Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

NTIMITΡ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ (Α’ ΜΕΡΟΣ)

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Η ιδεολογική λαθροχειρία

Η ιδε­ο­λο­γι­κή επί­θε­ση μέσω της από-ιδε­ο­λο­γι­κο­ποί­η­σης κομ­μου­νι­στών προ­σω­πι­κο­τή­των στον τομέα της τέχνης, των γραμ­μά­των και του στο­χα­σμού που σφρά­γι­σαν με το έργο τους την επο­χή τους και την πορεία της ανθρω­πό­τη­τας, έχει γίνει στα­θε­ρή μέθο­δος φθο­ράς συνει­δή­σε­ων τις τελευ­ταί­ες δεκα­ε­τί­ες. Το ανή­θι­κο είναι ότι αλλοιώ­νε­ται όλη η προ­σφο­ρά τους χωρίς να μπο­ρούν πια να αντι­δρά­σουν, για­τί έχουν πεθά­νει. Σε περί­πτω­ση που πρό­κει­ται για προ­σω­πι­κό­τη­τες που είναι γέν­νη­μα θρέμ­μα της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης, η λαθρο­χει­ρία αυτή παίρ­νει οξύ­τε­ρο χαρα­κτή­ρα. Ο τομέ­ας της τέχνης προ­σφέ­ρε­ται ιδιαί­τε­ρα για απο-ιδε­ο­λο­γι­κο­ποί­η­ση (συνή­θως από-κομ­μου­νι­στι­κο­ποί­η­ση, από-επα­να­στα­τι­κο­ποί­η­ση), για­τί δεν εκφρά­ζει πάντα άμε­σα κάποια ιδε­ο­λο­γία και έτσι επη­ρε­ά­ζει — απα­ρα­τή­ρη­τα για το ευρύ­τε­ρο κοι­νό — τη συνεί­δη­ση και τη δια­μόρ­φω­ση από­ψε­ων. Με κάθε μορ­φή τέχνης αλλά­ζει και ο τρό­πος λαθρο­χει­ρί­ας. Στη λογο­τε­χνία η από-ιδε­ο­λο­γι­κο­ποί­η­ση μπο­ρεί να παίρ­νει χαρα­κτή­ρα απο­σιώ­πη­σης του συγ­γρα­φέα ή- αν είναι δύσκο­λο αυτό- επι­λο­γής των πιο ανώ­δυ­νων για το σύστη­μα κει­μέ­νων ή αφαί­ρε­σης των πιο σημα­ντι­κών κοι­νω­νι­κών μηνυ­μά­των (μέσω της σύγ­χρο­νης «δια­σκευ­ής» των έργων), μέσω άλλων τονι­σμών και στο θέα­τρο άλλων εκφρα­στι­κών μέσων αφαι­ρώ­ντας από την καθα­ρό­τη­τα του λόγου, με δυσ­νό­η­τα κωδι­κο­ποι­η­μέ­να μηνύ­μα­τα κλπ. που συχνά οδη­γούν σε αλλοί­ω­ση της ουσί­ας. Βέβαια, δεν γρά­φει πάντα ο κάθε κομ­μου­νι­στής λογο­τέ­χνης καθα­ρά κομ­μου­νι­στι­κά μηνύ­μα­τα, αλλά το επα­να­στα­τι­κό μήνυ­μα βγαί­νει από το έργο αφυ­πνί­ζο­ντας τον ανα­γνώ­στη. Ακό­μα και μη-κομ­μου­νι­στές καλ­λι­τέ­χνες, που το έργο τους ωστό­σο μιλά­ει κοι­νω­νι­κά προ­ο­δευ­τι­κά, πέφτουν θύμα του ίδιου μηχα­νι­σμού αλλοί­ω­σης, ιδί­ως μετά τη διά­λυ­ση της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης το 1991. Προη­γή­θη­κε μια περί­ο­δος τη δεκα­ε­τία του ’80, που προ­οιω­νι­ζό­ταν αυτή την εξέ­λι­ξη. Στο παρόν άρθρο θα στα­θού­με στον τομέα της μου­σι­κής και δη στο Ντι­μίτρ Σοστα­κό­βιτς, για­τί είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό παρά­δειγ­μα ιδε­ο­λο­γι­κών επι­θέ­σε­ων, μια και έζη­σε και δημιούρ­γη­σε στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση και οι αντί­πα­λοι δεν το κατά­φε­ραν να του απο­σπά­σουν αντι-σοβιε­τι­κά αποφθέγματα.

Επιστρατεύοντας όλα τα μέσα

Ο Σοστα­κό­βιτς (1906–1975) έγι­νε –κι αυτός- θύμα των προ­σπα­θειών σύν­θλι­ψης της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του από την καπι­τα­λι­στι­κή Δύση κι όχι μόνο. Ναι μεν ανα­γνω­ρί­στη­κε το έργο του σε όλο τον κόσμο, αλλά όχι η στά­ση του απέ­να­ντι στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση. Μια ζωή τον κυνη­γού­σαν με την αδιά­κο­πη προ­σπά­θεια να του απο­σπά­σουν «αντι­σο­βιε­τι­σμούς», άλλο­τε πιε­στι­κά-εκβια­στι­κά, άλλο­τε με πλά­γιους τρό­πους. Οι αντί­πα­λοι της χώρας των σοβιέτ δεν άφη­σαν προ­σπά­θεια να απο­σπά­σουν από τους εξαί­ρε­τους καλ­λι­τέ­χνες αυτής της χώρας «δήλω­ση φρο­νη­μά­των». Δηλα­δή να πουν ότι κατα­πιέ­ζο­νταν φοβε­ρά και ότι ο Στά­λιν ήταν στυ­γνός δικτά­το­ρας. Ακό­μα κι αν έκα­ναν καλο­προ­αί­ρε­τη κρι­τι­κή στη χώρα τους, αυτή γινό­ταν εύφλε­κτο υλι­κό στη δυτι­κή προ­πα­γάν­δα. Το απο­τέ­λε­σμα ήταν, ότι οι σοβιε­τι­κοί ωθού­νταν σε μια στά­ση από­λυ­της συμ­φω­νί­ας με το καθε­στώς τους προς τα έξω ή από­λυ­της άρνη­σης με μια ενδε­χό­με­νη «από­δρα­ση προς τον ελεύ­θε­ρο κόσμο». Δεν τους άφη­ναν περι­θώ­ρια για μια κρί­ση με απο­χρώ­σεις. Ένα χαρα­κτη­ρι­στι­κό παρά­δειγ­μα είναι η εξι­στό­ρη­ση του γνω­στού συγ­γρα­φέα Α. Φαντέ­εφ ο οποί­ος ήταν μαζί με τον Σοστα­κό­βιτς σε μια σοβιε­τι­κή απο­στο­λή στις ΗΠΑ το 1949 σε ένα συνέ­δριο για την προ­ώ­θη­ση της ειρή­νης. Διη­γή­θη­κε λοι­πόν, ότι στο αερο­δρό­μιο τους περί­με­ναν χιλιά­δες μου­σι­κοί που υπο­δέ­χθη­καν τη σοβιε­τι­κή απο­στο­λή φωνά­ζο­ντας «Σόστι, πήδα όπως η Κασιάν­κι­να». Η Κασιάν­κι­να ήταν μια Ρωσί­δα δασκά­λα η οποία πρό­σφα­τα είχε ζητή­σει πολι­τι­κό άσυ­λο στις ΗΠΑ. Την είχαν κλεί­σει στη σοβιε­τι­κή πρε­σβεία, αλλά αυτή πήδη­ξε από το παρά­θυ­ρο (θυμί­ζει την ιστο­ρία αργό­τε­ρα με τον χορευ­τή Νου­ρέ­εφ που τον έκα­ναν σημαία της αντι­σο­βιε­τι­κής προ­πα­γάν­δας με μελό εκφρά­σεις, όπως «το μεγά­λο άλμα στην ελευ­θε­ρία»). Άλλω­στε, για να κατα­λά­βου­με το κλί­μα της επο­χής του Ψυχρού Πολέ­μου που ετοι­μα­ζό­ταν μετά από την απει­λή ενός άλλου θερ­μού πολέ­μου αμέ­σως μετά το Β’ ΠΠ, στο ίδιο συνέ­δριο για την ειρή­νη γινό­ταν ένας πόλε­μος, αφού σχη­μα­τί­στη­κε μια επι­τρο­πή με στή­ρι­ξη της CIA και με τίτλο Αμε­ρι­κα­νοί Δια­νο­ού­με­νοι υπέρ της Ελευ­θε­ρί­ας και με σκο­πό να δια­λύ­σει το συνέ­δριο. Οι προ­κλή­σεις και οι αντε­γκλή­σεις ήταν πολ­λές, χαρα­κτη­ρι­στι­κές γι’ αυτό που θα ακο­λου­θού­σε στις σχέ­σεις των δύο χωρών. Σύμ­φω­να με το συγ­γρα­φέα Ναμπό­κοφ, είχε ρωτή­σει ο ίδιος  τον Σοστα­κό­βιτς, αν συμ­φω­νεί προ­σω­πι­κά με την επί­θε­ση της «Πρά­βδας» κατά των δυτι­κών μου­σι­κο­συν­θε­τών Στρα­βίν­σκι, Σέν­μπεργκ και Χίντε­μιτ. Ο Σοστα­κό­βιτς απά­ντη­σε κατα­φα­τι­κά, σύμ­φω­να πάντα με την ίδια πηγή, που έγρα­φε αργό­τε­ρα θριαμ­βευ­τι­κά, ότι έτσι ήθε­λε να ξεσκε­πά­σει τα ήθη του ρώσι­κου κομ­μου­νι­σμού. Αυτά τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά παρα­δείγ­μα­τα μας διδά­σκουν πόσο «σοβα­ρός» ήταν ο αγώ­νας για την ειρή­νη κάποιων…Ήταν η επο­χή αλλα­γής τακτι­κής για την καλ­λιέρ­γεια ενός κλί­μα­τος αντι­φρο­νού­ντων με τις πολ­λα­πλές πιέ­σεις σε σοβιε­τι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες να δηλώ­σουν υπέρ ή κατά σ’ ό, τι αφο­ρά τη χώρα τους. Φυσι­κά όλη αυτή κατά­στα­ση έδι­νε λαβή στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση να κρα­τή­σει μια στά­ση καχυ­πο­ψί­ας και παρα­κο­λού­θη­σης που είχε και τις υπερ­βο­λές της. Αυτό ισχύ­ει ακό­μα περισ­σό­τε­ρο για την  προ­πο­λε­μι­κή περί­ο­δο. Οι δυτι­κές πιέ­σεις δεν επέ­τρε­παν σε κανέ­ναν γνώ­μη με απο­χρώ­σεις είτε καλο­προ­αί­ρε­τη κρι­τι­κή, παρά μονά­χα ένα μαυ­ρό­α­σπρο «υπέρ» ή «κατά». Πολ­λοί δεν άντε­ξαν. Ο Σοστα­κό­βιτς, ωστό­σο, δεν στα­μά­τη­σε ποτέ να τονί­ζει ότι είναι σοβιε­τι­κός συν­θέ­της με στό­χο να δημιουρ­γή­σει σοβιε­τι­κή μου­σι­κή σαν απο­στο­λή της νέας επο­χής που ξεκί­νη­σε με την Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση του 1917. Παρ’ όλη την κρι­τι­κή που άσκη­σε κατά και­ρούς με τις καλύ­τε­ρες προ­θέ­σεις και μόνο με αφορ­μή την αγω­νία του να βελ­τιώ­σει τα πράγ­μα­τα προς το καλό της χώρας του, τόνι­ζε ότι «Οι σοβιε­τι­κοί συν­θέ­τες έχουν όλες τις ευκαι­ρί­ες να δώσουν μεγά­λα έργα. Ουδέ­πο­τε υπήρ­ξε άλλη επο­χή ή άλλος τόπος, όπου ένας συν­θέ­της να μπο­ρεί ήσυ­χος να γρά­ψει μια σονά­τα ή ένα κουαρ­τέ­το, ξέρο­ντας ότι είναι οικο­νο­μι­κά εξα­σφα­λι­σμέ­νος. Αυτό είναι απο­τέ­λε­σμα  της οικο­δό­μη­σης του σοσια­λι­σμού στη χώρα μας, απο­τέ­λε­σμα της πολι­τι­κής του Κόμ­μα­τός μας» (Ντ. Σοστα­κό­βιτς, Για τον ίδιο και την επο­χή του, εκδ. «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», σελ. 57). Αυτά τα λόγια γρά­φτη­καν το 1935, στα χρό­νια δηλα­δή, του «μεγά­λου στα­λι­νι­κού τρό­μου». Και: «Δεν μπο­ρώ να αντι­λη­φθώ τη μελ­λο­ντι­κή μου εξέ­λι­ξη παρά μόνο μέσα στο πλαί­σιο της οικο­δό­μη­σης του σοσια­λι­σμού στη χώρα μου…Δεν υπάρ­χει μεγα­λύ­τε­ρη χαρά για έναν συν­θέ­τη από το να συνει­δη­το­ποιεί πως το έργο του προ­ω­θεί την ανύ­ψω­ση της σοβιε­τι­κής μου­σι­κής κουλ­τού­ρας, της οποί­ας το καθή­κον είναι να παί­ξει έναν κυρί­αρ­χο ρόλο στο μετα­σχη­μα­τι­σμό της ανθρώ­πι­νης συνεί­δη­σης» (στο ίδιο, σελ. 72). Μου­σι­κή χωρίς ιδε­ο­λο­γία δεν υπάρ­χει σύμ­φω­να με τον Σοστα­κό­βιτς και δεν εννο­ού­σε μόνο την επο­χή της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης, αλλά γενι­κά, διό­τι οι παλαιοί συν­θέ­τες πάντα υπο­στή­ρι­ζαν κάποια ιδε­ο­λο­γία είτε συνει­δη­τά είτε ασυνείδητα.

Η μεταγενέστερη επίθεση

Αυτό που ήθε­λαν να ακού­σουν από τον ίδιο, αλλά δεν το κατά­φε­ραν, το έκα­ναν μετα­γε­νέ­στε­ροί του και ανά­με­σα σ’ αυτούς τα ίδια τα παι­διά του. Σε απά­ντη­σή του σε Αμε­ρι­κα­νό μου­σι­κο­κρι­τι­κό ο οποί­ος είχε γρά­ψει άρθρο με τίτλο Ο Σοστα­κό­βιτς από­κτη­σε το δικαί­ω­μα να είναι λιγά­κι ελεύ­θε­ρος στη­ρι­ζό­με­νος σε εικα­σί­ες και με όπλο την προ­κλη­τι­κό­τη­τα, αλλά ωστό­σο κατα­λή­γο­ντας ότι «είναι πια και­ρός να δεχθού­με το έργο του χωρίς πολι­τι­κές προ­κα­τα­λή­ψεις» ο Σοστα­κό­βιτς θα πει κάτι το αρκε­τά χαρα­κτη­ρι­στι­κό: «Ναι, είναι πια και­ρός να δεχτεί η Δύση τα έργα των σοβιε­τι­κών συν­θε­τών χωρίς πολι­τι­κές προ­κα­τα­λή­ψεις, χωρίς να τα ζυγί­ζει με το ζύγι του αντι­σο­βιε­τι­σμού. Είναι πια και­ρός να στα­μα­τή­σει η κρι­τι­κή της μου­σι­κής να γίνε­ται με τη χρη­σι­μο­ποί­η­ση αμφί­βο­λων πολι­τι­κών αντι­λή­ψε­ων και «εικα­σιών». Και όσο γρη­γο­ρό­τε­ρα γίνει αυτό, τόσο το καλύ­τε­ρο, για­τί τότε θα είναι ευκο­λό­τε­ρο να βρού­με μια κοι­νή γλώσ­σα και να συνερ­γα­στού­με για την πολι­τι­στι­κή πρό­ο­δο» (στο ίδιο, σελ. 211). Αυτά τα λόγια, τόσο χαρα­κτη­ρι­στι­κά για τη στά­ση απέ­να­ντι στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση και από τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, γρά­φτη­καν το 1956. Το πόσο λίγο περι­θώ­ριο για ελεύ­θε­ρη σκέ­ψη άφη­νε «η Δύση» σ’ ό, τι αφο­ρά τη χώρα των σοβιέτ, το αισθάν­θη­καν και το βίω­σαν πολ­λοί έξω από αυτήν. Το εξής παρά­δειγ­μα είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό. Το FBI άνοι­ξε ένα φάκε­λο του Έλλη­να μαέ­στρου Μητρό­που­λου για τον εξής λόγο: το 1948 το Πολι­τι­κό Γρα­φείο του ΚΚΣΕ είχε κατα­κρί­νει σοβα­ρά ως φορ­μα­λι­στι­κά επτά έργα σοβιε­τι­κών δημιουρ­γών. Ανά­με­σα σε αυτούς ήταν και ο Σοστα­κό­βιτς. Δυτι­κές εφη­με­ρί­δες δημο­σί­ευ­σαν απο­σπά­σμα­τα της από­φα­σης του ΠΓ και διά­φο­ροι δημο­σιο­γρά­φοι απευ­θύν­θη­καν στον Μητρό­που­λο ο οποί­ος βρι­σκό­ταν στις ΗΠΑ για συναυ­λί­ες, για να σχο­λιά­σει το γεγο­νός. Εκεί­νος απά­ντη­σε πολ­λά και διά­φο­ρα προ­σπα­θώ­ντας να μη λέει απο­λυ­τό­τη­τες. Από τη μία εξέ­φρα­ζε την κατα­νό­η­σή του για τους καλ­λι­τέ­χνες και για τις ελευ­θε­ρί­ες που χρειά­ζο­νται για τη δημιουρ­γία τους, από την άλλη τόνι­σε την τερά­στια προ­σπά­θεια που γινό­ταν στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση να μορ­φώ­σει το λαό λέγο­ντας: «Ωστό­σο, αν η Ρωσία σκο­πεύ­ει να μορ­φώ­σει το λαό της, αυτή η αυστη­ρή μέθο­δος παύ­ει να απο­τε­λεί επί­θε­ση στην καλ­λι­τε­χνι­κή ελευ­θε­ρία. Σημαί­νει απλά ότι θεω­ρεί τον καλ­λι­τέ­χνη εργά­τη στην υπη­ρε­σία του λαού, ο οποί­ος παρά­γει συν­θέ­σεις που θα προ­κα­λέ­σουν το ενδια­φέ­ρον του κοι­νού και ταυ­τό­χρο­να θα το επι­μορ­φώ­σουν. …Στο κάτω κάτω, όσο περί­ερ­γο κι αν ακού­γε­ται αυτό, αυτή η επί­θε­ση εκ μέρους της ρωσι­κής κυβέρ­νη­σης ενα­ντί­ον της καλ­λι­τε­χνι­κής ελευ­θε­ρί­ας δεν είναι μια δια­δι­κα­σία στην κατα­δί­κη της οποί­ας μπο­ρού­με να βάλου­με «πρώ­τοι τον λίθον» από τη στιγ­μή που, σε αυτή τη χώρα, όπου οι αρχές της δημο­κρα­τι­κής ελευ­θε­ρί­ας της σκέ­ψης απο­τε­λούν ιδα­νι­κά μας, συνε­χί­ζου­με να κατα­δι­κά­ζου­με σε λιμο­κτο­νία όσους υπη­ρε­τούν τη προ­ω­θη­μέ­νη μου­σι­κή σκέ­ψη, επει­δή είτε δεν μας αρέ­σει είτε δεν κατα­νο­ού­με τη σκέ­ψη τους, για να μην ανα­φέ­ρου­με εκεί­νους τους ακρο­α­τές οι οποί­οι αρνού­νται πει­σμα­τι­κά να παι­δευ­τούν πάνω στη μου­σι­κή» (William Trotter, Ο Ιερο­φά­ντης της Μου­σι­κής. Εκδό­σεις «Ποτα­μός»).

Το καπιταλιστικό δόγμα

Ο δογ­μα­τι­σμός της (καπι­τα­λι­στι­κής) δυτι­κής στά­σης απέ­να­ντι σε ό, τι είχε σχέ­ση με τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση δεν άφη­νε περι­θώ­ριο για οποια­δή­πο­τε από­χρω­ση στη σκέ­ψη. Σε ανά­γκα­ζε σε ένα από­λυ­το υπέρ ή κατά, απο­τέ­λε­σμα των μεγά­λων ιδε­ο­λο­γι­κών αντι­θέ­σε­ων του 20ου αιώ­να που είδε για πρώ­τη φορά στην ιστο­ρία η προ­σπά­θεια οικο­δό­μη­σης μιας σοσια­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας να παίρ­νει σάρ­κα και οστά σε μια χώρα. Η απο­λυ­τό­τη­τα αυτή που η «δημο­κρα­τι­κή Δύση» κατά τ’ άλλα την κατα­δι­κά­ζει, πιέ­ζο­ντας με το πιστό­λι στον κρό­τα­φο τους αντι­φρο­νού­ντες του καπι­τα­λι­σμού να εκφρά­ζουν από­ψεις τις οποί­ες η ίδια δεν θεω­ρεί δημοκρατικές.

Ο Σοστα­κό­βιτς έκα­νε σοβα­ρή κρι­τι­κή σε όλα όσα θεω­ρού­σε άσχη­μα στον τομέα της μου­σι­κής στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση: «Ωστό­σο, θα ΄ταν απε­ρι­σκε­ψία να ισχυ­ρι­στεί κανείς ότι δεν υπάρ­χουν και μελα­νά σημεία ή ότι η ανά­πτυ­ξη της σοβιε­τι­κής μου­σι­κής είναι απαλ­λαγ­μέ­νη από δυσκο­λί­ες και κιν­δύ­νους. Θα ‘πρε­πε, για παρά­δειγ­μα, να παρα­βλέ­ψει κανείς το γεγο­νός ότι τα τελευ­ταία χρό­νια, εκτός απ’ τα μεγά­λα επι­τεύγ­μα­τα, η σοβιε­τι­κή μου­σι­κή παρου­σί­α­σε επί­σης και πολ­λές απα­ρά­δε­κτες συν­θέ­σεις» (το 1956, στο «Ντι­μίτρ Σοστα­κό­βιτς, Για τον ίδιο και το έργο του», σελ. 212).

Προη­γή­θη­καν τα εξής λόγια: «Η δύνα­μη της σοβιε­τι­κής μου­σι­κής βρί­σκε­ται στο ρεα­λι­σμό της και την ιδε­ο­λο­γία της. Στη­ρί­ζε­ται στα­θε­ρά στις αρχές της μαρ­ξι­στι­κής-λενι­νι­στι­κής αισθη­τι­κής. Το Κόμ­μα ανέ­κα­θεν υπε­ρά­σπι­σε την καθα­ρό­τη­τα αυτών των αρχών, δίνο­ντας έτσι μεγά­λη βοή­θεια στους σοβιε­τι­κούς καλ­λι­τέ­χνες. Σ’ αυτή τη βάση, η σοβιε­τι­κή μου­σι­κή έχει να παρου­σιά­σει μεγά­λα επι­τεύγ­μα­τα: μέσα στα χρό­νια της σοβιε­τι­κής εξου­σί­ας έχουν δημιουρ­γη­θεί έργα υψη­λής ποιό­τη­τας δια­φό­ρων ειδών και τεχνοτροπιών».

Στο δεύ­τε­ρο μέρος θα στα­θού­με σε κάποια βιβλία για τον Σοστα­κό­βιτς, στα οποία αντα­να­κλά­ται η δια­μά­χη γύρω από το πρό­σω­πο και το έργο του που στην ουσία είναι μια δια­μά­χη ιδε­ο­λο­γι­κή ανά­με­σα σε δύο αντί­θε­τες αντι­λή­ψεις δια­μόρ­φω­σης του κοι­νω­νι­κού-ιστο­ρι­κού γίγνεσθαι.

Συνε­χί­ζε­ται

 

Το παρόν άρθρο είναι μια τρο­πο­ποι­η­μέ­νη επα­νέκ­δο­ση του άρθρου μου στην επι­θε­ώ­ρη­ση Θέμα­τα Παι­δεί­ας τ. 45–46 με τίτλο Για τον Ντι­μίτρ Σοστακόβιτς.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο