Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οδυσσέας Ελύτης: Η πορεία προς το Μέτωπο (Το έπος του 1940 στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη)

Γρά­φει η ofisofi //

 «Ξημε­ρώ­νο­ντας τ’ Αγιαν­νιού με την αύριο των Φώτων, λάβα­με τη δια­τα­γή να κινή­σου­με πάλι μπρο­στά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθη­με­ρι­νές και σκό­λες. Έπρε­πε, λέει , να πιά­σου­με τις γραμ­μές που κρα­τού­σα­νε ως τότε οι Αρτι­νοί από Χει­μάρ­ρα ως Τεπε­λέ­νι. Λόγω που εκεί­νοι πολε­μού­σα­νε απ’ την πρώ­τη μέρα, συνέ­χεια, κι είχαν μεί­νει σχε­δόν οι μισοί και δεν αντέ­χα­νε άλλο.

Δώδε­κα μέρες κιό­λας είχα­με μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απά­νω που συνή­θι­ζε τ’ αυτί μας πάλι στα γλυ­κά τρι­ξί­μα­τα της γης, και δει­λά συλ­λα­βί­ζα­με το γάβγι­σμα του σκύ­λου ή τον αχό της μακρι­νής καμπά­νας, να που ήταν ανά­γκη, λέει, να γυρί­σου­με με στο μόνο αχο­λόι που ξέρα­με: στο αργό και στο βαρύ των κανο­νιών, στο ξερό και στο γρή­γο­ρο των πολυβόλων.

Ο Ελύτης στρατιώτης

Ο Ελύ­της στρατιώτης

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδί­ζα­με αστα­μά­τη­τα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδιοι τυφλοί. Με κόπο ξεκολ­λώ­ντας το ποδά­ρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκα­τα­βού­λια­ζε ίσα­με το γόνα­το. Επει­δή το πιο συχνά ψιχά­λι­ζε στους δρό­μους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάνα­με στά­ση να ξεκου­ρα­στού­με, μήτε που αλλά­ζα­με κου­βέ­ντα, μονά­χα σοβα­ροί και αμί­λη­τοι, φέγ­γο­ντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία – μία εμοι­ρα­ζό­μα­σταν τη στα­φί­δα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολε­τό, λύνα­με βια­στι­κά τα ρού­χα και ξυνό­μα­σταν με λύσ­σα ώρες πολ­λές, όσο να τρέ­ξουν τα αίμα­τα. Τι μας είχε ανέ­βει η ψεί­ρα ως το λαι­μό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κού­ρα­ση ανυ­πό­φερ­το. Τέλος, κάπο­τε ακου­γό­τα­νε στα σκο­τει­νά η σφυ­ρί­χτρα, σημά­δι ότι κινού­σα­με, και πάλι σαν τα ζα τρα­βού­σα­με μπρο­στά να κερ­δί­σου­με  δρό­μο, πρι­χού ξημε­ρώ­σει και μας βάλου­νε στό­χο τ’ αερο­πλά­να. Επει­δή ο Θεός δεν κάτε­χε από στό­χους ή τέτοια, κι όπως το’ χε συνή­θειο του, στην ίδια πάντο­τε ώρα ξημέ­ρω­νε το φως….» [1]

Η 28η Οκτω­βρί­ου 1940 υπήρ­ξε ένα γεγο­νός καθο­ρι­στι­κό για την ποί­η­ση του Οδυσ­σέα Ελύ­τη. Ο ίδιος κατα­τά­χθη­κε ως έφε­δρος ανθυ­πο­λο­χα­γός στη Διοί­κη­ση του Στρα­τη­γεί­ου Α΄ Σώμα­τος Στρα­τού. Λίγους μήνες αργό­τε­ρα, στις 13 Φεβρουα­ρί­ου 1941,τον μετέ­θε­σαν στην πρώ­τη γραμμή.

« Η Αλβα­νία για τη σωμα­τι­κή μου υπό­στα­ση ήταν μια περι­πέ­τεια αβά­στα­χτη. Για την ψυχι­κή μου όμως ιστο­ρία είναι μια βαθιά τομή. Λίγοι ξέρουν ότι το κύριο βάρος του πολέ­μου το σήκω­σαν οι ανθυ­πο­λο­χα­γοί και συμ­βο­λι­κά αυτό θέλη­σα να δεί­ξω, ηρω­ο­ποιώ­ντας έναν από αυτούς με το « Άσμα» που έγρα­ψα. Από το άλλο μέρος ο πόλε­μος έγι­νε η αιτία να συνει­δη­το­ποι­ή­σω τι είναι ο αγώ­νας. Ομα­δι­κός πλέ­ον και όχι προ­σω­πι­κός. Κατά­λα­βα τι σημαί­νει να μάχε­σαι ενταγ­μέ­νος σε μια ομά­δα που έχει ορι­σμέ­να ιδα­νι­κά και μάχε­σαι και συ γι’ αυτό» [2]

elitis3

«Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαί­ρι κίνησαν…

***

Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή

Λιώ­ναν το σίδε­ρο, μασού­σα­νε τη γης

Ο Θεός τους μύρι­ζε μπα­ρού­τι και μουλαροτόμαρο

 

Κάθε βρο­ντή ένας θάνα­τος καβά­λα στον αέρα

Κάθε βρο­ντή ένας άντρας χαμο­γε­λώ­ντας άντικρυ

Στο θάνα­το – κι η μοί­ρα ό,τι θέλει ας πει.

 

Ξάφ­νου η στιγ­μή ξαστό­χη­σε κι ήβρε το θάρρος

Κατα­μέ­τω­πο πέτα­ξε θρύ­ψα­λα μέσ’ στον ήλιο

Κιά­λια, τηλέ­με­τρα, όλμοι, κέρωσαν!

 

Εύκο­λα σαν χασές που σκί­στη­κεν ο αγέρας!

Εύκο­λα σαν πλε­μό­νια που άνοι­ξαν οι πέτρες!

Το κρά­τος κύλη­σε από την αρι­στε­ρή μέρια…

 

Στο χώμα μόνο μια στιγ­μή ταρά­χτη­καν οι ρίζες

Ύστε­ρα σκόρ­πι­σε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά

Να ξεγε­λά­σει την αντά­ρα από τα καταχθόνια

 

Μα η νύχτα ανα­ση­κώ­θη­κε σαν πατη­μέ­νη oχιά

Μόλις στα­μά­τη­σε για λίγο μέσ’ στα δόντια ο θάνατος –

Κι ύστε­ρα χύθη­κε μεμιάς ως τα χλω­μά του νύχια!

 

***

 

Τώρα κεί­τε­ται απά­νω στην τσου­ρου­φλι­σμέ­νη χλαίνη

Μ’ ένα στα­μα­τη­μέ­νο αγέ­ρα στα ήσυ­χα μαλλιά

Μ’ ένα κλα­δά­κι λησμο­νιάς στ’ αρι­στε­ρό του αυτί

Μοιά­ζει μπα­ξές που του ‘ φυγαν άξαφ­να τα πουλιά

Μοιά­ζει τρα­γού­δι που το φίμω­σαν μέσα στη σκοτεινιά

Μοιά­ζει ρολόι αγγέ­λου που εσταμάτησε

Μόλις είπα­νε «γεια παι­διά» τα ματοτσίνορα

Κι η απο­ρία μαρμάρωσε…

 

Κεί­τε­ται απά­νω στην τσου­ρου­φλι­σμέ­νη χλαίνη.

Αιώ­νες μαύ­ροι γύρω του

Αλυ­χτούν με σκε­λε­τούς σκυ­λιών τη φοβε­ρή σιωπή

Κι οι ώρες που ξανά­γι­ναν πέτρι­νες περιστέρες

Ακούν με προσοχή‘

Όμως το γέλιο κάη­κε, όμως η γη κουφάθηκε,

Όμως κανείς δεν άκου­σε την πιο στερ­νή κραυγή

Όλος ο κόσμος άδεια­σε με τη στερ­νή κραυγή…

 

***

 

Έτσι καθώς τινά­ζε­ται μέσ’ στη βρο­χή το δέντρο

Και το κορ­μί αδεια­νό μαυ­ρί­ζει από τη μοίρα

Κι ένας τρε­λός δέρ­νε­ται με το χιόνι

Και τα δυό μάτια πάνε να δακρύσουν –

Για­τί, ρωτά­ει ο αιτός, πού’ ναι το παλληκάρι;

Κι όλα τ’ αιτό­πουλ’ απο­ρούν πού’ ναι το παλληκάρι!

Για­τί, ρωτά­ει στε­νά­ζο­ντας η μάνα, πού’ ναι ο γιος μου;

Κι όλες οι μάνες απο­ρούν πού να’ ναι το παιδί!

Για­τί, ρωτά­ει ο σύντρο­φος, πού να ‘ ναι ο αδερ­φός μου;

Κι όλοι οι σύντρο­φοι απο­ρούν πού να’ ναι ο πιο μικρός!

Πιά­νουν το χιό­νι, καί­ει ο πυρετός

Πιά­νουν το χέρι και παγώνει

Παν να δαγκά­σου­νε ψωμί κι εκεί­νο στά­ζει από αίμα

Κοι­τούν μακριά τον ουρα­νό κι εκεί­νος μελανιάζει

Για­τί για­τί για­τί για­τί να μη ζεσταί­νει ο θάνατος

Για­τί ένα τέτοιο ανό­σιο ψωμί

Για­τί ένας τέτοιος ουρα­νός εκεί που πρώ­τα εκα­τοι­κού­σε ο ήλιος!

 

***

 

Ήταν γεν­ναίο παιδί ‘

Με τα θαμπό­χρυ­σα κου­μπιά και το πιστό­λι του

Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά

Και με το κρά­νος του, γυα­λι­στε­ρό σημάδι

( Φτά­σα­νε τόσο εύκο­λα μέσ’ στο μυαλό 

Που δεν εγνώ­ρι­σε κακό ποτέ του)

Με τους στρα­τιώ­τες του ζερ­βά – δεξιά

Και την εκδί­κη­ση της αδι­κί­ας μπρο­στά του

- Φωτιά στην άνο­μη φωτιά! –

Με το αίμα πάνω από τα φρύδια 

Τα βου­νά της Αλβα­νί­ας βροντήξανε

Ύστε­ρα λυώ­σαν χιό­νι να ξεπλύνουν

Το κορ­μί του, σιω­πη­λό ναυά­γιο της αυγής

Και το στό­μα του, μικρό που­λί ακελάηδιστο

Και τα χέρια του, ανοι­χτές πλα­τεί­ες της ερημίας

Βρό­ντη­ξαν τα βου­νά της Αλβανίας

Δεν έκλα­ψαν

Για­τί να κλάψουν

Ήταν γεν­ναίο παιδί!

 

***

 

Με βήμα πρω­ι­νό στη χλόη που μεγαλώνει

Ανε­βαί­νει μονα­χός και ολόλαμπρος…

 

Ανε­βαί­νει μονα­χός και ολόλαμπρος

Τόσο πιω­μέ­νος από φως που φαί­νε­ται η καρ­διά του

Φαί­νε­ται μέσ’ στα σύν­νε­φα ο Όλυ­μπος ο αληθινός

Και στον αέρα ολό­γυ­ρα ο αίνος των συντρόφων…

Τώρα χτυ­πά­ει πιο γρή­γο­ρα τ’ όνει­ρο από το αίμα

Στους όχτους του μονο­πα­τιού συνά­ζο­νται τα ζώα

Γρυ­λί­ζουν και κοι­τά­ζου­νε σα να μιλούν

Ο κόσμος όλος είναι αλη­θι­νά μεγάλος

Γίγας που κανα­κεύ­ει τα παι­διά του

 

Μακριά χτυ­πούν καμπά­νες από κρύσταλλο

Αύριο, αύριο λένε: το Πάσχα τ’ ουρανού!

 

***

 

Λένε γι’ αυτόν που κάη­κε μέσ’ στη ζωή

 

Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρό­φτα­σε να κλάψει 

Για τον βαθύ καη­μό του Έρω­τα της ζωής

 

Λένε για το ζεστό κι αχάι­δευ­το κεφά­λι του

Για τα μεγά­λα μάτια του όπου χώρε­σε η ζωή

Τόσο βαθιά, που πια να μην μπο­ρεί να βγει ποτέ της!» [3]

elitis4

Στις 26 Φεβρουα­ρί­ου 1941 ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της προ­σβλή­θη­κε από κοι­λια­κό τύφο και μετα­φέρ­θη­κε σε πολύ άσχη­μη κατά­στα­ση στο Νοσο­κο­μείο των Ιωαν­νί­νων. « Ο Ελύ­της είναι ένας δια­σω­θείς της ασθέ­νειας του πολέ­μου και της ασθέ­νειας λόγω πολέ­μου…» [4]

Κατα­θέ­τει ο ποι­η­τής σε συνέ­ντευ­ξή του στο περιο­δι­κό «Παν­σπου­δα­στι­κή» τον Οκτώ­βριο του 1962 γι’ αυτήν την περι­πέ­τεια που σημά­δε­ψε το κατο­πι­νό του έργο και τον ώθη­σε να δει δια­φο­ρε­τι­κά τη σχέ­ση ανά­με­σα στην ποί­η­ση , τον ποι­η­τή και την κοινωνία.

« Τι να έκα­να εγώ, ένα χαλα­σμέ­νο παι­δί της Αθή­νας. Με κόπο, κόπο ανυ­πο­λό­γι­στο, κατά­φε­ρα να είμαι απλώς συνε­πής προς την απο­στο­λή μου. Αλλά είδα στα πρό­σω­πα των στρα­τιω­τών μου τη λάμ­ψη που είναι ικα­νός ο ελλη­νι­σμός ν’ ανα­δώ­σει όταν πιστεύ­ει στο δίκιο του. Και γνώ­ρι­σα από κοντά την αψη­φι­σιά του θανά­του, την ακα­τά­βλη­τη θέλη­ση της ζωής που έγι­νε τελι­κά και δική μου. Στο μέτω­πο, αρρώ­στη­σα από βαρύ­τα­το τύφο. Τα νερά που πίνα­με όπου βρί­σκα­με , ανά­με­σα στα πτώ­μα­τα των μου­λα­ριών, ήτα­νε μολυ­σμέ­να. Χωρίς να γνω­ρί­ζω τι έχω, χρειά­στη­κε να κάνω τρία μερό­νυ­χτα με τα πόδια και με ζώο για να βρε­θώ σε βατό δρό­μο και να δια­κο­μι­σθώ στο Νοσο­κο­μείο των Ιωαν­νί­νων. Έμει­να εκεί σαρά­ντα μέρες με σαρά­ντα πυρε­τό, ακί­νη­τος, με πάγο στην κοι­λιά. Με είχα­νε απο­φα­σί­σει, αλλά εγώ δεν είχα απο­φα­σί­σει τον εαυ­τό μου. Θυμά­μαι ότι αρνή­θη­κα να με μετα­φέ­ρουν στον μικρό θάλα­μο των ετοι­μο­θα­νά­των, όπως κάποιο άλλο βρά­δυ αρνή­θη­κα να κοι­νω­νή­σω και να εξο­μο­λο­γη­θώ στον παπά που μου φέρα­νε, όταν η κρί­ση της αρρώ­στειας έφτα­σε στο κατα­κό­ρυ­φο. Μόλις αρχί­σα­νε οι βομ­βαρ­δι­σμοί, ανοί­γα­νε το διπλα­νό μου παρά­θυ­ρο – μην σπά­σουν τα τζά­μια και τινα­χτούν απά­νω μου – και φεύ­γα­νε όλοι στα κατα­φύ­για. Έτσι πέρα­σα όλες τις τρο­με­ρές μέρες της Γερ­μα­νι­κής επι­θέ­σε­ως. Κατά­μο­νος σ’ έναν έρη­μο θάλα­μο, και γεμά­τος πλη­γές από την από­λυ­τη ακι­νη­σία. Και την ημέ­ρα που κρί­θη­κε ότι είχα γλυ­τώ­σει και άρχι­σε να υπο­χω­ρεί ο πυρε­τός, ήρθε η δια­τα­γή να εκκε­νω­θεί το Νοσο­κο­μείο. Με βάλα­νε όπως όπως σ’ ένα φορείο, που το χώσα­νε σ’ ένα φορ­τη­γό αυτο­κί­νη­το. Η φάλαγ­γα από τα Γιάν­νε­να ως το Αγρί­νιο πολυ­βο­λή­θη­κε οκτώ φορές από τα « στού­κας». Οι φαντά­ροι τρέ­χα­νε στα χωρά­φια, όμως εγώ ήταν αδύ­να­το να στα­θώ όρθιος έστω και για μια στιγ­μή. Τελι­κά, στο Αγρί­νιο, με παρα­τή­σα­νε σ’ ένα πεζού­λι και φύγα­νε. Μια καλή κοπέλ­λα, εθε­λο­ντής νοσο­κό­μος με άλλη απο­στο­λή, με βοή­θη­σε και μ’ έσυ­ρε ως το υπό­γειο μιας καπνα­πο­θή­κης, όπου σωριά­στη­κα κ’ έμει­να τρεις μέρες. Αλλά τα υπό­λοι­πα δεν έχουν σημα­σία για τους άλλους. Σημα­σία έχει ότι « έζη­σα το θαύ­μα» και σώθη­κα από ένα θαύ­μα…» [5]

Ο Ελύτης στρατιώτης

αλλά και τι τον συγκί­νη­σε στο Έπος του Σαράντα

«Πώς να σας το πω: ήταν ό,τι διά­βα­ζα στην πρά­ξη, και μ’ ένα σφί­ξι­μο στην καρ­διά μην τύχει και δακρύ­σω, αυτά που με ανία και δυσφο­ρία διά­βα­ζα ώς τότε στα βιβλία και για την ιστο­ρία της χώρας μου. Ηταν μια βίαιη φορά προς τα εμπρός του λαού που είχε κάπο­τε ηττη­θεί, όχι εξ αιτί­ας του, στη Μικρα­σία, και που τώρα θα έπαιρ­νε την εκδί­κη­σή του. Ετσι το έβλε­πα εγώ. Σαν άχτι μακρο­χρό­νιο που έβγαι­νε και ξεθύ­μαι­νε. Δεν έπαι­ζε ρόλο που ο εχθρός ήταν δια­φο­ρε­τι­κός. Ο εχθρός ήτα­νε η Τυραν­νία, ήτα­νε η μορ­φή του Άδι­κου, που την είχα­με υπο­στεί κάτω από δια­φο­ρε­τι­κές μορ­φές επί αιώ­νες και είχε γίνει μοί­ρα μας. Αυτή η εξέ­γερ­ση ενα­ντί­ον της Μοί­ρας, χωρίς υπο­λο­γι­σμό, μες στα όλα, αυτή η «όμορ­φη αφρο­σύ­νη», όπως λέω κάπου αλλού, ήτα­νε που ανέ­βα­ζε το γεγο­νός σε μιαν άλλη σφαί­ρα, ποι­η­τι­κή. Μέσα μου έγι­νε μια ανα­παρ­θέ­νευ­ση των τριμ­μέ­νων εννοιών. Οι λέξεις ξεφου­σκώ­να­νε και ξανα­γε­μί­ζα­νε με καθα­ρή ουσία. Με τη βοή­θεια της ουσί­ας αυτής βρή­κα το θάρ­ρος να ξανα­προ­φέ­ρω λόγια που ώς τότε φοβό­μου­να επει­δή τα συνα­ντού­σα μόνο στα χεί­λη των κού­φιων πολι­τι­κών και των πατρι­δο­κα­πή­λων.» [6]

elitis5

Η ισπα­νι­κή έκδο­ση του έργου “Η Καλω­σύ­νη στις Λυκο­πο­ριές” με χαρα­κτι­κά του Δημή­τρη Παπαγεωργίου

 Το Μέτω­πο του 1940 στην Αλβα­νία, αλλά και οι κατο­πι­νές εξε­λί­ξεις με την Κατο­χή, τα Δεκεμ­βρια­νά και τον Εμφύ­λιο ενέ­πνευ­σαν τον Οδυσ­σέα Ελύ­τη να συν­θέ­σει τα πολύ γνω­στά μας έργα « Άσμα Ηρω­ι­κό και Πέν­θι­μο για τον Χαμέ­νο Ανθυ­πο­λο­γα­χό της Αλβα­νί­ας»  και  « Το Άξιον Εστί». Εμπνεύ­στη­κε όμως  ακό­μα και έγρα­ψε την «Αλβα­νιά­δα», την « Καλω­σύ­νη στις Λυκο­πο­ριές» και τη «Βαρ­βα­ρία».

Η « Αλβα­νιά­δα», έργο ημι­τε­λές. Το πρώ­το μέρος  δόθη­κε για δημο­σί­ευ­ση από τον ποι­η­τή στην « Παν­σπου­δα­στι­κή» συγ­χρό­νως με τη συνέ­ντευ­ξη που παραχώρησε.

«… δεν δημο­σιεύ­τη­κε ποτέ. Μετα­δό­θη­κε όμως τον Οκτώ­βριο του 1956 από το Ραδιο­φω­νι­κό Σταθ­μό Αθη­νών, με απαγ­γε­λία Θάνου Κωτσό­που­λου και Μήτσου Λυγί­ζου, ραδιο­σκη­νο­θε­σία Νίκου Γκά­τσου και μου­σι­κή Μάνου Χατζι­δά­κι. Δεν είχε, απ’ όσο ξέρω, καμιάν απή­χη­ση, μολο­νό­τι η ραδιο­φω­νι­κή παρου­σί­α­ση βοη­θού­σε στην ανά­δει­ξη της ιδιό­τυ­πης τεχνι­κής του. Ίσως να έφται­γα εγώ, ίσως το θέμα. Γεγο­νός είναι ότι μου έλει­ψε από κει και πέρα η διά­θε­ση να συνε­χί­σω ένα έργο με τόσο μεγά­λες δια­στά­σεις. Καλά ή κακά δεν είμαι από τους ποι­η­τές που μπο­ρούν να γρά­φουν ερή­μην του κοι­νού. Μου χρειά­ζε­ται ο « αντί­κτυ­πος». Κάτι περισ­σό­τε­ρο: μου χρειά­ζε­ται αυτό που λέμε « αόρα­τη παραγγελία»,η συναί­σθη­ση ότι μια ομά­δα ανθρώ­πων , έστω και μικρή, περι­μέ­νει κάτι από μένα. Προ­χώ­ρη­σα αρκε­τά στο δεύ­τε­ρο μέρος, κ’ ύστε­ρα, ξαφ­νι­κά, στα­μά­τη­σα. Με τρά­βη­ξε το «Άξιον Εστί» που είχε αρχί­σει να ωρι­μά­ζει μέσα μου και που έμελ­λε να ηχή­σει αλλοιώς. Ωστό­σο, μια που αυτό το πρώ­το μέρος εξα­κο­λου­θεί, προ­σω­πι­κά, να με ικα­νο­ποιεί απο­λύ­τως κ’ έχει εξάλ­λου πάρει κατά κάποιο τρό­πο το βάφτι­σμα της δημο­σιό­τη­τας, ευχα­ρί­στως σας το παρα­χω­ρώ.» [7]

Από το πρόγραμμα της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου (Αρχείο Εθνικού Θεάτρου)

Από το πρό­γραμ­μα της παρά­στα­σης του Εθνι­κού Θεά­τρου (Αρχείο Εθνι­κού Θεάτρου)

Ένα μικρό απόσπασμα:

« Ένας άγγε­λος μ’ αμπέ­χω­νο ανοιχτό

Αγου­ρο­ξυ­πνη­μέ­νος γύρι­ζε τ’ αντίσκηνα

Μοι­ρά­ζο­ντας «λάμπες θυέλλης».

Η όργη­τα δάγκω­νε τα σίδερα

Στα ρολό­για μέσα τ’ αργοκίνητα

Σφυ­ρο­κό­ποι ατσά­λω­ναν ανό­μοιες ώρες…» [8]

Η « Καλω­σύ­νη στις Λυκο­πο­ριές» , συν­θε­τι­κό ποί­η­μα, το οποίο ο Ελύ­της έγρα­ψε μέσα στη ναζι­στι­κή Κατο­χή , το 1943. Η λογο­κρι­σία το έκο­ψε. Το ποί­η­μα δεν συμπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο συγκε­ντρω­τι­κό τόμο των Ποι­η­μά­των του Οδυσ­σέα Ελύ­τη που εκδό­θη­κε από τον Ίκα­ρο το 2002. Όμως το 1975 ο ποι­η­τής συνερ­γά­στη­κε με τον χαρά­κτη Δημή­τρη Παπα­γε­ωρ­γί­ου, στην Ισπα­νία, ο οποί­ος το φιλο­τέ­χνη­σε με χαρα­κτι­κά . Το ποί­η­μα κυκλο­φό­ρη­σε σε δίγλωσ­ση έκδοση.[9]

Από το πρόγραμμα της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου (Αρχείο Εθνικού Θεάτρου)

Από το πρό­γραμ­μα της παρά­στα­σης του Εθνι­κού Θεά­τρου (Αρχείο Εθνι­κού Θεάτρου)

«Η Καλω­σύ­νη εδώ που βρέ­θη­κε μες στις λυκοποριές

Πρέ­πει νάχει μπα­ρού­τι στο σελ­λά­χι της

Και να δαγκά­νει κάμες.

 

***

Ακού­γε­ται από την περ­πα­τη­ξιά σου η δόξα

Όπως ακού­γε­ται απ’ το βρό­ντη­μα του μπρούν­τζου ο ήλιος

Μελα­ψό παλληκάρι

Που ακου­μπάς επά­νω στην Ελλάδα

Με το κου­ρά­γιο που ακου­μπά­ει στη μπό­ρα το έλατο

Και σου παν οι αιώ­νες όπως της πάει της αντρειάς

Το λου­λού­δι στα δόντια και το μπαμ 

Της πιστο­λιάς

 

Πέρα­σαν μες στη μνή­μη σου μνή­μες ανέμων

Η φωνή σου σκο­τεί­νια­σε σαν δρυμός

Είδες κάτω απ’ τα πόδια σου να ξεκοι­λιά­ζου­νται άλογα

Δάση να τρων φωτιές ανθρώ­πους άνθρωπο

 

Είδες μια πέτρα τρυ­πη­μέ­νη από κραυ­γή θανάτου

Να σηκώ­νει τη σκιά της τέρας

Μια γυναί­κα με ράμ­φος και φτερά

Να σπα­ρά­ζει δεί­χνο­ντας ψηλά

Το φεγ­γά­ρι στο στό­μα της φοβέρας

 

Τίπο­τα συ! Μες στην καρ­διά του χρόνου

Ζώνε­σαι γύρω σου το διάστημα

Μέσα στη χώρα που ονειρεύομαι

Λες, η ματιά του αρνιού σκο­τώ­νει τα τσακάλια,

Μέσα στη χώρα τώρα που ονειρεύεσαι

Μελα­ψό παλληκάρι

 

Λέω: Η ελπί­δα τόφτα­σε το μπόι της κορασιάς

Είν’ έτοι­μη η καρ­διά του αντρός να μαχαι­ρώ­σει ατσάλι

 

Κύτ­τα: σελ­λώ­νει ο άνε­μος τα όνειρα

Σπί­θες πετούν τα πέτα­λα στο πυρ­ρό νέφος

Η μέρα όπου και νάναι με λού­λου­δα μηλιάς

Θα βγει να σερ­για­νί­σει πάλι στο αρχιπέλαγος!

 

***

Τριώ­νι της θαλ­λα­σι­νής νυχτιάς‘ Αλετροπόδι

Που σα νεύ­εις με χρυ­σούς σταυρούς

Τα πει­σμα­τά­ρι­κα παι­διά της χίμαιρας‘

Και συ εκστα­τι­κό μου Ελίκι

Στην αση­μέ­νια ζώνη της ματιάς μου

Από­ψε

Αγρυ­πνή­σε­τε

Κι όταν φυσή­ξει απ’ τα βου­νά της ερη­μιάς η γιαμπολη

Στα­λά­ζο­ντας πικρά στην υπνω­μέ­νη γης

Ακουρ­μα­στεί­τε τη φωνή του λύκου

 

Ακουρ­μα­στεί­τε τη φωνή του λύκου

Σε βάτους που έφτυ­σαν φωτιά και τώρα κρυώνουν

Σε δέντρα που ματώ­σαν, σ’ ερη­μοκ­κλη­σιές που ράισαν

Σ’ αγκά­θια που φαρ­μα­κώ­σαν ένα φεγγάρι

Ακουρ­μα­στεί­τε τη φωνή του λύκου

Στις σπα­ραγ­μέ­νες σάρ­κες του γκρεμού

Στα ρίγη που κρυ­στάλ­λω­σαν τις αγω­νί­ες του λόγγου

Για μια στερ­νή φορά

Φωνά­ζω

Ακουρ­μα­στεί­τε τη φωνή του λύκου

 

Άστρα, ο χρη­σμός σας δε θα πάει χαμένος

 

Παι­διά, ο χαμός, ο χαλα­σμός, η πείνα

Κι η ανά­γκη τρε­μο­σβυούν στο ψυχορράγημα

Ορθώ­σε­τε τ’ αρμα­τω­μέ­να χέρια

Ξετε­λέ­ψε­τε

Θάλασ­σα, χίμαι­ρα, έκσταση

Ετοι­μά­σε­τε τη χώρα σας

Του χάρου τη φωνή δε θα την ανεχτούμε

 

Η μέρα είναι κοντά που θα ψοφή­σει ο λύκος

Που η απο­νιά θα φάει τις σάρ­κες της

Που θα βου­τή­ξει σε μια δόξα μύρου το βουνό

Και που η ψυχή θ’ ανά­ψει από τις μυστι­κές φλο­γί­τσες σας

Όπως και πριν Τριώ­δι, Αλε­τρο­πό­δι, Ελί­κι!» [10]

Η «Βαρ­βα­ρία» δεν ολοκληρώθηκε

Από τις εφημερίδες της εποχής (Αρχείο Εθνικού Θεάτρου)

Από τις εφη­με­ρί­δες της επο­χής (Αρχείο Εθνι­κού Θεάτρου)

Το 1977 το Εθνι­κό Θέα­τρο συμ­με­τέ­χο­ντας στον εορ­τα­σμό της 28ης Οκτω­βρί­ου 1940 παρου­σί­α­σε μια παρά­στα­ση με « ήθος σύγ­χρο­νης  τρα­γω­δί­ας με το ύφος αρχαί­ας τρα­γω­δί­ας» [11], η οποία στη­ρί­χτη­κε σε απο­σπά­σμα­τα από διά­φο­ρα ποι­ή­μα­τα που εμπνεύ­στη­κε ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της κυρί­ως από τον πόλε­μο της Αλβα­νί­ας. Η επι­λο­γή των απο­σπα­σμά­των έγι­νε από τους « Προ­σα­να­το­λι­σμούς», « Το Άξιον Εστί», « Αλβα­νιά­δα» και « Άσμα Ηρω­ι­κό και Πέν­θι­μο για τον Χαμέ­νο Ανθυ­πο­λο­χα­γό της Αλβανίας».

«Μέσα από το «Άσμα Ηρω­ι­κό και Πέν­θι­μο για τον Χαμέ­νο Ανθυ­πο­λο­χα­γό της Αλβα­νί­ας» και το «Άξιον Εστί» ξετυ­λί­γε­ται όλο το μέγα θάμα, το ελλη­νι­κό κι ανθρώ­πι­νο μαζί, της « Αλβα­νιά­δας». Και μνή­μη ζωντα­νή απλώ­νε­ται σε μια παναρ­μό­νια τοι­χο­γρα­φία, πραγ­μα­τι­κή και υπε­ρού­σια μαζί. Τα πεζά κεί­με­να ιστο­ρούν την αλη­θι­νή περι­πέ­τεια του πολέ­μου. Και η ποι­η­τι­κή έξαρ­ση εικο­νί­ζει την υπερ­πραγ­μα­τι­στι­κή εξα­κό­ντι­ση της ψυχής του μαχη­τή ποι­η­τή. Κανέ­νας ψευ­τοη­ρω­ι­σμός  δεν χωρεί εδώ. Το μέγε­θος του αλη­θι­νού ηρω­ι­σμού ανα­δύ­ε­ται από το μέγε­θος της θυσί­ας. Και το θάμα βλα­σταί­νει από τις βαθιές ριζω­μέ­νες στην Ελλη­νί­δα φύση ρίζες του ανθρώ­που, που εξυ­ψώ­νε­ται ως την ισο­θέ­ω­ση της ελευ­θε­ρί­ας με την αξία και τος κάλ­λος της» [12]

Από τις εφημερίδες της εποχής (Αρχείο Εθνικού Θεάτρου)

Από τις εφη­με­ρί­δες της επο­χής (Αρχείο Εθνι­κού Θεάτρου)

Εδώ το ηχη­τι­κό της παρά­στα­σης του Εθνι­κού Θεά­τρου και εδώ οι συντε­λε­στές της παράστασης

 

Πηγές:

[1] Από­σπα­σμα από το Ανά­γνω­σμα Πρώ­το . Οδυσ­σέα Ελύ­τη, Το Άξιον Εστί, Ίκα­ρος Εκδο­τι­κή Εται­ρία, Αθή­να 1977, 9η έκδοση [2] Από το άρθρο του Χρή­στου Σιάφ­κου, Το φως, η αρχή και το τέλος. Δημο­σιευ­μέ­νο στην έκδο­ση της Ελευ­θε­ρο­τυ­πί­ας Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της ( 1911 – 1996) και στη σει­ρά «λέσχη  αθανάτων». [3] Απο­σπά­σμα­τα από το έργο: Οδυσ­σέα Ελύ­τη, Άσμα Ηρω­ι­κό και Πέν­θι­μο για τον Χαμέ­νο Ανθυ­πο­λο­χα­γό της Αλβα­νί­ας, Ίκα­ρος Εκδο­τι­κή Εται­ρία, Αθή­να 1981, 6η έκδοση [4, 8 ] Από το άρθρο του Βασί­λη Κ. Καλα­μα­ρά, Η διαρ­κής λυρι­κή επα­να­μά­γευ­ση. Δημο­σιευ­μέ­νο στην έκδο­ση της Ελευ­θε­ρο­τυ­πί­ας Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της ( 1911 – 1996) και στη σει­ρά «λέσχη  αθανάτων». [5, 6,7 ] Από το άρθρο του Δημή­τρη Γκιώ­νη «Έζη­σα το θαύ­μα της Αλβα­νί­ας». Ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, η ημι­τε­λής «Αλβα­νιά­δα» και η συμ­με­το­χή του στον αγώ­να. Δημο­σιευ­μέ­νο στην «Ελευ­θε­ρο­τυ­πία» το Σάβ­βα­το 22 Οκτω­βρί­ου 2011. [9] Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες για το έργο Η καλω­σύ­νη στις Λυκο­πο­ριές από εδώ [10]  Τα απο­σπά­σμα­τα από το έργο Η καλω­σύ­νη στις Λυκο­πο­ριές εδώ [11, 12] Από την κρι­τι­κή του Μπά­μπη Κλά­ρα στην εφη­με­ρί­δα « Η Βρα­δυ­νή» δημο­σιευ­μέ­νο στις 30/10/1977. Αρχείο Εθνι­κού Θεάτρου.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο