Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος _9ο

Η διεθνής αντιμετώπιση
του Παλαιστινιακού ζητήματος μετά το 1967

Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος 8️⃣

Τέσσερις μέρες μετά τη λήξη του Πολέμου των 6 Ημερών, στις 14.6.1967, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υιοθέτησε την Απόφαση 237, με την οποία καλούσε την ισραηλινή κυβέρνηση «να διασφαλίσει την ασφάλεια και την πρόνοια των ανθρώπων στις περιοχές όπου είχαν λάβει χώρα οι στρατιωτικές επιχειρήσεις και να διευκολύνει την επιστροφή όσων τις είχαν εγκαταλείψει από την έναρξη των εχθροπραξιών»1. Μέχρι τότε δεν είχε υπάρξει ούτε καταδίκη της ισραηλινής επίθεσης ούτε κάποια εντολή εκκένωσης των εδαφών που είχε καταλάβει.

Η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ μετέφερε 22.395 τόνους αρμάτων μάχης, πυροβολικού, πυρομαχικών και προμηθειών στο Ισραήλ με αεροσκάφη κατά τη διάρκεια του πολέμου του Γιομ Κιπούρ

Γενικότερα, με εξαίρεση τη Σοβιετική Ένωση και τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, που διαμαρτυρήθηκαν έντονα για τις επιθετικές ενέργειες του Ισραήλ (διακόπτοντας μεταξύ άλλων τις διπλωματικές σχέσεις μαζί του), ο καπιταλιστικός κόσμος, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις στις γραμμές του, δεν υπήρξε ιδιαίτερα καταδικαστικός ως προς τις αντιδράσεις του.

Στις 19.6.1967, με πρωτοβουλία της ΕΣΣΔ, συγκλήθηκε Έκτακτη Συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ προκειμένου να εκφραστούν και να καταγραφούν – σαφώς και κατηγορηματικώς πια – η καταδίκη της ισραηλινής επιθετικότητας και το αίτημα για άμεση αποχώρηση από τα κατεχόμενα εδάφη. Ανοίγοντας τις εργασίες της Συνεδρίασης ο πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου της ΕΣΣΔ, Α. Κοσίγκιν, τόνισε μεταξύ άλλων:

«Το Ισραήλ δεν έχει κανένα επιχείρημα που να δικαιολογεί την επιθετικότητά του. Οι προσπάθειές του να αυτοδικαιολογηθεί, όπως και οι προσπάθειες των συνηγόρων του (σ.σ. ΗΠΑ, κ.ά.) να εξαγνίσουν τις πολιτικές και τις πράξεις του Ισραήλ (…) δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια απάτη (…) Τα γεγονότα αποδεικνύουν πέρα από κάθε αμφιβολία πως η ευθύνη για την έναρξη του πολέμου, για τα θύματά του και τις συνέπειές του βαραίνει το Ισραήλ (…)

Έρχονται συνεχώς όλο και περισσότερες αναφορές για τις θηριωδίες και τη βία που ασκείται από τους Ισραηλινούς εισβολείς στις περιοχές που κατέλαβαν. Αυτά που συμβαίνουν στη Χερσόνησο του Σινά, στη Λωρίδα της Γάζας, στο δυτικό τμήμα της Ιορδανίας και στα συριακά εδάφη που κατέχονται από το Ισραήλ φέρνουν στη σκέψη τα αποτρόπαια εγκλήματα των ναζί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (…) Ο ισραηλινός στρατός πυρπολεί χωριά, καταστρέφει νοσοκομεία και σχολεία. Οι άμαχοι πληθυσμοί στερούνται φαγητού, νερού και κάθε άλλου μέσου επιβίωσης. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου αιχμάλωτοι πολέμου, ακόμα και γυναικόπαιδα, εκτελούνταν, όπου ασθενοφόρα με τραυματίες πυρπολούνταν (…)

Ισραηλινό πυροβολικό στα Υψώματα του Γκολάν, 1973

Η Σοβιετική Ένωση, πιστή στην αρχή της να προσφέρει βοήθεια στα θύματα της επιθετικότητας και να στηρίζει τους λαούς που αγωνίζονται για την ανεξαρτησία τους και την ελευθερία τους, στέκεται με αποφασιστικότητα στο πλευρό των αραβικών κρατών. (…) Η Σοβιετική Ενωση δεν είναι κατά του Ισραήλ, αλλά εναντίον της επιθετικής πολιτικής που ακολουθούν οι κυβερνητικοί κύκλοι σε αυτό το κράτος (…)

Οταν το ζήτημα είναι ή πόλεμος ή ειρήνη, για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των λαών, δεν πρέπει να υπάρχει θέση για πολιτικά παλαντζαρίσματα (…) Σε τέτοια θέματα (…) δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την αποφασιστική καταδίκη του επιτιθέμενου και των δυνάμεων που βρίσκονται από πίσω του (…)»2.

Απέναντι στη Σοβιετική Ένωση οι ΗΠΑ κατέθεσαν δικό τους Σχέδιο Απόφασης, με το οποίο η ευθύνη του πολέμου θολωνόταν επιμεριζόμενη με γενικό και αόριστο τρόπο σε όλα λίγο – πολύ τα εμπλεκόμενα μέρη, ενώ το ζήτημα της αποχώρησης από τα κατεχόμενα εδάφη έμπαινε με έμμεσο και όχι σαφή τρόπο. Οι σχετικές συζητήσεις κράτησαν έως και τις 4 Ιούλη, όταν εντέλει κατατέθηκαν προς ψήφιση δύο Σχέδια: Ενα που στηρίχθηκε από την ΕΣΣΔ, τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, τα αραβικά κράτη και τις περισσότερες από τις χώρες που ανήκαν στη λεγόμενη «Κίνηση των Αδεσμεύτων». Και ένα που στηρίχθηκε από τις ΗΠΑ, τα καπιταλιστικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής. Καθώς όμως κανένα από τα δύο Σχέδια δεν έλαβε την απαιτούμενη πλειοψηφία των 2/3, δεν ελήφθη καμιά απόφαση3.

Η στάση της ΕΣΣΔ και των άλλων χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης είχε σημαντικό αντίκτυπο στους λαούς της Μέσης Ανατολής. Πράγματι, η στάση αυτή, σε συνδυασμό με τη «στήριξη του Ισραήλ από τη Δύση» (δηλαδή τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ), «είχε ως αποτέλεσμα μεγάλα τμήματα των αραβικών κοινωνιών να βλέπουν τη Σοβιετική Ενωση με ένα μείγμα θαυμασμού και επιθυμίας για προστασία»4. Οπως ανέφερε σε συνέντευξή του το 1969 το μέλος της ΚΕ της Φατάχ και στέλεχος της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης Α. Ιγιάντ, «η Σοβιετική Ενωση πρέπει να θεωρείται φίλος των Αράβων. Πρόκειται για μια φιλία που έχει εκφραστεί στην πράξη με τη μορφή τόσο της υλικής βοήθειας όσο και της ισχυρής ηθικής υποστήριξης (…) ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο του Ιούνη (του 1967)»5. «Είναι αλήθεια», σημείωνε – από τη δική του οπτική και σκοπιμότητα – σχετικό υπόμνημα της CIA, «πως η ΕΣΣΔ αποτελεί τη μοναδική δύναμη στην οποία τα ριζοσπαστικά αραβικά κράτη – η Αίγυπτος, η Συρία και η Αλγερία – μπορούν να βασίζονται για μια ουσιαστική υποστήριξη»6.

Η στάση των ΗΠΑ, από την άλλη μεριά, είχε αντίστροφο αντίκτυπο, δημιουργώντας προβλήματα, τόσο στις ίδιες όσο και στους συμμάχους τους στη Μέση Ανατολή. Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες έκαναν λόγο για «γενικευμένη όξυνση της λαϊκής εχθρότητας απέναντι στις ΗΠΑ και τη Βρετανία λόγω (της στάσης τους έναντι) του πολέμου (…) Αυτά τα αντιαμερικανικά αισθήματα δεν έχουν μόνο υπονομεύσει την επιρροή των ΗΠΑ ανάμεσα στους συντηρητικούς (στον αραβικό κόσμο), αλλά έχουν συνδράμει και σε μια γενικότερη άνοδο του ριζοσπαστισμού στην περιοχή». «Τα αντιδυτικά αισθήματα στην Ιορδανία», σημείωνε ειδικότερα άλλη Εκθεση της CIA, «αυξήθηκαν σημαντικά». Τόσο ώστε ο βασιλιάς της χώρας, Χουσεΐν, «να μην μπορεί πλέον να εμφανίζεται ανοιχτά υπέρ της Δύσης και των ΗΠΑ όπως στο παρελθόν δίχως να θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του καθεστώτος του». Αντίστοιχα, «ο βασιλιάς (της Σαουδικής Αραβίας) Φαϊζάλ αισθάνεται ότι πρέπει να πιέσει σημαντικά ώστε οι ΗΠΑ να λάβουν θέσεις υπέρ των συμφερόντων των Αράβων και να αποδείξει έτσι πως η πολιτική του φιλίας με τις ΗΠΑ “αποδίδει”»7.

Ισραηλινά τανκς διασχίζουν το Σουέζ, 15/10/1973

Όλα τα παραπάνω αποτύπωναν κάποιες αλλαγές στον διεθνή συσχετισμό (κυρίως όσον αφορά τις αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών και την επιρροή τους στα κράτη του αραβικού κόσμου), οι οποίες, υπό την επίδραση της ΕΣΣΔ και των άλλων χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, είχαν εντέλει ένα ορισμένο αποτέλεσμα και στις σχετικές αποφάσεις του ΟΗΕ.

Στις 22.11.1967 – με καθυστέρηση 5 μηνών – το Συμβούλιο Ασφαλείας κάλεσε πια για την απόσυρση των ισραηλινών στρατευμάτων από τις περιοχές που είχαν καταλάβει και τον περιορισμό τους στα προπολεμικά σύνορα του Ισραήλ (Απόφαση 242). Η εν λόγω Απόφαση ήταν ιδιαίτερα σημαντική καθώς για πρώτη φορά από το 1949 οριοθετούνταν τα επίσημα αναγνωρισμένα σύνορα του Ισραήλ (τα οποία ισχύουν έως σήμερα), ενώ – έστω και εμμέσως – οριοθετούνταν επίσης τα σύνορα ενός μελλοντικού παλαιστινιακού κράτους. Βεβαίως, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο ΟΗΕ αναγνώριζε ταυτόχρονα την κυριαρχία του Ισραήλ επί των παλαιστινιακών εδαφών που είχε καταλάβει το 1948 – 1949, πέρα από τα όρια που είχαν οριστεί από τις πρώτες Αποφάσεις του Οργανισμού (στο πλαίσιο της δημιουργίας δύο κρατών) το 19478.

Στις 10.12.1969 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε Απόφαση (2535Β) με την οποία «ο Παλαιστινιακός λαός» αναγνωριζόταν για πρώτη φορά ως εθνότητα «με αδιαμφισβήτητα δικαιώματα απορρέοντα από την Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών και την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα». Τα δικαιώματα, που, κατά την ίδια Απόφαση, καταστρατηγούνταν διαρκώς από το Ισραήλ με «πράξεις συλλογικής τιμωρίας, αυθαίρετης φυλάκισης, απαγόρευσης κυκλοφορίας, καταστροφής οικιών και περιουσιών, εκτοπισμού κι άλλες μορφές καταστολής εναντίον των προσφύγων και άλλων κατοίκων των κατεχόμενων περιοχών»9.

Με νέα της Απόφαση (2672C) στις 8.12.1970 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ διακήρυξε ότι «ο λαός της Παλαιστίνης έχει τα ίδια δικαιώματα (…) στην αυτοδιάθεση» όπως όλοι οι λαοί, ενώ θεώρησε τον «πλήρη σεβασμό των αδιαμφισβήτητων δικαιωμάτων του Παλαιστινιακού λαού ως αναφαίρετο συστατικό για την επίτευξη μιας δίκαιης και διαρκούς ειρήνης στη Μέση Ανατολή»10.

Στις 30.11.1973 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε Απόφαση (3070), με την οποία όχι μόνο καταδίκαζε τη συνεχιζόμενη μη αναγνώριση «του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και ανεξαρτησίας» του Παλαιστινιακού λαού, αλλά διακήρυττε και «τη νομιμότητα» του ίδιου, καθώς και όλων «των λαών να αγωνίζονται για την απελευθέρωσή τους (…) με κάθε μέσο, συμπεριλαμβανομένης της ένοπλης πάλης»11.

Άλλες σημαντικές Αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ την ίδια περίοδο υπήρξαν: Η Απόφαση 3210 της 14.10.1974, με την οποία η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) αναγνωρίστηκε ως εκπρόσωπος του Παλαιστινιακού λαού. Η Απόφαση 3236 της 22.11.1974, με την οποία δόθηκε στην PLO καθεστώς «παρατηρητή» στον ΟΗΕ. Αλλά και η Απόφαση 3379 της 10.11.1975, με την οποία ο σιωνισμός χαρακτηρίστηκε μορφή ρατσισμού και φυλετικής διάκρισης (η τελευταία, σημειωτέον, ακυρώθηκε με νέα Απόφαση του Οργανισμού που πάρθηκε – όχι τυχαία – κατά την κορύφωση των αντεπαναστατικών ανατροπών στην ΕΣΣΔ τον Δεκέμβρη του 1991).

«Τη δεκαετία 1967 – 1977», αναφέρει σχετική Έκθεση του ΟΗΕ, «πραγματοποιήθηκε μια θεμελιώδης αλλαγή στον τρόπο που αντιμετωπιζόταν το Παλαιστινιακό ζήτημα (…) από ένα προσφυγικό πρόβλημα (…) σε ένα σημαντικό ζήτημα που αφορούσε τα θεμελιώδη δικαιώματα του Παλαιστινιακού λαού για επιστροφή στην πατρίδα του και αυτοδιάθεση»12. Ο ρόλος της ΕΣΣΔ και των χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης υπήρξε πρωταγωνιστικός σε όλες τις αποφάσεις υπέρ του Παλαιστινιακού λαού. Και παρά τις διαχρονικά συστηματικές προσπάθειες των ΗΠΑ να τις υπονομεύσουν ή να τις μπλοκάρουν (ασκώντας βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας), το γεγονός παραμένει ότι το Ισραήλ αποτελεί σήμερα το κράτος με τις περισσότερες – μακράν – διεθνείς καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον του στην ιστορία του Οργανισμού…

Οι θέσεις Ισραήλ
και αραβικών κρατών την επαύριο
του πολέμου του 1967

Όπως ξεκαθάρισε εξαρχής το Ισραήλ, δεν ήταν διατεθειμένο να υπαναχωρήσει «ούτε ίντσα» από τις περιοχές που είχε καταλάβει, επιδιώκοντας τη διενέργεια απευθείας διαπραγματεύσεων με κάθε εμπλεκόμενο μέρος χωριστά. Η τακτική αυτή αποσκοπούσε, αν μη τι άλλο, στην ακύρωση της διαπραγματευτικής δύναμης του αραβικού μπλοκ (ως συνόλου), αλλά και στην υπονόμευση της – πρόσκαιρης όπως αποδείχθηκε έτσι κι αλλιώς – ενότητάς του. Από την Αίγυπτο το Ισραήλ απαιτούσε την προσάρτηση της Λωρίδας της Γάζας και την αποστρατικοποίηση της Χερσονήσου του Σινά (ως απαραίτητο όρο για την επιστροφή της). Από την Ιορδανία απαιτούσε την προσάρτηση του συνόλου της Ιερουσαλήμ και ορισμένων άλλων εδαφών της Δυτικής Οχθης (που θα επιστρεφόταν στην Ιορδανία με τον όρο πως θα αποτελούσε επίσης αποστρατικοποιημένη ζώνη)13.

Η θέση των αραβικών κρατών, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά τη Διάσκεψη του Αραβικού Συνδέσμου στο Χαρτούμ του Σουδάν (29.8-1.9.1967), συνοψίστηκε στην εξής τριπλή άρνηση: «Καμιά ειρήνη με το Ισραήλ, καμία διαπραγμάτευση με το Ισραήλ, καμία αναγνώριση του Ισραήλ». Ωστόσο, η στιβαρή ενότητα που απέπνεαν τέτοιες ηχηρές διακηρύξεις υπήρξε καθ’ όλα φαινομενική, καθώς στο παρασκήνιο υπέβοσκαν σημαντικές διαφορές και αντιθέσεις14.

Πράγματι, η Συρία, το Ιράκ και η Αλγερία (καθώς και η PLO) υποστήριζαν «τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα εναντίον του Ισραήλ μέχρι την πλήρη απελευθέρωση των κατεχόμενων περιοχών, σε συνδυασμό με την επιβολή εμπάργκο πετρελαίου στη Δύση»15.

Το εθνικοαπελευθερωτικό ένοπλο κίνημα των Παλαιστινίων, ειδικότερα, ήταν κάθετα αντίθετο, τόσο στην Απόφαση 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που για εκείνους σήμαινε «αποδοχή της κατάκτησης και της απώλειας εδαφών που υπέστη ο λαός της Παλαιστίνης το 1948» (θέση που θα άλλαζε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 στο πλαίσιο μιας λύσης για τη δημιουργία δύο κρατών στα σύνορα του 1967), όσο και σε κάθε ειρήνη «που θα διασφάλιζε τα σύνορα του Ισραήλ», καθώς κάτι τέτοιο προϋπέθετε και τον «τερματισμό του παλαιστινιακού κινήματος αντίστασης»16.

Στρατιωτικά οχήματα της Αιγύπτου διασχίζουν το Σουέζ, 7/10/1973

Από την άλλη μεριά, η Αίγυπτος και η Ιορδανία ενδιαφέρονταν πρωτίστως για την ανάκτηση των απωλειών τους στον πόλεμο, τις οποίες δεν ήταν σε θέση (στρατιωτική ή οικονομική) να διεκδικήσουν με πιο δυναμικά μέσα. Την πιο «μετριοπαθή» οδό (που περιελάμβανε επίσης την αποσύνδεση του Παλαιστινιακού ζητήματος από τις άμεσες διεκδικήσεις των αραβικών κρατών έναντι του Ισραήλ) υποστήριζε και η Σαουδική Αραβία, της οποίας η οικονομική – και πολιτική – βαρύτητα στον αραβικό κόσμο είχε αναβαθμιστεί (ιδιαίτερα μετά και τη σημαντικότατη οικονομική συνδρομή που παρείχε σε Αίγυπτο και Ιορδανία για τις ανάγκες της μεταπολεμικής τους ανασυγκρότησης – βοήθεια από την οποία, σημειωτέον, αποκλείστηκε η Συρία)17.

Τον Δεκέμβρη του 1970 ο τότε Πρόεδρος της Αιγύπτου, Α. Σαντάτ, τόνισε σε συνέντευξή του ότι η χώρα του ήταν έτοιμη «να αναγνωρίσει τα δικαιώματα του Ισραήλ ως ανεξάρτητου κράτους» υπό τον όρο ότι θα της επιστρεφόταν το Σινά18. Τον δε Φλεβάρη του 1971 η αιγυπτιακή κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα αποδεχόταν τις ειρηνευτικές προτάσεις που είχαν τεθεί στο τραπέζι από τον ειδικό απεσταλμένο του ΟΗΕ, Γκ. Τζάρινγκ, εφόσον υπήρχε αμοιβαία αποδοχή τους και από το Ισραήλ – κάτι το οποίο, ωστόσο, δεν συνέβη19.

Ο στρατηγικός προσανατολισμός
της αστικής τάξης της Αιγύπτου αλλάζει

Η έκβαση του 3ου αραβοϊσραηλινού πολέμου επέδρασε καταλυτικά στη μετέπειτα διαμόρφωση των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή, δρομολογώντας σημαντικές αλλαγές στην εγχώρια και διεθνή στρατηγική των αστικών τάξεων διαφόρων κρατών, στην ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή, στις συμμαχίες, κ.ο.κ. Βασικός κρίκος σε όλα τα παραπάνω υπήρξε η Αίγυπτος.

«Η συντριπτική ήττα του αιγυπτιακού στρατού», αναφέρει σχετική έκθεση της CIA, επέφερε κρίσιμο πλήγμα στην ιδιαίτερη βαρύτητα και ρόλο της αστικής τάξης της Αιγύπτου – και του βασικότερου πολιτικού της εκπροσώπου, Αμπ. Γκ. Νάσερ – ως «ηγετικού εκφραστή (των συμφερόντων) των Αράβων»20.

Ο Γκαμάλ Αμπντελ Νάσερ στη σύνοδο του Αραβικού Συνδέσμου στο Χαρτούμ

Η αποδυνάμωση του ισχυρότερου έως τότε καπιταλιστικού κράτους στη Μέση Ανατολή – της Αιγύπτου – δεν ήταν όμως μόνο στρατιωτική, αλλά και οικονομική. Η απώλεια των σημαντικότατων εσόδων που αντλούνταν από τη Διώρυγα του Σουέζ και τις πετρελαιοπηγές του Σινά, σε συνδυασμό με τα υπέρογκα κεφάλαια που απαιτούνταν για την αποκατάσταση της στρατιωτικής ισχύος της χώρας, δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα στην οικονομία της. Οι κρατικές δαπάνες (που συν τοις άλλοις εξασφάλιζαν έναν ορισμένο βαθμό ενσωμάτωσης των λαϊκών μαζών στην κυρίαρχη πολιτική) μειώθηκαν, ενώ ταυτόχρονα η αφαίμαξη του λαϊκού εισοδήματος εντάθηκε. Ως αποτέλεσμα ξέσπασαν μια σειρά από μαζικές λαϊκές διαμαρτυρίες εναντίον του Νάσερ. Ο θάνατος του τελευταίου το 1970 και η αντικατάστασή του από τον τότε αντιπρόεδρο, Α. Σαντάτ, σηματοδότησαν – και τυπικά / συμβολικά πια – την ολοκλήρωση μιας ολόκληρης περιόδου στην Ιστορία της Αιγύπτου αλλά και ευρύτερα της Μέσης Ανατολής: Μιας περιόδου όπου η κατ’ ουσία σοσιαλδημοκρατική αντίληψη του «παναραβισμού» και του «αραβικού σοσιαλισμού» αποτέλεσε βασικό συστατικό στοιχείο της στρατηγικής των αστικών τάξεων μιας σειράς αραβικών κρατών, με πλατιά έκφραση και στα εθνικά – απελευθερωτικά κινήματα της περιοχής21.

Η αλλαγή στον στρατηγικό προσανατολισμό της αστικής τάξης της Αιγύπτου μετά την ήττα του 1967 είχε αρχίσει να διαφαίνεται ήδη από τη Διάσκεψη του Αραβικού Συνδέσμου στο Χαρτούμ τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους, όταν ο Νάσερ, έχοντας αποδεχτεί ένα σημαντικό πακέτο οικονομικής βοήθειας από τα πλούσια σε πετρέλαιο κράτη του Κόλπου, «αναίρεσε» την έως τότε διάκριση του αραβικού κόσμου σε «προοδευτικό» και «αντιδραστικό», κάνοντας λόγο για «κοινό μέτωπο» απέναντι στην απειλή του Ισραήλ. Αντίστοιχα, σταδιακά ατόνησαν – ωσότου εξαλειφθούν εντελώς – και οι όποιες αναφορές στον ιμπεριαλισμό (ως βασικό κοινό εχθρό των αραβικών λαών)22.

Το τελευταίο εγχείρημα για τη συγκρότηση μιας Αραβικής Ομοσπονδίας μεταξύ της Λιβύης υπό τον Μ. Καντάφι (στον οποίο ανήκε και η σχετική πρωτοβουλία), της Αιγύπτου και της Συρίας, αν και έλαβε την υποστήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας των λαών των τριών κρατών σε σχετικά δημοψηφίσματα, ωστόσο δεν προχώρησε, κυρίως λόγω των αλλαγών στον στρατηγικό προσανατολισμό της αιγυπτιακής αστικής τάξης. Την ίδια περίοδο, άλλωστε, η τελευταία είχε αρχίσει ήδη να επιδιώκει την επαναπροσέγγιση με τις ΗΠΑ, εκδιώκοντας μεταξύ άλλων το 1972 τους περίπου 15.000 Σοβιετικούς τεχνικούς και στρατιωτικούς συμβούλους, που είχαν αποσταλεί εκεί προκειμένου να συνδράμουν την Αίγυπτο σε μια σειρά από τομείς23.

Φωτιά στο Τέμενος Αλ Ακσα

Ο 4ος αραβοϊσραηλινός πόλεμος
__Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ

Τον Φλεβάρη του 1973, η αιγυπτιακή κυβέρνηση, προσδοκώντας πλέον και σε μια ευνοϊκότερη διαμεσολάβηση εκ μέρους των ΗΠΑ, επιχείρησε να έρθει εκ νέου σε συμβιβασμό με το Ισραήλ. Η Αίγυπτος διεκδικούσε την επιστροφή του Σινά (έστω και με την αποστρατικοποίηση ορισμένων περιοχών). Σε αντάλλαγμα, προσέφερε την υπογραφή ειρήνης (που ταυτόχρονα σήμαινε και αναγνώριση του Ισραήλ), ελεύθερη διέλευση στα ισραηλινά πλοία από τη Διώρυγα του Σουέζ, τερματισμό του μποϊκοτάζ και καταπολέμηση της δράσης της παλαιστινιακής αντίστασης επί αιγυπτιακού εδάφους. Ολα αυτά, όμως, δεν ήταν αρκετά για το Ισραήλ, που αντέτεινε όρους τους οποίους η Αίγυπτος δεν μπορούσε να δεχτεί (όπως π.χ. τη διατήρηση ισραηλινών στρατιωτικών φυλακίων επί του Σινά)24.

Απευθυνόμενος προς τον Αιγύπτιο Πρόεδρο Σαντάτ, ο τότε ειδικός σύμβουλος του Προέδρου των ΗΠΑ για θέματα Εθνικής Ασφάλειας (και μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών), Χ. Κίσινγκερ, εξέφρασε μεν «την εκτίμηση για την ειρηνευτική του πρωτοβουλία, καθώς και για την απόφασή του να εκδιώξει τους Σοβιετικούς», ωστόσο ταυτόχρονα του «συνέστησε (…) ρεαλισμό», σημειώνοντας ότι, έχοντας «ηττηθεί» στον πρόσφατο πόλεμο, «έπρεπε να κάνει (κι άλλους) συμβιβασμούς προκειμένου να έχει τη στήριξη των ΗΠΑ». Η στάση αυτή των ΗΠΑ, όπως και του Ισραήλ, οδήγησε την αιγυπτιακή αστική τάξη στο συμπέρασμα πως ο μόνος τρόπος για να βελτιώσει τη διαπραγματευτική της θέση ήταν η αντιστροφή των όρων που δημιούργησε το αποτέλεσμα του προηγούμενου πολέμου με νέο πόλεμο25.

Πράγματι, στις 6.10.1973, Αίγυπτος και Συρία πραγματοποίησαν ταυτόχρονη συνδυασμένη επίθεση κατά του Ισραήλ (στη Χερσόνησο του Σινά και τα Υψίπεδα του Γκολάν αντίστοιχα), πυροδοτώντας τον 4ο αραβοϊσραηλινό πόλεμο, γνωστό και ως «Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ» (από την ομώνυμη εβραϊκή γιορτή, ανήμερα της οποίας ξεκίνησε ο πόλεμος). Η προέλασή τους, ωστόσο, δεν κράτησε πολύ. Πολύ σύντομα ο ισραηλινός στρατός κατάφερε – έπειτα και από την καθοριστική του ενίσχυση από τις ΗΠΑ – να σταθεροποιήσει τα δύο μέτωπα και να περάσει στην αντεπίθεση απωθώντας αμφότερους πέρα και από τα εδάφη που είχαν απολέσει κατά τον Πόλεμο των 6 Ημερών (φτάνοντας στα νότια έως την πόλη του Σουέζ, 100 μόλις χιλιόμετρα από το Κάιρο και στα βόρεια έως τα πρόθυρα της Δαμασκού).

Η μεταφορά του πολέμου σε αραβικά εδάφη ενεργοποίησε την εμπλοκή και άλλων αραβικών κρατών, όπως του Ιράκ, της Αλγερίας, του Μαρόκου, κ.ά. Ωστόσο, αυτή ήταν πολύ μικρή ώστε να κάνει την οποιαδήποτε διαφορά. Επιπλέον, χαρακτηριζόταν από σοβαρή έλλειψη συντονισμού, επικοινωνίας, κ.ο.κ. μεταξύ των εμπλεκόμενων δυνάμεων, γεγονός που αδυνάτισε ακόμα περισσότερο την αποτελεσματικότητά τους στο πεδίο. Στην περίπτωση της Ιορδανίας, ειδικότερα, η συμμετοχή στον πόλεμο ήταν αντιφατική, «με το ένα πόδι» (όπως άλλωστε καταδεικνύουν και προσφάτως αποχαρακτηρισμένα έγγραφα, που φανερώνουν σχετική συνεννόηση και συμφωνία ανάμεσα σε Ισραήλ και Ιορδανία, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια του πολέμου)26.

Η ΕΣΣΔ, παρά τη στάση της Αιγύπτου το προηγούμενο διάστημα απέναντί της, έσπευσε να τη συνδράμει (όπως και τη Συρία) διά θαλάσσης και αέρος με χιλιάδες τόνους στρατιωτικού υλικού. Σημαντικότατη υπήρξε – όπως προαναφέραμε – και η αμερικανική συνδρομή προς το Ισραήλ. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την επιβολή εμπάργκο από τα αραβικά πετρελαιοεξαγωγικά κράτη του OAPEC, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και σε μια σειρά άλλων καπιταλιστικών κρατών της Ευρώπης. ΕΣΣΔ και ΗΠΑ κινητοποίησαν ισχυρές ναυτικές δυνάμεις στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η 5η Σοβιετική ναυτική Μοίρα και ο 6ος Αμερικανικός Στόλος βρέθηκαν κυριολεκτικά ο ένας απέναντι στον άλλο στη «μεγαλύτερη αντιπαράθεση ναυτικών δυνάμεων του Ψυχρού Πολέμου»27.

Στις 22 Οκτώβρη το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ κάλεσε όλους τους εμπλεκόμενους σε εκεχειρία. Η Αίγυπτος την αποδέχτηκε αμέσως. Το Ισραήλ, ωστόσο, που ήταν πολύ κοντά στην περικύκλωση και καταστροφή της 3ης αιγυπτιακής Στρατιάς, συνέχισε να πιέζει στρατιωτικά. Στις 24 του μηνός η σοβιετική κυβέρνηση διεμήνυσε στις ΗΠΑ πως, αν το Ισραήλ συνέχιζε την παραβίαση της εκεχειρίας, θα αναγκαζόταν «να αναλάβει τα απαραίτητα μέτρα μονομερώς». Η σοβιετική προειδοποίηση μεταφέρθηκε από τις ΗΠΑ στο Ισραήλ, το οποίο τελικά και εφάρμοσε την εκεχειρία στις 25 Οκτώβρη τερματίζοντας τον πόλεμο28.

Ο 4ος αραβοϊσραηλινός πόλεμος έληξε με στρατιωτική νίκη του Ισραήλ. Ωστόσο, οι απώλειές του υπήρξαν 4 με 5 φορές μεγαλύτερες από ό,τι στον προηγούμενο πόλεμο, γεγονός που είχε αισθητό αντίκτυπο στην ισραηλινή κοινωνία. «Μέσα σε ένα διάστημα λίγων ετών», αναφέρει μια μελέτη, «οι ελπίδες, οι προσδοκίες και η νέα αυτοεικόνα που είχε δημιουργηθεί από τον Πόλεμο των 6 Ημερών εξανεμίστηκαν». Και «η εβραϊκή κοινότητα στο Ισραήλ έμεινε με μια πραγματικότητα σε απόλυτη δυσαρμονία με τον μύθο (που είχε καλλιεργηθεί) για την ισραηλινή κοινωνία»29. Το γκρέμισμα αυτό των προσδοκιών (αυταπατών) που είχε καλλιεργήσει η αστική τάξη του Ισραήλ – και ιδιαίτερα ο επί χρόνια ηγετικός πολιτικός της εκπρόσωπος, το σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (Mapai) – προκάλεσε τριγμούς και στο αστικό πολιτικό σύστημα. Στις 11.4.1974 η Ισραηλινή πρωθυπουργός, Γκ. Μέιρ, παραιτήθηκε και σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση (και πάλι με κορμό το Εργατικό Κόμμα) υπό τον Γ. Ράμπιν. Στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, το 1977, το Εργατικό Κόμμα εξέπεσε για πρώτη φορά στην ιστορία του από τη θέση που κατείχε από το 1920 ως η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη μεταξύ των Εβραίων της Παλαιστίνης, δίνοντας τη σκυτάλη στο συντηρητικό κόμμα Λικούντ υπό τον Μ. Μπέγκιν.

Όσον αφορά την αιγυπτιακή αστική τάξη, παρά την ήττα της στο στρατιωτικό πεδίο, κατάφερε εντέλει να πετύχει την επιστροφή της Χερσονήσου του Σινά. Αυτό πραγματοποιήθηκε με την καταλυτική διαμεσολάβηση των ΗΠΑ, με τις Συμφωνίες Σινά Ι και ΙΙ (που υπογράφτηκαν στις 18.1.1974 και 4.9.1975 αντίστοιχα). Η εν λόγω εξέλιξη επιδιώχθηκε από τις ΗΠΑ και έγινε δεκτή από το Ισραήλ στο πλαίσιο της άμβλυνσης των αντιθέσεων που δημιουργούσαν πολεμικές αναταράξεις στην περιοχή (άμβλυνση που στη δοσμένη συγκυρία επιδίωκαν και οι δύο καθώς εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντά τους), της υπονόμευσης ενός εν δυνάμει «ενιαίου» μετώπου των αραβικών κρατών και βεβαίως της καταπολέμησης της σοβιετικής επιρροής στη Μέση Ανατολή (η μονομερής ακύρωση από την Αίγυπτο του Συμφώνου Φιλίας με την ΕΣΣΔ, τον Μάρτη του 1976, υπήρξε π.χ. ένα από τα πιο άμεσα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής)30.

Την ίδια περίπου περίοδο – με τη διαμεσολάβηση και πάλι των ΗΠΑ – επετεύχθη επίσης συμφωνία ανάμεσα σε Ισραήλ και Συρία για την επιστροφή των Υψιπέδων του Γκολάν (Συμφωνία του Γκολάν, 31.5.1974). Η εν λόγω Συμφωνία επισημοποιούσε την παύση των εχθροπραξιών μεταξύ των δύο κρατών και όριζε τη δημιουργία διασυνοριακά ουδέτερης ζώνης επιτηρούμενης από διεθνή δύναμη του ΟΗΕ.

Το 1977 – 1979 το Ισραήλ, η Αίγυπτος και οι ΗΠΑ κατέληξαν στις Συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ (17.9.1978) και στη Συνθήκη Ειρήνης Αιγύπτου – Ισραήλ (26.3.1979). Ετσι η Αίγυπτος έγινε το πρώτο αραβικό κράτος που αναγνώριζε το Ισραήλ και σύναπτε ειρήνη μαζί του, γεγονός που καταδικάστηκε από τα υπόλοιπα κράτη της Μέσης Ανατολής31.

Οι Συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ αφορούσαν όμως και το Παλαιστινιακό ζήτημα, προβλέποντας μεταξύ άλλων την παραχώρηση καθεστώτος αυτονομίας στη Δυτική Οχθη (πλην της Ιερουσαλήμ) και τη Γάζα. Οι σχετικές διατάξεις απορρίφθηκαν από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, καθώς, όπως τονιζόταν στη σχετική της Απόφαση (30/74) της 6.12.1979, καταλήχθηκαν δίχως τη συμμετοχή και σύμφωνη γνώμη ούτε του ΟΗΕ ούτε βεβαίως των εκπροσώπων των ίδιων των Παλαιστινίων. Επιπλέον κρίθηκε ότι οι σχετικές διατάξεις «παραβίαζαν τα αναγνωρισμένα δικαιώματα του Παλαιστινιακού λαού, βαίνοντας αντίθετα στις αρχές μιας δίκαιης και συνολικότερης λύσης του Μεσανατολικού ζητήματος για τη διασφάλιση μιας δίκαιης ειρήνης στην περιοχή». Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ κάλεσε, «μια ακόμη φορά», για την «απόσυρση του Ισραήλ από τα κατεχόμενα αραβικά και παλαιστινιακά εδάφη, συμπεριλαμβανομένης της Ιερουσαλήμ»32.

Οπως εκτιμάται σε σχετική μελέτη, «από εκείνη τη στιγμή (σ.σ. από την υπογραφή των Συμφωνιών του 1978 – 1979) η Αίγυπτος έπαψε πλέον να αποτελεί τη φωνή των αραβικών πληθυσμών και να ηγείται της αραβικής ενότητας»33. Πρόκειται βεβαίως για ένα γεγονός με σαφώς περισσότερες αιτίες, αλλά και συνέπειες (όπως θα δούμε στη συνέχεια): Ολες αλληλένδετες μεταξύ τους.

Η παρακμή παναραβισμού __
“αραβικού σοσιαλισμού”
και η άνοδος του ισλαμικού
φονταμενταλισμού

Από το 1974, η αιγυπτιακή κυβέρνηση άρχισε πλέον να επιδιώκει πιο ενεργά τη μετάβαση από το έως τότε ακολουθούμενο σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο διαχείρισης του καπιταλισμού (με διευρυμένο κρατικό παραγωγικό τομέα και εκτεταμένες κοινωνικές παροχές), σε μια «Πολιτική Ανοιχτών Θυρών» στην οικονομία της, με την αθρόα προσέλκυση ξένων κεφαλαίων (επενδύσεων και δανείων), ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές κοινωνικών δαπανών, κ.ο.κ. Παράλληλα, στράφηκε στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, των οποίων βεβαίως τα δανειζόμενα κεφάλαια συνοδεύονταν με όρους για περαιτέρω καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και αντιλαϊκά μέτρα. Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια (έως το 1978) το εξωτερικό χρέος της Αιγύπτου διπλασιάστηκε. Η δε εξάρτησή της από την αμερικανική «βοήθεια» πολλαπλασιάστηκε (από 1,5 εκατομμύριο δολάρια το 1972 σε 2,58 δισεκατομμύρια το 1979)34.

Ολα τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα τη δραστική περικοπή των δαπανών σε Παιδεία και Υγεία, την κατάργηση των επιδοτήσεων στα τρόφιμα και στον ρουχισμό, την απελευθέρωση των ενοικίων, κι άλλα πολλά που οδήγησαν σε περαιτέρω εξαθλίωση των εργατικών – λαϊκών μαζών και όξυνση των ταξικών αντιθέσεων.

Η χρεοκοπία της αραβικής σοσιαλδημοκρατίας άφησε πίσω της σημαντικά «κενά» στα υπάρχοντα (έστω και υποτυπώδη) δίκτυα κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας (καθώς και ενσωμάτωσης) του καπιταλιστικού κράτους, σπέρνοντας ταυτόχρονα απογοήτευση και σύγχυση στις λαϊκές συνειδήσεις. Τα «κενά» αυτά «καλύφθηκαν» σύντομα με άλλους τρόπους και από άλλες δυνάμεις: Τους «Αδερφούς Μουσουλμάνους».

Το 1974 η κυβέρνηση του Σαντάτ απελευθέρωσε τα μέλη και τα στελέχη της έως τότε παράνομης ισλαμικής οργάνωσης των «Αδερφών Μουσουλμάνων» και ήρε τους περιορισμούς στη δράση της. Οι «Αδερφοί Μουσουλμάνοι», έχοντας την οικονομική στήριξη τμήματος της αιγυπτιακής αστικής τάξης και εκμεταλλευόμενοι τις δυνατότητες που τους έδιναν οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στη χώρα, ίδρυσαν τράπεζες που παρείχαν άτοκα δάνεια, επένδυσαν στη συγκρότηση επιχειρήσεων, κ.ο.κ. Ταυτόχρονα άρχισαν να χτίζουν ένα ολόκληρο δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών, Υγείας, Παιδείας, κ.ο.κ., αλλά και προσφοράς – εν είδει αγαθοεργίας – τροφίμων, ρουχισμού κι άλλων αγαθών που πλέον δεν επιδοτούνταν από το κράτος. Μέσα σε λίγα χρόνια, ο αριθμός των Αιγυπτίων που φοιτούσαν στα ισλαμικά σχολεία των «Αδερφών Μουσουλμάνων» και νοσηλεύονταν στα νοσοκομεία τους μετριόταν σε εκατοντάδες χιλιάδες. Ολα τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία ανάπτυξη της οργάνωσης και σταδιακά «τη μεταστροφή της λαϊκής υποστήριξης από την ιδεολογία του παναραβισμού προς την ιδεολογία του Ισλάμ»35.

Η στροφή αυτή δεν αφορούσε βεβαίως μόνο την Αίγυπτο. Η υποχώρηση του παναραβισμού στο μέχρι πρότινος βασικό του κρατικό εκπρόσωπο ήταν λογικό και αναμενόμενο να έχει ευρύτερο αντίκτυπο στη Μέση Ανατολή. Κατά δεύτερον, οι «Αδερφοί Μουσουλμάνοι» δεν δραστηριοποιούνταν μόνο στην Αίγυπτο, αλλά και σε άλλες περιοχές της Μέσης Ανατολής (όπως π.χ. στη Λωρίδα της Γάζας, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για τις μετέπειτα εξελίξεις καθώς συνδέεται με «τις ιδεολογικές και οργανωτικές ρίζες της Χαμάς»)36.

Η εν λόγω στροφή συνδεόταν επίσης με την αύξηση της οικονομικής και πολιτικής βαρύτητας της Σαουδικής Αραβίας στην περιοχή την ίδια περίοδο. Όπως είδαμε στο 7ο μέρος του αφιερώματός μας, η ανάδειξη της Σαουδικής Αραβίας σε ηγετικό κράτος του αραβικού κόσμου (λόγω του συντηρητισμού του καθεστώτος και των στενών του σχέσεων με τις ΗΠΑ) υπήρξε προτεραιότητα της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή από τα μέσα της δεκαετίας του 1950.

Τη δεκαετία του 1970 η ψαλίδα της οικονομικής ισχύος ανάμεσα στα πλούσια σε πετρέλαιο και μη κράτη της Μέσης Ανατολής άνοιξε σημαντικά. Εως το 1980 η Αίγυπτος και η Συρία, παρότι διέθεταν το 50% του πληθυσμού στο σύνολο των 10 κρατών που συγκροτούσαν τότε τον Οργανισμό Αραβικών Πετρελαιοεξαγωγικών Χωρών (OAPEC), αντιπροσώπευαν μόλις το 11,5% του συνδυασμένου ΑΕΠ τους (έναντι 69% των κρατών του Κόλπου). Στο διάστημα 1970 – 1980 το ΑΕΠ της Σαουδικής Αραβίας αυξήθηκε 30 φορές37.

Βασικός στρατηγικός στόχος της σαουδαραβικής αστικής τάξης υπήρξε βεβαίως η μείωση της επιρροής της ΕΣΣΔ στη Μέση Ανατολή, καθώς αυτή αντανακλούσε στην ισχύ των κάθε μορφής ριζοσπαστικών κοινωνικών και εθνικών κινημάτων στην περιοχή, υπονομεύοντας τόσο την εξουσία της ίδιας στο εσωτερικό, όσο και τις επιδιώξεις της για πρωτοκαθεδρία ευρύτερα στον αραβικό κόσμο. Κύρια «όπλα» της Σαουδικής Αραβίας σε αυτήν τη μάχη υπήρξαν: α) Στον μεν οικονομικοπολιτικό τομέα, τα τεράστια κεφάλαια που ήταν σε θέση να διαθέσει (με τη μορφή «βοήθειας», επενδύσεων, κ.ο.κ.), β) στον δε ιδεολογικοπολιτικό, το Ισλάμ.

Ετσι, μετά τον πόλεμο του 1967, η Σαουδική Αραβία αξιοποίησε τα πακέτα οικονομικής βοήθειας προς την Αίγυπτο προκειμένου να ενισχύσει τη μεταστροφή της αιγυπτιακής αστικής τάξης σε σχέση με την εσωτερική της πολιτική και τις διεθνείς της συμμαχίες (σημαντικός κρίκος σε αυτό υπήρξαν οι Αιγύπτιοι καπιταλιστές που δραστηριοποιούνταν στα κράτη του Κόλπου και σχετίζονταν με τους «Αδερφούς Μουσουλμάνους»). Ο ρόλος της Σαουδικής Αραβίας στη σταδιακή αντικατάσταση του κοσμικού παναραβισμού από τον σαφώς πιο συντηρητικό πανισλαμισμό, τόσο στην Αίγυπτο όσο και γενικότερα υπήρξε πράγματι καταλυτικός. Σε αυτό βοηθήθηκε και από την πολιτική του Ισραήλ, καθώς η κατοχή της Ιερουσαλήμ και του τρίτου πιο σημαντικού ιερού τόπου για τους μουσουλμάνους (του τεμένους Αλ Ακσα), έδωσε τη δυνατότητα στη Σαουδική Αραβία, ως «προστάτιδα των Ιερών Τόπων του Ισλάμ», να βγει στο προσκήνιο ως ηγετικός παράγοντας του αραβικού κόσμου (ιδιαίτερα μεταξύ των πιο θρησκευόμενων – όσο και πολυάριθμων – αγροτικών μαζών)38.

Μια φωτιά που ξέσπασε στο τέμενος Αλ Ακσα στις 21.8.1969 (και αποδόθηκε στο Ισραήλ) αποτέλεσε το έναυσμα για τη σύγκληση Ισλαμικού Συνεδρίου στο Ραμπάτ του Μαρόκου τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους και εντέλει την ίδρυση του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας (1972)39. Επρόκειτο για ένα ακόμα δείγμα μιας πορείας κατά την οποία η κοινότητα της θρησκείας άρχιζε σταδιακά να αντικαθιστά (ως ο κεντρικός συνεκτικός – ενοποιητικός κρίκος ανάμεσα στους λαούς μιας σειράς κρατών), την κοινότητα του έθνους / φυλής, του ιστορικού παρελθόντος, του πολιτισμού, της γλώσσας, κ.ο.κ., που ήταν βασικά χαρακτηριστικά του παναραβισμού.

Τα Κομμουνιστικά Κόμματα του αραβικού κόσμου, παρότι μετείχαν – και πολλάκις πρωτοστάτησαν – στις μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις που άρχισαν να ξεσπούν από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και μετά (βλ. «διαμαρτυρίες για το ψωμί» το 1977 στην Αίγυπτο και κατόπιν στο Μαρόκο, στην Αλγερία, κ.α.), δεν μπόρεσαν να αξιοποιήσουν την όξυνση των ταξικών αντιθέσεων που προέκυψε από τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και τις επιπτώσεις τους στα λαϊκά στρώματα, προκειμένου να προβάλουν και να «δουλέψουν» σε αυτά τη σοσιαλιστική προοπτική.

Βασικός λόγος γι’ αυτό, πέραν των ανηλεών διώξεων στις οποίες υπέκειντο διαρκώς (σε αντίθεση με τις ισλαμικές οργανώσεις που δρούσαν ελεύθερα), υπήρξε η στήριξη που είχαν παράσχει το προηγούμενο διάστημα στα διάφορα σοσιαλδημοκρατικά – παναραβικά κόμματα. Η πολιτική χρεοκοπία των τελευταίων, καθώς και της αστικής διαχείρισης που ανέλαβαν όπου σχημάτισαν κυβέρνηση, είχε αντίκτυπο και στα Κομμουνιστικά Κόμματα (τα οποία, επηρεαζόμενα και από τις συνθήκες που επικρατούσαν στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, δεν προχώρησαν σε διόρθωση της στρατηγικής τους σε επαναστατική κατεύθυνση).

Σε κάθε περίπτωση, όπου το κομμουνιστικό κίνημα διέθετε δυνάμεις (όπως π.χ. σε μαζικούς χώρους δουλειάς, στα πανεπιστήμια, κ.α.) οι συγκρούσεις με τις ισλαμικές οργανώσεις ήταν πολλές και συχνά βίαιες40.

(Συνεχίζεται)

Παραπομπές

  1. http://unscr.com/en/resolutions/237
  2. UNGA, Official Records, Fifth Emergency Special Session, 19.6.1967, σελ. 2-3
  3. UNGA, Official Records, Fifth Emergency Special Session, 19.6.1967 και 4.7.1967
  4. Laura Feliu & Ferran Izquierdo-Brichs, Communist Parties in the Middle East, εκδ. Routledge, London & NY, 2019, σελ. 27
  5. Basic political documents of the armed Palestinian resistance movement, εκδ. PLO Research Center, Beirut, 1969, σελ. 97
  6. CIA, Memorandum. Special assessments in the Middle East situation. Main issues in a Middle East Settlement, 13.7.1967, σελ. 3 (CIA-RPD79T00826A002300470001-4)
  7. CIA, Arab solidarity in the next few months, 23.6.1967, σελ. 1-2 (CIA-RPD79T00826A002200080001-3) King Husayn’s current position, 27.6.1967, σελ. 2 (CIA-RPD79T00826A002200260001-3) και Arab-Israeli Situation Report, 18.6.1967, σελ. 3 (CIA-RPD79T00826A002100010045-3)
  8. United Nations, Origins and evolution of the Palestine Problem: 1947-1977 (Part ΙΙ), στο https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-ii-1947-1977/ (από δω και πέρα ΟΗΕβ)
  9. https://digitallibrary.un.org/record/645799?v=pdf
  10. Thomas Mallison & Sally Mallison, «The national rights of the people of Palestine», στο Journal of Palestine Studies, vol. 4, no. 4, 1980, σελ. 125
  11. https://digitallibrary.un.org/record/191219?v=pdf
  12. ΟΗΕβ, ό.π.
  13. Yoram Meital, «The Khartoum Conference and Egyptian policy after the 1967 war», στο Middle East Journal, vol. 54, no.1, Winter 2000, σελ.69 και CIA, Memorandum, ό.π., σελ. 5-6 και Arab-Israeli Situation Report, 18.6.1967, σελ. 2 (CIA-RPD79T00826A002100010045-3)
  14. Yoram Meital, ό.π., σελ. 64
  15. Yoram Meital, ό.π., σελ. 72
  16. Basic political documents of the armed Palestinian resistance movement, ό.π., σελ. 176
  17. Yoram Meital, ό.π., σελ. 76-77
  18. New York Times, 23.12.1970
  19. ΟΗΕβ, ό.π.
  20. CIA, Memorandum. Special assessments in the Middle East situation. Postwar Leadership of the Arab bloc, 1.8.1967, σελ. 1 (CIA-RPD79T00826A002400470001-8)
  21. Robert Eugene Danielson, Nasser and Pan-Arabism explaining Egypt’s rise in power, Thesis, Naval Postgraduate School, Monterey, 2007, σελ. 44-45
  22. Ewan Stein, Conceptions of Israel and the formation of Egyptian foreign policy: 1952-1981, PhD, LSE, London, 2007, σελ. 161, 167
  23. Robert Eugene Danielson, ό.π., σελ. 54
  24. Uri Bar-Joseph, «Last chance to avoid war», στο Journal of Contemporary History, vol. 4, no. 3, July 2006, σελ. 548-549.
  25. Uri Bar-Joseph, ό.π., σελ. 550-551
  26. Ofer Aderet, «Jordan and Israel cooperated during Yom Kippur War. Documents reveal», στην Haaretz, 12.9.2013
  27. Abraham Rabinovich, «The war that nearly was», στο Jerusalem Post, 2.10.2012
  28. William Quandt, Soviet policy in the October 1973 war: A Report prepared for the Office of the Assistant Secretary of Defense / International Security Affairs, εκδ. Rand, Santa Monica, 1976, σελ. 31-33
  29. Charles Liebman, «The myth of defeat: The memory of the Yom Kippur War in Israeli society», στο Middle Eastern Studies, vol. 29, no. 3, July 1993, σελ. 400-401 και 409
  30. Elias Sam’o, «The Sinai Agreement and beyond», στο World Affairs, vol. 139, no.1, Summer 1976, σελ. 40-52
  31. Robert Eugene Danielson, ό.π., σελ. 56
  32. https://documents.un.org/doc/resolution/gen/nr0/376/97/pdf/nr037697.pdf?token=irYsvcOGeDKuFFZa77&fe=true
  33. Robert Eugene Danielson, ό.π., σελ. 57
  34. Davut Ates, «Economic liberalization and changes in fundamentalism: The case of Egypt», στο Middle East Policy, vol.12, no. 4, Winter 2005, σελ. 133-144 και Jeremy Sharp, Egypt: Background and US relations, εκδ. Congressional Research Service (https://sgp.fas.org/crs/mideast/RL33003.pdf), σελ. 33
  35. Robert Eugene Danielson, ό.π., σελ. 51-52
  36. Helga Baumgarten, «The three faces / phases of Palestinian nationalism, 1948-2005», στο Journal of Palestine Studies, vol.34, no4, Summer 2055, σελ. 37
  37. Atef Kurbursi, Arab economic prospects in the 1980s, εκδ. Institute for Palestine Studies, Beirut, 1980, σελ. 18-20 και https://www.macrotrends.net/global-metrics/countries/SAU/saudi-arabia/gdp-gross-domestic-product
  38. Ewan Stein, ό.π., σελ. 110, 188
  39. James Ciment, Encyclopedia of conflicts since World War II, vol.1, εκδ. Routlefge, London, 2012, σελ. 185-186
  40. Laura Feliu & Ferran Izquierdo-Brichs, ό.π., σελ. 11, 13, 28

 

Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ
Copyright © 1997-2024 ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ