Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος 8️⃣

Στις 5.6.1967 το Ισρα­ήλ εξα­πέ­λυ­σε αιφ­νι­δια­στι­κή επί­θε­ση κατά της Αιγύ­πτου, πυρο­δο­τώ­ντας τον 3ο αρα­βοϊσ­ραη­λι­νό πόλε­μο (γνω­στό και ως «Πόλε­μο των 6 Ημε­ρών»).

Ιστο­ρι­κή ανα­δρο­μή στις ρίζες και την εξέ­λι­ξη του Παλαι­στι­νια­κού ζητή­μα­τος _6ο

Η αστι­κή τάξη του Ισρα­ήλ ισχυ­ρί­στη­κε πως επρό­κει­το για έναν «προ­λη­πτι­κό» — «αμυ­ντι­κό» πόλε­μο από τη μεριά της, στον οποίο δήθεν «εξω­θή­θη­κε» από τις «επι­θε­τι­κές κινή­σεις» των αντι­πά­λων της, μην αφή­νο­ντάς της «άλλη επι­λο­γή». Αυτήν την εκδο­χή υιο­θέ­τη­σε σε έναν βαθ­μό και ένα μεγά­λο τμή­μα της διε­θνούς αστι­κής ιστο­ριο­γρα­φί­ας. Ένα άλλο ακο­λού­θη­σε μια πιο «ισορ­ρο­πη­μέ­νη» — αλλά εξί­σου στρε­βλή — προ­σέγ­γι­ση του Πολέ­μου των 6 Ημε­ρών, παρου­σιά­ζο­ντάς τον ως έναν πόλε­μο «που κανείς δεν ήθε­λε», αλλά επήλ­θε έτσι κι αλλιώς ως το προ­ϊ­όν μιας σει­ράς «λαθε­μέ­νων» ή «ατυ­χών» εκτι­μή­σε­ων και κινή­σε­ων όλων των εμπλε­κο­μέ­νων1.

Τίπο­τε βεβαί­ως από τα παρα­πά­νω δεν αντα­πο­κρί­νε­ται στην ιστο­ρι­κή αλή­θεια. Απε­να­ντί­ας, και οι δύο εκδο­χές αντι­με­τω­πί­ζουν την εν λόγω — τρί­τη κατά σει­ρά — αρα­βοϊσ­ραη­λι­νή πολε­μι­κή σύγκρου­ση επι­λε­κτι­κά και επι­φα­νεια­κά: Ωσάν να ξεκί­νη­σε λίγες βδο­μά­δες ή μήνες προ­τού ηχή­σουν οι πρώ­τοι πυρο­βο­λι­σμοί και όχι ως συνέ­χεια μιας πορεί­ας στον χρό­νο με σαφώς μεγα­λύ­τε­ρο ιστο­ρι­κό βάθος (μια προ­σέγ­γι­ση που προ­κρί­θη­κε από το κρά­τος του Ισρα­ήλ και προ­βλή­θη­κε από το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος των διε­θνών αστι­κών ΜΜΕ και κατά το συνε­χι­ζό­με­νο έως τις μέρες μας αιμα­το­κύ­λι­σμα της μαρ­τυ­ρι­κής Παλαι­στί­νης). Απώ­τε­ρο σκο­πό της εν λόγω προ­σέγ­γι­σης απο­τε­λεί, φυσι­κά, η συγκά­λυ­ψη των πραγ­μα­τι­κών αιτιών των δια­δο­χι­κών αρα­βοϊσ­ραη­λι­νών πολέμων.

Οι Ισραη­λι­νοί κατε­δα­φί­ζουν την αρα­βι­κή γει­το­νιά στο Δυτι­κό Τεί­χος της Ιερουσαλήμ

Σύμ­φω­να λοι­πόν με την κυρί­αρ­χη αστι­κή εκδο­χή, «η κρί­ση» που οδή­γη­σε στον Πόλε­μο των 6 Ημε­ρών, «ξεκί­νη­σε» στις 14.5.1967, καθώς, έπει­τα από «λαθε­μέ­νη πλη­ρο­φό­ρη­ση» των Σοβιε­τι­κών περί επι­κεί­με­νης επί­θε­σης του Ισρα­ήλ κατά της Συρί­ας, η Αίγυ­πτος άρχι­σε να μετα­κι­νεί στρα­τεύ­μα­τα στη Χερ­σό­νη­σο του Σινά. Στις 16.5 η κυβέρ­νη­ση της Αιγύ­πτου ζήτη­σε την από­συρ­ση των δυνά­με­ων του ΟΗΕ από τα σύνο­ρα με το Ισρα­ήλ (όπου είχαν τοπο­θε­τη­θεί μετά την Κρί­ση του Σου­έζ), ενώ στις 23.5 έκλει­σε και πάλι τα Στε­νά του Τιράν για τα ισραη­λι­νά πλοία. Το κλεί­σι­μο των Στε­νών του Τιράν (που είχε χαρα­κτη­ρι­στεί δημό­σια από το Ισρα­ήλ «casus belli») υπήρ­ξε — σύμ­φω­να πάντο­τε με το αστι­κό αφή­γη­μα — και το τελευ­ταίο «καμπα­νά­κι» για το Ισρα­ήλ ότι επέ­κει­το επί­θε­ση ενα­ντί­ον του, «ωθώ­ντας» το στην επι­λο­γή του προ­λη­πτι­κού πολέ­μου2.

Βασικοί παράγοντες
της νέας πολεμικής σύγκρουσης

Όπως είδα­με στο προη­γού­με­νο (7ο) μέρος του αφιε­ρώ­μα­τός μας, η αστι­κή τάξη του Ισρα­ήλ είχε κυριο­λε­κτι­κά προ­α­ναγ­γεί­λει μια εκ νέου διεκ­δί­κη­ση των εδα­φών (τη Λωρί­δα της Γάζας και τη Χερ­σό­νη­σο του Σινά), που κέρ­δι­σε μεν κατά τον 2ο αρα­βοϊσ­ραη­λι­νό πόλε­μο (το 1956), αλλά ανα­γκά­στη­κε αμέ­σως μετά να επιστρέψει.

Γενι­κό­τε­ρα, τη δεκα­ε­τία που μεσο­λά­βη­σε μετα­ξύ των δύο αρα­βοϊσ­ραη­λι­νών πολέ­μων, οι αντι­θέ­σεις ανά­με­σα στις αστι­κές τάξεις των εμπλε­κό­με­νων κρα­τών δεν αμβλύν­θη­καν. Απε­να­ντί­ας, συνέ­χι­ζαν να προ­κα­λούν τρι­βές, οι οποί­ες το 1967 κορυ­φώ­θη­καν σε μία ακό­μη γενι­κευ­μέ­νη πολε­μι­κή σύγκρουση.

Παλαι­στί­νιοι πρό­σφυ­γες από τη Δυτι­κή Όχθη, Ιού­νης 1967

Βασι­κές εκδη­λώ­σεις αυτών των αντι­θέ­σε­ων λίγο πριν από τον Πόλε­μο των Εξι Ημε­ρών υπήρ­ξαν π.χ. οι στρα­τιω­τι­κές επι­χει­ρή­σεις του Ισρα­ήλ στη Δυτι­κή Οχθη στις 13.11.1966 και στη Συρία στις 7.4.1967.

Ιστο­ρι­κή ανα­δρο­μή στις ρίζες και την εξέ­λι­ξη του παλαι­στι­νια­κού ζητή­μα­τος _1ο

Στην πρώ­τη περί­πτω­ση, επρό­κει­το για επι­χεί­ρη­ση αντι­ποί­νων του Ισρα­ήλ για τον θάνα­το 3 στρα­τιω­τών του στα σύνο­ρα από νάρ­κη, η οποία θεω­ρή­θη­κε πως τοπο­θε­τή­θη­κε εκεί από Παλαι­στί­νιους αντάρ­τες. Ακο­λού­θως, ο ισραη­λι­νός στρα­τός οργά­νω­σε επι­χεί­ρη­ση κατά του παλαι­στι­νια­κού χωριού Ελ Σαμού της Δυτι­κής Οχθης (απ’ όπου υπο­τί­θε­ται πως προ­έρ­χο­νταν οι αντάρ­τες), υλο­ποιού­με­νη από ισχυ­ρή δύνα­μη πεζι­κού και υπο­στη­ρι­ζό­με­νη από άρμα­τα μάχης και αερο­πλά­να. Το πρω­το­φα­νές έως τότε μέγε­θος της επι­χεί­ρη­σης διέρ­ρη­ξε την εύθραυ­στη σχέ­ση που υπήρ­χε στο παρελ­θόν μετα­ξύ Ισρα­ήλ και Ιορ­δα­νί­ας (σύμ­μα­χοι και οι δύο των ΗΠΑ στην περιοχή).

Σε σχε­τι­κό του υπό­μνη­μα προς τον Πρό­ε­δρο των ΗΠΑ, Λ. Τζόν­σον, ο Γ. Ρόστο­ου (ειδι­κός σύμ­βου­λος του Προ­έ­δρου για θέμα­τα Εθνι­κής Ασφά­λειας) ανέ­φε­ρε χαρα­κτη­ρι­στι­κά: «Δεν πρό­κει­ται περί αντι­ποί­νων σε αυτή την περί­πτω­ση. Αυτή η εισβο­λή 3.000 ανδρών με τανκς και αερο­πλά­να ήταν υπέρ­με­τρα δυσα­νά­λο­γη της πρό­κλη­σης, ενώ στρε­φό­ταν και κατά του λάθος στό­χου. Χτυ­πώ­ντας τόσο βαριά την Ιορ­δα­νία, οι Ισραη­λι­νοί έκα­ναν μεγά­λη ζημιά, όχι μόνο στα δικά μας συμ­φέ­ρο­ντα αλλά και στα δικά τους. Κατέ­στρε­ψαν ένα καλό σύστη­μα σιω­πη­ρής συνερ­γα­σί­ας ανά­με­σα στον (βασι­λιά της Ιορ­δα­νί­ας) Χου­σε­ΐν και τους Ισραη­λι­νούς (…) Η συνέ­χι­ση αυτής της συνερ­γα­σί­ας κατέ­στη πλέ­ον αδύ­να­τη». Επι­πλέ­ον, με την ενέρ­γειά τους αυτή «υπο­νό­μευ­σαν τον Χου­σε­ΐν. Εχου­με ξοδέ­ψει 500 εκα­τομ­μύ­ρια δολά­ρια για να τον ενι­σχύ­σου­με ως στα­θε­ρο­ποι­η­τι­κό παρά­γο­ντα στα σύνο­ρα του Ισρα­ήλ, όπως και ένα­ντι της Συρί­ας και του Ιράκ. Η επί­θε­ση του Ισρα­ήλ αυξά­νει τις πιέ­σεις που δέχε­ται προ­κει­μέ­νου να αντε­πι­τε­θεί, όχι μόνο από τις πιο ριζο­σπα­στι­κές αρα­βι­κές κυβερ­νή­σεις αλλά και από τους Παλαι­στι­νί­ους της Ιορ­δα­νί­ας και από τον στρα­τό, που είναι ο βασι­κός πυλώ­νας στή­ρι­ξής του (…)». Τέλος, με την ενέρ­γειά τους αυτή, οι Ισραη­λι­νοί «πήγαν πίσω την πορεία προς μια μακρο­πρό­θε­σμη συνεν­νό­η­ση με τους Αρα­βες. Εκα­ναν ακό­μα και τους πιο μετριο­πα­θείς Αρα­βες να θεω­ρούν πως δεν υπάρ­χει τίπο­τε που να μπο­ρούν να κάνουν προ­κει­μέ­νου να τα βρουν με τους Ισραη­λι­νούς όσο σκλη­ρά και αν προ­σπα­θή­σουν»3.

Το χωριό Ελ Σαμού κατε­στραμ­μέ­νο από τις ισραη­λι­νές δυνά­μεις, Νοέμ­βρης 1966

Το Συμ­βού­λιο Ασφα­λεί­ας του ΟΗΕ με σχε­τι­κή του Από­φα­ση (αρ. 228) κατα­δί­κα­σε «την απώ­λεια ζωής και τις εκτε­τα­μέ­νες ζημιές που προ­κά­λε­σε η δρά­ση της κυβέρ­νη­σης του Ισρα­ήλ», σημειώ­νο­ντας ότι «μια τόσο μεγά­λης κλί­μα­κας στρα­τιω­τι­κή δρά­ση παρα­βί­α­ζε τόσο τη Χάρ­τα των Ηνω­μέ­νων Εθνών όσο και τη Γενι­κή Συμ­φω­νία Εκε­χει­ρί­ας μετα­ξύ Ισρα­ήλ και Ιορ­δα­νί­ας». Τέλος, διε­μή­νυε «στο Ισρα­ήλ πως τέτοιες στρα­τιω­τι­κές επι­χει­ρή­σεις αντι­ποί­νων δεν είναι απο­δε­κτές και πως, αν συνε­χι­στούν, το Συμ­βού­λιο Ασφα­λεί­ας θα πρέ­πει να ανα­λο­γι­στεί πρό­σθε­τα και πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κά μέτρα (…) προ­κει­μέ­νου να δια­σφα­λι­στεί η μη επα­νά­λη­ψη ανά­λο­γων πρά­ξε­ων»4. Για μια ακό­μη φορά, βαρύ­γδου­πα λόγια, δίχως πρα­κτι­κό αντίκρισμα…

Στις 7.4.1967 ένα επει­σό­διο στην απο­στρα­τι­κο­ποι­η­μέ­νη ζώνη κατά μήκος των συνό­ρων Ισρα­ήλ — Συρί­ας κατέ­λη­ξε σε σημα­ντι­κή εμπλο­κή, με πολύ­ω­ρες αερο­μα­χί­ες και βομ­βαρ­δι­σμούς εκα­τέ­ρω­θεν. Το επει­σό­διο ξεκί­νη­σε με αφορ­μή μία ακό­μη προ­σπά­θεια του Ισρα­ήλ να επε­κτεί­νει την κυριαρ­χία του επί τμη­μά­των της απο­στρα­τι­κο­ποι­η­μέ­νης ζώνης (που είχε ορι­στεί μετά τον Α’ αρα­βοϊσ­ραη­λι­νό πόλε­μο το 1949), κατά τρό­πο που, σύμ­φω­να με τον τότε υπουρ­γό Άμυ­νας, Μ. Ντα­γιάν, απο­τε­λού­σε πάγια τακτι­κή του Ισρα­ήλ. Πράγ­μα­τι, όπως ανα­φέ­ρει ο ίδιος, το 80% και πλέ­ον των ανά­λο­γων συμ­βά­ντων «συνέ­βαι­ναν ως εξής: Θα στέλ­να­με ένα τρα­κτέρ να οργώ­σει κάπου (…) στην απο­στρα­τι­κο­ποι­η­μέ­νη ζώνη γνω­ρί­ζο­ντας εξαρ­χής ότι οι Σύροι θα άρχι­ζαν να πυρο­βο­λούν. Αν δεν πυρο­βο­λού­σαν θα λέγα­με στο τρα­κτέρ να προ­χω­ρή­σει κι άλλο, ωσό­του οι Σύροι ενο­χλη­θούν και (αρχί­σουν να) πυρο­βο­λούν. Στη συνέ­χεια, θα ενερ­γο­ποιού­σα­με το πυρο­βο­λι­κό και την αερο­πο­ρία»5.

Κατε­στραμ­μέ­να αερο­πλά­να της αιγυ­πτια­κής Αεροπορίας

Οι προ­κλή­σεις, λοι­πόν, προ­κει­μέ­νου να επέλ­θει κάποια αντί­δρα­ση που εν συνε­χεία θα μπο­ρού­σε να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί ως πρό­σχη­μα για στρα­τιω­τι­κή δρά­ση και εδα­φι­κή επέ­κτα­ση υπήρ­ξε δια­χρο­νι­κή όσο και συστη­μα­τι­κή τακτι­κή από τη μεριά του Ισρα­ήλ. Στη συγκε­κρι­μέ­νη περί­πτω­ση, ο επι­διω­κό­με­νος έλεγ­χος της απο­στρα­τι­κο­ποι­η­μέ­νης ζώνης από το Ισρα­ήλ δεν απο­σκο­πού­σε μόνο στη διεύ­ρυν­ση της επι­κρά­τειάς του αλλά και στον έλεγ­χο των πηγών του Ιορ­δά­νη Ποτα­μού. Τα συμ­βά­ντα αυτά — όπως και τα προη­γού­με­να που ανα­φέ­ρα­με και άλλα ανά­λο­γα — απο­τε­λού­σαν «κρί­κους» στη μακρά αλυ­σί­δα των αντι­θέ­σε­ων που εντέ­λει οδή­γη­σαν στη γενι­κευ­μέ­νη σύγκρου­ση του Ιού­νη του 1967.

Όταν επο­μέ­νως η ΕΣΣΔ πλη­ρο­φο­ρού­σε τη Συρία για κάποια επι­κεί­με­νη επί­θε­ση από τη μεριά του Ισρα­ήλ τον Μάη του 1967, δεν ήταν κάτι το παρά­ξε­νο ή τόσο μακριά από την αλή­θεια (όπως θέλουν να το παρου­σιά­ζουν οι διά­φο­ροι εκφρα­στές του αντι­σο­βιε­τι­σμού / αντι­κομ­μου­νι­σμού). Ανέ­φε­ρε σχε­τι­κό υπό­μνη­μα του Αμε­ρι­κα­νι­κού Εθνι­κού Συμ­βου­λί­ου Ασφα­λεί­ας: «Δεν θα απο­τε­λού­σε έκπλη­ξη αν οι πλη­ρο­φο­ρί­ες (σ.σ. των Σοβιε­τι­κών προς τους Σύρους) ήταν του­λά­χι­στον εν μέρει σωστές». Σε κάθε περί­πτω­ση, «οι Σοβιε­τι­κοί συνό­δευαν τις προει­δο­ποι­ή­σεις τους περί δρά­σης του Ισρα­ήλ με τη συμ­βου­λή περί αυτο­συ­γκρά­τη­σης (σ.σ. από τη μεριά της Συρί­ας)». Η CIA ήταν ακό­μη πιο ξεκά­θα­ρη στο ότι οι Σοβιε­τι­κοί «ούτε σχε­δί­α­σαν ούτε επι­δί­ω­ξαν την κρί­ση στη Μέση Ανα­το­λή»6. Βεβαί­ως, δημό­σια — στην προ­πα­γάν­δα τους — υπο­στή­ρι­ζαν τα ακρι­βώς αντί­θε­τα από αυτά που ομο­λο­γού­σαν πίσω από κλει­στές πόρτες.

Τέλος, ένας βασι­κός παρά­γο­ντας που αναμ­φί­βο­λα έπαι­ξε ρόλο στον Πόλε­μο των 6 Ημε­ρών, αλλά σπα­νί­ως αγγί­ζε­ται στην αστι­κή ιστο­ριο­γρα­φία, είναι η σημα­ντι­κή ύφε­ση στην καπι­τα­λι­στι­κή οικο­νο­μία του Ισρα­ήλ την περί­ο­δο 1966 — 1967: Ο ρυθ­μός ανά­πτυ­ξης του ΑΕΠ έπε­σε από το +9,1% το 1965 στο ‑0,1% το 1966, οι κρα­τι­κές επεν­δύ­σεις (ιδιαί­τε­ρα στις κατα­σκευ­ές) μειώ­θη­καν πάνω από 38,6%, ενώ η ανερ­γία τρι­πλα­σιά­στη­κε από 3,63% το 1965 σε 10,38% το 1967. Αυτό είχε αντί­κτυ­πο τόσο στους ρυθ­μούς άφι­ξης νέων εποί­κων, ο οποί­ος την περί­ο­δο 1963 — 1966 συρ­ρι­κνώ­θη­κε κατά 75% (το 1966 μετα­νά­στευ­σαν στο Ισρα­ήλ μόλις 15.957 Εβραί­οι, αριθ­μός που απο­τε­λού­σε έως τότε αρνη­τι­κό ρεκόρ — με εξαί­ρε­ση το 1953), όσο και στην αύξη­ση της αντί­στρο­φης μετα­νά­στευ­σης (χιλιά­δες εγκα­τέ­λει­ψαν το Ισρα­ήλ την περί­ο­δο 1966 — 1967, με τους «New York Times» να ανα­φέ­ρο­νται χαρα­κτη­ρι­στι­κά σε μια επι­γρα­φή που είχε αναρ­τη­θεί στο διε­θνές αερο­δρό­μιο του Λοντ και η οποία ανέ­γρα­φε: «Παρα­κα­λεί­ται ο τελευ­ταί­ος να κλεί­σει τα φώτα»)7. Όλα αυτά αντι­στρά­φη­καν με τον πόλεμο.

Το πρόσχημα για επίθεση του Ισραήλ
και το «πορτοκαλί φως» των ΗΠΑ

Οι κινή­σεις της Αιγύ­πτου τον Μάη του 1967 έδω­σαν στο Ισρα­ήλ το πρό­σχη­μα που ανα­ζη­τού­σε για μια δυνα­μι­κή — πολε­μι­κή — αλλα­γή του status quo στην περιο­χή υπέρ του. Για να αιτιο­λο­γή­σει την επι­θε­τι­κή του αυτή πρω­το­βου­λία στο στρα­τιω­τι­κό πεδίο, το Ισρα­ήλ επι­κα­λέ­στη­κε «υπαρ­ξια­κή απει­λή», την οποία ο υπουρ­γός Εξω­τε­ρι­κών, Α. Εμπαν, προ­σπά­θη­σε να «που­λή­σει» στους Αμε­ρι­κα­νούς (προ­κει­μέ­νου να πάρει το «πρά­σι­νο φως»), δίχως ωστό­σο να την πιστεύ­ει καν ο ίδιος. Χαρα­κτη­ρι­στι­κά σημεί­ω­νε στο ημε­ρο­λό­γιό του: «Μου ζητή­θη­κε (σ.σ. από την ισραη­λι­νή κυβέρ­νη­ση) να μετα­φέ­ρω όλα αυτά (“ότι επέ­κει­το αιφ­νι­δια­στι­κή επί­θε­ση από τη μεριά της Αιγύ­πτου”) στον Λευ­κό Οίκο με τον πλέ­ον δρα­μα­τι­κό και συναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­νο τρό­πο (…) Πρό­κει­ται για ένα από τα μεγα­λύ­τε­ρα σοκ που είχα στη ζωή μου (…) Αντί να παρου­σιά­σω την πραγ­μα­τι­κή κατά­στα­ση στην οποία βρι­σκό­ταν το Ισρα­ήλ, μου ζητή­θη­κε να παρου­σιά­σω κάτι που δεν είχε καμιά αιτιο­λό­γη­ση (…) Δεν υπήρ­χε τίπο­τε σωστό σε όλο αυτό»8.

Οι ΗΠΑ βεβαί­ως είχαν δια­φο­ρε­τι­κή εκτί­μη­ση των πραγ­μά­των. Σύμ­φω­να με σχε­τι­κό υπό­μνη­μα της CIA προς τον Αμε­ρι­κα­νό Πρό­ε­δρο, Λ. Τζόν­σον, το Ισρα­ήλ διέ­θε­τε τέτοια υπε­ρο­πλία επί των αντι­πά­λων του ώστε μπο­ρού­σε «να αμυν­θεί επι­τυ­χώς» ακό­μη και «απέ­να­ντι σε ταυ­τό­χρο­νες αρα­βι­κές επι­θέ­σεις σε όλα τα μέτω­πα», επο­μέ­νως, δεν διέ­τρε­χε κανέ­ναν άμε­σο κίν­δυ­νο9. Επι­πλέ­ον, οι ΗΠΑ εκτι­μού­σαν πως οι αιγυ­πτια­κές δυνά­μεις που είχαν μετα­κι­νη­θεί στη Χερ­σό­νη­σο του Σινά είχαν δια­τα­χθεί αμυ­ντι­κά και ήταν πολύ μικρές (υπο­δι­πλά­σιες των ισραη­λι­νών που είχαν απέ­να­ντί τους), επο­μέ­νως, τίπο­τε δεν συνη­γο­ρού­σε στο ότι επέ­κει­το κάποια επί­θε­ση10.

Οι κινή­σεις της Αιγύ­πτου, απε­να­ντί­ας, εκτι­μιού­νταν ως μια προ­σπά­θεια από τη μεριά της για επα­να­φο­ρά του status quo που υπήρ­χε πριν από το 1956 στη Χερ­σό­νη­σο του Σινά (με την απο­κα­τά­στα­ση της αιγυ­πτια­κής στρα­τιω­τι­κής παρου­σί­ας εκεί) αλλά και ως μέσο απο­τρο­πής ένα­ντι του Ισρα­ήλ σε σχέ­ση με τις συνε­χι­ζό­με­νες επι­θε­τι­κές ενέρ­γειές του κατά της Συρί­ας. Την άπο­ψη αυτή συμ­με­ρι­ζό­ταν και ο υπουρ­γός των Εξω­τε­ρι­κών του Ισρα­ήλ, Α. Εμπαν11.

Αλλά και ο μετέ­πει­τα πρω­θυ­πουρ­γός του Ισρα­ήλ, Μ. Μπέ­γκιν, θα παρα­δε­χθεί κυνι­κά λίγα χρό­νια αργό­τε­ρα: «Τον Ιού­νιο του 1967 (…) είχα­με μια επι­λο­γή. Ο αιγυ­πτια­κός στρα­τός που είχε συγκε­ντρω­θεί στο Σινά δεν απο­τε­λού­σε από­δει­ξη ότι ο Νάσερ σκό­πευε πράγ­μα­τι να μας επι­τε­θεί. Πρέ­πει να είμα­στε ειλι­κρι­νείς με τον εαυ­τό μας. Εμείς απο­φα­σί­σα­με να του επι­τε­θού­με»12.

Παρα­μο­νές του πολέ­μου οι ΗΠΑ διε­μή­νυ­σαν στο Ισρα­ήλ ότι «δεν θα στε­κό­ταν μόνο του» απέ­να­ντι σε μια ενδε­χό­με­νη επί­θε­ση. Ωστό­σο, «αν ανα­λάμ­βα­νε μονο­με­ρώς στρα­τιω­τι­κή δρά­ση», αν δηλα­δή χτυ­πού­σε εκεί­νο πρώ­το, οι ΗΠΑ δεν θα επε­νέ­βαι­ναν στρα­τιω­τι­κά υπέρ του. Οπως σχο­λιά­ζει ο Αμε­ρι­κα­νός ακα­δη­μαϊ­κός και ερευ­νη­τής Ου. Κουάντ, «το κόκ­κι­νο φανά­ρι είχε γίνει πορ­το­κα­λί — αλλά όχι ακό­μα πρά­σι­νο (…) Για το υπουρ­γι­κό συμ­βού­λιο του Ισρα­ήλ αυτό ήταν αρκε­τό»13.

Η εξέλιξη του πολέμου

Η ισραη­λι­νή επί­θε­ση ξεκί­νη­σε στις 5 Ιού­νη, αρχι­κά με ταυ­τό­χρο­νους, σαρω­τι­κούς βομ­βαρ­δι­σμούς κατά αερο­πο­ρι­κών στό­χων της Αιγύ­πτου (που πρα­κτι­κά εξου­δε­τέ­ρω­σαν την Πολε­μι­κή της Αερο­πο­ρία) και κατό­πιν με χερ­σαία εισβο­λή στη Λωρί­δα της Γάζας και τη Χερ­σό­νη­σο του Σινά. Δίχως αερο­πο­ρι­κή κάλυ­ψη — υπο­στή­ρι­ξη οι αιγυ­πτια­κές στρα­τιω­τι­κές δυνά­μεις ανα­γκά­στη­καν γρή­γο­ρα σε υπο­χώ­ρη­ση πίσω από τη Διώ­ρυ­γα του Σου­έζ. Εως τις 8 Ιού­νη η Χερ­σό­νη­σος του Σινά είχε κατα­λη­φθεί εξο­λο­κλή­ρου από τον ισραη­λι­νό στρατό.

Η Ιορ­δα­νία, που είχε συνά­ψει αμυ­ντι­κό Σύμ­φω­νο με την Αίγυ­πτο μόλις στις 31 Μάη, εισήλ­θε στον πόλε­μο από την πρώ­τη μέρα. Ωστό­σο, ούτε οι ιορ­δα­νι­κές δυνά­μεις αντέ­τα­ξαν κάποια σθε­να­ρή αντί­στα­ση απέ­να­ντι στον ισραη­λι­νό στρα­τό, που στις 7 Ιού­νη (και με την οπι­σθο­χώ­ρη­ση των ιορ­δα­νι­κών στρα­τευ­μά­των πέρα από τον Ιορ­δά­νη Ποτα­μό) ολο­κλή­ρω­σε την κατά­λη­ψη της Δυτι­κής Οχθης με σχε­τι­κή ευκολία.

Στις 9 — 10 Ιού­νη οι ισραη­λι­νές δυνά­μεις επι­τέ­θη­καν επί­σης ενα­ντί­ον της Συρί­ας (παρό­τι έως τότε δεν είχε εμπλα­κεί με γενι­κευ­μέ­νο τρό­πο στον πόλε­μο και, όπως ομο­λό­γη­σε αργό­τε­ρα ο ίδιος ο Μ. Ντα­γιάν, «δεν απο­τε­λού­σε απει­λή για εμάς»14) κατα­λαμ­βά­νο­ντας τα Υψί­πε­δα του Γκολάν.

Στις 10 Ιού­νη η σοβιε­τι­κή κυβέρ­νη­ση διε­μή­νυ­σε στις ΗΠΑ πως, αν το Ισρα­ήλ δεν στα­μα­τού­σε τις επι­θε­τι­κές του ενέρ­γειες, τότε η ΕΣΣΔ «θα προ­έ­βαι­νε στα απα­ραί­τη­τα μέτρα, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της στρα­τιω­τι­κής δρά­σης». Την ίδια μέρα, το Ισρα­ήλ απο­δέ­χτη­κε πια την κατά­παυ­ση του πυρός, στην οποία καλού­σε επα­νει­λημ­μέ­να ο ΟΗΕ από τις 6 του μηνός15.

Ο πόλεμος στη Δυτική Όχθη

Οι Παλαι­στί­νιοι της Δυτι­κής Οχθης υπο­δέ­χτη­καν την είδη­ση του πολέ­μου με ανά­μει­κτα αισθή­μα­τα. Σε ορι­σμέ­νους υπήρ­ξε αισιο­δο­ξία και ενθου­σια­σμός πως μετά από 20 χρό­νια προ­σφυ­γιάς θα επέ­στρε­φαν επι­τέ­λους στις εστί­ες τους. Οι προσ­δο­κί­ες τους αυτές «τρο­φο­δο­τού­νταν» αρχι­κά και από τις θριαμ­βευ­τι­κές όσο και παρα­πλα­νη­τι­κές (όπως φάνη­κε αργό­τε­ρα) μετα­δό­σεις της αιγυ­πτια­κής ραδιο­φω­νί­ας για την πορεία των συγκρού­σε­ων (η τρα­γι­κή διά­ψευ­ση των οποί­ων συντέ­λε­σε τα μέγι­στα στη διάρ­ρη­ξη της εμπι­στο­σύ­νης των Παλαι­στι­νί­ων προς τον Νάσερ και την πολι­τι­κή του μετά το 1967). Πολ­λοί ήταν όμως και εκεί­νοι, οι οποί­οι φοβού­νταν μια επα­νά­λη­ψη των κατα­στρο­φι­κών δει­νών που υπέ­στη­σαν το 1948 — 1949. Σε κάθε περί­πτω­ση, υπήρ­χε διά­χυ­τη «σύγ­χυ­ση» και κανείς «δεν ήξε­ρε τι να κάνει»16.

Η συντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία των Παλαι­στι­νί­ων ήταν άοπλοι (η κατο­χή όπλων απα­γο­ρευό­ταν και τιμω­ρού­νταν ιδιαί­τε­ρα αυστη­ρά από τις ιορ­δα­νι­κές αρχές). Με την έναρ­ξη λοι­πόν του πολέ­μου, ξέσπα­σαν μια σει­ρά από δια­δη­λώ­σεις Παλαι­στι­νί­ων που ζητού­σαν από τις αρχές: «Θέλου­με όπλα, θέλου­με όπλα, θέλου­με να υπε­ρα­σπι­στού­με τον εαυ­τό μας!». Η απά­ντη­ση όμως των ιορ­δα­νι­κών αρχών ήταν πάντο­τε αρνη­τι­κή: Αλλο­τε καθη­συ­χά­ζο­ντας τους Παλαι­στι­νί­ους πως όλα έβαι­ναν καλώς και πως ο ιορ­δα­νι­κός στρα­τός θα τους εξα­σφά­λι­ζε την πολυ­πό­θη­τη ελευ­θε­ρία τους και άλλο­τε δια­λύ­ο­ντάς τους με τη βία17.

Η έλλει­ψη εμπι­στο­σύ­νης των Παλαι­στι­νί­ων ένα­ντι των ιορ­δα­νι­κών αρχών ενι­σχύ­θη­κε ακό­μη περισ­σό­τε­ρο καθώς έβλε­παν τον τακτι­κό στρα­τό να εκκε­νώ­νει τα χωριά τους πριν καν καλά καλά πέσουν οι πρώ­τες του­φε­κιές, αφή­νο­ντας πίσω μόνο ελά­χι­στους, ελα­φρά οπλι­σμέ­νους εθνο­φρου­ρούς. «Το γεγο­νός αυτό θεω­ρή­θη­κε προ­δο­σία της πολε­μι­κής προ­σπά­θειας των Αρά­βων, (καθώς και) εγκα­τά­λει­ψη των Παλαι­στι­νί­ων στο έλε­ος του ισραη­λι­νού στρα­τού»18. Η στά­ση του ιορ­δα­νι­κού στρα­τού ενέ­τει­νε περαι­τέ­ρω και τους ήδη υπάρ­χο­ντες φόβους των Παλαι­στι­νί­ων για σφα­γές ανά­λο­γες του 1948 — 1949, ωθώ­ντας τελι­κά χιλιά­δες εξ αυτών να πάρουν τον δρό­μο της προ­σφυ­γιάς (πολ­λοί για δεύ­τε­ρη φορά).

Ως απο­τέ­λε­σμα των παρα­πά­νω, η προ­έ­λα­ση των ισραη­λι­νών δυνά­με­ων πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε περί­που ανε­μπό­δι­στα. «Τους παρα­δώ­σα­με τα πάντα σε αση­μέ­νιο δίσκο», ανα­φέ­ρει χαρα­κτη­ρι­στι­κά ένας Παλαι­στί­νιος πρό­σφυ­γας του 1967 στη μαρ­τυ­ρία του19.

Αυτό βεβαί­ως δεν σήμαι­νε πως δεν δια­πρά­χθη­καν ωμό­τη­τες και εγκλή­μα­τα κατά του άμα­χου — κατά κανό­να — πλη­θυ­σμού. Σε μια από τις πολ­λές ιστο­ρί­ες φρί­κης που κατα­γρά­φη­καν, η 37χρονη τότε Φάχια ανα­κα­λεί το τι έζη­σε κατά την εισβο­λή των ισραη­λι­νών δυνά­με­ων στο χωριό της, όταν ανα­τί­να­ξαν ακό­μη και το σχο­λείο στο οποίο είχαν κατα­φύ­γει πολ­λοί άμα­χοι δολο­φο­νώ­ντας 18 εξ αυτών: «Οι μάζες των νεκρών ανέ­δι­ναν μια τρο­μα­κτι­κή μυρω­διά. Ο κόσμος δολο­φο­νού­νταν στους δρό­μους (…) Ηρθε (μετά) μια μπουλ­ντό­ζα, συνέ­λε­ξε τους νεκρούς και τους σκέ­πα­σε με χώμα. Οταν τελεί­ω­σε ο πόλε­μος, οι πατε­ρά­δες πήγαν στην περιο­χή (όπου είχαν κατα­χω­νια­στεί), ο καθέ­νας πήρε το παι­δί του και το έθα­ψε στο νεκρο­τα­φείο»20.

Η στά­ση του ισραη­λι­νού στρα­τού δεν ήταν ενιαία παντού. Στα περισ­σό­τε­ρα μέρη οι κάτοι­κοι δια­τά­χθη­καν να παρα­μεί­νουν στα σπί­τια τους μέχρι νεω­τέ­ρας («όποιος έβγαι­νε έξω, τον πυρο­βο­λού­σαν στα πόδια»). Αλλού ο στρα­τός διέ­τα­ξε τους κατοί­κους να φύγουν («πηγαί­νε­τε στον βασι­λιά σας τον Χου­σε­ΐν, από εκεί είναι ο δρό­μος»). Αλλού η παρό­τρυν­ση σε φυγή ήταν πιο έμμε­ση ή προ­αι­ρε­τι­κή. Τρία του­λά­χι­στον χωριά και 3.200 περί­που σπί­τια κατα­στρά­φη­καν ολο­σχε­ρώς. Πρό­κει­ται για τα χωριά Ιμο­άς, Γιά­λο και Μπέιτ Νού­μπα, τα οποία είχαν προ­βά­λει αντί­στα­ση κατά τον πόλε­μο του 1948 — 1949 και τα οποία — σύμ­φω­να με τον στρα­τη­γό Ου. Ναρ­κίς που ηγού­νταν της επι­χεί­ρη­σης — σβή­στη­καν από τον χάρ­τη σκο­πί­μως ως πρά­ξη εκδί­κη­σης. Οι κάτοι­κοι εκδιώ­χθη­καν και τα σπί­τια τους ανα­τι­νά­χτη­καν. Μπουλ­ντό­ζες «καθά­ρι­σαν» ό,τι απέ­μει­νε από τα συντρίμ­μια ενώ στη θέση των χωριών δημιουρ­γή­θη­καν, στη μεν περί­πτω­ση των δύο πρώ­των χώροι πρα­σί­νου — ανα­ψυ­χής και του δε τελευ­ταί­ου ένας νέος εβραϊ­κός οικι­σμός21.

«Η κατα­στρο­φή αρα­βι­κών χωριών ως μέρος της δια­δι­κα­σί­ας αλλα­γής του τοπί­ου», ανα­φέ­ρει χαρα­κτη­ρι­στι­κά σχε­τι­κή μελέ­τη, «και ως μέρος της δια­δι­κα­σί­ας δια­γρα­φής των ανα­μνή­σε­ων του παρελ­θό­ντος και του κτι­σί­μα­τος ενός νέου αφη­γή­μα­τος απο­τε­λεί ανα­πό­σπα­στο κομ­μά­τι της σύγκρου­σης Ισραη­λι­νών — Παλαι­στι­νί­ων». Πράγ­μα­τι, η τακτι­κή του σβη­σί­μα­τος — κυριο­λε­κτι­κά — εκα­το­ντά­δων αρα­βι­κών κοι­νο­τή­των από τον χάρ­τη και από τη μνή­μη υπήρ­ξε πάγια πρα­κτι­κή του κρά­τους του Ισρα­ήλ από τις πρώ­τες κιό­λας μέρες της συγκρό­τη­σής του. Πρό­κει­ται για μια σκό­πι­μη — σχε­δια­σμέ­νη και μεθο­δι­κή — δια­δι­κα­σία «ισραη­λο­ποί­η­σης» της Παλαι­στί­νης, η οποία, εντέ­λει, δεν άφη­σε παρά ελά­χι­στα, σκόρ­πια «απο­μει­νά­ρια» που να «κατα­μαρ­τυ­ρούν πως κάπο­τε ζού­σαν άλλοι σε αυτά τα μέρη»22.

Ένα ακό­μη χαρα­κτη­ρι­στι­κό — όσο και συμ­βο­λι­κό — παρά­δειγ­μα της όλης αυτής δια­δι­κα­σί­ας υπήρ­ξε η περί­πτω­ση της αρα­βι­κής γει­το­νιάς της Αλμα­γά­ρι­μπα στην Ιερου­σα­λήμ, η οποία και κατε­δα­φί­στη­κε ολο­σχε­ρώς προ­κει­μέ­νου να «ανοί­ξει» ο χώρος γύρω από το Δυτι­κό Τεί­χος και να μετα­τρα­πεί σε πλα­τεία. Οι πρώ­τες μπουλ­ντό­ζες έφτα­σαν στον χώρο μόλις λίγες ώρες μετά τους πρώ­τους στρα­τιώ­τες, ενώ οι κάτοι­κοι της περιο­χής δια­τά­χθη­καν να εγκα­τα­λεί­ψουν τα σπί­τια τους σε διά­στη­μα 20 λεπτών «παίρ­νο­ντας μαζί τους μόνο τα απο­λύ­τως απα­ραί­τη­τα»23.Λίγες μέρες αργό­τε­ρα, η εν λόγω πλα­τεία θα απο­τε­λού­σε το επί­κε­ντρο των θριαμ­βευ­τι­κών εκδη­λώ­σε­ων της νίκης του κρά­τους του Ισραήλ.

Τα άμεσα αποτελέσματα του πολέμου

Ο 3ος αρα­βοϊσ­ραη­λι­νός πόλε­μος έλη­ξε με συντρι­πτι­κή νίκη του Ισρα­ήλ, καθώς, μέσα σε μόλις 6 μέρες και με μικρές συγκρι­τι­κά στρα­τιω­τι­κές απώ­λειες για το ίδιο (776 νεκρούς), κατά­φε­ρε να επι­φέ­ρει σοβα­ρό­τα­τα πλήγ­μα­τα στην πολε­μι­κή ισχύ των αντι­πά­λων του, υπερ­τε­τρα­πλα­σιά­ζο­ντας ταυ­τό­χρο­να τα εδά­φη υπό τον έλεγ­χό του. Το Ισρα­ήλ κατεί­χε πλέ­ον το σύνο­λο της Παλαι­στί­νης, καθώς επί­σης εδά­φη της Συρί­ας και της Αιγύ­πτου. Περί­που 1.150.000 Αρα­βες περι­ήλ­θαν υπό ισραη­λι­νή κατο­χή, ενώ κάπου 450.000 έγι­ναν πρό­σφυ­γες (35.000 από τη Λωρί­δα της Γάζας και τη Χερ­σό­νη­σο του Σινά, 108.250 από τα Υψί­πε­δα του Γκο­λάν και οι υπό­λοι­ποι από τη Δυτι­κή Οχθη). Στα κατε­χό­με­να Υψί­πε­δα του Γκο­λάν παρέ­μει­νε μόλις το 5,43% του προ­πο­λε­μι­κού πλη­θυ­σμού. Κατά μία άλλη εκτί­μη­ση, μετά τον πόλε­μο, από έναν συνο­λι­κά εκτι­μώ­με­νο πλη­θυ­σμό Παλαι­στι­νί­ων περί­που 2.700.000, το 44,4% ζού­σε πλέ­ον υπό ισραη­λι­νή κυριαρ­χία, ενώ το 55,6% ζού­σε στην προ­σφυ­γιά. Από τους πρώ­τους, μόλις το 1/3 είχε πλή­ρη δικαιώ­μα­τα πολί­τη του κρά­τους του Ισρα­ήλ (καθώς η ισραη­λι­νή υπη­κο­ό­τη­τα επε­κτά­θη­κε μόνο στους Παλαι­στι­νί­ους της Ανα­το­λι­κής Ιερου­σα­λήμ)24.

Αν ο 1ος αρα­βοϊσ­ραη­λι­νός πόλε­μος του 1948 — 1949 απο­τυ­πώ­θη­κε στη συλ­λο­γι­κή μνή­μη του Παλαι­στι­νια­κού λαού ως η «Νάκ­μπα» («κατα­στρο­φή»), ο 3ος του 1967 απο­τέ­λε­σε τη «Νάκ­σα» («οπι­σθο­δρό­μη­ση»): Ένα κομ­βι­κά αρνη­τι­κό γεγο­νός, που πήγε την υπό­θε­ση της απε­λευ­θέ­ρω­σής τους ακό­μα πιο πίσω…

Συνε­χί­ζε­ται

Παρα­πο­μπές:

  • 1. Roland Popp, «Stumbling Decidedly into the Six-Day War», στο The Middle East Journal, vol.60, no. 2, Spring 2006, σελ. 282 — 283.
  • 2. Warren Bass, A Surprise out of Zion?, εκδ. RAND Corp, Santa Monica, 2015, σελ. 15 και Roland Popp, ό.π., σελ. 285.
  • 3. Memorandum from the President’s Special Assistant (Rostow) to President Johnson, 15.11.1966, στο https://1997–2001.state.gov/www/about_state/history/vol_xviii/zh.html.
  • 4. Βλ. Ψηφια­κή Βιβλιο­θή­κη ΟΗΕ (https://digitallibrary.un.org/record/90503?v=pdf).
  • 5. Στο Eyal Zisser, «Israel’s Capture of the Golan Heights», στο Israel Studies, vol. 7, no. 1 Spring 2002, σελ. 169.
  • 6. Memorandum from Nathaniel Davis of the National Security Council Staff to the President’s Special Assistant (Rostow), 2.6.1967 και Memorandum from the Acting Chairman of the CIA’s Board of National Estimates (Smith) to Director of Central Intelligence Helms, 9.6.1967, στο FRUS 1964 — 1968, vol. XIX, σελ. 259 και 404.
  • 7. Βλ. Ben-Zion Zilberfarb, «The short ‑and long- term effetcs of the Six Day War on the Israeli economy», στο Israel Affairs, vol. 24, no. 5, 2018, σελ. 785 — 798, Israel GDP (https://countryeconomy.com/gdp/israel), Total Immigration to Israel by Year (https://www.jewishvirtuallibrary.org/total-immigration-to-israel-by-year), New York Times, 29.10.1984.
  • 8. Abba Eban, Personal witness: Israel through my eyes, εκδ. G. P. Putnam’s Sons, NY, 1992, σελ. 382 — 383.
  • 9. Memo prepared in the Central Intelligence Agency, 23.5.1967, στο FRUS 1964 — 1968, vol. XIX, σελ. 74 — 75.
  • 10. Rostow Memo to Johnson, 25.5.1967, στο FRUS 1964–1968, vol. XIX, σελ. 103 — 104 και CIA. Memorandum on the Middle Eastern Crisis, 26.5.1967 (CIA-RPD79R00967A001200020003‑4).
  • 11. Roland Popp, ό.π., σελ. 232, 305.
  • 12. Address by Prime Minister Begin at the National Defense College, 8.8.1982 (https://www.gov.il/en/Departments/General/55-address-by-pm-begin-at-the-national-defense-college-8-august-1982).
  • 13. Warren Bass, ό.π., σελ. 17 και William Quandt, «Lyndon Johnson and the June 1967 war: What color was the light?», στο Middle East Journal, vol. 46, no. 2, Spring 1992, σελ. 228
  • 14. Στο Eyal Zisser, ό.π., σελ. 169.
  • 15. John L. Scherer, «Soviet and American behavior during the Yom Kippur war», στο World Affairs, vol. 141, no. 1, Summer 1978, σελ. 17.
  • 16. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), June 1967 in personal stories of Palestinians and Israelis, εκδ. H?ttingen University Press, 2022, σελ. 101, 215.
  • 17. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), ό.π., σελ. 232, 484 — 485.
  • 18. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), ό.π., σελ. 103.
  • 19. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), ό.π., σελ. 78.
  • 20. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), ό.π., σελ. 218.
  • 21. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), ό.π., σελ. 78, 97, 108 — 111.
  • 22. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), ό.π., σελ. 111.
  • 23. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), ό.π., σελ. 77, 105.
  • 24. Roland Popp, ό.π., σελ. 281, CIA, Weekly summary special report: Arab territories under Israeli occupation, 6.10.1967, σελ. 1 (CIA-RDP79-00927A006000070003‑8), Abu Lughod, Ibrahim, The Transformation of Palestine, εκδ. Northwestern University Press, Evanston, 1971, σελ. 162.
πηγή Ριζο­σπά­στης
Ανα­στά­σης ΓΚΙΚΑΣ

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο