Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αγγελική Δημουλή: Αμυγδαλέζα 2012

Η Αγγελική Δημουλή γεννήθηκε στο Μοσχάτο το 1980. Τελείωσε το τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου DimouliΑθηνών και συνέχισε τις σπουδές της σε μεταπτυχιακό επίπεδο στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου της Σορβόνης (Paris-Sorbonne IV). Εκεί ασχολήθηκε με τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας ως μεταπτυχιακή συνεργάτης του τμήματος, όπου συνειδητοποίησε τη μεγάλη της αγάπη τόσο για την ελληνική γλώσσα όσο και για τη διδασκαλία. Αυτό την οδήγησε να συνεχίσει τις σπουδές της σε διδακτορικό επίπεδο στη Σορβόννη, ως υπότροφος της Γαλλικής Σχολής Αθηνών (EFA), και από την άλλη να συνεχίσει τη διδασκαλία της αρχαίας και νέας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας, ως φιλόλογος, στην Ελλάδα. Το «Έρδυλον» (Νοέμβριος 2011), είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.

Σήμερα παρουσιάζουμε έξι ποιήματα της Αγγελικής Δημουλή, εμπνευσμένα από τα ζητήματα μετανάστευσης και της κρίσης.

Κέντρο

Χτες έγινα άστεγος.
Διάλεξα, ερήμην μου,
τη μέρα που χιόνισε.
Πήγα στην πλατεία,
μου δώσανε κουβέρτες.
Πήγα στην (άλλη) πλατεία,
μου δώσανε φακές.
Ξάπλωσα στο παγκάκι της πλατείας (άλλης),
με διώξανε γιατί σταμάτησε το χιόνι.
Κοιμήθηκα σε μια πολυκατοικία,
απέξω.
Εκεί που το σκαλί φλερτάρει το κατώφλι.
Ήρθαν κι άλλοι άστεγοι το βράδυ.
Ένας μας μόνο ξύπνησε το πρωί.
Κάποιος είχε μαχαίρι.
Πήγε στην πλατεία..

Μνήμη νόστου

Περιστρεφόμασταν στα κάγκελα ανάμεσα
όλη μέρα.
Σκουριασμένο κέντημα μοιάζανε
σαν τις μπόλιες των γυναικών
που ‘μείναν πίσω
κάτω απ’τους ήλιους τους καυτούς.
Κόμπο-κόμπο να κεντάνε
το χρόνο να περάσει.
Δένανε η μια της άλλης
τα βρώμικα δάχτυλα της νίκης,
με κλωστίτσες φτηνές και ύφαιναν
το πανί που θα μας έσωζε.
Στις βάρκες που μας βάλανε
πανί δεν είχε και
μείναμε σκυμμένοι τρεις ημέρες.
Δίχως φαί, δίχως νερό, δίχως μανάδες.
Μείνανε πίσω διαρκώς να υφαίνουν,
διαρκώς να πενθούν,
διαρκώς να στρώνουν τραπέζι για έναν.

Αμυγδαλέζα 2012

Έφαγε άραγε
εκεί στο στρατόπεδο;
(όχι, δεν είναι-λένε-συγκέντρωσης)

Ξυπνάει πάντοτε
πρωί να δει
τον ήλιο;

Εκεί κάτω στη Μεσόγειο
τη βρίσκει την Ανατολή
να στρώσει το χαλάκι του;

Κατάφερε να το βγάλει λες
απ’εκείνο το βαρκάκι;
Κι’ήταν πολλοί μαζί.

Κι ήταν ξύλο λεπτό.

Λες η δύση να ‘ναι
τόσο άλικη
όσο κι εδώ;

Λες να ‘ρθει;
Έχω στρώσει.

Η επανάσταση του γιασεμιού

Κοιμήθηκα- με φίλησε η μάνα μου·
είχαμε οργανώσει γλέντι
στην αυλή (τη μέσα) για το βράδυ·
στάζανε έρωτες τα ρόδια μας.

Ξύπνησα- με έσπρωχνε μια ξένη που βογγούσε·
είδα τα μέλη (στη γιορτή) ακρωτηριασμένα·
τα ρόδια στάζανε τον πόνο·
τα μάτια μας μπερδέψανε το άλικο.

Πέθανα- με κόψανε τυφλοί με ιδεολογία·
με βάλαν να στηθώ πλάι στα χέρια δίχως ταίρι,
χόρεψε ‘λέγαν και γελούσαν·
δεν πρόλαβα να δω τα ρόδια.

(πετάχτηκαν λευκόσαρκα στον τοίχο)

Μικρή προσευχή

Δε φεύγουνε ποτέ οι νεκροί μας
Στέκονται δίπλα μας
κι ωχροί μας ξαποσταίνουν σε
νύχτες άβολες
φυσάνε ένα σκέπασμα από λήθη
και στρώνουν σεντόνι από
ομίχλη κι αναστεναγμό

Δε βλέπουνε ποτέ οι νεκροί μας
Μονάχα νιώθουνε
Την κάθε άδικη σταγόνα αίματος
Συνάζονται σιωπηλοί
Και τη μαζεύουνε σεμνά
σε βότσαλα την τρίβουν
και την κάνουν σπίθα στο σκοτάδι σας

Φιέστα

Σαν σε χορό ελληνικό
εβάλανε σε κύκλο τα καρότσια τους
στηθήκανε κι εκείνοι από πίσω
σε καρτ-ποστάλ

ριπές και έπεσε
έκαστος στο καρότσι το δικό του
να μη λερώσουνε –είπανε-
με το ξένο αίμα
το πολυφίλητο χαλίκι της
πατρίδας

και πάλι, σ’ετούτη τη γιορτή της φρίκης
όπου χορεύουνε μονάχα πεθαμένοι
θαυμάσιες γνωριμίες μπορείς να κάνεις
αφού εμάθανε τόσα ελληνικά οι καημένοι

εσείς πώς λέγεστε;- Ομάρ! Από πού είστε;
κι εσείς Ναγκίμπ με σύζυγο Εβραία,
ήρθατε όλοι εδώ γι’αναψυχή
με τα μοιραία γραφεία ταξιδιών

«Ο Μετανάστης»

 

 

Η στήλη «Νέοι Δημιουργοί» θα φιλοξενεί μία φορά τη βδομάδα ποιήματα ή διηγήματα νέων δημιουργών και όχι μόνο. Προϋπόθεση, να μην έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσο και φυσικά σε βιβλίο. Από αυτά που εσείς θα μας στέλνετε ο Λουκάς Σπήλιος (ψευδώνυμο ποιητή) θα επιλέγει και θα σας προτείνει.

Φιλοδοξία μας είναι, στις αρχές του 2016 να εκδοθεί μια συλλογή ποιημάτων (και αντίστοιχη διηγημάτων) που θα ανθολογηθούν από αυτά που θα φιλοξενήσουμε.

Μπορείτε να στέλνετε τη συμμετοχή σας, μαζί με ένα μικρό βιογραφικό, στο e-mail του περιοδικού: [email protected]