Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

NTIMITΡ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ (Α’ ΜΕΡΟΣ)

Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //

Η ιδεολογική λαθροχειρία

Η ιδεολογική επίθεση μέσω της από-ιδεολογικοποίησης κομμουνιστών προσωπικοτήτων στον τομέα της τέχνης, των γραμμάτων και του στοχασμού που σφράγισαν με το έργο τους την εποχή τους και την πορεία της ανθρωπότητας, έχει γίνει σταθερή μέθοδος φθοράς συνειδήσεων τις τελευταίες δεκαετίες. Το ανήθικο είναι ότι αλλοιώνεται όλη η προσφορά τους χωρίς να μπορούν πια να αντιδράσουν, γιατί έχουν πεθάνει. Σε περίπτωση που πρόκειται για προσωπικότητες που είναι γέννημα θρέμμα της Σοβιετικής Ένωσης, η λαθροχειρία αυτή παίρνει οξύτερο χαρακτήρα. Ο τομέας της τέχνης προσφέρεται ιδιαίτερα για απο-ιδεολογικοποίηση (συνήθως από-κομμουνιστικοποίηση, από-επαναστατικοποίηση), γιατί δεν εκφράζει πάντα άμεσα κάποια ιδεολογία και έτσι επηρεάζει – απαρατήρητα για το ευρύτερο κοινό – τη συνείδηση και τη διαμόρφωση απόψεων. Με κάθε μορφή τέχνης αλλάζει και ο τρόπος λαθροχειρίας. Στη λογοτεχνία η από-ιδεολογικοποίηση μπορεί να παίρνει χαρακτήρα αποσιώπησης του συγγραφέα ή- αν είναι δύσκολο αυτό- επιλογής των πιο ανώδυνων για το σύστημα κειμένων ή αφαίρεσης των πιο σημαντικών κοινωνικών μηνυμάτων (μέσω της σύγχρονης «διασκευής» των έργων), μέσω άλλων τονισμών και στο θέατρο άλλων εκφραστικών μέσων αφαιρώντας από την καθαρότητα του λόγου, με δυσνόητα κωδικοποιημένα μηνύματα κλπ. που συχνά οδηγούν σε αλλοίωση της ουσίας. Βέβαια, δεν γράφει πάντα ο κάθε κομμουνιστής λογοτέχνης καθαρά κομμουνιστικά μηνύματα, αλλά το επαναστατικό μήνυμα βγαίνει από το έργο αφυπνίζοντας τον αναγνώστη. Ακόμα και μη-κομμουνιστές καλλιτέχνες, που το έργο τους ωστόσο μιλάει κοινωνικά προοδευτικά, πέφτουν θύμα του ίδιου μηχανισμού αλλοίωσης, ιδίως μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Προηγήθηκε μια περίοδος τη δεκαετία του ’80, που προοιωνιζόταν αυτή την εξέλιξη. Στο παρόν άρθρο θα σταθούμε στον τομέα της μουσικής και δη στο Ντιμίτρ Σοστακόβιτς, γιατί είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ιδεολογικών επιθέσεων, μια και έζησε και δημιούργησε στη Σοβιετική Ένωση και οι αντίπαλοι δεν το κατάφεραν να του αποσπάσουν αντι-σοβιετικά αποφθέγματα.

Επιστρατεύοντας όλα τα μέσα

Ο Σοστακόβιτς (1906-1975) έγινε –κι αυτός- θύμα των προσπαθειών σύνθλιψης της προσωπικότητάς του από την καπιταλιστική Δύση κι όχι μόνο. Ναι μεν αναγνωρίστηκε το έργο του σε όλο τον κόσμο, αλλά όχι η στάση του απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Μια ζωή τον κυνηγούσαν με την αδιάκοπη προσπάθεια να του αποσπάσουν «αντισοβιετισμούς», άλλοτε πιεστικά-εκβιαστικά, άλλοτε με πλάγιους τρόπους. Οι αντίπαλοι της χώρας των σοβιέτ δεν άφησαν προσπάθεια να αποσπάσουν από τους εξαίρετους καλλιτέχνες αυτής της χώρας «δήλωση φρονημάτων». Δηλαδή να πουν ότι καταπιέζονταν φοβερά και ότι ο Στάλιν ήταν στυγνός δικτάτορας. Ακόμα κι αν έκαναν καλοπροαίρετη κριτική στη χώρα τους, αυτή γινόταν εύφλεκτο υλικό στη δυτική προπαγάνδα. Το αποτέλεσμα ήταν, ότι οι σοβιετικοί ωθούνταν σε μια στάση απόλυτης συμφωνίας με το καθεστώς τους προς τα έξω ή απόλυτης άρνησης με μια ενδεχόμενη «απόδραση προς τον ελεύθερο κόσμο». Δεν τους άφηναν περιθώρια για μια κρίση με αποχρώσεις. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εξιστόρηση του γνωστού συγγραφέα Α. Φαντέεφ ο οποίος ήταν μαζί με τον Σοστακόβιτς σε μια σοβιετική αποστολή στις ΗΠΑ το 1949 σε ένα συνέδριο για την προώθηση της ειρήνης. Διηγήθηκε λοιπόν, ότι στο αεροδρόμιο τους περίμεναν χιλιάδες μουσικοί που υποδέχθηκαν τη σοβιετική αποστολή φωνάζοντας «Σόστι, πήδα όπως η Κασιάνκινα». Η Κασιάνκινα ήταν μια Ρωσίδα δασκάλα η οποία πρόσφατα είχε ζητήσει πολιτικό άσυλο στις ΗΠΑ. Την είχαν κλείσει στη σοβιετική πρεσβεία, αλλά αυτή πήδηξε από το παράθυρο (θυμίζει την ιστορία αργότερα με τον χορευτή Νουρέεφ που τον έκαναν σημαία της αντισοβιετικής προπαγάνδας με μελό εκφράσεις, όπως «το μεγάλο άλμα στην ελευθερία»). Άλλωστε, για να καταλάβουμε το κλίμα της εποχής του Ψυχρού Πολέμου που ετοιμαζόταν μετά από την απειλή ενός άλλου θερμού πολέμου αμέσως μετά το Β’ ΠΠ, στο ίδιο συνέδριο για την ειρήνη γινόταν ένας πόλεμος, αφού σχηματίστηκε μια επιτροπή με στήριξη της CIA και με τίτλο Αμερικανοί Διανοούμενοι υπέρ της Ελευθερίας και με σκοπό να διαλύσει το συνέδριο. Οι προκλήσεις και οι αντεγκλήσεις ήταν πολλές, χαρακτηριστικές γι’ αυτό που θα ακολουθούσε στις σχέσεις των δύο χωρών. Σύμφωνα με το συγγραφέα Ναμπόκοφ, είχε ρωτήσει ο ίδιος  τον Σοστακόβιτς, αν συμφωνεί προσωπικά με την επίθεση της «Πράβδας» κατά των δυτικών μουσικοσυνθετών Στραβίνσκι, Σένμπεργκ και Χίντεμιτ. Ο Σοστακόβιτς απάντησε καταφατικά, σύμφωνα πάντα με την ίδια πηγή, που έγραφε αργότερα θριαμβευτικά, ότι έτσι ήθελε να ξεσκεπάσει τα ήθη του ρώσικου κομμουνισμού. Αυτά τα χαρακτηριστικά παραδείγματα μας διδάσκουν πόσο «σοβαρός» ήταν ο αγώνας για την ειρήνη κάποιων…Ήταν η εποχή αλλαγής τακτικής για την καλλιέργεια ενός κλίματος αντιφρονούντων με τις πολλαπλές πιέσεις σε σοβιετικές προσωπικότητες να δηλώσουν υπέρ ή κατά σ’ ό, τι αφορά τη χώρα τους. Φυσικά όλη αυτή κατάσταση έδινε λαβή στη Σοβιετική Ένωση να κρατήσει μια στάση καχυποψίας και παρακολούθησης που είχε και τις υπερβολές της. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για την  προπολεμική περίοδο. Οι δυτικές πιέσεις δεν επέτρεπαν σε κανέναν γνώμη με αποχρώσεις είτε καλοπροαίρετη κριτική, παρά μονάχα ένα μαυρόασπρο «υπέρ» ή «κατά». Πολλοί δεν άντεξαν. Ο Σοστακόβιτς, ωστόσο, δεν σταμάτησε ποτέ να τονίζει ότι είναι σοβιετικός συνθέτης με στόχο να δημιουργήσει σοβιετική μουσική σαν αποστολή της νέας εποχής που ξεκίνησε με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Παρ’ όλη την κριτική που άσκησε κατά καιρούς με τις καλύτερες προθέσεις και μόνο με αφορμή την αγωνία του να βελτιώσει τα πράγματα προς το καλό της χώρας του, τόνιζε ότι «Οι σοβιετικοί συνθέτες έχουν όλες τις ευκαιρίες να δώσουν μεγάλα έργα. Ουδέποτε υπήρξε άλλη εποχή ή άλλος τόπος, όπου ένας συνθέτης να μπορεί ήσυχος να γράψει μια σονάτα ή ένα κουαρτέτο, ξέροντας ότι είναι οικονομικά εξασφαλισμένος. Αυτό είναι αποτέλεσμα  της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη χώρα μας, αποτέλεσμα της πολιτικής του Κόμματός μας» (Ντ. Σοστακόβιτς, Για τον ίδιο και την εποχή του, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 57). Αυτά τα λόγια γράφτηκαν το 1935, στα χρόνια δηλαδή, του «μεγάλου σταλινικού τρόμου». Και: «Δεν μπορώ να αντιληφθώ τη μελλοντική μου εξέλιξη παρά μόνο μέσα στο πλαίσιο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη χώρα μου…Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά για έναν συνθέτη από το να συνειδητοποιεί πως το έργο του προωθεί την ανύψωση της σοβιετικής μουσικής κουλτούρας, της οποίας το καθήκον είναι να παίξει έναν κυρίαρχο ρόλο στο μετασχηματισμό της ανθρώπινης συνείδησης» (στο ίδιο, σελ. 72). Μουσική χωρίς ιδεολογία δεν υπάρχει σύμφωνα με τον Σοστακόβιτς και δεν εννοούσε μόνο την εποχή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά γενικά, διότι οι παλαιοί συνθέτες πάντα υποστήριζαν κάποια ιδεολογία είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα.

Η μεταγενέστερη επίθεση

Αυτό που ήθελαν να ακούσουν από τον ίδιο, αλλά δεν το κατάφεραν, το έκαναν μεταγενέστεροί του και ανάμεσα σ’ αυτούς τα ίδια τα παιδιά του. Σε απάντησή του σε Αμερικανό μουσικοκριτικό ο οποίος είχε γράψει άρθρο με τίτλο Ο Σοστακόβιτς απόκτησε το δικαίωμα να είναι λιγάκι ελεύθερος στηριζόμενος σε εικασίες και με όπλο την προκλητικότητα, αλλά ωστόσο καταλήγοντας ότι «είναι πια καιρός να δεχθούμε το έργο του χωρίς πολιτικές προκαταλήψεις» ο Σοστακόβιτς θα πει κάτι το αρκετά χαρακτηριστικό: «Ναι, είναι πια καιρός να δεχτεί η Δύση τα έργα των σοβιετικών συνθετών χωρίς πολιτικές προκαταλήψεις, χωρίς να τα ζυγίζει με το ζύγι του αντισοβιετισμού. Είναι πια καιρός να σταματήσει η κριτική της μουσικής να γίνεται με τη χρησιμοποίηση αμφίβολων πολιτικών αντιλήψεων και «εικασιών». Και όσο γρηγορότερα γίνει αυτό, τόσο το καλύτερο, γιατί τότε θα είναι ευκολότερο να βρούμε μια κοινή γλώσσα και να συνεργαστούμε για την πολιτιστική πρόοδο» (στο ίδιο, σελ. 211). Αυτά τα λόγια, τόσο χαρακτηριστικά για τη στάση απέναντι στη Σοβιετική Ένωση και από τη Σοβιετική Ένωση, γράφτηκαν το 1956. Το πόσο λίγο περιθώριο για ελεύθερη σκέψη άφηνε «η Δύση» σ’ ό, τι αφορά τη χώρα των σοβιέτ, το αισθάνθηκαν και το βίωσαν πολλοί έξω από αυτήν. Το εξής παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό. Το FBI άνοιξε ένα φάκελο του Έλληνα μαέστρου Μητρόπουλου για τον εξής λόγο: το 1948 το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΣΕ είχε κατακρίνει σοβαρά ως φορμαλιστικά επτά έργα σοβιετικών δημιουργών. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Σοστακόβιτς. Δυτικές εφημερίδες δημοσίευσαν αποσπάσματα της απόφασης του ΠΓ και διάφοροι δημοσιογράφοι απευθύνθηκαν στον Μητρόπουλο ο οποίος βρισκόταν στις ΗΠΑ για συναυλίες, για να σχολιάσει το γεγονός. Εκείνος απάντησε πολλά και διάφορα προσπαθώντας να μη λέει απολυτότητες. Από τη μία εξέφραζε την κατανόησή του για τους καλλιτέχνες και για τις ελευθερίες που χρειάζονται για τη δημιουργία τους, από την άλλη τόνισε την τεράστια προσπάθεια που γινόταν στη Σοβιετική Ένωση να μορφώσει το λαό λέγοντας: «Ωστόσο, αν η Ρωσία σκοπεύει να μορφώσει το λαό της, αυτή η αυστηρή μέθοδος παύει να αποτελεί επίθεση στην καλλιτεχνική ελευθερία. Σημαίνει απλά ότι θεωρεί τον καλλιτέχνη εργάτη στην υπηρεσία του λαού, ο οποίος παράγει συνθέσεις που θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον του κοινού και ταυτόχρονα θα το επιμορφώσουν. …Στο κάτω κάτω, όσο περίεργο κι αν ακούγεται αυτό, αυτή η επίθεση εκ μέρους της ρωσικής κυβέρνησης εναντίον της καλλιτεχνικής ελευθερίας δεν είναι μια διαδικασία στην καταδίκη της οποίας μπορούμε να βάλουμε «πρώτοι τον λίθον» από τη στιγμή που, σε αυτή τη χώρα, όπου οι αρχές της δημοκρατικής ελευθερίας της σκέψης αποτελούν ιδανικά μας, συνεχίζουμε να καταδικάζουμε σε λιμοκτονία όσους υπηρετούν τη προωθημένη μουσική σκέψη, επειδή είτε δεν μας αρέσει είτε δεν κατανοούμε τη σκέψη τους, για να μην αναφέρουμε εκείνους τους ακροατές οι οποίοι αρνούνται πεισματικά να παιδευτούν πάνω στη μουσική» (William Trotter, Ο Ιεροφάντης της Μουσικής. Εκδόσεις «Ποταμός»).

Το καπιταλιστικό δόγμα

Ο δογματισμός της (καπιταλιστικής) δυτικής στάσης απέναντι σε ό, τι είχε σχέση με τη Σοβιετική Ένωση δεν άφηνε περιθώριο για οποιαδήποτε απόχρωση στη σκέψη. Σε ανάγκαζε σε ένα απόλυτο υπέρ ή κατά, αποτέλεσμα των μεγάλων ιδεολογικών αντιθέσεων του 20ου αιώνα που είδε για πρώτη φορά στην ιστορία η προσπάθεια οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας να παίρνει σάρκα και οστά σε μια χώρα. Η απολυτότητα αυτή που η «δημοκρατική Δύση» κατά τ’ άλλα την καταδικάζει, πιέζοντας με το πιστόλι στον κρόταφο τους αντιφρονούντες του καπιταλισμού να εκφράζουν απόψεις τις οποίες η ίδια δεν θεωρεί δημοκρατικές.

Ο Σοστακόβιτς έκανε σοβαρή κριτική σε όλα όσα θεωρούσε άσχημα στον τομέα της μουσικής στη Σοβιετική Ένωση: «Ωστόσο, θα ΄ταν απερισκεψία να ισχυριστεί κανείς ότι δεν υπάρχουν και μελανά σημεία ή ότι η ανάπτυξη της σοβιετικής μουσικής είναι απαλλαγμένη από δυσκολίες και κινδύνους. Θα ‘πρεπε, για παράδειγμα, να παραβλέψει κανείς το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, εκτός απ’ τα μεγάλα επιτεύγματα, η σοβιετική μουσική παρουσίασε επίσης και πολλές απαράδεκτες συνθέσεις» (το 1956, στο «Ντιμίτρ Σοστακόβιτς, Για τον ίδιο και το έργο του», σελ. 212).

Προηγήθηκαν τα εξής λόγια: «Η δύναμη της σοβιετικής μουσικής βρίσκεται στο ρεαλισμό της και την ιδεολογία της. Στηρίζεται σταθερά στις αρχές της μαρξιστικής-λενινιστικής αισθητικής. Το Κόμμα ανέκαθεν υπεράσπισε την καθαρότητα αυτών των αρχών, δίνοντας έτσι μεγάλη βοήθεια στους σοβιετικούς καλλιτέχνες. Σ’ αυτή τη βάση, η σοβιετική μουσική έχει να παρουσιάσει μεγάλα επιτεύγματα: μέσα στα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας έχουν δημιουργηθεί έργα υψηλής ποιότητας διαφόρων ειδών και τεχνοτροπιών».

Στο δεύτερο μέρος θα σταθούμε σε κάποια βιβλία για τον Σοστακόβιτς, στα οποία αντανακλάται η διαμάχη γύρω από το πρόσωπο και το έργο του που στην ουσία είναι μια διαμάχη ιδεολογική ανάμεσα σε δύο αντίθετες αντιλήψεις διαμόρφωσης του κοινωνικού-ιστορικού γίγνεσθαι.

Συνεχίζεται

 

Το παρόν άρθρο είναι μια τροποποιημένη επανέκδοση του άρθρου μου στην επιθεώρηση Θέματα Παιδείας τ. 45-46 με τίτλο Για τον Ντιμίτρ Σοστακόβιτς.