Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η Κάτια Σουσάνινα από την «Κόκκινη Όχθη»

Γράφει ο Στέλιος Κανάκης //

«12 Μαρτίου 1943

Αγαπημένε μου, καλέ μου πατερούλη, σου γράφω αυτό το γράμμα αιχμάλωτη των Γερμανών. Πατερούλη μου, όταν θα διαβάζεις αυτό το γράμμα δεν θα είμαι ζωντανή. Μια παράκληση έχω για σένα πατέρα:

Τιμώρησε τους αιμοσταγείς Γερμανούς. Είναι η διαθήκη της κόρης σου που πεθαίνει. Λίγα λόγια για τη μητέρα: Όταν επιστρέψεις μην ψάξεις τη μαμά. Την εκτέλεσαν οι Γερμανοί όταν την ανέκριναν ρωτώντας για σένα. Ο αξιωματικός τη χτυπούσε με το βούρδουλα στο πρόσωπο. Η μαμά δεν άντεξε και είπε κάτι περήφανα. Να ποια ήταν τα τελευταία της λόγια:

“Δεν θα με τρομάξετε με το ξύλο. Είμαι σίγουρη, ό,τι ο άντρας μου θα επιστρέψει και θα πετάξει μακριά, εσάς τους δόλιους κατακτητές…”. Κι ο αξιωματικός πυροβόλησε τη μαμά στο στόμα.

Μπαμπάκα, σήμερα έγινα 15 χρονών. Αν μ’ έβλεπες δεν θα γνώριζες την κόρη σου. Αδυνάτισα πολύ, τα μάτια μου χώθηκαν στις κόγχες τους, τα κοτσιδάκια μου τα κούρεψαν γουλί, τα χέρια μου στέγνωσαν, μοιάζουν με ξυλαράκια. Όταν βήχω από το στόμα μου βγαίνει αίμα, κατέστρεψαν τα πνευμόνια μου. Θυμάσαι πριν δυο χρόνια, όταν έγινα 13; Τι όμορφα ήταν τα γενέθλιά μου; Τότε μπαμπά μου είπες: «Μεγάλωσε κορούλα μου, να σε χαιρόμαστε!» Έπαιζε το γραμμόφωνο, οι φιλενάδες μου έλεγαν χρόνια πολλά και τραγουδούσαμε το αγαπημένο τραγούδι των πιονιέρων.

Τώρα μπαμπά, όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη βλέπω το κουρελιασμένο φόρεμά μου, τον αριθμό στο λαιμό μου – σαν εγκληματίας, αδύνατη σα σκελετός κι αλμυρά δάκρυα τρέχουν από τα μάτια μου. Τι έγινε που συμπλήρωσα τα 15; Κανένας δεν με θέλει. Εδώ πολλοί άνθρωποι είναι στα αζήτητα. Γυρίζουν πεινασμένοι, κυνηγημένοι από τα λυκόσκυλα. Κάθε μέρα τους μαζεύουν και τους σκοτώνουν.

Ναι μπαμπά, κι εγώ είμαι σκλάβα του Γερμανού βαρόνου, δουλεύω για το Γερμανό Σάρλεν πλύστρα, πλένω τα εσώρουχα, τα πατώματα. Δουλεύω πολύ. Τρώω δυο φορές την ημέρα από την ίδια ταΐστρα με τη «Ρόζα» και την «Κλάρα», έτσι λένε τα δυο γουρούνια του αφέντη. Έτσι διέταξε ο βαρόνος: «Η Ρους πάντα ήταν και θα είναι γουρούνι», είπε. Φοβάμαι πολύ την «Κλάρα». Είναι μεγάλο και πεινασμένο γουρούνι. Μια φορά παραλίγο να μου φάει το δάχτυλο, όταν έπαιρνα απ’ την ταΐστρα μια πατάτα.

Ζω σε μια ξύλινη αποθήκη, στο δωμάτιο δεν επιτρέπεται να μπω. Μια φορά η υπηρέτρια, η Πολωνέζα Γιουζέφα μου έδωσε ένα κομματάκι ψωμί. Τότε η αφέντρα πολύ ώρα έδερνε τη Γιουζέφα με βούρδουλα στο κεφάλι και την πλάτη.

Δυο φορές δραπέτευσα από τα αφεντικά μου, αλλά με βρήκε ο κηπουρός τους. Τότε ο ίδιος ο βαρόνος μου έβγαλε το φόρεμα και με κλωτσούσε. Λιποθύμησα. Ύστερα μου έριξαν έναν κουβά νερό και με πέταξαν στο υπόγειο.

Σήμερα έμαθα τα νέα: Η Γιουζέφα είπε, ότι οι κύριοι φεύγουν για τη Γερμανία με μια μεγάλη ομάδα αιχμαλώτους, άντρες και γυναίκες από το Βίτεμπσκ. Θα πάρουν κι εμένα μαζί τους. Όχι, εγώ δεν θα πάω σ’ αυτή την τρισκατάρατη Γερμανία! Αποφάσισα καλύτερα να πεθάνω στην πατρική μου γη, παρά να με ποδοπατήσουν στην καταραμένη γερμανική γη. Μόνο ο θάνατος θα με γλυτώσει απ’ την απαίσια ζωή.

Το γράμμα θα το κρύψω.

Δεν θέλω να βασανίζομαι σαν σκλάβα στους καταραμένους, φοβερούς Γερμανούς, που δεν μ’ άφησαν να ζήσω!

Σε παρακαλώ μπαμπά: εκδικήσου για τη μαμά και για μένα. Αντίο καλέ μου πατερούλη, πάω να πεθάνω.

Η κόρη σου Κάτια Σουσάνινα…

Η καρδιά μου είναι σίγουρη: το γράμμα μου θα φτάσει.»

Το γράμμα, δεν έφτασε στον πατέρα της Κάτιας. Βρέθηκε σ’ ένα εγκαταλελειμμένο οίκημα. Ο πατέρας της ήταν νεκρός κι αυτός, από τους ίδιους φασίστες που δολοφόνησαν την γυναίκα του και την μικρή Κάτια με το μεγάλο ανάστημα. Δεν έμαθε, δεν μπόρεσε να εκδικηθεί. Το έπραξε όμως η Χώρα του που κάρφωσε την καρδιά του θηρίου. Δυστυχώς έμεινε το σύστημα που γεννά και εκτρέφει το κτήνος του φασισμού.

Το έλαβε όμως η ανθρωπότητα το γράμμα. Γονάτισε μπροστά στο μπόι της μικρής Σουσάνινα. Θρήνησε την Κάτια και τα εκατομμύρια των νεκρών. Η Σοβιετική Ένωση έθαψε πατέρες κι αδελφούς, μητέρες, γιους και κόρες, αθώα παιδιά. Εκατομμύρια πολλά οι νεκροί της, γεμάτη η γη της από μνημεία δολοφονημένων απ’ τη φασιστική κτηνωδία…

Ένα χωριό κάπου στο κέντρο της Λευκορωσίας. Λέγεται «Κράσνιι Μπέεργκ» (Κόκκινη όχθη). Εκεί έσβησε η ζωή της δεκαπεντάχρονης Κάτιας Σουσάνινα και των μικρών συντρόφων της.

Ένα μνημείο! Ένα μνημείο μοναδικό σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Αφιερωμένο στα παιδιά-θύματα του 2ου παγκόσμιου πολέμου. Εκεί που οι Γερμανοί φασίστες είχαν φτιάξει στρατόπεδο για παιδιά. Συγκέντρωναν παιδιά σλάβικης καταγωγής 8-14 ετών και έπαιρναν το αίμα τους για να το μεταγγίζουν στους τραυματίες αξιωματικούς και στρατιώτες τους. Κάθε παιδί είχε κρεμασμένη στο στήθος του πινακίδα με την ομάδα αίματός του. Από πολλά παιδιά έπαιρναν όλο το αίμα τους και τα άφηναν να πεθάνουν. Τα σώματά τους ή τα έκαιγαν επί τόπου ή τα έθαβαν αλλού.

Ένα μοναδικό μνημείο. Αναπαριστά έναν Ήλιο. «Πλατεία Ήλιου» ονομάζεται και η κεντρική πλατεία του. Από αυτήν φεύγουν επτά χρυσές ακτίνες και η μεγάλη η όγδοη, η γκρίζα, η αλέα της μνήμης, που κοιτά προς τη δύση απ’ όπου ήρθε το 1941 η φασιστική συμφορά. Όλα γύρω είναι λευκά… χαρούμενα, θα έλεγε κανείς… παιδικά. Σ’ αυτό ακριβώς βρίσκεται μέρος της τραγικότητας…

Κεντρική φιγούρα ένα κοριτσάκι με τα χέρια υψωμένα που στέκει πάνω σε κόκκινα χαλίκια, στο αίμα του. 21 άσπρα θρανία. Τρεις σειρές θρανίων (όσα τα χρόνιας κατοχής της Λευκορωσίας), με επτά θρανία η κάθε σειρά, όσες και οι μέρες της εβδομάδας.

Στο κέντρο το καραβάκι της ελπίδας όπου αναγράφονται τα ονόματα των 171 παιδιών που βρέθηκαν ζωντανά κατά την απελευθέρωση. Οι ζωγραφιές που είναι διάσπαρτες είναι φτιαγμένες από παιδιά, αμέσως μετά τον πόλεμο. Δεν έχουν τίποτα που να θυμίζει πόλεμο…

Στον μαυροπίνακα του μνημείου το γράμμα που έγραψε στις 12/3/1943 η 15χρονη Κάτια Σουσάνινα για όλους εμάς.

Το γράμμα της μικρής Κάτιας Σουσάνινα μπορεί να μην έφτασε στον «καλό της πατερούλη», το έλαβε όμως η ανθρωπότητα. Στην μνήμη της και στη μνήμη των εκατομμυρίων που δολοφόνησε ο φασισμός χτίστηκε αυτό το μνημείο. Τότε, που οι άνθρωποι γνώριζαν τι θα πει φασισμός κι έκλαιγαν τους νεκρούς τους.

Ευχαριστώ τον καθηγητή Χρήστο Τρικαλινό που με το υλικό του, μου γνώρισε μια τραγική στιγμή της ανθρωπότητας και το μεγαλείο της δεκαπεντάχρονης Κάτια Σουσάνινα. Το βίντεο που επισυνάπτω είναι δικό του και περιγράφει το μνημείο κι ένα κοριτσάκι ακούγεται να διαβάζει το γράμμα της Κάτιας. Δείτε το – αντέξτε!

Αν για κάτι μπορεί να είναι περήφανος στη ζωή του ένας άνθρωπος είναι όταν βρίσκεται, μ’ όλη την βεβαιότητα του νου του και κάθε πτυχή της ύπαρξής του, στο πλευρό της Κάτιας…

«Κοιμήσου» μικρή Κάτια. Δεν μπορεί να νικήσει το θηρίο, δεν γίνεται να χαθεί η ανθρωπότητα. Κι ίσως, στη σύντομη ζωή σου, να πρόλαβες ν’ ακούσεις το «τραγούδι» των συνονόματών σου “κατιούσα” που σκορπούσαν το θάνατο στους φασίστες.

«Αγαπημένε μου, καλέ μου πατερούλη…»

_______________________________________________________________________________________________________

Στέλιος Κανάκης Διδάσκει στην επαγγελματική εκπαίδευση και παράλληλα δραστηριοποιείται στο χώρο του βιβλίου. Έχει γράψει, υπό μορφή ημερολογίων τα «Με τη μουσική του κόσμου», «Οι μουσικοί του κόσμου» και «Δώδεκα μήνες συνθέτες».  Επίσης το «Ιερές Βλακείες» Εμπειρία Εκδοτική 1η και 2η έκδοση – Εκδόσεις Εντύποις 3η και 4η και το «Η Αγρία Γραφή» Εκδόσεις ΚΨΜ.
[email protected] Facebook: Stelios Kanakis /ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ