Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Θανάσης Βέγγος, ο Μακρονησιώτης αγωνιστής της ζωής και της τέχνης

VEGOS26

«Δου­λεύω με το ένστι­κτο, δεν έχω ταλέ­ντο κανέ­να, μόνο αυτή τη φάτσα που, κοί­τα­ξέ την, κοί­τα­ξέ την καλά και διά­βα­σε. Εδώ είναι απο­τυ­πω­μέ­νη όλη η μιζέ­ρια, όλη η δυστυ­χία, όλος ο πόνος του ασή­μα­ντου Έλληνα».*

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

«Ειλι­κρι­νά δεν πιστεύω ότι έκα­να πάρα πολύ σπου­δαία πράγ­μα­τα στην καριέ­ρα μου. Για ένα πράγ­μα, όμως, σας δια­βε­βαιώ: ότι στη γαλέ­ρα της ζωής μου τρά­βη­ξα άγριο κουπί»…

VEGOS10Ένα κου­πί που ο Θανά­σης Βέγ­γος κρά­τη­σε στα χέρια του μόλις από τα άγου­ρα χρό­νια της παι­δι­κής ηλι­κί­ας και πάλε­ψε ―ένας αλη­θι­νός μαχη­τής― με πολ­λές φουρ­του­νια­σμέ­νες θάλασ­σες, πάντα με εντι­μό­τη­τα, αξιο­πρέ­πεια και περη­φά­νια, αντι­κρί­ζο­ντας κατά­μα­τα την πολυ­κύ­μα­ντη ζωή του και τιμώ­ντας όσο λίγοι την τέχνη του.

Γεν­νή­θη­κε στις 29 Μάη του 1927 στο Νέο Φάλη­ρο και ήταν το μονα­χο­παί­δι μιας οικο­γέ­νειας βιο­πα­λαι­στών. Ο πατέ­ρας του Βασί­λης Βέγ­γος ήταν τεχνι­κός στην Ηλε­κτρι­κή (εργο­στά­σιο παρα­γω­γής ηλε­κτρι­κού ρεύ­μα­τος) στον Πει­ραιά και οργα­νω­μέ­νος στην Αντί­στα­ση. Συμ­με­τεί­χε στη Μάχη της Ηλε­κτρι­κής μέσα από το τμή­μα του ΕΛΑΣ που απέ­τρε­ψε την ανα­τί­να­ξη του εργο­στα­σί­ου από τους Γερ­μα­νούς και η πατρί­δα τον αντά­μει­ψε απο­λύ­ο­ντάς τον από τη δου­λειά του ως κομμουνιστή.

Οι μέρες που ακο­λου­θούν γίνο­νται ακό­μα πιο δύσκο­λες. Ο μικρός Θανά­σης ρίχνε­ται στη βιο­πά­λη για να βοη­θή­σει την οικο­γέ­νειά του κάνο­ντας διά­φο­ρες δου­λειές μέχρι που κατα­τάσ­σε­ται στο στρα­τό. «Χαρα­κτη­ρι­σμέ­νος» λόγω του πατέ­ρα του και έχο­ντας συμ­με­το­χή ο ίδιος στην ΕΠΟΝ στα χρό­νια της Κατο­χής, υπη­ρε­τεί τη θητεία του ως κρα­τού­με­νος στο κολα­στή­ριο της Μακρονήσου.

«Έφε­ραν τον Θανά­ση Βέγ­γο στη Μακρό­νη­σο τον Μάρ­τη του 1949. Ήταν νευ­ρι­κός, αει­κί­νη­τος, αγχώ­δης με όλα. Ήταν όμως και καρ­τε­ρι­κός και βοη­θού­σε. Το λιγό­τε­ρο που φοβή­θη­κε ήταν η Μακρό­νη­σος. Πιο πολύ φοβό­ταν τη σκό­νη, όχι τα μικρό­βια. Στα μακα­ρό­νια μέσα έκο­βε ένα κρεμ­μύ­δι κι έτρω­γε ό,τι περίσ­σευε από την καρα­βά­να του άλλου χωρίς να σιχαί­νε­ται. Αλλά δεν μπο­ρού­σε να ανε­χτεί τη σκό­νη. Και την ατα­ξία. Έτυ­χε να κοι­μό­μα­στε στο ίδιο τσα­ντί­ρι. Το καλο­καί­ρι έκα­νε αφό­ρη­τη ζέστη, οι σκη­νές πύρω­ναν κι έτσι ανε­βά­ζα­με τα πλαϊ­νά παρα­πέ­τα να μπει λίγος αέρας. Μαζί με τον αέρα όμως έμπαι­νε και σκό­νη. Ο Θανά­σης δεν μπο­ρού­σε να την υπο­φέ­ρει. Μόλις γλα­ρώ­να­με, πήγαι­νε και τα ‘κλει­νε.

makronisosvegos

(…)Ο Βέγ­γος ήταν όπως είναι και τώρα. Μανιώ­δης με την καθα­ριό­τη­τα, δεν είχα­με νερό να πιού­με κι αυτός κοί­τα­ζε πώς να ξεσκο­νί­σει και να γυρί­σει τις τσέ­πες του ανά­πο­δα μην έχουν μέσα χνού­δι. Εννο­εί­ται τσέ­πες αμε­τα­χεί­ρι­στες, παρ­θέ­νες, για­τί δεν είχα­με δα να βάλου­με κάτι μέσα. Όταν ήρθε ο Θανά­σης, ο Γιάν­νης Γκού­μας μου είπε πως είχε έρθει ένα γει­το­νά­κι του που είχε μεγά­λη πλά­κα. Πρό­σθε­σε ακό­μα ότι ο Θανά­σης ήθε­λε να γίνει ηθο­ποιός και πως έπρε­πε να του βρί­σκου­με ψωμί για­τί δεν χόρ­ται­νε με τίπο­τα. Κι έτσι ό,τι περίσ­σευε από του καθε­νός την κου­ρα­μά­να το δίνα­με στον Βέγ­γο. Ο οποί­ος ήταν όπως και τώρα αει­κί­νη­τος, πρω­τα­θλη­τής ανώ­μα­λου δρό­μου στη Μακρό­νη­σο, έκα­νε το νησί πάνω κάτω τρέ­χο­ντας. Δεν κάπνι­ζε κιό­λας όπως οι περισ­σό­τε­ροι από μας.

[Χρή­στου Σιάφ­κου “ΤΑΣΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ – ΣΚΗΝΙΚΟ ΖΩΗΣ — ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ”, εκδό­σεις Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα, Αθή­να 2009. Περισ­σό­τε­ρα εδώ: Η Μακρό­νη­σος του Θανά­ση Βέγ­γου]

Στη Μακρό­νη­σο ο Βέγ­γος γνω­ρί­ζε­ται με τον επί­σης εξό­ρι­στο Νίκο Κούν­δου­ρο και μετα­ξύ τους ανα­πτύσ­σε­ται βαθιά φιλία. Εκεί, με τη συμ­με­το­χή του επί­σης εξό­ρι­στου φίλου τους σκη­νο­γρά­φου Τάσου Ζωγρά­φου στή­νουν μικρές θεα­τρι­κές παρα­στά­σεις για τους συνα­δέλ­φους τους και κατα­στρώ­νουν σχέ­δια για το μέλ­λον. Ο Κούν­δου­ρος σχε­δί­α­ζε να γυρί­σει μια ται­νία για τον Άρη Βελου­χιώ­τη και προ­ό­ρι­ζε τον Θανά­ση Βέγ­γο για έναν ρόλο. Στη συνέ­χεια τα σχέ­διά του για την ται­νία άλλα­ξαν, όχι όμως και η πίστη του στο ταλέ­ντο του φίλου του.

―Κυρ Αντώ­νη μου… Κυρ Αντώ­νη μου!! Κι εγώ σε νόμι­ζα μαύ­ρο­νε και σε φυλαγόμουνα…

―Κι εσύ αριστερός;;;; 
―Από τους πιο λυσσασμένους!!
―Ααα­α­πα… λαγό που έβγα­λε η μουστάκα!!…

VEGOS7Ο πρώ­τος κινη­μα­το­γρα­φι­κός ρόλος του Θανά­ση Βέγ­γου θα είναι στη Μαγι­κή Πόλη. Θα πει ο ίδιος σε μια από τις σπά­νιες συνε­ντεύ­ξεις του: «Αν δεν συνα­ντιό­μα­σταν στον Στρα­τό με τον Νίκο Κούν­δου­ρο, δεν θα υπήρ­χε στο πανί ούτε Θανά­σης ούτε Βέγ­γος. Δού­λευα σε ένα πατά­ρι τα δέρ­μα­τα. (…) Ετσι, όταν ήρθε να με βρει, δεν είχα καμία διά­θε­ση πια και αρνή­θη­κα. Η επι­μο­νή του όμως ήταν τέτοια που στο τέλος με κατά­φε­ρε. Γυρί­στη­κε η “Μαγι­κή πόλη” και βρέ­θη­κα μέσα σε έναν και­νούρ­γιο κόσμο, που ταυ­τό­χρο­να απο­τε­λού­σε λύση στο οικο­νο­μι­κό μου πρό­βλη­μα. Επαι­ζα τρί­τους ρόλους και δού­λευα σαν φρο­ντι­στής για ένα κομ­μά­τι ψωμί. Αυτή είναι η αρχή. Χει­ρό­τε­ρες μέρες δεν θυμά­μαι στη ζωή μου». Στη Μαγι­κή Πόλη ο Βέγ­γος δεί­χνει στοι­χεία από το ―ακα­τέρ­γα­στο ακό­μα― ταλέ­ντο του. Εκεί όμως που θα ξεχω­ρί­σει με την ερμη­νεία του είναι στο Δρά­κο, την επό­με­νη ται­νία του Κούνδουρου.

«Τέσ­σε­ρα χρό­νια στο Μακρο­νή­σι μας πλού­τι­σαν τον νου και την ψυχή με ανε­κτί­μη­τα δώρα. Από τα πρώ­τα-πρώ­τα δώρα ήταν εκεί­νη η αίσθη­ση της αδι­κί­ας. Και επί­σης από τα πρώ­τα δώρα ήταν η νοσταλ­γία για μια δημο­κρα­τία που δεν γευ­τή­κα­με. Και αυτό ακό­μη περισσότερο:τον πόθο για μια ζωή χωρίς αστυ­φύ­λα­κες, χωρίς γρα­φεία ανα­κρι­τών, χωρίς τη βία και χωρίς την απα­ξί­ω­ση ενός έθνους. Για­τί σε όλη σου τη ζωή υπε­ρα­σπί­στη­κες το δικαί­ω­μά σου να είσαι άνθρωπος.

VEGOS11

Υπε­ρα­σπί­στη­κες στις ται­νί­ες σου και με την παρου­σία σου το δικαί­ω­μά σου να μιλάς, υπε­ρα­σπί­στη­κες τη φτώ­χεια της μάνας σου και την απελ­πι­σία της φαμί­λιας σου. Την απελ­πι­σία ενός ολό­κλη­ρου λαού επί­σης. Υπε­ρα­σπί­στη­κες το δικαί­ω­μά σου για τη δημο­κρα­τία που μας στε­ρή­σα­νε. Ησουν ξεκά­θα­ρος σαν κρύ­σταλ­λο, είπες τα σύκα σύκα και τα μήλα-μήλα. Ησουν μια λαϊ­κή φωνή που γέμι­σε ανα­κού­φι­ση και ένα είδος ευδαι­μο­νί­ας που ήταν δικό σου προνόμιο».

[Νίκος Κούν­δου­ρος, Το Βήμα (8/5/2011)]

Ο Βέγ­γος δεν πήγε ποτέ σε δρα­μα­τι­κή σχο­λή. Όταν κάπο­τε χρειά­στη­κε να παί­ξει στο θέα­τρο απαι­τού­νταν άδεια εξα­σκή­σε­ως επαγ­γέλ­μα­τος του ηθο­ποιού και δεν είχε. Ανα­γκά­στη­κε να δώσει τρεις φορές εξε­τά­σεις στην επι­τρο­πή εξαι­ρε­τι­κών ταλέ­ντων που είχε διευ­θυ­ντή τον μεγά­λο ηθο­ποιό Θάνο Κωτσό­που­λο, για να κατα­φέ­ρει τελι­κά ―δύσκο­λα― να πάρει την άδεια. Έπαι­ξε και δια­κρί­θη­κε στο θέα­τρο, όμως στο λαό έγι­νε γνω­στός και αγα­πή­θη­κε μέσα από τον κινηματογράφο.

vegos27

Στα χρό­νια της Χού­ντας ο Μίνως Βολα­νά­κης έρχε­ται στην Ελλά­δα και μαθαί­νει από τον Κούν­δου­ρο για τον Βέγ­γο. Του προ­τεί­νει να παί­ξει σε μια παρά­στα­ση του Αρι­στο­φά­νη που ετοι­μά­ζει και ο Βέγ­γος αρνεί­ται με σεμνό­τη­τα λέγο­ντας «τι δου­λειά έχω εγώ μ’ αυτά; Αυτά είναι για τους ανθρώ­πους της κουλτούρας».

Στο κινη­μα­το­γρα­φι­κό πλα­τό ο Βέγ­γος ένιω­θε στο στοι­χείο του. Στη μεγά­λη πάνι­νη οθό­νη από­θε­σε ένα ένα τα κομ­μά­τια του μονα­δι­κού ταλέ­ντου και του σπά­νιου χαρα­κτή­ρα που συνέ­θε­ταν τον «Θανά­ση», τον ρόλο που τον σημά­δε­ψε και θα τον ακο­λου­θού­σε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο λαός αγά­πη­σε τον Θανά­ση βλέ­πο­ντας στο πρό­σω­πό του τα προ­τε­ρή­μα­τα και τα κου­σού­ρια του νεο­έλ­λη­να, τις αγω­νί­ες και το μόχθο του, την υπο­μο­νή και την αντο­χή στις κατρα­πα­κιές της ζωής, την αντί­θε­ση απέ­να­ντι στο άδι­κο και στην εκμε­τάλ­λευ­ση, αλλά και τα όνει­ρά του για «πιο γαλα­νό ουρα­νό». Θα μπο­ρού­σε άρα­γε να γίνει δια­φο­ρε­τι­κά; Ο Θανά­σης ήταν παι­δί του λαού, σάρ­κα από τη σάρ­κα του. Αγά­πη­σε και αγα­πή­θη­κε από το λαό όσο λίγοι.

vegos29

Ο Θανά­σης Βέγ­γος ήταν υπό­δειγ­μα ευσυ­νεί­δη­του και συνε­πούς επαγ­γελ­μα­τία. Σεβό­ταν τους ανθρώ­πους του σινα­φιού του και ―κυρί­ως αυτόν― τον θεα­τή. Έμπαι­νε στο πετσί του ρόλου του αψη­φώ­ντας το τίμη­μα. Απαι­τού­σε πάντα όλα να γυρί­ζο­νται φυσι­κά, ρεα­λι­στι­κά, και αρνιό­ταν να τον ντου­μπλά­ρουν ακό­μα και όταν ένα γύρι­σμα εγκυ­μο­νού­σε κιν­δύ­νους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τραυ­μα­τί­στη­κε (ακό­μα και με κατάγ­μα­τα), στη διάρ­κεια των γυρι­σμά­των μιας ται­νί­ας. Δε λογά­ρια­ζε έξο­δα, ούτε την ταλαι­πω­ρία και τον πόνο (σωμα­τι­κό μα και ψυχι­κό) μέχρι να πετύ­χει το επι­θυ­μη­τό αποτέλεσμα.

«Λοι­πόν αυτή η ται­νία ήταν ο «ΗΛΙΑΣ ΤΟΥ 16ου» μ’ εμέ­να και το ΘΑΝΑΣΗ ΒΕΓΓΟ. Σκη­νο­θέ­τη είχα­με τον ΑΛΕΚΟ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟ και οπε­ρα­τέρ το φίλο μου ΝΤΙΝΟ ΚΑΤΣΟΥΡΙΔΗ. Θυμά­μαι σ’ αυτήν την ται­νία τα βάσα­να που πέρα­σε ο Θανά­σης Βέγ­γος εξαι­τί­ας μιας σκη­νής, του έργου που έπρε­πε να «φάει» ένα χαστού­κι. (…) είναι προς τιμή του, και παρά­δειγ­μα για τους νεό­τε­ρους ηθο­ποιούς, που νομί­ζουν ότι η επι­τυ­χία είναι εύκο­λη υπό­θε­ση. (…) Ήταν η σκη­νή που εγώ έπαι­ζα ένα ψευ­το­α­στυ­φύ­λα­κα και ο Βέγ­γος ένα φου­κα­ριά­ρη κακο­ποιό. Ήταν η σκη­νή που έβγα­λε το περισ­σό­τε­ρο γέλιο αλλά και αυτή που ταλαι­πώ­ρη­σε το μεγά­λο μας ηθο­ποιό Θανά­ση Βέγ­γο. Όπου λες, αρπά­ζω απ’ το για­κά το Βέγ­γο, και τον αρχί­ζω στα χαστού­κια! (έτσι έλε­γε το σενά­ριο). Λοι­πόν το πρό­βλη­μα άρχι­σε, όταν έπε­σε το πρώ­το χαστού­κι. Τότε ο Βέγ­γος απ’ τη δύνα­μη, έφυ­γε από τη Μηχα­νή. Αρχί­σα­με ξανά. Πάλι έφυ­γε απ’ τη Μηχα­νή. Φαπ! Μανού­λα! Κι άντε απ’ την αρχή. Φαπ! Μανούλα.

VEGOS5

Περι­μέ­νει κάθε λίγο και λιγά­κι μετά απ’ το χαστού­κι, όλο το συνερ­γείο και ο σκη­νο­θέ­της και σενα­ριο­γρά­φος της ται­νί­ας ΑΛΕΚΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ, πότε θα συνέλ­θει ο Θανά­σης από το χαστού­κι. Φαί­νε­ται υπερ­βο­λι­κό, αλλά έτσι ήταν. Με τη συναί­νε­ση του Θανά­ση Βέγ­γου, έπρε­πε τα χαστού­κια να είναι αληθινά.
Εν τω μετα­ξύ, η ώρα πέρ­να­γε και η σκη­νή δεν τελεί­ω­νε. Άσε που αρχί­σα­με να μακι­γιά­ρου­με το Θανά­ση, για­τί το μάγου­λό του είχε κατα­κοκ­κι­νή­σει από τα χαστού­κια. Δεν θα το πιστέ­ψε­τε αλλά έτσι «φάγα­με» ολό­κλη­ρη μέρα. Επι­τέ­λους ένα απ τα περι­βό­η­τα χαστού­κια ήταν πετυ­χη­μέ­νο. Κι έτσι ανά­σα­νε λυτρω­τι­κά ο Θανά­σης Βέγγος».

[Κώστας Χατζη­χρή­στος, στο βιβλίο του Πέτρου Γεωρ­γιό­που­λου «Ο Χατζη­χρή­στος τα λέει… όλα!», εκδό­σεις Σμπί­λιας, 1991]

Ο Βέγ­γος δεν έμπαι­νε σε σκη­νο­θε­τι­κά καλού­πια, όχι από βεντε­τι­σμό, αλλά επει­δή δεν χωρού­σε σε αυτά. Δεν ήθε­λε να τον εκμε­ταλ­λεύ­ο­νται υπό καμία έννοια. Προ­τι­μού­σε να εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται ο ίδιος, μόνος του, τον εαυ­τό του… Έγι­νε σκη­νο­θέ­της και παρα­γω­γός των ται­νιών του και αυτό του κόστι­σε πολ­λές φορές υλι­κά και σε ψυχι­κή υγεία. Όπως και στην προ­σω­πι­κή του ζωή ήταν τελειο­μα­νής, έδει­χνε μεγά­λη σημα­σία στην ευτα­ξία, προ­σέ­χο­ντας και την παρα­μι­κρή λεπτο­μέ­ρεια. Η ευσυ­νει­δη­σία, η καλή του καρ­διά, η ευαι­σθη­σία και το φιλό­τι­μό του, δεν τον άφη­σαν να «τα κονο­μή­σει». Ο Βέγ­γος είχε δια­φο­ρε­τι­κή θεώ­ρη­ση για την «επι­τυ­χία» από τους περισ­σό­τε­ρους συνα­δέλ­φους του.

vegos31

Όπως αφη­γεί­ται ο Τάσος Ζωγρά­φος στο βιβλίο του: «Είναι μαγι­κή η αγά­πη του για τον άνθρω­πο και η παντε­λής έλλει­ψη αίσθη­σής του για το χρή­μα. Έχα­σε πολ­λά εκα­τομ­μύ­ρια στη ζωή του. Σήμε­ρα θα έπρε­πε να έχει δέκα πολυ­κα­τοι­κί­ες. Για­τί οι ται­νί­ες του δού­λευαν καλά αλλά δεν εισέ­πρατ­τε ποτέ αφού που­λού­σε συνε­χώς πόντους (σ.σ. ποσο­στά τοις εκα­τό επί των κερ­δών) για να τις κάνει όπως ακρι­βώς ήθε­λε. Στο τέλος έμε­νε μόνο με τα σκη­νο­θε­τι­κά του. Ούτε καν με την αμοι­βή του ηθο­ποιού. Η λεπτο­μέ­ρεια και όλα τα γκαγκς κόστι­ζαν (…) Ή, ας πού­με, παντρευό­ταν ένας δεύ­τε­ρος ηλε­κτρο­λό­γος και του έκα­νε δυο πόντους δώρο».

«Να ξέρα­τε με τι ευγέ­νεια και τακτ συμπε­ρι­φε­ρό­ταν πάντα! Στη Μακρό­νη­σο, όταν ήταν εξό­ρι­στος, είχε συμπα­ρα­στα­θεί σε πολ­λούς, όπως στον Κατρά­μπα, έναν παρα­γω­γό που εγώ έκα­να μαζί του τη “Στέλ­λα”. Απ’ όσο ξέρω, έπαι­ξε δωρε­άν και στις ται­νί­ες του. Μία φορά είδα τον Θανά­ση θυμω­μέ­νο. Οταν γυρί­ζα­με μια ται­νία, τη “Μυρ­τιά”, εμπνευ­σμέ­νη από ένα τρα­γού­δι που μας είχε προ­σφέ­ρει ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης. Ηταν μαζί μας και η Γκέ­λυ Μαυ­ρο­πού­λου. Κάποιος μας έφε­ρε ζωντα­νά περι­στέ­ρια κι άρχι­σε να τα σκο­τώ­νει μπρο­στά στα μάτια μας. Πετά­χτη­κε ο Θανά­σης, τον έπια­σε από τον για­κά και τον σήκω­σε ψηλά με το ένα χέρι αυτόν τον άντρα­κλα! Του φώνα­ξε “κάθαρ­μα, εγώ πηγαί­νω και ταΐ­ζω τα ζωντα­νά κι ήρθες να τα σκο­τώ­σεις, εγκληματία!”.

vegos28

Είδα­με και πάθα­με να τον γλι­τώ­σου­με. Δεν μπο­ρεί­τε να φαντα­στεί­τε πόσο τρυ­φε­ρός και ευαί­σθη­τος είναι! Να φαντα­στεί­τε, μου έλε­γε: “Κώστα μου, έκα­να οικο­νο­μία και δεν έμα­θα το τσι­γά­ρο για να μπο­ρώ να αγο­ρά­ζω τσι­γά­ρα για τον πατέ­ρα μου, που ήταν φτω­χός. Και τώρα που έπια­σα λεφτά δεν ζει για να του προ­σφέ­ρω λίγο καλύ­τε­ρη ζωή. Δεν του πήγαι­να τόσα τσι­γά­ρα όσα έπρε­πε”. Γι’ αυτό σας λέω, αυτός ο άνθρω­πος δεν προ­σέ­φε­ρε Τέχνη αλλά το αντί­δω­ρο ενός πολι­τι­σμέ­νου ανθρώ­που και μέσα στη δου­λειά του και στην οικο­γέ­νειά του. Οσο για τις αγα­θο­ερ­γί­ες, πραγ­μα­τι­κά, ο Βέγ­γος θα τις έκα­νε ανω­νύ­μως και κρυ­φί­ως. Μυστι­κά πάντο­τε θα έκα­νε κάτι τέτοιο. Δεν θα έφερ­νε ποτέ σε δύσκο­λη θέση τον ευεργετηθέντα».

[Κώστας Κακα­βάς, ηθο­ποιός και φίλος του Θ. Βέγ­γου. (Εφημ. Espresso, 13/11/2009)]

Η στα όρια της εμμο­νής αδυ­να­μία του με την καθα­ριό­τη­τα και την ευτα­ξία από το αντί­σκη­νο της Μακρο­νή­σου τον ακο­λού­θη­σε σε όλη του τη ζωή: «Δεν είμαι σωστός καλ­λι­τέ­χνης. Δεν είμαι δηλα­δή επαγ­γελ­μα­τί­ας ηθο­ποιός. Καθα­ρά και ξάστε­ρα. Είμαι ερα­σι­τέ­χνης. Ενας ερα­σι­τέ­χνης που είναι παθια­σμέ­νος με τη δου­λειά του. Είμαι ένας άνθρω­πος που δίνε­ται ολό­κλη­ρος σε αυτό που κάνει. Και πάθος για την τελειό­τη­τα. Την τελειό­τη­τα που πολ­λές φορές δεν χρειά­ζε­ται… Δεν χρειά­ζε­ται να ξεσκο­νί­ζω το ντε­κόρ πριν από το γύρι­σμα ενός πλά­νου. Εγώ το ξεσκο­νί­ζω. Κάπο­τε έβα­λα όλο το συνερ­γείο να ξεσκο­νί­σει τις Θερ­μο­πύ­λες. Ναι, μα τον Θεό. Ξεσκο­νί­σα­με τις Θερμοπύλες».

vegoszonari

Ο ίδιος δεν πίστευε ότι είχε σπου­δαίο ταλέ­ντο. Υπο­στή­ρι­ζε ότι είχε απλά το χάρι­σμα να μπο­ρεί να κάνει τους άλλους να γελούν. Με την καθο­δή­γη­ση του Ντί­νου Κατσου­ρί­δη μπό­ρε­σε να ξεδι­πλώ­σει το μεγα­λείο του ταλέ­ντου του και να ανα­δεί­ξει το τρα­γι­κό μέσα από τους κωμι­κούς ρόλους του, δημιουρ­γώ­ντας μονα­δι­κά συναι­σθή­μα­τα συγκί­νη­σης στον θεα­τή. Οι ται­νί­ες του Κατσου­ρί­δη ήταν αυτές που «απο­κά­λυ­ψαν» τον «Θανά­ση» που όλοι αγαπήσαμε.

VEGOS8

Ο Βέγ­γος, με την καλ­λι­τε­χνι­κή του πορεία και τον τρό­πο ζωής του που καθό­ρι­ζε μια θεώ­ρη­ση «δια­φο­ρε­τι­κή» και «μακρι­νή» για τους περισ­σό­τε­ρους, έχτι­σε το μύθο του και τον δια­τή­ρη­σε ατό­φιο μέχρι το τέλος. Ήταν τόσο αυθε­ντι­κός και αλη­θι­νά μεγά­λος για να χωρέ­σει στα «ρεύ­μα­τα» και τα «είδη» της τέχνης του. Με τη δια­δρο­μή του έμοια­ζε σα να ξεπή­δη­σε από μια αρχαία παρά­στα­ση, να διέ­σχι­σε με το νευ­ρι­κό του βημα­τι­σμό τους αιώ­νες συγκε­ντρώ­νο­ντας όλα εκεί­να τα στοι­χεία του λαϊ­κού μας πολι­τι­σμού και τις μνή­μες που συν­θέ­τουν το παρόν και φωτί­ζουν το μέλ­λον μας. Αυτά τα στοι­χεία, με ευγέ­νεια και σεμνό­τη­τα, με γλυ­κύ­τη­τα και τρυ­φε­ρό­τη­τα, με σεβα­σμό και αγά­πη, έβγα­λε από το δισά­κι του και μάς τα πρό­σφε­ρε, τέρ­πο­ντας τις αισθή­σεις και παι­δεύ­ο­ντας την ψυχή μας.

«Ο αρχαί­ος Έλλη­νας είναι ωραί­ος, αθλη­τι­κός, με νου και σώμα υγιές. Ο δια­χρο­νι­κός Έλλη­νας είναι κι αυτός ωραί­ος, σαν Έλλη­νας, σαν τον Οδυσ­σέα Ανδρού­τσο, τον Αθα­νά­σιο Διά­κο, σαν τον Σίμω­να Μπο­λι­βάρ. Ο Νεο­έλ­λη­νας πώς είναι; Σαν το Θανά­ση Βέγ­γο, σκο­νι­σμέ­νος. Κάτι ψάχνει αυτός ο άνθρω­πος, επί­μο­να κάτω απ’ τη σκό­νη, με την ιστο­ρι­κή βοή να ηχεί στα αυτιά του εφιαλτικά…»

[Γιάν­νης Σολ­δά­τος, «Ένας άνθρω­πος παντός καιρού»]

Αει­κί­νη­τος μέχρι το τέλος, πάντα «στην τσί­τα», όπως έλε­γε, ασυμ­βί­βα­στος εχθρός της στα­σι­μό­τη­τας και της συνή­θειας, ο Βέγ­γος απε­χθα­νό­ταν τα φώτα της δημο­σιό­τη­τας και τις πολ­λές συνα­να­στρο­φές. «Είμαι δύσκο­λος στις σχέ­σεις μου. Δεν είμαι κοι­νω­νι­κός τύπος. (…) δεν μπο­ρώ να συνεν­νοη­θώ εύκο­λα με τους ανθρώ­πους αν δεν μου εμπνέ­ουν εμπιστοσύνη».

VEGOS3Τα μόνα φώτα που άφη­νε να τον φωτί­σουν ήταν του πλα­τό ή της σκη­νής. Δεν έπαι­ξε ποτέ στο παι­χνί­δι της δημο­σιό­τη­τας, της «σόου­μπιζ», δεν έδι­νε συνε­ντεύ­ξεις παρά ελά­χι­στες φορές. Δεν ήθε­λε να μιλά­ει για τον εαυ­τό του. Αυτός ο Βέγ­γος, ο από­μα­κρος και αθέ­α­τος (όταν δεν δημιουρ­γού­σε), ήταν πάντα ο αγα­πη­μέ­νος Θανά­σης του λαού. «Κάποιο βρά­δυ με πλη­σιά­ζει έξω από το σινε­μά ένας γέρος. “Καλέ μου άνθρω­πε”, μου λέει, “είμαι συντα­ξιού­χος και βλέ­πω με τη γυναί­κα μου τις ται­νί­ες σου. Σ’ ευχα­ρι­στώ. Μόλις βγαί­νω από το σινε­μά έχω ξαλα­φρώ­σει για τρεις μέρες”. Αυτό το “καλέ μου άνθρω­πε” έγι­νε σήμα κατα­τε­θέν του Θανά­ση. Ετσι, αγα­πη­τέ, φτιά­χτη­κε σιγά-σιγά ο Θανά­σης. Παρα­τη­ρώ­ντας τους ανθρώ­πους μέσα στον χώρο που κινού­νται. Στις λαϊ­κές αγο­ρές, στις γει­το­νιές, στο σινε­μά κ.α.».

Ο δικός μας Θανά­σης, ο καλός μας άνθρω­πος Θανά­σης Βέγ­γος έφυ­γε από τη ζωή στις 3 Μάη του 2011. Δεν έφυ­γε ποτέ απ’ τις καρ­διές μας.

* Τα απο­σπά­σμα­τα από τις συνε­ντεύ­ξεις του Θ. Βέγ­γου δημο­σιεύ­τη­καν στην εφη­με­ρί­δα Το Βήμα (8/5/2011)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο