Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ILYA EHRENBURG, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΑΡΑΓΜΕΝΟΣ ΣΕ ΧΡΟΝΟ ΧΑΡΑΓΜΕΝΟ (ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ – τελευταίο)

Γράφει η  Άννεκε Ιωαννάτου //

Ο ποιητής ‘Ερενμπουργκ

Ο Γιάννης Ρίτσος στο δοκίμιό του Η ποίηση του Έρενμπουργκ («Μελετήματα», Εκδόσεις ‘Κέδρος’, σελ. 53) θα πει: «Ο Ιλια Ερενμπουργκ είναι ελάχιστα γνωστός ως ποιητής. Ακόμα και στη Σοβιετική Ένωση λογαριάζεται ως μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος. Εδώ, στην Ελλάδα, το μόνο που ίσως γνωρίζαμε ήταν το ποίημά του για τη Ρωσία που παραθέτει ο Καζαντζάκης στις εντυπώσεις του απ’ τη Σοβιετική Ένωση. Κι όμως, αν ανοίξουμε την ποιητική του συλλογή «Το δέντρο» όπου περιλαμβάνονται εκατό μικρά ποιήματα, γραμμένα από το 1938-1945, θα δούμε, όχι χωρίς έκπληξη, πως ο Έρενμπουργκ είναι πρώτα και κύρια ποιητής, και πως ορισμένα απ’ τα ποιήματά του είναι οι πυκνότερες, βαθύτερες και ουσιαστικότερες σελίδες μέσα σ’ όλο το απέραντο, πεζογραφικό του έργο».

Σ’ αυτά τα εξαιρετικά μελετήματά του (περιλαμβάνονται και οι Μαγιακόφσκι, Χικμέτ, Ελυάρ) ο Γιάννης Ρίτσος όσο κανένας άλλος, αναλύει την ποίηση του Έρενμπουργκ: «Για να νοιώσουμε τη σημασία αυτών των ποιημάτων και τον ιδιαίτερο χώρο τους. Θα πρέπει να τα δούμε σε σχέση και αντίθεση με το πλατύ, πολυθόρυβο, πολύπλευρο μυθιστορηματικό και δημοσιογραφικό του έργο. Θα ‘πρεπε να δούμε τον ποιητή σε σχέση και αντίθεση με τον κοινωνικό ρήτορα, τον ακούραστο, τον άπληστο, τον πολυταξιδεμένο, τον πανταχού παρόντα, τον μαχητή, τον κήρυκα των ιδεών στα βήματα των συνεδρίων, στις εξέδρες των επιστημών, μες στη βουή και στις επευφημίες των πολυάνθρωπων δρόμων, για να νοιώσουμε τούτη τη σιωπηλή περιοχή της ποίησής του, όπου η πνευματική αδιαλλαξία ενώνεται με την ψυχική καρτερία μέσα σε μια βαθιά ενατένιση και κατανόηση των ανθρωπίνων. Αδιαλλαξία και καρτερία – τα δύο βασικά στοιχεία της ποίησης του ‘Ερενμπουργκ, σε μια αδιάιρετη ενότητα» (στο ίδιο, σελ. 53).  

Όσο αντιφατικός κι αν φαίνεται αυτός ο συνδυασμός της αδιαλλαξίας με την καρτερία, ωστόσο δεν είναι. Σύμφωνα με τον Γιάννη Ρίτσο, ο περιπλανώμενος χωρίς πατρίδα Έρενμπουργκ μας προσφέρει μία και μόνη αόριστη πατρίδα, μια κοινή μοίρα του ανθρώπου να αποκαταστήσει την ενότητα του ανθρώπου με την ιστορία του, την ενότητα του παγκόσμιου πνευματικού πολιτισμού, που ανέκαθεν σε διάφορα επίπεδα συνείδησης  υπήρξε ο στόχος του και ο προορισμός του και από δω ακριβώς πηγάζουν και η αδιαλλαξία και η καρτερία. Επομένως, ο  Έρενμπουργκ εμφανίζεται σαν διεθνιστής με όλη την έννοια της λέξης, σαν άνθρωπος που ενώνει τον παγκόσμιο πολιτιστικό θησαυρό και μ’ αυτή την έννοια σαν άνθρωπος του μέλλοντος, ενός μέλλοντος από το οποίο η ανθρωπότητα απέχει παρασάγγας ακόμα με τις πολλαπλές  διαιρέσεις της σ’ όλα τα επίπεδα σαν συνέπεια των ταξικών κοινωνιών που η σημερινή μορφή της της καπιταλιστικής  παγκοσμιοποίησης «ενοποιεί» μεν, αλλά πώς; Προσπαθώντας να ομογενοποιήσει τον παγκόσμιο πολιτισμό ως εμπόρευμα.

«Συχνά θα συναντήσουμε στους στίχους του Έρενμπουργκ τη φωτιά, τη σκιά, το χέρι που σφίγγει μια φούχτα χώμα, σ’ ώρα αποχαιρετισμού, χωρισμού, καταστροφής, απελπισίας ή σ’ ώρα αναγέννησης της ζωής που ξαναρχίζει απ’ την καμένη γης. Που παίρνει απ’ αυτήν τη δύναμη, τη φόρα της για το καινούργιο πέταγμά της» (σελ. 55).

Σαν παράδειγμα ακολουθούν οι εξής στίχοι του Έρενμπουργκ για την Ισπανία, όταν υποχωρεί ο δημοκρατικός στρατός:

«Α, τι θλιβερό και τι πιο εξαίσιο ακόμα

Από το χέρι που έσφιγγε μια χούφτα χώμα;»

Και για την πολεμική καταστροφή:

«Όμως μέσ’ απ’ τις σπασμένες τούτες πλάκες και τα ράκη,

Κοίταξέ το, μπουσουλώντας, βγαίνει τώρα ένα παιδάκι

Και μέσ’ στο λιγνό του χέρι – καθισμένο ως είναι χάμου –

Μιαν υγρή χουφτίτσα σφίγγει ζεστής άμμου.

Τι θα πλάσει με την άμμο;

Και τα χρόνια όλο μαυρίζουν, στάχτη και καπνιά μονάχα».

Για να δείξουμε μια άλλη πλευρά, ακολουθούν μερικοί στίχοι από το ποίημα του ‘Ερενμπουργκ «Νίκη»:

«Φορούσε μια ξεθωριασμένη χλαίνη

Τα πόδια όλο αίμα. Τσακισμένη

Ήρθε και χτύπησε την πόρτα. Η μάνα

Της άνοιξε. Στρωμένο το τραπέζι – νατο

«Με το παιδί σου υπηρετούσα στο ίδιο σύνταγμα κει κάτω.

Ήρθα. Με λένε Νίκη»…

Παρακάτω ο Γιάννης Ρίτσος αναλύει το ποίημα αυτό «εξαίσιο στην ακρίβειά του, λιτότητά του και αυστηρότητά του, που δύο μοναχές γυναίκες, η Μάνα και η Νίκη, σωπαίνουν, ενώ εκατό πρωτεύουσες γιορτάζουν την απελευθέρωση» συγκρίνοντάς το με τη «Δόξα των Ψαρών» του Σολωμού (σελ. 68).

«Βέβαια, ο τόνος του Σολωμού είναι ποιο υψηλός. Ο τόνος του ‘Ερενμπουργκ πιο οικείος και γι αυτό πιο δραματικός. Η Δόξα του Σολωμού κινείται στο ύπαιθρο, στον αέρα, στη φύση. Η Νίκη του Έρενμπουργκ μπαίνει σ’ ένα σπίτι. Η Δόξα του Σολωμού είναι μονάχη. Η Νίκη του Έρενμπουργκ είναι κι αυτή μονάχη, μα παει να συντροφέψει μια μονάχη μάνα και να συντροφευτεί από μια μάνα – έχει κι αυτή ανάγκη από συντροφιά, κι ίσως νάναι ακόμη πιο μονάχη στην ανάγκη της για επαφή και συνεννόηση. Δεν είναι υπεροπτική στη θλίψη της. Είναι ανθρώπινη. Είναι τσακισμένη, όπως κ’ η μάνα. Το τραπέζι είναι έτοιμο. Ίσως η μάνα να περίμενε το γιο της. Δεν ήρθε. Κάθονται οι δύο έρημες και τα κουβεντιάζουν» (σελ. 69).

«Η τόσο λιτή παρουσίαση της Νίκης του Έρενμπουργκ, χωρίς φτερά, και χωρίς νάναι «άπτερη», με μια ξεθωριασμένη χλαίνη και με τα πόδια της όλο αίμα, που αντιστοιχεί στις άμεσες παραστάσεις μας και ταυτόχρονα υπάγεται σε μια μακρινή κι αόριστη γενίκευση, αποκτά μια νέα πειστικότητα, γίνεται θεμιτή και συγκινητική στην αίσθησή μαςκαι στην αισθητική μας» (σελ. 70).

Εύστοχα λοιπόν ο Ρίτσος μιλάει για τη «σιωπηλότητα ακόμα κ’ εκεί που παρελαύνουν θορυβώδη γεγονότα» και τον εσωτερικό φωτισμό στην ποίηση του Έρενμπουργκ. Όταν είναι πολύ συνταρακτικά τα γεγονότα, δεν φτάνουν πια οι δραματισμοί, οι κραυγές για να τα εκφράσουμε και γυρίζουμε στο σιωπηλό, το απλό, το γαλήνιο σχεδόν μιας ψυχικής κατάστασης αποκτώντας τη βαθύτερη φιλοσοφική θεώρηση των γεγονότων.

Ένα χρονικό τεράστιας ιστορικής εμβέλειας

Στην έκδοση Το χρονικό της αντρειοσύνης (‘Σύγχρονη Εποχή’) περιλαμβάνονται τα πιο ενδιαφέροντα δημοσιογραφικά άρθρα του Έρενμπουργκ για τον ξένο Τύπο και τα πρακτορεία ειδήσεων που μας δίνουν εξαιρετικά ζωντανά την εποποιία του σοβιετικού λαού και του Κόκκινου Στρατού στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στον πρόλογο του Κωνσταντίν Σίμονοφ διαβάζουμε: «Οι γεμάτες πολεμική ανταποκρίσεις του Έρενμπουργκ έχουν όχι μόνο ιστορικό, αλλά και ζωηρό σύγχρονο ενδιαφέρον. Ο Έρενμπουργκ διεξάγει πολεμική με τον αγγλικό, τον αμερικάνικο Τύπο που προσπαθούσε εκεί, στη Δύση, να μειώσει την έκταση των προσπαθειών μας και να μεγαλοποίησει την έκταση των προσπαθειών των συμμάχων μας. Κάνει πολεμική σ’ εκείνους τους πολεμικούς ανταποκριτές που έγραφαν από ‘δω, από τη Ρωσία, στις εφημερίδες τους καθόλου αληθινά, ή μισοαληθινά γεγονότα. Κάνει πολεμική σ’ εκείνους που ήθελαν να καθυστερήσει το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου, σε όλους, χωρίς να σταματάει σε πρόσωπα, μέχρι και στον ίδιο τον Τσόρτσιλ. Με φαρμακερή ειρωνεία περιπαίζει όλους που εκεί, στη Δύση, προς το τέλος του πολέμου, κερδοσκοπώντας στην έννοια του ουμανισμού, άρχιζαν ήδη να ετοιμάζονται για τη μελλοντική διαγραφή των αμαρτιών των εγκληματιών του πολέμου. Ξεσκεπάζοντας όλη την ψευτιά της πλαστής φιλανθρωπίας γι αυτούς, ο Έρενμπουργκ έγραφε σε μία από τις ανταποκρίσεις του ότι «δεν μπορείς ν’ αγαπάς ταυτόχρονα και τους ανθρώπους και τους ανθρωποφάγους» (σελ. 21/22).

Το βιβλίο ξεκινάει με τον Πολεμικό Όρκο που έδιναν οι μαχητές μπαίνοντας στις γραμμές του εργατο-αγροτικού Κόκκινου Στρατού.

Συγκλονιστική η ανταπόκριση του Έρενμπουργκ της 5 Νοεμβρίου του 1942, 25 χρόνια δηλαδή μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ακολουθεί απόσπασμα: «Ένα τέταρτο του αιώνα πέρασε από την ημέρα της Ρώσικης Επανάστασης. Ο Οκτώβρης του 1917 ελέγχθηκε από τον Οκτώβρη του 1942. Μια λέξη επαναλαμβάνουν οι άνθρωποι στα πέντα πέρατα του κόσμου, στο Παρίσι και στο Σικάγο: «Στάλινγκραντ». Η ασυνήθιστη ανδρεία των αντρών αυτής της πόλης βγαίνει έξω από τα πλαίσια της στρατιωτικής επιστήμης. Θυμίζει στον κόσμο το ιστορικό γεγονός που έλαβε χώρα πριν από 25 χρόνια. Το Στάλινγκραντ δεν το προστατεύουν ούτε ο οπλισμός ούτε η στρατηγική, αλλά οι άνθρωποι που μεγάλωσαν στη σοβιετική κοινωνία. Έτσι η Οκτωβριανή Επανάσταση έσωσε δυό φορές τη Ρωσία. Αν δεν υπήρχε η Επανάσταση, δεν θα υπήρχαν οι υπερασπιστές του Στάλινγκραντ, δεν θα υπήρχαν εργάτες ικανοί να εγκαταστήσουν μέσα σε μια βδομάδα εργοστάσιο στην ερημιά, δεν θα υπήρχαν οι Ουζμπέκοι που πολεμούν με αυτοθυσία κοντά στο Ρζεφ, δε θα υπήρχε ο Κόκκινος Στρατός που έχει καταπλήξει τον κόσμο…

Η γιορτή μας είναι σκυθρωπή: οι Γερμανοί πατάνε τη γη μας. Οι Γερμανοί σκίζουν τα ερείπια του ηρωικού Στάλινγκραντ, χώνονται πιο μέσα στον Καύκασο. Εμείς πολεμάμε όπως πριν, μόνοι. Οι φίλοι μας είναι γενναιόδωροι σε επαίνους και συγχαρητήρια. Εμείς δε, μετράμε τις θυσίες μας. Υπερασπιζόμαστε τη γη μας και την ανεξαρτησία μας. Αλλά ας μην εκπλήσσονται οι αναστημένοι «ειρηνοποιοί», επειδή τα βλέμματα της βασανισμένης ανθρωπότητας στρέφονται ξανά προς τη Μόσχα: πολεμώντας για την ελευθερία τους, οι συνομήλικοι του Οκτώβρη φέρνουν ταυτόχρονα την ελευθερία στην υποδουλωμένη από τους χιτλερικούς Ευρώπη» (σελ. 164, 165, 166).

Συμπερασματικά

Μπορούμε να διαφωνήσουμε με τον Ιλιά Έρενμπουργκ σε διάφορα σημεία της σκέψης του, είτε σ’ ‘ο, τι αφορά την πολιτική είτε την τέχνη. Σ’ όλες τις απόψεις του, ωστόσο, εμφανίζεται ειλικρινής και καλοπροαίρετος. Δεν ήταν εύκολο τις δεκαετίες του 1950 και 1960 να διακρίνει τί σήμαινε για το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, όπως μπορούμε τώρα εμπλουτισμένοι με κάτι δεακετίες ιστορικής πείρας παραπάνω. Εκείνος τότε νόμιζε, όπως πολλοί, ότι «έλειωσαν οι πάγοι» τη στιγμή που η αληθινή παγωμάρα για το κομμουνιστικό κίνημα ετοιμαζόταν για να αρχίσει να διαφαίνεται κάτι δεκαετίες αργότερα.

Ο Έρενμπουργκ από τα έργα του μας παρουσιάζεται σαν αγνός αγωνιστής για τα σοσιαλιστικά ιδανικά, για την ειρήνη που πάντα τολμούσε να λέει ανοιχτά τις (αιρετικές, σύμφωνα με κάποιους) απόψεις του. Τα έργα του αποτελούν ένα πλούσιο θησαυρό της ιστορίας του 20ου αιώνα, μια πραγματική βίζα του χρόνου, όπως είναι και ο τίτλος μιας συλλογής φιλολογικών, ποιητικών, δημοσιογραφικών εκθέσεών του του 1929-1930. Χαρακτηριστικά ήταν τα λόγια του που έγραψε στο Άνθρωποι  Χρόνια  Ζωή 40 χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και μετά το λανσάρισμα του Σπούτνικ:

«Το 1917, δεν γνώρισα αυτό για το οποίο είχα αγωνιστεί πριν από δέκα χρόνια: στην αυτοεξορία είχα προφτάσει να αποκοπώ απ’ τη ζωή της Ρωσίας και να πιστέψω με πάθος διάφορες αξίες, πραγματικές και υποτιθέμενες. Δύο χρόνια αργότερα κατάλαβα το λάθος μου. Ορισμένοι φίλοι με καλούσαν στο Παρίσι, εγώ όμως, πήγα στη Μόσχα. Μόνος μου έδεσα τον εαυτό μου σε μια ιδέα που στην αρχή την έβλεπα σαν τρόικα φτερωτή του Γκόγκολ κι ύστερα κρατική άμαξα, άρμα μάχης, σπούτνικ, το 1957 έγραφα:

                   «Φθινόπωρο, μες απ’ τη θλίψη ξεχασμένων τόπων

                   Μες από κάποιο δάσος της Ρωσίας πυκνό

                   Η απόγνωση κ’ η ελπίδα των ανθρώπων

                  Τον εκτοξεύσανε στον άδειον ουρανό…

                  Λες να το νοιώσουνε στα ξένα κ’ εδώ πέρα στην πατρίδα;…

                  Σαράντα χρόνια κυκλοφέρνει στην τροχιά του κόσμου

                 Ο σπούτνικ γύρω απ’ την ανησυχία μου και την ελπίδα.

                 Τελείως αδιανόητος και μακρυνός – δικός μου».

(Άνθρωποι  Χρόνια Ζωή, τ. 6, σελ. 370)

Τέλος

[Το πρώτο μέρος ΕΔΩ] [Το δεύτερο μέρος ΕΔΩ]