Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βασίλης Ρώτας: Ο Στρατηγός

Αν πήγε ο στρα­τη­γός αδικοσκοτωμένος

αυτός που τη ζωή του τη σεβά­στη­κε ο Άρης

για να του την τσα­κί­σει ξένος, μεθυσμένος

απ’ την αδια­ντρο­πιά της ατιμωρησίας,

ας ρίξει ρίζα το άδι­κο μες στις καρ­διές μας.

αδέρ­φια ο σπα­ραγ­μός του να μην πάει χαμένος.

Εμπρός να τον κηδέ­ψου­με, παι­διά, σαν άντρες

τον άντρα κι η μορ­φή του εικό­νι­σμα ας μας είναι.

Στο­λί­στε του το λεί­ψα­νο με τη σημαία

της λευ­τε­ριάς: την κρά­τη­σε ψηλά ως το τέλος.

Βάλ­τε του στο κεφά­λι δάφ­νι­νο στεφάνι

της δόξας, που φορά­νε μόνο οι αντρειωμένοι,

τι εστά­θη σ’ όλα του άντρας: στον βρα­σμό της μάχης

στα βάσα­να του αγώ­να, στη χαρά της νίκης

και στις κακο­τυ­χιές, όταν αιχ­μά­λω­τό τους

τον φτύ­ναν οι δει­λοί δεμέ­νον στο παλούκι.

Τα δέχτη με χαμό­γε­λο, κεφά­λι επάνω.

Και στην παρέα με φίλους άρχι­ζε το γλέντι

με κλέ­φτι­κα τρα­γού­δια και στο σπί­τι του ήταν

ο πιο γλυ­κός, πιστός και τίμιος νοικοκύρης.

Στο στή­θος του, αντί παρά­ση­μο άλλο, βάλτε

το δίκο­χο που φόραε αρχη­γός του αντάρτη,

του πιο γεν­ναί­ου στρα­τού που χτύ­πη­σε τυράννους

απ’ τον αρχαίο και­ρό των Μαραθωνομάχων

κι από το Εικο­σιέ­να που το τραγουδάμε,

και το χορεύ­ου­με όταν ο καη­μός μας πνίγει.

Στο Εθνι­κό Μου­σείο πλάι στου Μιλτιάδη

το κρά­νος και το φέσι του Καραϊσκάκη

και στ’ άλλα τα κει­μή­λια της ελευθερίας

το δίκο­χο να βάλε­τε κει και του Σαράφη.

 

Βασί­λης Ρώτας (Αυγή 11/ 6/1957)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο