότητα και θα εξασφάλιζε την απαραίτητη επιστημονική κατεύθυνση των επιχειρήσεών των και τον επιστημονικό των προσανατολισμό μέσα στις νέες, πολύκροτες συνθήκες. Η ανάγκη αυτή της μεγαλοαστικής τάξης για μια ανώτερη οικονομική επιστήμη εκδηλώθηκε τα τελευταία χρόνια με μια σχετικώς τεράστια κίνηση της οικονομικής φιλολογίας, με την έκδοση πολυάριθμων οικονομολογικών περιοδικών και γενικά με το ζωηρώτατο κοινωνικό ενδιαφέρο για τις οικονομικές επιστήμες.

Η ελληνική οικονομία αποτελείται από πολυπληθείς διαβαθμίσεις. Ο πανευρωπαϊκός πόλεμος και η μικρασιατική εκστρατεία εδημιούργησε μια ανώτερη κατ’ εξοχήν καπιταλιστική διαβάθμιση, αποτελούμενη από μεγάλες βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις, οι οποίες μαζύ με τις Τράπεζες και εφοδιασμένες με την ανώτερη οικονομική επιστήμη εξουσιάζουν ολόκληρη την οικονομία της χώρας. Εκδήλωση την ανώτερης αυτής διαβάθμισις είνε η έκθεση της Θεσσαλονίκης.

Τι επιδιώκεται με την έκθεση αυτή; Το γεγονός ότι ως τόπος της έκθεσης εξελέγη η πλησιέστερη προς τα Βαλκανικά Κράτη Δευτέρα πόλις του Κράτους δείχνει, μεταξύ άλλων ότι σκοπός της έκθεσης είνε η ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων της Ελλάδος με τα υπόλοιπα Βαλκανικά κράτη και κατά δεύτερο λόγο , με άλλες χώρες της Ευρώπης, ως η Τσεχοσλοβακία κτλ. Η ελληνική οικονομία προσπαθεί με την έκθεση να διανοίξει νέους δρόμους στα ειδικά της προϊόντα, όπως είνε ο καπνός, η σταφίδα, τα έλαια, οι οίνοι κτλ. Στην προσπάθεια να εξεύρη νέες διεξόδους την ωθεί η επικρατούσα οικονομική κρίση, η ελάττωση της εξαγωγής ειδικών ελληνικών προϊόντων, όπως της σταφίδας ή η υπερπαραγωγή άλλων όπως του καπνού.

Στην έκθεση όμως έκανε την εμφάνισή της δειλά, δειλά και η ελληνική βιομηχανία. Αυτή δεν είνε ούτε μπορούσε νάναι τύπου βαρειάς βιομηχανίας. Είνε βιομηχανία που δεν χρειάζεται για πρώτες ύλες, ούτε μεταλλεύματα, ούτε γαιάνθρακες. Αν εξαιρέσουμε τους ειδικούς ελληνικούς βιομηχανικούς κλάδους όπως είνε η ταπητουργία, πολύ δύσκολα μπορεί να γίνη λόγος για μια εξαγωγή των προϊόντων της. Έπρεπε να υπολογίζη στην ανάπτυξη της μόνο με εξασφάλιση της εσωτερικής αγοράς. Και είνε αλήθεια ότι η τελευταία αυτή ανδρώθηκε με την άφιξη του προσφυγικού πληθυσμού που συνετέλεσε αρκετά κατά την ανάπτυξή της. Εν τούτοις η οικονομική κρίση που επιδρά πάνω στην αγοραστική δύναμη του πληθυσμού, των εργατών, κυρίως δε της αγροτικής μάζας , δεν άργησε να δημιουργήση το φαινόμενον της βιομηχανικής υπερπαραγωγής.

Η ελληνική εσωτερική αγορά, χωρίς να αναπτυχθή πλήρως φαίνεται, προς το παρόν, ανεπαρκής να απορροφήση τα βιομηχανικά προϊόντα. Και ήδη καταβάλλεται μέριμνα για την ανάπτυξη της γεωργίας, που θα επεκτείνη περισσότερο την εσωτερική αγορά για τα βιομηχανικά προϊόντα. Εν τω μεταξύ όμως η ελληνική βιομηχανία στρέφεται προς άλλες κατευθύνσεις και αναζητεί νέες και αυτή διεξόδους ήτο δε φυσικό να στραφή προς τις ολιγώτερο βιομηχανικές χώρες, δηλαδή προς τα Βαλκάνια. Απ’ αυτή την άποψη η έκθεση της Θεσσαλονίκης αποτελεί συγχρόνως και μια δειλή κρούση της ελληνικής βιομηχανίας στις βαλκανικές αγορές. Σ»