Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Rashomon _Ακίρα Κουροσάβα: Η Πύλη των Δαιμόνων

Την αριστουργηματική ταινία “Ρασομόν” (ελληνικός τίτλος “Η γκέισα και ο σαμουράι” ιαπωνικά σημαίνει “πύλη της κόλασης”) του μεγάλου Ιάπωνα σκηνοθέτη Ακίρα Κουροσάβα την είδαμε και την ξανάδαμε και κάθε φορά _ανεμολάμνοντας, όλο κάτι νέο ανακαλύπταμε Το μνημειώδες «whodunit» του Κουροσάβα, κάτοχος Χρυσού Λέοντα Βενετίας και Τιμητικού (Διεθνούς σήμερα) Όσκαρ, σε αποκατεστημένη 4Κ επανέκδοση (η οποία, ωστόσο _μάλλον δεν έχει αυτή την απόδοση στα θερινά) _διανέμεται από τη New Star

Η δράση της ταινίας τοποθετείται στον ιαπωνικό μεσαίωνα κάπου κοντά στο Κιότο. Στην Ιαπωνία του 16ου αιώνα τέσσερα άτομα συλλαμβάνονται για τη δολοφονία ενός άνδρα και το βιασμό μιας γυναίκας. Οι τέσσερις κατηγορούμενοι αφηγούνται τα όσα συνέβησαν, ο καθένας από τη δική του οπτική γωνία, αποκαλύπτοντας όλο και περισσότερες λεπτομέρειες που έρχονται όμως σε σύγκρουση. Κανείς δε γνωρίζει ποια μαρτυρία είναι αληθινή και αν υπάρχει αληθινή μαρτυρία, παρότι όλες μοιάζουν πως είναι αληθινές. Το αινιγματικό αριστούργημα του Κουροσάβα έχει μείνει στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου για πολλούς λόγους. Ηταν η πρώτη ιαπωνική ταινία που έγινε γνωστή στο δυτικό κόσμο και καθιέρωσε τόσο τον Κουροσάβα όσο και τον πρωταγωνιστή της Τοσίρο Μιφούνε. Ενα μυστηριώδες φιλμ που πλέκει στον ιστό της ιστορίας του ζητήματα που έχουν σχέση με την ανθρώπινη μοίρα _ακολουθεί η κριτική του Ριζοσπάστη, που προσυπογράφουμε.

Η ταινία γυρίστηκε το 1950! Το γεγονός ότι παίζεται ακόμα και ακόμα προκαλεί συζητήσεις, σημαίνει πως η αξία της είναι διαχρονική. Μιλάμε για ένα αληθινό έργο τέχνης. Δε συμφωνώ με πολλές απόψεις που ακούστηκαν, πως η ταινία, τάχα, δε δέχεται την αντικειμενικότητα της αλήθειας και γέρνει πως την εκδοχή της σχετικότητάς της. Όποιος διαβάζει έτσι την «Πύλη της Κολάσεως» (Ρασομόν) αδικεί τον μεγάλο Γιαπωνέζο δημιουργό και την ίδια την ταινία.

Αφορμή αυτής της «παρεξήγησης» στέκεται το θέμα της ταινίας. Τέσσερα άτομα έζησαν την ίδια ιστορία την οποία, όμως, ο καθένας τη διηγείται διαφορετικά! Η αλλοίωση της αλήθειας από τους ήρωες – αφηγητές δε γίνεται γιατί η αλήθεια έχει πολλές εκδοχές! Γίνεται, γιατί ο κάθε ήρωας – αφηγητής για προσωπικό του συμφέρον θέλει και παρουσιάζει τη δική του αλήθεια. Αυτή που τον εξυπηρετεί. Αυτό, βέβαια, δεν έχει καμία σχέση με τη σχετικότητα της αλήθειας! Είναι μια πράξη συνειδητή και, βέβαια, συμφεροντολογική.

Πράξη συνειδητή και συμφεροντολογική θεωρώ, επίσης, και την κακοποίηση της ταινίας από αυτούς που έβαλαν σε συζήτηση αυτό το θέμα. Η ταινία δεν αφήνει τέτοια περιθώρια. Ούτε καν λέει αυτό που, ως ένα σημείο, θα ήταν «λογικό» να πει. Οτι η αντικειμενική αλήθεια, κάτω από διαφορετικές συνθήκες και διαφορετικές προϋποθέσεις, μπορεί να «κατανοηθεί» διαφορετικά. Αυτό, βέβαια, δε θα έκανε λιγότερο αντικειμενική την αντικειμενική αλήθεια. Αλλο, λοιπόν, η κατανόηση της αλήθειας και άλλο η ύπαρξή της. Αυτοί που ελπίζουν ακόμα στον καπιταλισμό, για παράδειγμα, και δεν είναι αυτοί που έχουν συμφέρον να ελπίζουν, καταλαβαίνουν λάθος την «αξία» του και λάθος την εκτιμούν. Αυτό δε σημαίνει πως ο καπιταλισμός είναι διαφορετικός από αυτό που είναι στην πραγματικότητα, γιατί κάποιοι, με λειψές γνώσεις και λειψές πληροφορίες, τον εξέλαβαν σαν κάτι άλλο από αυτό που είναι.

Μια τέτοια συζήτηση, ίσως, θα είχε κάποιο νόημα. Γιατί, ενώ η αντικειμενική αλήθεια είναι καθαρή και τετράγωνη, πολύς κόσμος την αντιλαμβάνεται λαθεμένα; Ομως, ούτε αυτό είναι το θέμα της ταινίας. Ο Κουρασάβα θέλει να δείξει πως ένα αντικειμενικό γεγονός, μια δολοφονία και ένας βιασμός, παρουσιάζεται με τέσσερες διαφορετικούς τρόπους, γιατί οι εμπλεκόμενοι δε λένε την αλήθεια.

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει, δε διαφεύγει από τον Κουρασάβα, ότι ο άνθρωπος ενεργεί έτσι ή αλλιώς, είναι μικρός ή μεγάλος, όχι γιατί είναι στη «φύση» του, αλλά γιατί διαμορφώθηκε να ενεργεί έτσι ή αλλιώς. Πράττει σύμφωνα με το χρόνο και το χώρο. Ενεργεί ανάλογα με τον πολιτισμό του και την ταξική του θέση. Οι ήρωές του Κουρασάβα δεν έχουν όλοι τα ίδια κίνητρα, ούτε τους ίδιους σκοπούς επιδιώκουν. Αλλιώς αντιδρά ο ευγενής, αλλιώς ο ληστής, αλλιώς η γυναίκα! Και αυτό είναι φυσικό, γιατί το περιβάλλον έχει επιδράσει διαφορετικά στον καθένα.

Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας – μελέτης δεν είναι κολακευτικά για τον άνθρωπο της συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής, του συγκεκριμένου γεγονότος. Ωστόσο ο Κουρασάβα, και αυτό πρέπει να το τονίσουμε, λέει πως «παρ’ όλα αυτά, εγώ εμπιστεύομαι τον άνθρωπο! Είναι ικανός για το καλό. Και εκεί ποντάρω»! Η σκηνή στο τέλος του φιλμ, όταν ο ένας από τους εμπλεκόμενους, το ίδιο αναξιόπιστος με τους άλλους, πιάνει το μωρό στην αγκαλιά και το παίρνει μαζί του, βαδίζοντας αυτός και το μωρό προς ένα καλύτερο μέλλον, είναι το αισιόδοξο μήνυμα της ταινίας. Τα πράγματα θα αλλάξουν. Τα ψέματα θα τελειώσουν. Η αλήθεια, τελικά θα ειπωθεί ολόκληρη και όπως ακριβώς είναι. Ο άνθρωπος, και μέσα από τις αδυναμίες του, θα ανταποκριθεί, τελικά!

Η «Πύλη της Κολάσεως» ή η «Πύλη των Δαιμόνων» είναι η πύλη που μας οδηγεί στο «εσωτερικό» μας. Εκεί που κρύβουμε τη δύναμή μας και την αδυναμία μας. Στην ταινία η κεντρική πύλη, μεταφορικά, είναι η πύλη της παλιάς πρωτεύουσας της Ιαπωνίας, Κιότο. Εκεί, λοιπόν, στην πύλη αυτή, στην πύλη Ρασομόν, διαδραματίζεται ολόκληρη η ταινία. Η οποία με «φλας μπακ» μας παρουσιάζει τις τέσσερες διαφορετικές εκδοχές του ενός και του αυτού γεγονότος. Με το τέλος των αφηγήσεων η τραγωδία ολοκληρώνεται. Ολοι οι εμπλεκόμενοι έχουν υποστεί τις συνέπειες. Η κάθαρση έρχεται με την παραδοχή… Πέρα από το υψηλό περιεχόμενο, φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά, η ταινία διαθέτει και το ίδιο υψηλή φόρμα. Ακόμα και σήμερα, αλλά οπωσδήποτε για την εποχή που γυρίστηκε, παραδίδει μαθήματα αφήγησης. Αλλού με γρήγορο πλανάρισμα, χωρίς να φαίνεται σπασμωδική, και αλλού με επιμονή στο ίδιο πλάνο, χωρίς να νιώσεις ότι αργεί, κρατάει το θεατή σε μια διαρκή αναστάτωση. Και αυτό καταδείχνει τη δύναμη του δημιουργού, γιατί στην ουσία έχουμε να κάνουμε με μια «μικρή ιστορία», ένα φόνο και ένα βιασμό. Η επανάληψη είναι εκεί και καραδοκεί!

Καραδοκεί για κάποιον που δεν ξέρει να κάνει το κάθε πλάνο, την κάθε εικόνα σημαντική. Αυτό, φυσικά, δεν ισχύει για τον Κουρασάβα. Η μηχανή του τοποθετείται σχεδόν πάντα στη σωστή θέση (κάδρο), κινείται σχεδόν πάντα με το σωστό τρόπο (τράβελινγκ, πανοραμίκ, «τιλ» πάνω – κάτω κλπ). Και τα κάνει όλα αυτά προσχεδιασμένα. Τίποτα τυχαία. Η ταινία είναι πλούσια στις επιλογές της. Ούτε σε μια στιγμή δε νιώθεις να επαναλαμβάνεται. Παρότι χρησιμοποιεί την επανάληψη (τέσσερες διαφορετικές αφηγήσεις πάνω στο ίδιο θέμα) σαν δραματουργικό στοιχείο. Κάθε φορά, κάθε αφήγηση, έχει τη δική της εκφραστική. Το δικό της αφηγηματικό τρόπο.

Πέρα από την αφηγηματική ποικιλία, που έτσι και αλλιώς αξίζει ιδιαίτερης προσοχής και μελέτης, ο θεατής θα θαυμάσει και την εσωτερική δύναμη των πλάνων. Τη δύναμη που έχει να κάνει με το περιεχόμενό τους, αλλά και με τη χρήση της σκιάς και του φωτός, σε κάθε ένα από αυτά. Η ταινία είναι μια πλήρης ταινία, φορτωμένη και φορτισμένη από τη θεατρική ιαπωνική παράδοση (θέατρο Νο, Καμπούκι). Δεν είναι τυχαία η αντοχή της στο χρόνο. Ούτε οι διακρίσεις και τα βραβεία που κέρδισε. Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, Χρυσός Λέων Φεστιβάλ Βενετίας, Μια από τις Δέκα Καλύτερες Ταινίες Όλων των Εποχών!

 

Το θέμα της ταινίας στηρίζεται σε διηγήματα του μεγάλου Γιαπωνέζου διηγηματογράφου Ριονοσούκε Ακουάγκαβα, ο οποίος το 1927, όταν ο Κουρασάβα ήταν 17 ετών, αυτοκτόνησε σε ηλικία μόλις 35 ετών. Ερμηνεύεται, δε, από θαυμάσιους ηθοποιούς.

 


Ένας ιερέας κι ένας ξυλοκόπος συζητάνε έντονα στο ξέφωτο της Πύλης Ρασομόν. Όταν ένας χωρικός πλησιάζει προκειμένου να προστατευθεί από τη βροχή και συμμετέχει στη συζήτησή τους, μαθαίνει ότι ένας σαμουράι δολοφονήθηκε, η σύζυγός του βιάστηκε και ένας τοπικός ληστής είναι ύποπτος. Αφηγούνται στον χωρικό όσα γνωρίζουν μέσα από φλας μπακ, στα οποία ο ληστής, η σύζυγος κι ο ξυλοκόπος λένε αυτά που είδαν ή αυτά που νομίζουν ότι είδαν, και στη συνέχεια ένα μέντιουμ εντοπίζει το πνεύμα του νεκρού σαμουράι, που επίσης θα παραθέσει τη δική του εκδοχή. Στην εποχή του, το 1950, το «Ρασομόν» εκλήφθηκε ως πείραμα. Έστω κι αν παρουσιαζόταν σ’ ένα κοινό πολύ περισσότερο εκπαιδευμένο από εκείνο του 1916, που είχε πιστέψει πως ο μηχανικός προβολής είχε μπερδέψει τις μπομπίνες της «Μισαλλοδοξίας» του Γκρίφιθ. Λοιπόν, τι πραγματικά συνέβη σ’ εκείνο το δάσος της ιαπωνικής επαρχίας του 12ου αιώνα; Ακριβώς, δεν θα μάθουμε ποτέ. Ούτε από τους τρεις φυσικούς πρωταγωνιστές του δράματος, που θα «θυμηθούν» τα γεγονότα από θέση και κατά βούληση, ούτε και από τον αυτόπτη μάρτυρα, που το έγκλημα μπορεί να το είδε, αλλά τα κίνητρα αποκλείεται να αποκωδικοποίησε πέραν των επιταγών της ψυχοπαθολογίας και της μνημονικής του ικανότητας (σωστότερα, ανικανότητας, μιας και η μνήμη πάντα ξεγελά, και κανείς μας τίποτα δεν μπορεί να ανακαλέσει επακριβώς όπως συνέβη).

Άλλωστε, η αλήθεια, ρευστή και μεταμορφωμένη από εκδοχή σε εκδοχή, άρα εκ των πραγμάτων καταδικασμένη στη σφαίρα της μεταφυσικής, δεν είναι εκείνο που στα… αλήθεια ενδιαφέρει τον Κουροσάβα. Η πηγή της εκφοράς της είναι αυτό που τον απασχολεί: ο άνθρωπος, ένα κουβάρι ενστίκτων και απωθημένων, αδύναμο κάτω από το βάρος τους, αλλά και θρασύ έως και επικίνδυνο όποτε θεωρεί σκόπιμο να τα εκλογικεύει.

Γι’ αυτό τον επικίνδυνο συνδυασμό ανησυχούσε ο Κουροσάβα (αισιοδοξώντας πάντως, όπως φαίνεται από το φινάλε), ιδιαίτερα τότε, που ο ανοικοδομούμενος μεταπολεμικά πλανήτης ματαιοπονούσε να απαντήσει στο ερώτημα μέχρι πού θα έφθανε η ιμπεριαλιστική Ιαπωνία αν δεν είχε γενοκτονικά ισοπεδωθεί από τους Αμερικανούς. Κι έκανε αυτή την ανησυχία ένα δομικό φιλοσοφικό αριστούργημα, σημείο έμπνευσης και αναφοράς για όλες τις έκτοτε κινηματογραφικές γενιές. Αμέτρητα φιλμ, μεταξύ τους και οι εμβληματικοί «Συνήθεις Υποπτοι», χρωστούν την ύπαρξή τους στο μνημειώδες αυτό έργο, που, εκτός από μια μελέτη της φύσης της αλήθειας, αποτελεί και μια υπενθύμιση του πόσο περισσότερο ανεξιχνίαστη εκείνη θα παραμένει στη μόνιμα παραισθησιογόνα τέχνη του κινηματογράφου, όσο κι αν παλεύει να την πλησιάσει.

      • Παραγωγή: Μινόρου Τζίνγκο
      • Σκηνοθεσία: Ακίρα Κουροσάβα
      • Σενάριο: Σινόμπου Χασιμότο, Ακίρα Κουροσάβα
      • Φωτογραφία: Καζούο Μιγιαγκάβα
      • Μοντάζ: Ακίρα Κουροσάβα
      • Μουσική: Φουμιο Χαγιασάκα
      • Πρωταγωνιστούν: Τοσίρο Μιφούνε, Τακάσι Σιμούρα, Ματσίκο Κίο, Μασαγιούκι Μόρι
      • Διάρκεια: 98 λεπτά
      • Γλώσσα: Ιαπωνικά
      • Υπότιτλοι: Ελληνικά
      • Διανομή: New Star

Πηγή _περισσότερα

εδώ