Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του παλαιστινιακού ζητήματος _1ο

Γρά­φει ο \\ Ανα­στά­σης ΓΚΙΚΑΣ
Τα όσα εξε­λίσ­σο­νται το τελευ­ταίο διά­στη­μα στη Μέση Ανα­το­λή έφε­ραν το παλαι­στι­νια­κό ζήτη­μα στο επί­κε­ντρο της δημό­σιας συζή­τη­σης. Ακο­λού­θως, στο πλαί­σιο της δικαιο­λό­γη­σης των ενερ­γειών του κρά­τους του Ισρα­ήλ και της συμ­μα­χί­ας του ελλη­νι­κού καπι­τα­λι­στι­κού κρά­τους και ευρύ­τε­ρα του ευρω­ΝΑ­ΤΟι­κού μπλοκ μαζί του, πολ­λοί αστοί πολι­τι­κοί, δημο­σιο­λό­γοι, διε­θνο­λό­γοι κ.λπ. επι­χεί­ρη­σαν να παρου­σιά­σουν τη σημε­ρι­νή εξέ­λι­ξη στο παλαι­στι­νια­κό ζήτη­μα απο­κομ­μέ­νη από τις ιστο­ρι­κές του ρίζες και συσκο­τί­ζο­ντας τις πραγ­μα­τι­κές αιτί­ες της.

Το Τμή­μα Ιστο­ρί­ας της ΚΕ του ΚΚΕ εγκαι­νιά­ζει σήμε­ρα μια σει­ρά άρθρων, που επι­χει­ρούν να κατα­δεί­ξουν την ουσία του Παλαι­στι­νια­κού, το οποίο ήταν και παρα­μέ­νει το απο­τέ­λε­σμα των αντα­γω­νι­σμών των αντί­πα­λων αστι­κών τάξε­ων και των διαρ­κών επεμ­βά­σε­ων ισχυ­ρών καπι­τα­λι­στι­κών κρα­τών στην κρί­σι­μη γεω­πο­λι­τι­κά και οικο­νο­μι­κά περιο­χή της Μέσης Ανα­το­λής. Αστι­κών και ενδοϊ­μπε­ρια­λι­στι­κών αντα­γω­νι­σμών, με μεγά­λο βάθος χρό­νου και προ­ε­κτά­σεις, που οδή­γη­σαν και συνε­χί­ζουν να οδη­γούν στο αιμα­το­κύ­λι­σμα του Παλαι­στι­νια­κού λαού — και όχι μόνο.

Χάρ­της της Συν­θή­κης της Λοζά­νης, με την οποία Συρία και Λίβα­νος περ­νούν στην Γαλ­λι­κή Εντο­λή, Ιράκ, Παλαι­στί­νη και Υπε­ριορ­δα­νία, Παλαι­στί­νη και Ιράκ στην Βρε­τα­νι­κή Εντολή

Οι απαρχές του αραβικού
εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος

Η ανά­πτυ­ξη αστι­κού εθνι­κού — εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κού κινή­μα­τος στους αρα­βι­κούς πλη­θυ­σμούς (δια­μόρ­φω­ση ορι­σμέ­νης συλ­λο­γι­κής — «εθνι­κής» συνεί­δη­σης, διεκ­δί­κη­ση κρά­τους, κ.ο.κ.) υπήρ­ξε κοι­νω­νι­κοϊ­στο­ρι­κά μια πιο αργή και αδύ­να­μη δια­δι­κα­σία, εξαι­τί­ας βασι­κά της μικρό­τε­ρης ανά­πτυ­ξης των καπι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων παρα­γω­γής — επο­μέ­νως και της αστι­κής τάξης — στις εν λόγω περιοχές.

Ωστό­σο, στις αρχές του 20ού αιώ­να μια σει­ρά από παρά­γο­ντες λει­τούρ­γη­σαν ευνοϊ­κά ως προς αυτό. Ανά­με­σά τους:

  • α) Η αυξα­νό­με­νη διείσ­δυ­ση ξένων κεφα­λαί­ων και η ορι­σμέ­νη — έστω κατά τόπους — ανά­πτυ­ξη των καπι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων σε όλη τη Μέση Ανατολή.
  • β) Η αυξα­νό­με­νη οικο­νο­μι­κή και γεω­στρα­τη­γι­κή σημα­σία της περιο­χής (λόγω και της διώ­ρυ­γας του Σουέζ).
  • γ) Η συν­δε­ό­με­νη με τα παρα­πά­νω όξυν­ση των ενδοϊ­μπε­ρια­λι­στι­κών αντι­θέ­σε­ων και αντα­γω­νι­σμών για τους δρό­μους του εμπο­ρί­ου και τις πλου­το­πα­ρα­γω­γι­κές πηγές.
  • δ) Η δια­φαι­νό­με­νη απο­σύν­θε­ση της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας (στην οποία οι αρα­βι­κοί λαοί ήταν υπο­τε­λείς) και
  • ε) οι πολύ­μορ­φες πιέ­σεις και κατα­πιέ­σεις της οθω­μα­νι­κής εξου­σί­ας επί των Αρά­βων, που την περί­ο­δο της ανό­δου του τουρ­κι­κού αστι­κού εθνι­κι­σμού, συμπε­ριέ­λα­βαν και μια πολύ­μορ­φη προ­σπά­θεια ανα­γκα­στι­κής αφο­μοί­ω­σης — «τουρ­κο­ποί­η­σης» των γηγε­νών πλη­θυ­σμών (ενι­σχύ­ο­ντας σχε­τι­κές αντι­δρά­σεις και ζυμώ­σεις μετα­ξύ των τελευταίων).

Από­το­κος των παρα­πά­νω υπήρ­ξε π.χ. η συγκρό­τη­ση οργα­νώ­σε­ων όπως ο Σύν­δε­σμος των Νεο-Αρά­βων («al-Fatat») το 1908 (με δια­κη­ρυγ­μέ­νο σκο­πό «την αφύ­πνι­ση (…) του Αρα­βι­κού έθνους από την καθυ­στέ­ρη­σή του (…) σε σχέ­ση με τα άλλα έθνη, κοι­νω­νι­κά, οικο­νο­μι­κά και πολι­τι­κά»1), η σύγκλι­ση του Αρα­βι­κού Συνε­δρί­ου στο Παρί­σι το 1913 (που στη δοσμέ­νη φάση πρό­βαλ­λε ως κύριο αίτη­μα τη μεγα­λύ­τε­ρη αυτο­νο­μία εντός της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας), κ.ά.

Α’ Σιω­νι­στι­κό Συνέ­δριο στη Βασι­λεία, 1897

Βεβαί­ως, ούτε η αρα­βι­κή εθνι­κή αφύ­πνι­ση υπήρ­ξε μια καθο­λι­κή δια­δι­κα­σία ούτε η διεκ­δί­κη­ση ενιαί­ου αρα­βι­κού κρά­τους απο­τε­λού­σε ένα καθο­λι­κό αίτη­μα στις γραμ­μές του αρα­βι­κού κόσμου, ο οποί­ος περιε­λάμ­βα­νε ένα πολύ­μορ­φο σύνο­λο φυλών και θρη­σκευ­τι­κών δογ­μά­των. Ο πολυ­κερ­μα­τι­σμός του αρα­βι­κού κόσμου ενι­σχυό­ταν επί­σης από τα συμ­φέ­ρο­ντα τοπι­κών — περι­φε­ρεια­κών παρα­γό­ντων (πολι­τι­κών, οικο­νο­μι­κών, θρη­σκευ­τι­κών), αλλά και από τις σχέ­σεις ορι­σμέ­νων επι­μέ­ρους τοπι­κών αστι­κών τάξε­ων με ξένα καπι­τα­λι­στι­κά κρά­τη (όπως π.χ. των Μαρω­νι­τών χρι­στια­νών του Λιβά­νου με την Γαλ­λία, κ.ο.κ.).

Ινδοί στρα­τιώ­τες του βρε­τα­νι­κού στρα­τού εισέρ­χο­νται στη Δαμα­σκό την επο­μέ­νη της απε­λευ­θέ­ρω­σής της από τους Άρα­βες, 2/10/1918

Η πάλη για ανεξαρτησία
στη μέγγενη των ενδοϊμπεριαλιστικών
ανταγωνισμών και συγκρούσεων

Οι συν­θή­κες που δια­μορ­φώ­θη­καν στην περιο­χή κατά τα πρώ­τα χρό­νια του Α’ Παγκο­σμί­ου ιμπε­ρια­λι­στι­κού Πολέ­μου λει­τούρ­γη­σαν ευνοϊ­κά για τον προ­σα­να­το­λι­σμό των Αρά­βων προς την ένο­πλη διεκ­δί­κη­ση δικού τους κρά­τους. Ο λιμός, που έπλη­ξε ιδιαί­τε­ρα τα φτω­χά λαϊ­κά στρώ­μα­τα, σε συν­δυα­σμό με την όξυν­ση της κατα­στο­λής (συλ­λή­ψεις, εκτο­πί­σεις, εκτε­λέ­σεις) όλων όσοι κρί­νο­νταν επι­κίν­δυ­νοι για την οθω­μα­νι­κή κυριαρ­χία, όξυ­νε την αντί­θε­ση των αρα­βι­κών πλη­θυ­σμών με την οθω­μα­νι­κή νεο­τουρ­κι­κή διοί­κη­ση της επαρ­χί­ας της Συρί­ας (που τότε περιε­λάμ­βα­νε επί­σης — με σύγ­χρο­νους όρους — τον Λίβα­νο, το Ισρα­ήλ, την Παλαι­στί­νη και τμή­μα της Ιορ­δα­νί­ας).2 Η βαναυ­σό­τη­τα του Τούρ­κου κυβερ­νή­τη της περιο­χής Τζε­μάλ Πασά ήταν τέτοια, που οι Αρα­βες του προ­σέ­δω­σαν το προ­σω­νύ­μιο «ο σφαγέας».

Ακο­λού­θως, ενώ τον Οκτώ­βρη του 1914 οι προ­σπά­θειες των Βρε­τα­νών για εμπλο­κή των Αρά­βων στον πόλε­μο με το πλευ­ρό της Αντάντ έμει­ναν άκαρ­πες, έναν χρό­νο αργό­τε­ρα τα πράγ­μα­τα είχαν αλλά­ξει εντελώς.

Πράγ­μα­τι, τον Ιού­λη του 1915 οι Άρα­βες (διά του Σαρί­φη της Μέκ­κας Χου­σε­ΐν Ιμπν Αλί) επα­να­προ­σέγ­γι­σαν τους Βρε­τα­νούς (διά του Βρε­τα­νού ύπα­του αρμο­στή της Αιγύ­πτου Χέν­ρι Μακ­Μά­χον) συμ­φω­νώ­ντας στην ένο­πλη εξέ­γερ­ση των πρώ­των κατά της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας, ένα­ντι της δέσμευ­σης των δεύ­τε­ρων για συγκρό­τη­ση ανε­ξάρ­τη­του αρα­βι­κού κρά­τους με το πέρας του πολέ­μου. Τα σύνο­ρα που διεκ­δι­κού­νταν περιε­λάμ­βα­ναν το σύνο­λο της Μέσης Ανα­το­λής καθώς και της Αρα­βι­κής Χερ­σο­νή­σου. Η αρα­βι­κή πλευ­ρά διεκ­δι­κού­σε επί­σης την κατάρ­γη­ση όλων των υπαρ­χό­ντων προ­νο­μί­ων ξένων κρα­τών επί των αρα­βι­κών εδα­φών, ανα­γνω­ρί­ζο­ντας ωστό­σο ένα «πλε­ο­νέ­κτη­μα» στη Βρε­τα­νία ανα­φο­ρι­κά με τις όποιες μελ­λο­ντι­κές οικο­νο­μι­κές συμ­φω­νί­ες.3

Αρχι­κά, ο Χ. Μακ­Μά­χον περιο­ρί­στη­κε σε μια γενι­κή και αόρι­στη τοπο­θέ­τη­ση περί «επι­θυ­μί­ας» της βρε­τα­νι­κής κυβέρ­νη­σης «για την ανε­ξαρ­τη­σία της Αρα­βί­ας και των κατοί­κων της», απο­φεύ­γο­ντας ωστό­σο μια οποια­δή­πο­τε συγκε­κρι­μέ­νη δέσμευ­ση «ανα­φο­ρι­κά με τα όρια» του νέου αρα­βι­κού κρά­τους, εφό­σον — δήθεν — «ήταν πρό­ω­ρο να συζη­τιό­νται τέτοιες λεπτο­μέ­ρειες μέσα στη φωτιά του πολέμου».

Μπρος στην επι­μο­νή του Χ. Ιμπν Αλί για μια πιο ξεκά­θα­ρη δέσμευ­ση ως προς τα παρα­πά­νω, ο Χ. Μακ­Μά­χον απά­ντη­σε πως η βρε­τα­νι­κή κυβέρ­νη­ση «ήταν έτοι­μη να ανα­γνω­ρί­σει και να υπο­στη­ρί­ξει την ανε­ξαρ­τη­σία των Αρά­βων σε όλες τις περιο­χές» που διεκ­δι­κού­σαν, πλην των βιλα­ε­τί­ων του Χαλε­πιού (Συρία) και της Βηρυ­τού (Λίβα­νος — Παλαι­στί­νη) για τα οποία επι­φυ­λασ­σό­ταν να επα­νέλ­θει έχο­ντας δια­βου­λευ­τεί με τη Γαλ­λία («καθώς είχε συμ­φέ­ρο­ντα και στα δύο») και του βιλα­ε­τί­ου της Βαγδά­της (στο οποίο σημα­ντι­κά συμ­φέ­ρο­ντα είχε η ίδια η Βρετανία).

Ο Χ. Ιμπν Αλί συμ­φώ­νη­σε για την παρα­χώ­ρη­ση της διοί­κη­σης του βιλα­ε­τί­ου της Βαγδά­της στη Βρε­τα­νία για ένα διά­στη­μα (ένα­ντι ορι­σμέ­νης ετή­σιας απο­ζη­μί­ω­σης στο νέο αρα­βι­κό κρά­τος). Οσον αφο­ρά τα βιλα­έ­τια του Χαλε­πιού και της Βηρυ­τού ωστό­σο προει­δο­ποί­η­σε πως «θα ήταν αδύ­να­το» για τους Αρα­βες «να επι­τρέ­ψουν την από­δο­ση στη Γαλ­λία, ή οποια­δή­πο­τε άλλη Δύνα­μη, ενός εύρους εδα­φών στις εν λόγω περιο­χές». «Μεί­νε­τε ήσυ­χοι», δια­βε­βαί­ω­νε από τη μεριά του ο Χ. Μακ­Μά­χον, «πως η Μεγά­λη Βρε­τα­νία δεν έχει καμιά πρό­θε­ση να κατα­λή­ξει σε κάποια ειρή­νη όπου η ελευ­θε­ρία των Αρα­βι­κών λαών (…) δεν θα απο­τε­λεί απα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση».4

Λίγους μόλις μήνες μετά τις σχε­τι­κές «δια­βε­βαιώ­σεις», Βρε­τα­νία και Γαλ­λία θα κατα­μέ­ρι­ζαν ανα­με­τα­ξύ τους τις αρα­βι­κές επαρ­χί­ες της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας (Συμ­φω­νία Σάικς-Πικό, 16.5.1916), ορί­ζο­ντας επ’ αυτών εδα­φι­κές προ­σαρ­τή­σεις και ακό­μη ευρύ­τε­ρες σφαί­ρες επιρ­ρο­ής (για τη μεν πρώ­τη στην περιο­χή της Μεσο­πο­τα­μί­ας, για τη δε δεύ­τε­ρη σε Συρία και Κιλικία).

Μη γνω­ρί­ζο­ντας το τι συνο­μο­λο­γού­νταν μυστι­κά σε βάρος τους κατά τα αλλε­πάλ­λη­λα παζά­ρια και «κόψε-ράψε» μετα­ξύ των δυνά­με­ων της Αντάντ ανα­φο­ρι­κά με τη μελ­λο­ντι­κή λεία του πολέ­μου, οι Αρα­βες ξεση­κώ­θη­καν, δίνο­ντας τη μία μάχη μετά την άλλη απέ­να­ντι σε έναν σαφώς καλύ­τε­ρα εξο­πλι­σμέ­νο αντί­πα­λο. Απο­κο­ρύ­φω­μα της αρα­βι­κής εξέ­γερ­σης υπήρ­ξε η απε­λευ­θέ­ρω­ση της Δαμα­σκού στις 1.10.1918. Εως το τέλος του πολέ­μου, ωστό­σο, όλες οι οθω­μα­νι­κές τουρ­κι­κές φρου­ρές στην περιο­χή αντι­κα­τα­στά­θη­καν από βρε­τα­νι­κές στρα­τιω­τι­κές δυνάμεις.

Στο μετα­ξύ, είχε μεσο­λα­βή­σει η νικη­φό­ρα Οκτω­βρια­νή Σοσια­λι­στι­κή Επα­νά­στα­ση του 1917 στη Ρωσία. Η νεα­ρή σοβιε­τι­κή εξου­σία απο­κά­λυ­ψε στον κόσμο το περιε­χό­με­νο των μυστι­κών συμ­φω­νιών μετα­ξύ των ιμπε­ρια­λι­στών, προ­κα­λώ­ντας αγα­νά­κτη­ση και ανα­βρα­σμό στους αρα­βι­κούς λαούς. Η βρε­τα­νι­κή κυβέρ­νη­ση, από τη μεριά της, έσπευ­σε να τους καθη­συ­χά­σει για τις «καλές προ­θέ­σεις» των Συμ­μά­χων, «επι­βε­βαιώ­νο­ντας» τη «δέσμευ­σή» τους ως προς τα συμ­φω­νη­θέ­ντα (Γενά­ρης 1918).

Εξι μήνες αργό­τε­ρα, η ίδια, σε δια­κοί­νω­σή της προς τους ηγέ­τες των Αρά­βων, θα επα­να­λάμ­βα­νε τα περί «πλή­ρους και κυρί­αρ­χης ανε­ξαρ­τη­σί­ας» των λαών της περιο­χής, δια­βε­βαιώ­νο­ντάς τους πως η τύχη των αρα­βι­κών εδα­φών (που τότε βρί­σκο­νταν πλέ­ον υπό την κατο­χή των δυνά­με­ων της Αντάντ) θα ορι­ζό­ταν «επί της αρχής της συναί­νε­σης» των πλη­θυ­σμών τους.5

Στο ίδιο πνεύ­μα, η κοι­νή γαλ­λο­βρε­τα­νι­κή δια­κοί­νω­ση που εκδό­θη­κε αμέ­σως μετά την ανα­κω­χή του Μού­δρου (7.11.1918) δια­τρά­νω­νε πως «στό­χος» των δύο δυνά­με­ων στη Μέση Ανα­το­λή, δεν ήταν άλλος παρά «η πλή­ρης και αδιαμ­φι­σβή­τη­τη απε­λευ­θέ­ρω­ση των λαών που για τόσο και­ρό κατα­πιέ­ζο­νταν από τους Τούρ­κους και η συγκρό­τη­ση εθνι­κών κυβερ­νή­σε­ων (…) εδρα­ζο­μέ­νων στην πρω­το­βου­λία και την ελεύ­θε­ρη βού­λη­ση των γηγε­νών πλη­θυ­σμών.»6

Βεβαί­ως, τίπο­τε από όλα αυτά δεν αντι­στοι­χού­σε στις πραγ­μα­τι­κές προ­θέ­σεις των ιμπε­ρια­λι­στών. Το γεγο­νός ήρθε να επι­βε­βαιω­θεί με τον πιο κατη­γο­ρη­μα­τι­κό τρό­πο λίγο αργό­τε­ρα και ενώ το Συνέ­δριο «Ειρή­νης» του Παρι­σιού βρι­σκό­ταν σε εξέλιξη.

Τέλη Ιού­νη του 1919 οι εκπρό­σω­ποι μιας σει­ράς οργα­νώ­σε­ων και κομ­μά­των της Συρί­ας, του Λιβά­νου, της Παλαι­στί­νης και της Υπε­ριορ­δα­νί­ας συνήλ­θαν σε Συνέ­δριο απαιτώντας:

  • α) Την πλή­ρη ανε­ξαρ­τη­σία τους σε ενιαίο κρά­τος («δεν επι­θυ­μη­θού­με το δια­με­λι­σμό της Συρί­ας και το δια­χω­ρι­σμό της Παλαι­στί­νης (…) ζητού­με η ενό­τη­τα της χώρας να δια­τη­ρη­θεί υπό οποιεσ­δή­πο­τε συν­θή­κες») και
  • β) τη μη ίδρυ­ση εβραϊ­κού κρά­τους μέσω του μαζι­κού εποι­κι­σμού της Παλαι­στί­νης κατά τις επι­διώ­ξεις Σιω­νι­στών και Βρε­τα­νών (βλ. στη συνέ­χεια). «Οι [ήδη υπάρ­χο­ντες] Εβραί­οι συμπα­τριώ­τες μας» διευ­κρι­νι­ζό­ταν, «θα συνε­χί­σουν να έχουν τα ίδια δικαιώ­μα­τα και υπο­χρε­ώ­σεις με εμάς», ωστό­σο, «οι αξιώ­σεις [σ.σ. των Σιω­νι­στών] απο­τε­λούν για εμάς μεγά­λη απει­λή ανα­φο­ρι­κά με την εθνι­κή, πολι­τι­κή και οικο­νο­μι­κή μας ζωή».7

Η δια­φαι­νό­με­νη άρνη­ση των Βρε­τα­νών και Γάλ­λων ιμπε­ρια­λι­στών να σεβα­στούν τις επι­θυ­μί­ες των ντό­πιων λαών και να τηρή­σουν τις υπο­σχέ­σεις τους για εκχώ­ρη­ση ανε­ξαρ­τη­σί­ας, οδή­γη­σε το 1920–1921 σε ένο­πλο ξεση­κω­μό σε Συρία και Ιράκ κατά των συμ­μα­χι­κών στρα­τευ­μά­των κατο­χής. Οι εξε­γέρ­σεις αυτές κατε­στά­λη­σαν ανη­λε­ώς. Οι Βρε­τα­νοί χρη­σι­μο­ποί­η­σαν κατά των εξε­γερ­μέ­νων ακό­μη και χημι­κά όπλα (αέριο μου­στάρ­δας), ενώ οι τρο­μο­κρα­τι­κές αερο­πο­ρι­κές επι­δρο­μές κατά αμά­χων άφη­σαν πίσω τους χιλιά­δες θύματα.

Οι Συν­θή­κες των Σεβρών (1920) και εν συνε­χεία της Λοζά­νης (1923) «επι­ση­μο­ποί­η­σαν» τη νομή της περιο­χής μετα­ξύ Βρε­τα­νί­ας και Γαλ­λί­ας. Τα αρα­βι­κά εδά­φη δια­με­λί­στη­καν τεχνη­τά, με βασι­κό κρι­τή­ριο τα συμ­φέ­ρο­ντα και τις επι­διώ­ξεις των ιμπε­ρια­λι­στών και όχι τη σύν­θε­ση ή τις επι­θυ­μί­ες των γηγε­νών πλη­θυ­σμών τους, κλη­ρο­δο­τώ­ντας επι­πλέ­ον προ­βλή­μα­τα στα ανε­ξάρ­τη­τα κρά­τη που θα δημιουρ­γού­νταν εν τέλει, έπει­τα από σκλη­ρούς αγώ­νες και αλλε­πάλ­λη­λες εξεγέρσεις.

Το αστικό εθνικιστικό ρεύμα του Σιωνισμού

Στα τέλη του 19ου αιώ­να εμφα­νί­στη­κε στους κόλ­πους των αστών Εβραί­ων, στις παροι­κί­ες και στην Παλαι­στί­νη, το ρεύ­μα του Σιω­νι­σμού, με θεμε­λιώ­δη σκο­πό τη συγκρό­τη­ση έθνους — κρά­τους στην Παλαιστίνη.

Το ρεύ­μα του Σιω­νι­σμού, από­το­κο του εβραϊ­κού δια­φω­τι­σμού και επη­ρε­α­σμέ­νο από τη γενι­κό­τε­ρη άνο­δο του αστι­κού εθνι­κι­σμού στην Ευρώ­πη, ήρθε σε ρήξη με την παρα­δο­σια­κή άρχου­σα τάξη των ραβί­νων, έπα­ψε να αντι­με­τω­πί­ζει τις διά­σπαρ­τες ανά τον κόσμο εβραϊ­κές κοι­νό­τη­τες ως θρη­σκευ­τι­κές — πολι­τι­σμι­κές, προ­τάσ­σο­ντας την άπο­ψη ενός ενιαί­ου (και αναλ­λοί­ω­του βιο­λο­γι­κά — ιστο­ρι­κά) έθνους απευ­θεί­ας προ­ερ­χο­μέ­νου από τους Εβραί­ους — Ισραη­λί­τες της Βίβλου.

Προς ενί­σχυ­ση της υπό δια­μόρ­φω­ση αυτής ενιαί­ας εθνι­κής ταυ­τό­τη­τας, οι Σιω­νι­στές άρχι­σαν — μετα­ξύ άλλων — να αντι­κα­θι­στούν τα έως τότε ευρέ­ως ομι­λού­με­να γερ­μα­νο­ε­βραϊ­κά (Γίντις), τα ισπα­νο­ε­βραϊ­κά (Λαντί­νο), κ.ο.κ. με μια εκσυγ­χρο­νι­σμέ­νη εκδο­χή της βιβλι­κής εβραϊ­κής γλώσ­σας (που σήμε­ρα απο­τε­λεί και την επί­ση­μη γλώσ­σα του κρά­τους του Ισραήλ).

Το ρεύ­μα του Σιω­νι­σμού, κατά τις πρώ­τες δεκα­ε­τί­ες της ύπαρ­ξής του, δεν ήταν πλειο­ψη­φι­κό ανά­με­σα στις εβραϊ­κές κοι­νό­τη­τες, για­τί βεβαί­ως αρχι­κά δεν ήταν πλειο­ψη­φι­κό ούτε στις γραμ­μές της ίδιας της εβραϊ­κής αστι­κής τάξης. Ως ρεύ­μα, στα πρώ­τα του βήμα­τα είχε περισ­σό­τε­ρη απή­χη­ση στα κρά­τη της Κεντρι­κής και Ανα­το­λι­κής Ευρώ­πης, όπου το εβραϊ­κό κεφά­λαιο δεχό­ταν τότε ασφυ­κτι­κές πιέ­σεις και επι­θέ­σεις (διευ­ρυ­νό­με­νες στα εβραϊ­κά λαϊ­κά στρώ­μα­τα με τη μορ­φή πογκρόμ). Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό πως στο Α’ Σιω­νι­στι­κό Συνέ­δριο (1897) οι μισοί αντι­πρό­σω­ποι και πλέ­ον προ­έρ­χο­νταν από την Ανα­το­λι­κή Ευρώπη.

Σε αντί­θε­ση, μεγά­λα τμή­μα­τα της εβραϊ­κής αστι­κής τάξης παγκο­σμί­ως έβλε­παν με αδια­φο­ρία ή και εχθρό­τη­τα το ρεύ­μα του Σιω­νι­σμού, καθώς δεν είχαν τίπο­τε να κερ­δί­σουν από τη συγκρό­τη­ση ενός χωρι­στού (και σχε­τι­κά μικρού / με μικρή εσω­τε­ρι­κή καπι­τα­λι­στι­κή αγο­ρά) έθνους — κρά­τους. Στην Οθω­μα­νι­κή Αυτο­κρα­το­ρία π.χ. «η πλειο­ψη­φία των εύρω­στων Σεφαρ­δι­τών Εβραί­ων (σ.σ. που κατοι­κού­σαν κυρί­ως στη Θεσ­σα­λο­νί­κη) παρέ­μει­ναν αντί­θε­τοι προς τον Σιω­νι­σμό, φοβού­με­νοι πως θα ήταν επι­ζή­μιος στη σχέ­ση τους με την κυβέρ­νη­ση και θα έθε­τε σε κίν­δυ­νο τα οικο­νο­μι­κά τους συμ­φέ­ρο­ντα».8

Για τον Εβραίο υπουρ­γό της βρε­τα­νι­κής κυβέρ­νη­σης Ε. Μοντά­γκου, η ανα­κή­ρυ­ξη της Παλαι­στί­νης σε εθνι­κή εστία των Εβραί­ων ήταν εξαι­ρε­τι­κά προ­βλη­μα­τι­κή, εφό­σον θα είχε ως συνέ­πεια «κάθε χώρα να θελή­σει αυτό­μα­τα να ξεφορ­τω­θεί τους Εβραί­ους πολί­τες της. (…) Οταν οι Εβραί­οι απο­κτή­σουν μια εθνι­κή εστία, σίγου­ρα η πίε­ση να στε­ρη­θού­με τα δικαιώ­μα­τα της βρε­τα­νι­κής υπη­κο­ό­τη­τας θα αυξη­θεί κατα­κό­ρυ­φα. Η Παλαι­στί­νη θα γίνει ένα παγκό­σμιο γκέ­το. Για­τί να δώσουν οι Ρώσοι ίσα δικαιώ­μα­τα στους Εβραί­ους; Η εθνι­κή τους εστία είναι η Παλαι­στί­νη».9

«Απο­τε­λούν οι Εβραί­οι ιδιαί­τε­ρο έθνος;», θα τονί­σει ο Γαλ­λο­ε­βραί­ος Αλ. Νακέ, απευ­θυ­νό­με­νος στον Σιω­νι­στή Μπ. Λαζάρ. «Οχι. (…) Η έννοια έθνος προ­ϋ­πο­θέ­τει ορι­σμέ­νους όρους που στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση δεν υπάρ­χουν (…) να έχει έδα­φος πάνω στο οποίο ν’ ανα­πτύσ­σε­ται (…) να έχει κοι­νή γλώσ­σα. (…) Εγώ (…) αν και γεν­νή­θη­κα Εβραί­ος (…) δεν ανα­γνω­ρί­ζω την εβραϊ­κή εθνό­τη­τα (..) δεν έχω άλλη εθνι­κό­τη­τα εκτός από τη γαλ­λι­κή».10

Το επα­να­στα­τι­κό σοσια­λι­στι­κό (μετέ­πει­τα κομ­μου­νι­στι­κό) κίνη­μα στά­θη­κε σθε­να­ρά απέ­να­ντι στο αστι­κό εθνι­κι­στι­κό ρεύ­μα του Σιω­νι­σμού, που στα­δια­κά άρχι­σε να διεισ­δύ­ει και στις γραμ­μές των Εβραί­ων εργα­τών, δηλη­τη­ριά­ζο­ντας τη συνεί­δη­σή τους. Ο Β. Ι. Λένιν έκα­νε λόγο για «ιδέ­ες που συσκο­τί­ζουν την ταξι­κή συνεί­δη­ση» των Εβραί­ων εργα­τών και που έρχο­νται σε «αντί­θε­ση προς τα συμ­φέ­ρο­ντα του εβραϊ­κού προ­λε­τα­ριά­του, δημιουρ­γώ­ντας άμε­σα και έμμε­σα στις γραμ­μές του (…) νοο­τρο­πία “γκέ­το”».

Ταυ­τό­χρο­να, ο Β. Ι. Λένιν κατέ­δει­ξε την «αδιαμ­φι­σβή­τη­τη σύν­δε­ση του αντι­ση­μι­τι­σμού με τα συμ­φέ­ρο­ντα των αστι­κών ακρι­βώς στρω­μά­των του πλη­θυ­σμού και όχι των εργα­τι­κών».11

«Στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, η ύπαρ­ξη της (σ.σ. σοσια­λι­στι­κής — πολυ­ε­θνι­κής αλλά κυρί­ως εβραϊ­κής — οργά­νω­σης της) Φεντε­ρα­σιόν (…) απο­τέ­λε­σε εμπό­διο για τον Σιω­νι­σμό ανα­φο­ρι­κά με τις μάζες (σ.σ. των Εβραί­ων εργα­τών)».12 Χαρα­κτη­ρι­στι­κή υπήρ­ξε η πολε­μι­κή του Α. Μπε­να­ρό­για (ηγε­τι­κό στέ­λε­χος της Φεντε­ρα­σιόν και από τα ιδρυ­τι­κά μέλη του ΣΕΚΕ) ένα­ντι του Σιω­νι­σμού: «Ούτε ένας Εβραί­ος στις δυνά­μεις της αντί­δρα­σης. Να το σύν­θη­μα που πρέ­πει να ριχτεί ενά­ντια στη σωβι­νι­στι­κή ατμό­σφαι­ρα που επι­βάλ­λουν οι Σιω­νι­στές».13

Όπως χαρα­κτη­ρι­στι­κή υπήρ­ξε επί­σης η μετέ­πει­τα πορεία του Α. Μπε­να­ρό­για — και χιλιά­δων άλλων εργα­τών, σοσια­λι­στών και μη, Εβραί­ων — που οι κατα­πιε­στι­κές, αντι­ση­μι­τι­κές πολι­τι­κές των καπι­τα­λι­στι­κών κρα­τών τους τους ώθη­σαν προς την αστι­κή — εθνι­κι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία του Σιωνισμού.

Η εξέλιξη των επιδιώξεων του Σιωνισμού

Στις 29–31 Αυγού­στου 1897 πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στη Βασι­λεία της Ελβε­τί­ας το Α’ Σιω­νι­στι­κό Συνέ­δριο (ιδρυ­τι­κό του παγκό­σμιου Σιω­νι­στι­κού Οργα­νι­σμού — ΣΟ).

Το «Πρό­γραμ­μα της Βασι­λεί­ας», που υιο­θε­τή­θη­κε στο συνέ­δριο, έθε­σε ως κύριο και πρω­ταρ­χι­κό στό­χο του ΣΟ «τη δημιουρ­γία εθνι­κής εστί­ας στη Γη του Ισρα­ήλ (σ.σ. Παλαι­στί­νη) για τον εβραϊ­κό λαό». Προς επί­τευ­ξη αυτού του σκο­πού προ­έ­βλε­πε μετα­ξύ άλλων την «προ­ώ­θη­ση με τα απα­ραί­τη­τα μέσα του εποι­κι­σμού της (…) από Εβραί­ους αγρό­τες, τεχνί­τες και βιο­τέ­χνες», την «ενδυ­νά­μω­ση και καλ­λιέρ­γεια του εβραϊ­κού εθνι­κού αισθή­μα­τος και εθνι­κής συνεί­δη­σης», καθώς και την «από­σπα­ση της συναί­νε­σης (ξένων) κυβερ­νή­σε­ων, όπου χρειά­ζε­ται, προς επί­τευ­ξη των στό­χων του Σιω­νι­σμού».14

Για την οικο­νο­μι­κή στή­ρι­ξη των στό­χων του ΣΟ ιδρύ­θη­καν η Εβραϊ­κή Αποι­κια­κή Τρά­πε­ζα (1899) και το Εβραϊ­κό Εθνι­κό Ταμείο (1901), ενώ βασι­κοί χρη­μα­το­δό­τες του υπήρ­ξαν ισχυ­ροί τρα­πε­ζί­τες της επο­χής, όπως ο Γερ­μα­νο­ε­βραί­ος Μ. ντε Χιρς, ο Αγγλο­ε­βραί­ος Μ. Μοντε­φιό­ρε, ο Γαλ­λο­ε­βραί­ος Ε. Ρόθ­τσιλντ κ.ά.

Έως το 1921 το Εβραϊ­κό Εθνι­κό Ταμείο είχε αγο­ρά­σει 100 τ. χλμ. γης στην Παλαι­στί­νη, ενώ η εβραϊ­κή μειο­νό­τη­τα είχε σχε­δόν διπλα­σια­στεί σε 83.790 άτο­μα φτά­νο­ντας το 12,9% του συνο­λι­κού πλη­θυ­σμού (συγκρι­τι­κά οι Αρα­βες αριθ­μού­σαν τότε 486.177 — 74,9%, δίχως να συνυ­πο­λο­γί­ζο­νται οι νομά­δες, ενώ οι Χρι­στια­νοί 71.464 — 11%).15

Το βασι­κό σύν­θη­μα των Σιω­νι­στών «Μια γη χωρίς λαό για έναν λαό χωρίς γη» ήταν χαρα­κτη­ρι­στι­κό των προ­θέ­σε­ών τους για την Παλαι­στί­νη. Για­τί, βεβαί­ως, η Παλαι­στί­νη δεν ήταν «μια γη χωρίς λαό», αλλά μια γη με έναν αυτό­χθο­να πλη­θυ­σμό, που τότε απο­τε­λού­σε τη συντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία των κατοί­κων της.

Όπως έγρα­ψε ο πρώ­τος πρό­ε­δρος του Σιω­νι­στι­κού Οργα­νι­σμού Τ. Χερ­στλ στο ημε­ρο­λό­γιό του ήδη από το 1895: «Θα επι­χει­ρή­σου­με να εκδιώ­ξου­με τον φτω­χό (σ.σ. αρα­βι­κό) πλη­θυ­σμό πέρα από τα σύνο­ρα χωρίς να γίνου­με αντι­λη­πτοί — η δια­δι­κα­σία των απαλ­λο­τριώ­σε­ων και απο­μά­κρυν­σης των φτω­χών πρέ­πει να γίνει δια­κρι­τι­κά και προ­σε­κτι­κά».16

Ο Ρωσο­ε­βραί­ος Σιω­νι­στής Α. Χά’αμ, που επι­σκέ­φτη­κε την Παλαι­στί­νη κατά τα πρώ­τα χρό­νια του εβραϊ­κού εποι­κι­σμού, υπήρ­ξε ιδιαί­τε­ρα επι­κρι­τι­κός ανα­φο­ρι­κά με τη στά­ση των εποί­κων ένα­ντι των ντό­πιων πλη­θυ­σμών: «Τι κάνουν τα αδέρ­φια μας στην Παλαι­στί­νη; (…) Συμπε­ρι­φέ­ρο­νται στους Αρα­βες με εχθρό­τη­τα και σκλη­ρό­τη­τα, τους στε­ρούν τα δικαιώ­μα­τά τους, τους προ­σβάλ­λουν χωρίς λόγο και καυ­χιό­νται κιό­λας για τα έργα τους, και κανείς ανά­με­σά μας δεν αντι­τί­θε­ται σε αυτή την αξιο­κα­τα­φρό­νη­τη αλλά και επι­κίν­δυ­νη τάση».17

Με την έναρ­ξη του Α’ Παγκο­σμί­ου ιμπε­ρια­λι­στι­κού Πολέ­μου, οι Σιω­νι­στές προ­σα­να­το­λί­στη­καν προς τη βρε­τα­νι­κή αστι­κή τάξη, εκτι­μώ­ντας — σωστά — πως, λόγω των συμ­φε­ρό­ντων της στην ευρύ­τε­ρη περιο­χή, η Παλαι­στί­νη θα περιερ­χό­ταν στη δική της σφαί­ρα επιρ­ρο­ής. Βασι­κό επι­χεί­ρη­μα των Σιω­νι­στών ήταν πως μια ισχυ­ρή εβραϊ­κή παρου­σία εκεί «θα δημιουρ­γού­σε έναν εξαι­ρε­τι­κά απο­τε­λε­σμα­τι­κό φρου­ρό της Διώ­ρυ­γας του Σου­έζ».18

Από­το­κος των ζυμώ­σε­ων και επα­φών των Σιω­νι­στών με παρά­γο­ντες της βρε­τα­νι­κής κυβέρ­νη­σης καθ’ όλο το επό­με­νο διά­στη­μα υπήρ­ξε η Δια­κή­ρυ­ξη του Μπαλ­φούρ (2.11.1917). Σε αυτήν ο Βρε­τα­νός υπουρ­γός Εξω­τε­ρι­κών Α. Τζ. Μπαλ­φούρ διε­μή­νυε στον εκπρό­σω­πο του ΣΟ λόρ­δο Ρόθ­τσιλντ τη θέση της κυβέρ­νη­σής του «υπέρ της ίδρυ­σης στην Παλαι­στί­νη μιας εθνι­κής εστί­ας για τον Εβραϊ­κό λαό», δια­βε­βαιώ­νο­ντας πως «θα κατα­βά­λει κάθε προ­σπά­θεια προ­κει­μέ­νου να διευ­κο­λύ­νει την πραγ­μα­το­ποί­η­ση αυτού του σκο­πού, όντας πλή­ρως κατα­νοη­τό πως τίπο­τε δεν θα υλο­ποι­η­θεί σε βάρος των πολι­τι­κών και θρη­σκευ­τι­κών δικαιω­μά­των των υπαρ­χου­σών μη εβραϊ­κών κοι­νο­τή­των στην Παλαι­στί­νη ή των δικαιω­μά­των και του πολι­τι­κού καθε­στώ­τος των Εβραί­ων σε οποια­δή­πο­τε άλλη χώρα».19

Όπως κατη­γο­ρη­μα­τι­κά ανα­φέ­ρει Έκθε­ση του ΟΗΕ για «την απαρ­χή και εξέ­λι­ξη του Παλαι­στι­νια­κού Προ­βλή­μα­τος»: «Ο καθο­ρι­στι­κός ρόλος της Δια­κή­ρυ­ξης του Μπαλ­φούρ κυριο­λε­κτι­κά σε κάθε φάση του Παλαι­στι­νια­κού ζητή­μα­τος δεν μπο­ρεί να υπερ­το­νι­στεί. (…) Παρα­βλέ­πο­ντας τα εγγε­νή δικαιώ­μα­τα και τις επι­θυ­μί­ες του Παλαι­στι­νια­κού λαού, η Βρε­τα­νι­κή Κυβέρ­νη­ση έδω­σε στους Σιω­νι­στές ηγέ­τες χωρι­στές δια­βε­βαιώ­σεις ανα­φο­ρι­κά με την ίδρυ­ση “εθνι­κής εστί­ας για τον Εβραϊ­κό λαό στην Παλαι­στί­νη”, φυτεύ­ο­ντας έτσι τους σπό­ρους μιας παρα­τει­νό­με­νης δια­μά­χης» στην περιο­χή.20

Τα προ­βλή­μα­τα και οι κίν­δυ­νοι από τους σχε­δια­σμούς και τις επι­διώ­ξεις Σιω­νι­στών και Βρε­τα­νών επι­ση­μάν­θη­καν όμως σύντο­μα και στους κόλ­πους τους.

Ο τότε στρα­τιω­τι­κός διοι­κη­τής της Παλαι­στί­νης συνταγ­μα­τάρ­χης Ρ. Στορς («πεπει­σμέ­νος Σιω­νι­στής ο ίδιος») θα ανα­φέ­ρει: «Η Παλαι­στί­νη, έως τα σήμε­ρα μια μου­σουλ­μα­νι­κή χώρα, έπε­σε στα χέρια μιας Χρι­στια­νι­κής Δύνα­μης, η οποία παρα­μο­νές της κατά­κτη­σής της ανα­κοί­νω­σε πως ένα μεγά­λο μέρος των εδα­φών της θα παρα­δο­θεί για εποι­κι­στι­κούς σκο­πούς». Ολο αυτό, κατά τον ίδιο, «στε­ρεί­ται αίσθη­σης της δρα­μα­τι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας».21

Ο Τζ. Κόρ­ζον (που αντι­κα­τέ­στη­σε τον Μπαλ­φούρ ως υπουρ­γός Εξω­τε­ρι­κών) ανέ­φε­ρε σχε­τι­κά με τις θέσεις που πρό­βα­λε ο ΣΟ διά του εκπρο­σώ­που του, Δρ. Γουάιζ­μαν, στο Συνέ­δριο Ειρή­νης του Παρι­σιού (1919): «Είμαι αρκε­τά σίγου­ρος πως (…) αυτό που ορα­μα­τί­ζε­ται είναι ένα Εβραϊ­κό κρά­τος (…), έναν υπο­δε­έ­στε­ρο Αρα­βι­κό πλη­θυ­σμό κ.λπ., εξου­σια­ζό­με­νο από Εβραί­ους, τους Εβραί­ους με κατο­χή της πλειο­ψη­φί­ας των εδα­φών και τον έλεγ­χο της Διοί­κη­σης. (…) (Και όλα αυτά) πίσω από τη βιτρί­να και υπό την προ­στα­σία των Βρε­τα­νών».22

Η διε­θνής Επι­τρο­πή που συστά­θη­κε υπό τους Αμε­ρι­κα­νούς Κινγκ και Κρέιν για την περαι­τέ­ρω εξέ­τα­ση του ζητή­μα­τος επί­σης γνω­μο­δό­τη­σε αρνη­τι­κά, τονί­ζο­ντας μετα­ξύ άλλων πως «ο μη Εβραϊ­κός πλη­θυ­σμός της Παλαι­στί­νης — σχε­δόν τα 9/10 του συνό­λου — είναι εμφα­τι­κά ενα­ντί­ον του όλου Σιω­νι­στι­κού προ­γράμ­μα­τος. (…) Κανείς εκ των Βρε­τα­νών αξιω­μα­τι­κών που συμ­βου­λεύ­τη­κε η Επι­τρο­πή δεν πιστεύ­ει πως το Σιω­νι­στι­κό πρό­γραμ­μα μπο­ρεί να υλο­ποι­η­θεί παρά με την ισχύ των όπλων».23

Οπως όμως υπο­γράμ­μι­σε ο Α. Τζ. Μπαλ­φούρ απα­ντώ­ντας στον Τζ. Κόρ­ζον: «Οι τέσ­σε­ρεις Μεγά­λες Δυνά­μεις στη­ρί­ζουν τον Σιω­νι­σμό. Και ο Σιω­νι­σμός, σωστός ή λάθος, καλός ή κακός, είναι ριζω­μέ­νος σε αρχέ­γο­νες παρα­δό­σεις, παρού­σες ανά­γκες και μελ­λο­ντι­κές ελπί­δες, με πολύ μεγα­λύ­τε­ρη σημα­σία από ό,τι οι επι­θυ­μί­ες και οι προ­κα­τα­λή­ψεις των 700.000 Αρά­βων που τώρα κατοι­κούν σε αυτή την αρχαία γη (…). Οποιο και αν είναι το μέλ­λον της Παλαι­στί­νης, σήμε­ρα δεν είναι ένα “ανε­ξάρ­τη­το κρά­τος”, ούτε βρί­σκε­ται ακό­μη καθ’ οδόν για να γίνει τέτοιο».24

Τελι­κά, η Κοι­νω­νία των Εθνών, μέσω του καμου­φλα­ρι­σμέ­νου αποι­κια­κού συστή­μα­τος των «Εντο­λών», παρέ­δω­σε τη διοί­κη­ση της Παλαι­στί­νης στη Βρε­τα­νία. Σύμ­φω­να με τη σχε­τι­κή από­φα­ση (22.7.1922) η εντο­λο­δό­χος Βρε­τα­νία καθί­στα­το «υπεύ­θυ­νη για τη δημιουρ­γία των πολι­τι­κών, διοι­κη­τι­κών και κοι­νω­νι­κών συν­θη­κών που απαι­τού­νταν προ­κει­μέ­νου να δια­σφα­λι­στεί η δημιουρ­γία μιας Εβραϊ­κής εθνι­κής εστί­ας». Η Εντο­λή προ­έ­βλε­πε επί­σης την ύπαρ­ξη ειδι­κού αντι­προ­σω­πευ­τι­κού σώμα­τος για τους Εβραί­ους στην Παλαι­στί­νη, που θα λει­τουρ­γού­σε συμ­βου­λευ­τι­κά, σε συνερ­γα­σία με τη Βρε­τα­νι­κή Διοί­κη­ση. Ανά­λο­γη πρό­βλε­ψη για την εκπρο­σώ­πη­ση των Αρά­βων δεν υπήρ­ξε.25

Με την έναρ­ξη της βρε­τα­νι­κής κατο­χής, η πορεία του παλαι­στι­νια­κού ζητή­μα­τος θα εισερ­χό­ταν πια σε μια νέα, ακό­μα πιο δρα­μα­τι­κή φάση.

Παρα­πο­μπές:

  1. Eliezer Tauber, The formation of modern Iraq and Syria, εκδ. Routledge, London, 2013, σελ. 91.
  2. Abigail Jacobson, «Negotiating Ottomanism in times of war», στο International Journal of Middle East Studies, τ.40, 2008, σελ. 69–88.
  3. Correspondence between Sir Henry MacMahon and the Sherif Hussein of Mecca, July 1915-March 1916, εκδ. H. M. Stationary Office, London, 1939, σελ. 3–4.
  4. Ο., σελ. 8–13.
  5. Jacob Hurewitz, Diplomacy in the Near and Middle East, τ.2, εκδ. D. Van Nostrand Co, Toronto, 1956, σελ. 29–30.
  6. Report of a Committee set up to consider certain correspondence between Sir Henry McMahon and the Sharif of Mecca, εκδ. H.M. Stationary Office, London, 1939, σελ. 42–43.
  7. Anis Sayegh, Palestine and Arab nationalism, εκδ. PLO Research Center, Beirut, 1970, σελ.28.
  8. Esther Benbassa, «Zionism in the Ottoman Empire», στο Studies in Zionism, τ. 11, αρ. 2, 1990, σελ. 131
  9. Sir Edwin Montagu Memorandum, August 1917, στο Cabinet 24/24 (Public Record Office)
  10. I. Λένιν, Απα­ντα, τόμ. 8, σελ. 73.
  11. I. Λένιν, Απα­ντα, τόμ. 7, σελ. 119 και τόμ. 8, σελ. 74.
  12. Esther Benbassa, «Zionism in the Ottoman Empire», στο Studies in Zionism, τ. 11, αρ. 2, 1990, σελ.133
  13. ΚΜΕ, «Η Σοσια­λι­στι­κή Οργά­νω­ση Φεντε­ρα­σιόν της Θεσ­σα­λο­νί­κης», 1909–1918, εκδ. «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», 1989, σελ. 87.
  14. https://www.jewishvirtuallibrary.org/first-zionist-congress-and-basel-program-1897
  15. jnf.org/our-history, Survey of Palestine, τόμ. 1, 1946, σελ. 141 και Supplement to Survey of Palestine, 1947, σελ. 10.
  16. Michael Prior, Zionism and the State of Israel, εκδ. Psychology Press, New York, 1999, σελ. 191–192.
  17. Hans Kohn, «Ahad Ha’am: Nationalist with a difference», στο Gary Smith (επ.) Zionism: The dream and the reality, εκδ. Harper & Row, New York, σελ. 31–32.
  18. Chaim Weizmann, Trial and Error, εκδ. Harper, New York, 1949, σελ. 178.
  19. Στο United Nations, Origins and evolution of the Palestine Problem: 1917–1947 (Part I), στο https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-i-1917–1947/ (από δω και πέρα ΟΗΕ).
  20. OHE, .ό.
  21. OHE, .ό.
  22. OHE, .ό.
  23. OHE, .ό.
  24. OHE, .ό.
  25. OHE, .ό.

Συνε­χί­ζε­ται …
Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από το Ριζο­σπά­στη του Σ\Κ

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο