Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος _6ο

Ο Ριζο­σπά­στης, αμέ­σως μετά την ιμπε­ρια­λι­στι­κή εισβο­λή στην Παλαι­στί­νη ενη­με­ρώ­νει έγκαι­ρα και έγκυ­ρα _μαζί με τον 902.gr για όλες τις πλευ­ρές _ειδικά τις αθέ­α­τες του πολέ­μου και της γενο­κτο­νί­ας που συντε­λεί­ται εκεί, καθώς και ιστο­ρι­κά, πως φτά­σα­με . Μπή­κα­με ήδη στον 6ο μήνα, που το Ισρα­ήλ με τις πλά­τες ΗΠΑ_ΝΑΤΟ_ΕΕ κλπ. πρό­θυ­μων, μακε­λεύ­ει το λαό της πολύ­πα­θης χώρας, ενώ πλή­θος κόσμου στα πέρα­τα της γης ‑όλοι με μια φωνή βρί­σκο­νται με τη σωστή πλευ­ρά της ιστο­ρί­ας “Λευ­τε­ριά στην Παλαι­στί­νη”.

Ιστο­ρι­κή ανα­δρο­μή στις ρίζες και την εξέ­λι­ξη του παλαι­στι­νια­κού ζητή­μα­τος _1ο

σσ. “ΗΠΑ_ΝΑΤΟ_ΕΕ κλπ. πρό­θυ­μων” Γκου­γκλά­ρο­ντας “Ισρα­ήλ εισβο­λή Παλαι­στί­νη” βγαί­νει “καρ­φί­τσα” 5+ μήνες …“Ο πόλε­μος μετα­ξύ παλαι­στι­νια­κών οργα­νώ­σε­ων υπό την ηγε­σία της Χαμάς και του Ισρα­ήλ ξεκί­νη­σε στις 7 Οκτω­βρί­ου 2023, από ένο­πλους Παλαι­στί­νιους που εισέ­βα­λαν στα Ισραη­λι­νά εδά­φη γεγο­νός το οποίο συνι­στά τη μεγα­λύ­τε­ρη τρο­μο­κρα­τι­κή ενέρ­γεια από συστά­σε­ως του κρά­τους του Ισρα­ήλ” _Βικι­παί­δεια _Πόλεμος Χαμάς-Ισρα­ήλ (2023-σήμε­ρα)…

Ριζοσπάστης
Ιστορική αναδρομή στις ρίζες &
την εξέλιξη του Παλαιστινιακού
Μέρος_6ο

Στο μέρος αυτό του αφιε­ρώ­μα­τός μας θα κατα­πια­στού­με με ορι­σμέ­νους βασι­κούς παρά­γο­ντες που επέ­δρα­σαν στην πορεία δια­μόρ­φω­σης, τον τρό­πο οργά­νω­σης και το ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κό περιε­χό­με­νο — προ­σα­να­το­λι­σμό των πρώ­των εκδη­λώ­σε­ων αντί­στα­σης και αγώ­να στις γραμ­μές των Παλαι­στι­νί­ων Αρά­βων. Πρό­κει­ται για μια φάση στην ανά­πτυ­ξη της εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κής πάλης του Παλαι­στι­νια­κού λαού που οριο­θε­τεί­ται χρο­νι­κά από τον ξερι­ζω­μό τους το 1949 έως και τον Πόλε­μο των Εξι Ημε­ρών το 1967.

Κατά την περί­ο­δο αυτή, κεντρι­κό όσο και καθο­ρι­στι­κό ρόλο ως προς τα παρα­πά­νω είχαν τα ρεύ­μα­τα του «πανα­ρα­βι­σμού» και του «αρα­βι­κού σοσιαλισμού».

“Παναραβισμός”

Ο πανα­ρα­βι­σμός, δηλα­δή η γενι­κή «ιδέα πως οι Άρα­βες συν­δέ­ο­νταν ανα­με­τα­ξύ τους με ιδιαί­τε­ρους θρη­σκευ­τι­κούς, ιστο­ρι­κούς και γλωσ­σι­κούς δεσμούς [άρα] και η πολι­τι­κή (σ.σ. κρα­τι­κή) τους συγκρό­τη­ση έπρε­πε να αντι­κα­το­πτρί­ζει αυτή την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κατά κάποιο τρό­πο»1, είχε τις ρίζες του δεκα­ε­τί­ες προ­τού ανα­δει­χθεί στο επί­κε­ντρο των γεω­πο­λι­τι­κών εξε­λί­ξε­ων στη Μέση Ανα­το­λή, κατά τις δεκα­ε­τί­ες του 1950 και του 1960.

Παράλ­λη­λα, η ενό­τη­τα στη δρά­ση των εργα­τι­κών — λαϊ­κών μαζών της Μέσης Ανα­το­λής με στό­χο την από κοι­νού απο­τί­να­ξη της ντό­πιας και ξένης ταξι­κής εκμε­τάλ­λευ­σης υπήρ­ξε συστα­τι­κό στοι­χείο των Προ­γραμ­μά­των όλων των Κομ­μου­νι­στι­κών Κομ­μά­των της περιο­χής κατά την περί­ο­δο του Μεσο­πο­λέ­μου. Το πρό­γραμ­μα του ΚΚ της Αιγύ­πτου π.χ. καλού­σε το 1931 «για την επί­τευ­ξη της πλή­ρους αρα­βι­κής ενό­τη­τας, με όλους τους ελεύ­θε­ρους Αρα­βες».2Βεβαί­ως, επρό­κει­το για μια ενό­τη­τα με ταξι­κό πρό­ση­μο και περιε­χό­με­νο, με αφε­τη­ρία και τελι­κό σκο­πό που ορί­ζο­νταν από τη σκο­πιά των εργα­τι­κών — λαϊ­κών συμφερόντων.

Ο Γ. Αρα­φάτ με Παλαι­στί­νιους μαχητές

Η αρα­βι­κή ενό­τη­τα από τη σκο­πιά των συμ­φε­ρό­ντων της αστι­κής τάξης είχε δια­με­τρι­κά δια­φο­ρε­τι­κή αφε­τη­ρία, περιε­χό­με­νο και σκο­πό. Το 1950 ο Αιγύ­πτιος ΓΓ του Αρα­βι­κού Συν­δέ­σμου Α. Αζάμ (1945–1952) θα τονί­σει σχετικά:

«Το μέλ­λον μας θα είναι επι­τυ­χές εφό­σον γίνου­με ένας βιο­μη­χα­νι­κός λαός. Η ύπαρ­ξή μας θα είναι σχε­δόν αδύ­να­τη (…) αν δεν πραγ­μα­το­ποι­ή­σου­με μια βαθιά βιο­μη­χα­νι­κή επα­νά­στα­ση. Μια τέτοια επα­νά­στα­ση απαι­τεί από εμάς να δια­θέ­του­με ζωτι­κό χώρο. Ο ζωτι­κός αυτός χώρος απο­τε­λεί­ται από τα αδέρ­φια μας, που μας κατα­λα­βαί­νουν και που μας προ­σφέ­ρουν ένα πλε­ο­νέ­κτη­μα σε σχέ­ση με άλλους. Σε οικο­νο­μι­κό επί­πε­δο έχου­με ανά­γκη τα αρα­βι­κά κρά­τη, τα οποία, όπως έχει απο­δει­χθεί, δια­θέ­τουν τις πιο άφθο­νες πλου­το­πα­ρα­γω­γι­κές πηγές και πρώ­τες ύλες για τη μελ­λο­ντι­κή μας βιο­μη­χα­νία, ενώ ταυ­τό­χρο­να απο­τε­λούν μια μονα­δι­κή αγο­ρά ανοι­κτή για τη μελ­λο­ντι­κή μας ζωή. (…) Ζού­με στην επο­χή των καρ­τέλ και των τραστ. Πιστεύ­ουν οι Ιρα­κι­νοί ή οι Σύριοι ή οι Αιγύ­πτιοι πως μπο­ρούν να πετύ­χουν μια αξιο­πρε­πή ζωή χωρίς ενό­τη­τα;».3

Ο πανα­ρα­βι­σμός, λοι­πόν, ως στοι­χείο της στρα­τη­γι­κής των αστι­κών τάξε­ων (ή τμη­μά­των αυτών) των αρα­βι­κών κρα­τών εδρα­ζό­ταν στην επι­δί­ω­ξη συγκρό­τη­σης ενός ισχυ­ρού καπι­τα­λι­στι­κού κρά­τους (ή δια­κρα­τι­κής ένω­σης π.χ. ομο­σπον­δια­κού τύπου) επί μίας σχε­τι­κά μεγά­λης αγο­ράς, με τους ανά­λο­γους πόρους και το αντί­στοι­χο εργα­τι­κό δυνα­μι­κό, πάνω στα οποία θα ήταν οικο­νο­μι­κά και πολι­τι­κά κυρίαρχες.

Η στρα­τη­γι­κή αυτή προ­ϋ­πέ­θε­τε — και στον έναν ή τον άλλο βαθ­μό περιε­λάμ­βα­νε — την επα­να­δια­πραγ­μά­τευ­ση των όρων που διέ­τρε­χαν τις σχέ­σεις και τις συμ­μα­χί­ες τους με τα πιο ισχυ­ρά καπι­τα­λι­στι­κά κρά­τη, καθώς και την επα­να­δια­πραγ­μά­τευ­ση των κατά κανό­να αποι­κια­κού τύπου όρων εκμε­τάλ­λευ­σης των πλου­το­πα­ρα­γω­γι­κών τους πόρων (κάτι που εκφρά­στη­κε είτε με ανα­θε­ω­ρή­σεις υπαρ­χου­σών συμ­βά­σε­ων προς το ευνοϊ­κό­τε­ρο — όπως π.χ. στο Ιράκ, στην Ιορ­δα­νία και τη Σαου­δι­κή Αρα­βία — είτε με κρα­τι­κο­ποι­ή­σεις επι­χει­ρή­σε­ων ξένων συμ­φε­ρό­ντων — όπως π.χ. στην Αίγυ­πτο και τη Συρία).

Ο πανα­ρα­βι­σμός κατεί­χε κεντρι­κό ρόλο στη στρα­τη­γι­κή της αστι­κής τάξης της Αιγύ­πτου, που τις δεκα­ε­τί­ες του 1950–1960 επι­δί­ω­ξε — και είχε — πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο στα τεκται­νό­με­να στη Μέση Ανα­το­λή. Το γεγο­νός δεν ήταν τυχαίο, καθώς η Αίγυ­πτος ήταν τότε το ισχυ­ρό­τε­ρο καπι­τα­λι­στι­κό κρά­τος της περιο­χής και ο πανα­ρα­βι­σμός της προ­σέ­φε­ρε το ανά­λο­γο στρα­τη­γι­κό — ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κό πλαί­σιο για την επι­διω­κό­με­νη συνέ­νω­ση των αρα­βι­κών κρα­τών υπό την ηγε­σία της.

Ο στό­χος αυτός βεβαί­ως δεν ήταν καθό­λου απλός, καθώς προ­σέ­κρουε τόσο στην ύπαρ­ξη σημα­ντι­κό­τα­των οικο­νο­μι­κών και γεω­στρα­τη­γι­κών συμ­φε­ρό­ντων μιας σει­ράς ισχυ­ρών καπι­τα­λι­στι­κών κρα­τών (κύρια της Βρε­τα­νί­ας και των ΗΠΑ, αλλά και της Γαλ­λί­ας κ.ά.), όσο και στις ιδιαί­τε­ρες επι­διώ­ξεις, συμ­φέ­ρο­ντα και διε­θνείς συμ­μα­χί­ες των αστι­κών τάξε­ων των άλλων αρα­βι­κών κρατών.

Από­το­κος της στρα­τη­γι­κής του πανα­ρα­βι­σμού υπήρ­ξε η ένω­ση της Αιγύ­πτου με τη Συρία και η συγκρό­τη­ση της Ηνω­μέ­νης Αρα­βι­κής Δημο­κρα­τί­ας (ΗΑΔ) το 1958–1961. Με την ΗΑΔ ενώ­θη­κε επί­σης την ίδια περί­ο­δο — ως ομό­σπον­δο μέλος — και η Βόρεια Υεμέ­νη, συγκρο­τώ­ντας τα Ηνω­μέ­να Αρα­βι­κά Κρά­τη. Αμε­σα συναρ­τό­με­νη με τις εξε­λί­ξεις αυτές (αλλά όχι ταυ­τό­ση­μη) υπήρ­ξε η συγκρό­τη­ση της Αρα­βι­κής Ομο­σπον­δί­ας (1958) από το Ιράκ και την Ιορ­δα­νία. Η τελευ­ταία δημιουρ­γή­θη­κε περισ­σό­τε­ρο ως «αντί­βα­ρο» στην επι­χει­ρού­με­νη αιγυ­πτια­κή ηγε­μο­νία στη Μέση Ανα­το­λή (με τη στή­ρι­ξη και της Βρε­τα­νί­ας). Δια­λύ­θη­κε δε σχε­δόν άμε­σα, καθώς η ανα­τρο­πή της φιλο­βρε­τα­νι­κής κυβέρ­νη­σης του Ιράκ τον Ιού­λη του 1958 άλλα­ξε τα δεδο­μέ­να. Το 1963 Αίγυ­πτος, Συρία και Ιράκ ξεκί­νη­σαν δια­βου­λεύ­σεις για την ανα­σύ­στα­ση της ΗΑΔ με την ένω­ση των τριών κρα­τών, δίχως ωστό­σο αποτέλεσμα.

Βασι­κός λόγος για τη μη ευό­δω­ση του εγχει­ρή­μα­τος της ΗΑΔ υπήρ­ξαν οι αντι­θέ­σεις ανά­με­σα στις εθνι­κές αστι­κές τάξεις των εμπλε­κό­με­νων κρα­τών. Αντι­θέ­σεις που, μετα­ξύ άλλων, εκπο­ρεύ­ο­νταν ή ανα­τρο­φο­δο­τού­νταν σε μεγά­λο βαθ­μό και από τις ηγε­μο­νι­κές επι­διώ­ξεις της αιγυ­πτια­κής αστι­κής τάξης. Το δόγ­μα «πρώ­τα η Αίγυ­πτος» που βρι­σκό­ταν στον πυρή­να της στρα­τη­γι­κής της αστι­κής τάξης της Αιγύ­πτου4 (όπως αντί­στοι­χα και σε άλλα αρα­βι­κά κρά­τη) υπο­νό­μευε θεμε­λια­κά τα όποια εγχει­ρή­μα­τα «αρα­βι­κής ενό­τη­τας» στη δοσμέ­νη περί­ο­δο. Αυτό που εν τέλει υπε­ρί­σχυ­σε, ήταν τα ιδιαί­τε­ρα κρα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα κάθε αστι­κής τάξης.

Καταυ­λι­σμός προ­σφύ­γων στη Γάζα το 1955

Η κοσμικότητα του παναραβισμού

Ο πανα­ρα­βι­σμός, παρό­τι ενσω­μά­τω­νε ορι­σμέ­να στοι­χεία από το Ισλάμ (κυρί­ως για λόγους χει­ρα­γώ­γη­σης των λαϊ­κών μαζών, ιδιαί­τε­ρα των αγρο­τι­κών), είχε αστι­κό πολι­τι­κό περιε­χό­με­νο και ανά­λο­γες στο­χεύ­σεις. Για τον πανα­ρα­βι­σμό το κατα­λυ­τι­κό ενο­ποι­η­τι­κό στοι­χείο του αρα­βι­κού κόσμου δεν ήταν η θρη­σκεία (άλλω­στε οι Αρα­βες ακο­λου­θού­σαν διά­φο­ρα θρη­σκευ­τι­κά δόγ­μα­τα: Αλλοι το σιι­τι­κό και το σου­νι­τι­κό Ισλάμ, άλλοι τον χρι­στια­νι­σμό κ.ο.κ.). Κεντρι­κή θέση κατεί­χε η ενό­τη­τα του πολι­τι­σμού (ιδιαί­τε­ρα η γλώσ­σα) και βεβαί­ως αυτό που προσ­διο­ρι­ζό­ταν ως κοι­νό παρελ­θόν και ως κοι­νό συμ­φέ­ρον για το μέλ­λον (τα οποία και τα δύο ορί­ζο­νταν με πολι­τι­κούς και οικο­νο­μι­κούς όρους).5

Άλλω­στε οι θρη­σκευ­τι­κές ηγε­σί­ες των αρα­βι­κών κρα­τών ταυ­τί­ζο­νταν συχνά με τις παλιές — ανα­χρο­νι­στι­κές / νομα­δι­κές — φυλε­τι­κές κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κές δομές εξου­σί­ας, τις οποί­ες ο πανα­ρα­βι­σμός, ως αστι­κό ρεύ­μα, επι­δί­ω­κε να εξαλείψει.

Η γενι­κευ­μέ­νη κατα­στο­λή της ισλα­μι­στι­κής οργά­νω­σης των Αδερ­φών Μου­σουλ­μά­νων στην Αίγυ­πτο το 1954 απο­τε­λεί ίσως μια από τις πιο χαρα­κτη­ρι­στι­κές εκδη­λώ­σεις της κοσμι­κό­τη­τας του πανα­ρα­βι­σμού. Οπως χαρα­κτη­ρι­στι­κή υπήρ­ξε επί­σης η παρου­σία, καθώς και ο ρόλος, των Χρι­στια­νών Αρά­βων (ιδιαί­τε­ρα όσων ανή­καν στα μεσαία και ανώ­τε­ρα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα) στα διά­φο­ρα πανα­ρα­βι­κά κινή­μα­τα.6

Ιστο­ρι­κή ανα­δρο­μή στις ρίζες και την εξέ­λι­ξη του Παλαι­στι­νια­κού ζητή­μα­τος _5ο

Ο “αραβικός σοσιαλισμός”

Άλλο σημα­ντι­κό στοι­χείο του πανα­ρα­βι­σμού υπήρ­ξε ο συν­δυα­σμός (ή ακό­μα και αμα­γαλ­μά­τω­σή του) με τον ανα­δυό­με­νο τότε λεγό­με­νο «αρα­βι­κό σοσια­λι­σμό». Βασι­κοί — αν και δια­φο­ρε­τι­κοί — πολι­τι­κοί φορείς του «αρα­βι­κού σοσια­λι­σμού» υπήρ­ξαν τα κόμ­μα­τα «Μπα’αθ» της Συρί­ας (1947) και του Ιράκ (1951), καθώς και η Αρα­βι­κή Σοσια­λι­στι­κή Ενω­ση της Αιγύ­πτου (1962).

Ο «αρα­βι­κός σοσια­λι­σμός» υπήρ­ξε ουσια­στι­κά ένα σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό ρεύ­μα που δια­μορ­φώ­θη­κε πολύ αργό­τε­ρα απ’ ό,τι στην Ευρώ­πη, όπου είχε ήδη αστι­κο­ποι­η­θεί. Ετσι, από την αρχή, απο­τε­λού­σε πολι­τι­κή έκφρα­ση των ανα­γκών της καπι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης των αρα­βι­κών κρα­τών, δίνο­ντας έμφα­ση: α) Στην ισχυ­ρο­ποί­η­ση της εθνι­κής αστι­κής τάξης μέσα από τη δρα­στι­κή μεί­ω­ση της έως τότε σημα­ντι­κής επιρ­ρο­ής δια­φό­ρων ξένων καπι­τα­λι­στι­κών κρα­τών στην οικο­νο­μία, την πολι­τι­κή δια­κυ­βέρ­νη­ση και τις διε­θνείς συμ­μα­χί­ες των αρα­βι­κών χωρών, και β) στον κεντρι­κό ρόλο του κρά­τους ως μοχλού καπι­τα­λι­στι­κών ανα­διαρ­θρώ­σε­ων και εκσυγ­χρο­νι­σμών αλλά και συνο­λι­κό­τε­ρης ανα­βάθ­μι­σης του εργα­τι­κού δυνα­μι­κού (προ­κει­μέ­νου να υπη­ρε­τή­σει τις ανά­γκες της επι­διω­κό­με­νης καπι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης) μέσα από τη δημιουρ­γία διευ­ρυ­μέ­νων δομών Παι­δεί­ας, Υγεί­ας, Πρό­νοιας κ.ά.

Χαρα­κτη­ρι­στι­κές υπήρ­ξαν π.χ. οι εκτε­τα­μέ­νες εθνι­κο­ποι­ή­σεις — κρα­τι­κο­ποι­ή­σεις υπο­δο­μών και επι­χει­ρή­σε­ων ξένων συμ­φε­ρό­ντων στην Αίγυ­πτο επί κυβέρ­νη­σης Νάσερ, δίπλα σε μια γενι­κό­τε­ρη ενί­σχυ­ση της εγχώ­ριας βιο­μη­χα­νί­ας (της οποί­ας η παρα­γω­γή αυξή­θη­κε κατά 47% στο διά­στη­μα 1952 — 1957). Οπως χαρα­κτη­ρι­στι­κά υπήρ­ξαν και τα εκτε­τα­μέ­να «κοι­νω­νι­κά μέτρα» που λήφθη­καν την ίδια περί­ο­δο και περιε­λάμ­βα­ναν από την επέ­κτα­ση των δημό­σιων δομών Υγεί­ας και Παι­δεί­ας έως την επι­δό­τη­ση τρο­φί­μων, ρου­χι­σμού και στέ­γης για τις εργα­τι­κές — λαϊ­κές μάζες κ.ά. Τα μέτρα αυτά στό­χευαν στη δημιουρ­γία ενός ικα­νό­τε­ρου εργα­τι­κού δυνα­μι­κού (πιο υγιούς, πιο μορ­φω­μέ­νου κ.ο.κ.), στην άμβλυν­ση των συνε­πειών της εκβιο­μη­χά­νι­σης, αλλά και στην ενσω­μά­τω­ση των εργα­τι­κών — λαϊ­κών μαζών στην αστι­κή εξου­σία. Μαζί με το «καρό­το», βεβαί­ως, πήγαι­νε και το «μαστί­γιο» — δηλα­δή η άγρια κατα­στο­λή του εργα­τι­κού — κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος (βίαια κατα­στο­λή απερ­γιών, απα­γό­ρευ­ση του ΚΚ, μαζι­κές συλ­λή­ψεις, φυλα­κί­σεις, βασα­νι­στή­ρια κ.ο.κ.).7

Συγκρό­τη­ση της Ηνω­μέ­νης Αρα­βι­κής Δημο­κρα­τί­ας, 1958

Οι οικο­νο­μι­κές και κοι­νω­νι­κές πολι­τι­κές που εφάρ­μο­σε η κυβέρ­νη­ση Νάσερ πέτυ­χαν «την “αρα­βο­ποί­η­ση” της αιγυ­πτια­κής οικο­νο­μί­ας, βάζο­ντας τέλος στην οικο­νο­μι­κή και φυσι­κή παρου­σία των “ξένων”».8

Αντί­στοι­χα, όταν το Μπά­αθ ανήλ­θε στην εξου­σία στο Ιράκ το 1963, παρά τους όποιους «φόβους» είχαν δημιουρ­γη­θεί — σε ντό­πιους και διε­θνείς κεφα­λαιο­κρα­τι­κούς κύκλους — από τη ρητο­ρι­κή του περί «σοσια­λι­σμού», εν τέλει «όχι μόνο δεν έκα­νε κάποια κίνη­ση προς αυτή την κατεύ­θυν­ση, αλλά έδω­σε και μια σει­ρά δια­βε­βαιώ­σεις προς την εμπο­ρι­κή κοι­νό­τη­τα — μια τάξη που σύμ­φω­να με τη θεω­ρία του Μπά­αθ απο­τε­λού­σε “φυσι­κό εχθρό της επα­νά­στα­σης”».9

Βεβαί­ως, ο πανα­ρα­βι­σμός και ο «αρα­βι­κός σοσια­λι­σμός» «πατού­σαν» σε ένα υπαρ­κτό ρεύ­μα ριζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σης — μαχη­τι­κο­ποί­η­σης ανα­με­τα­ξύ των αρα­βι­κών λαών (το οποίο η αστι­κή τάξη προ­σπά­θη­σε — και εν πολ­λοίς κατά­φε­ρε — να το ενσω­μα­τώ­σει και να το κινη­το­ποι­ή­σει στους σκο­πούς της). Στις συνει­δή­σεις μεγά­λης μερί­δας των εργα­τι­κών — λαϊ­κών μαζών εκεί­νη την περί­ο­δο η πάλη για ενό­τη­τα ανά­με­σα στους αρα­βι­κούς λαούς ήταν σχε­δόν ταυ­τό­ση­μη με την πάλη κατά του βρε­τα­νι­κού και αμε­ρι­κα­νι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού, αλλά και την πάλη για μια καλύ­τε­ρη ζωή. Οπως χαρα­κτη­ρι­στι­κά σημειω­νό­ταν σε σχε­τι­κό άρθρο αιγυ­πτια­κού περιο­δι­κού εκεί­νη την περί­ο­δο: «Αν δεν απο­τε­λού­με ένα ενιαίο φυλε­τι­κό σύνο­λο, δεμέ­νο με μια κοι­νή κατα­γω­γή, μία γλώσ­σα και μία ιστο­ρία, δια­θέ­του­με ωστό­σο μια τρο­με­ρή συναι­σθη­μα­τι­κή ενό­τη­τα, πηγή της οποί­ας είναι η στέ­ρη­ση όλων των στοι­χειω­δών ανθρω­πί­νων δικαιω­μά­των μας. Γλώσ­σα της οποί­ας είναι το ανα­πό­φευ­κτο μίσος μας απέ­να­ντι στους τυράν­νους που μας εξου­σιά­ζουν, ενώ η ιστο­ρία της είναι τα σκάν­δα­λα και οι τρα­γω­δί­ες που υπέ­στη­σαν οι χώρες μας από τους συμ­μά­χους του αποι­κια­κού στρα­το­πέ­δου».10

Ωστό­σο, παρά την όποια ριζο­σπα­στι­κή — αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κή του ρητο­ρι­κή (που πολύ συχνά προ­σο­μοί­α­ζε τις θέσεις και δια­κη­ρύ­ξεις των Κομ­μου­νι­στι­κών Κομ­μά­των), ο «αρα­βι­κός σοσια­λι­σμός» δεν είχε κοι­νό τόπο με το περιε­χό­με­νο και τους στό­χους πάλης του επα­να­στα­τι­κού εργα­τι­κού κινή­μα­τος. Ήταν ένα ξεκά­θα­ρα αστι­κό ρεύ­μα, με βαθύ­τα­τα ταξι­κό περιε­χό­με­νο και σκοπούς.

«Πατώ­ντας» στις λεγό­με­νες ιδιαι­τε­ρό­τη­τες του αρα­βι­κού κόσμου (το χαμη­λό επί­πε­δο καπι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης, το εύρος της «ξένης εξάρ­τη­σης» κ.λπ.), οι θεω­ρη­τι­κοί του «αρα­βι­κού σοσια­λι­σμού» (όπως ο Σύριος Μ. Αφλακ) ή πολι­τι­κοί του εκπρό­σω­ποι (όπως ο Α. Γκ. Νάσερ), έκα­ναν λόγο για σοσια­λι­σμό, αλλά χωρίς ταξι­κές αντι­θέ­σεις, χωρίς ταξι­κή πάλη και χωρίς σοσια­λι­στι­κή επα­νά­στα­ση. Για εκεί­νους, η πρω­ταρ­χι­κή αντί­θε­ση στον αρα­βι­κό κόσμο δεν ήταν ανά­με­σα σε αντί­πα­λες τάξεις (εκμε­ταλ­λευο­μέ­νων και εκμε­ταλ­λευ­τών — ντό­πιων και ξένων) αλλά ανά­με­σα σε σύσ­σω­μο το έθνος από τη μία μεριά απέ­να­ντι στην ξένη καπι­τα­λι­στι­κή κυριαρ­χία από την άλλη. Η βελ­τί­ω­ση της θέσης των εργα­τι­κών — λαϊ­κών μαζών συν­δε­ό­ταν με τη νίκη της εκά­στο­τε εθνι­κής αστι­κής τάξης.11

Τα προ­βλή­μα­τα στρα­τη­γι­κής του διε­θνούς κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος (ειδι­κά μετά την οπορ­του­νι­στι­κή στρο­φή που σημα­το­δό­τη­σε το 20ό Συνέ­δριο του ΚΚΣΕ το 1956), είχαν ως απο­τέ­λε­σμα τη δια­μόρ­φω­ση μιας «πολι­τι­κής συμ­μα­χιών και με δυνά­μεις της αστι­κής τάξης (…) που χαρα­κτη­ρί­στη­καν ως “εθνι­κώς σκε­πτό­με­νες”, σε διά­κρι­ση από τις λεγό­με­νες “ξενό­δου­λες”»,12γεγο­νός που, όσον αφο­ρά τα ΚΚ των αρα­βι­κών κρα­τών, εκφρά­στη­κε σε στή­ρι­ξη του πανα­ρα­βι­σμού (στην Αίγυ­πτο, στη Συρία, στο Ιράκ κ.α.) παρά τον βαθύ­τα­το αντι­κομ­μου­νι­σμό αλλά και την κατα­στο­λή που υπέ­στη­σαν. Η εναλ­λα­γή από τη νομι­μό­τη­τα στην παρα­νο­μία υπήρ­ξε συχνή ανά­λο­γα με τις εκά­στο­τε ανά­γκες ή στο­χεύ­σεις (εσω­τε­ρι­κές και διε­θνείς) των αστι­κών ηγε­σιών των εν λόγω κινη­μά­των (όπως έγι­νε π.χ. στην Αίγυ­πτο, στη Συρία και στο Ιράκ).13 Το 1965 τα δύο ΚΚ της Αιγύ­πτου αυτο­δια­λύ­θη­καν και ενσω­μα­τώ­θη­καν στην Αρα­βι­κή Σοσια­λι­στι­κή Ενω­ση του Νάσερ.

Η ΕΣΣΔ στή­ρι­ξε τα διά­φο­ρα αντια­ποι­κια­κά κινή­μα­τα που ανα­πτύ­χθη­καν την εν λόγω περί­ο­δο στην περιο­χή και γενι­κό­τε­ρα, καθώς και τα νεα­ρά αστι­κά κρά­τη που προ­έ­κυ­ψαν ως απο­τέ­λε­σμα της απο­δό­μη­σης του αποι­κιο­κρα­τι­κού συστή­μα­τος μετά τον Β’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο, θεω­ρώ­ντας, μετα­ξύ άλλων, πως κατ’ αυτόν τον τρό­πο απο­δυ­να­μώ­νο­νταν οι ηγε­τι­κές δυνά­μεις του ιμπεριαλισμού.

Το Παλαιστινιακό ζήτημα 
ως συστατικό στοιχείο της πολιτικής των αστικών τάξεων 
των αραβικών κρατών

Το Παλαι­στι­νια­κό ζήτη­μα κατεί­χε κεντρι­κή θέση στον πανα­ρα­βι­σμό / «αρα­βι­κό σοσια­λι­σμό», καθώς τα όσα είχαν συμ­βεί — και συνέ­χι­ζαν να συμ­βαί­νουν — στην Παλαι­στί­νη θεω­ρού­νταν ως το πιο ζωντα­νό και κατη­γο­ρη­μα­τι­κό παρά­δειγ­μα των συνε­πειών της ξένης καπι­τα­λι­στι­κής παρου­σί­ας / παρεμ­βα­τι­κό­τη­τας επί του αρα­βι­κού κόσμου. Το δε κρά­τος του Ισρα­ήλ απο­τε­λού­σε την πιο τρα­ντα­χτή ενσάρ­κω­ση των δει­νών του ιμπε­ρια­λι­σμού στη Μέση Ανα­το­λή. «Οι ιμπε­ρια­λι­στι­κές χώρες», τόνι­ζε ο βασι­κός ιδε­ο­λό­γος του Συρια­κού Μπά’αθ Μ. Αφλάκ, «συγκρό­τη­σαν το Ισρα­ήλ για να εμπο­δί­σουν την ανα­γέν­νη­ση των Αρά­βων και να υπο­νο­μεύ­σουν την ενό­τη­τά τους».14 Ακο­λού­θως, η απε­λευ­θέ­ρω­ση της Παλαι­στί­νης θεω­ρού­ταν απα­ραί­τη­το συστα­τι­κό στοι­χείο στην όλη δια­δι­κα­σία εκτό­πι­σης της ξένης καπι­τα­λι­στι­κής παρου­σί­ας στην περιο­χή και ενο­ποί­η­σης του αρα­βι­κού κόσμου. Η Παλαι­στί­νη έγι­νε λίγο — πολύ συνώ­νυ­μη με την πάλη κατά του ιμπε­ρια­λι­σμού (με το δια­φο­ρε­τι­κό φυσι­κά νόη­μα και περιε­χό­με­νο που είχε αυτό για τις αστι­κές ηγε­σί­ες και τους λαούς των κρα­τών της Μέσης Ανατολής).

Βεβαί­ως, το Παλαι­στι­νια­κό ζήτη­μα μπο­ρεί να απο­τε­λού­σε βασι­κό σημείο ανα­φο­ράς του πανα­ρα­βι­σμού, ωστό­σο, όπως είδα­με ήδη, η πολι­τι­κή των αρα­βι­κών αστι­κών τάξε­ων υπα­γο­ρευό­ταν πρώ­τα και κύρια από τα ιδιαί­τε­ρα συμ­φέ­ρο­ντα του κρά­τους τους. Το γεγο­νός αυτό είχε αρνη­τι­κό αντί­κτυ­πο και στην ανά­πτυ­ξη του εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κού κινή­μα­τος των Παλαιστινίων.

Γκ. Αμ. Νάσερ, Πρό­ε­δρος της Αιγύ­πτου την περί­ο­δο 1956 — 1970

Ακο­λού­θως, η ενθάρ­ρυν­ση ή ο περιο­ρι­σμός της δρά­σης Παλαι­στι­νί­ων ενό­πλων («φεντα­γίν») εξαρ­τιό­ταν κάθε φορά σε μεγά­λο βαθ­μό από τις εκά­στο­τε συγκυ­ρια­κές επι­διώ­ξεις του κάθε αρα­βι­κού κρά­τους. Ιδιαί­τε­ρα τα πρώ­τα χρό­νια μετά τον Α’ Αρα­βοϊσ­ραη­λι­νό Πόλε­μο η επι­τή­ρη­ση των συνό­ρων (και των προ­σφυ­γι­κών καταυ­λι­σμών κατά μήκος τους) ήταν ιδιαί­τε­ρα σφι­κτή προς απο­τρο­πή επι­θε­τι­κών ενερ­γειών κατά του Ισρα­ήλ. Η πλειο­ψη­φία των επι­θέ­σε­ων έως και το 1954 προ­ερ­χό­ταν από τη μεριά της Ιορ­δα­νί­ας και την κατε­χό­με­νη απ’ αυτή Δυτι­κή Οχθη (λόγω και των συνο­ρια­κών δια­φο­ρών της Ιορ­δα­νί­ας με το Ισρα­ήλ). Από το 1954 και μετά η σκυ­τά­λη πέρα­σε στην κατε­χό­με­νη από την Αίγυ­πτο Λωρί­δα της Γάζας λόγω της όξυν­σης στις σχέ­σεις Αιγύ­πτου — Ισρα­ήλ.15

Όπου ή όπο­τε η εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κή οργά­νω­ση και δρά­ση των Παλαι­στι­νί­ων δεν ήταν επι­θυ­μη­τή, προ­βαλ­λό­ταν το «επι­χεί­ρη­μα»: «Το μόνο που χρειά­ζε­ται να κάνε­τε εσείς είναι να τρώ­τε και να κοι­μά­στε (…) οι αρα­βι­κοί στρα­τοί θα πάρουν πίσω τη χώρα σας για εσάς».16

Το Παλαι­στι­νια­κό ζήτη­μα αξιο­ποι­ή­θη­κε επί­σης ανά περιό­δους από τις αστι­κές τάξεις των αρα­βι­κών κρα­τών ως εργα­λείο απο­προ­σα­να­το­λι­σμού των εργα­τι­κών — λαϊ­κών μαζών απέ­να­ντι στην εκμε­τάλ­λευ­ση και την κατα­πί­ε­ση που βίω­ναν από τις ίδιες. «Οι αρα­βι­κές κυβερ­νή­σεις», ανα­φέ­ρουν οι A. Orr & M. Machover, «είχαν ιδιαί­τε­ρο συμ­φέ­ρον στην εκτρο­πή της οργής των μαζών απέ­να­ντί τους και το έκα­ναν διο­χε­τεύ­ο­ντας την προς τους Εβραί­ους». Σε αυτό, κατά τους ίδιους, συνη­γό­ρη­σαν επί­σης οι Βρε­τα­νοί, καθώς και εκεί­νοι «είχαν συμ­φέ­ρον στην εκτρο­πή της λαϊ­κής οργής (…) από τους ίδιους (…) προς κάποιον άλλο στό­χο».17
Σε κάθε περί­πτω­ση, με την πάρο­δο του χρό­νου, όλο και περισ­σό­τε­ροι Παλαι­στί­νιοι άρχι­σαν να αμφι­σβη­τούν τις πραγ­μα­τι­κές προ­θέ­σεις των ηγε­τών των αρα­βι­κών κρα­τών πίσω από τις ηχη­ρές τους δια­κη­ρύ­ξεις για την Παλαι­στί­νη: «Μιλούν για την Παλαι­στί­νη, αλλά [στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα] μιλούν για τον εαυ­τό τους»!18

Το κόμ­μα Μπά­αθ έρχε­ται στην εξου­σία στο Ιράκ και στη Συρία

Μία από τις σημα­ντι­κό­τε­ρες συνέ­πειες των παρα­πά­νω υπήρ­ξε η στα­δια­κή απο­σύν­δε­ση των τεκται­νο­μέ­νων στη Μέση Ανα­το­λή από τους ιμπε­ρια­λι­στι­κούς αντα­γω­νι­σμούς και τις αντι­θέ­σεις, αφή­νο­ντας εν τέλει ως κατα­κά­θι στις συνει­δή­σεις των εργα­τι­κών — λαϊ­κών μαζών μονά­χα την οργή προς το Ισρα­ήλ. Σε αυτό συνέ­δρα­με βεβαί­ως και η φθί­νου­σα πορεία του ίδιου του πανα­ρα­βι­σμού, κατά την οποία απώ­λε­σε τις όποιες ριζο­σπα­στι­κές (ή ριζο­σπα­στι­κο­φα­νείς) ανα­φο­ρές του στον ιμπεριαλισμό.

Οι πρώτες ζυμώσεις 
και αγωνιστικές εκδηλώσεις
μεταξύ των Παλαιστινίων

Η πρώ­ι­μη πολι­τι­κή — συν­δι­κα­λι­στι­κή ζύμω­ση και δρα­στη­ριό­τη­τα στις γραμ­μές των Παλαι­στί­νιων προ­σφύ­γων ήταν αξιο­ση­μεί­ω­τη. Μαζι­κή όσο και πρω­τα­γω­νι­στι­κή υπήρ­ξε η συμ­με­το­χή των Παλαι­στί­νιων εργα­τών στις μεγά­λες απερ­για­κές κινη­το­ποι­ή­σεις που σημειώ­θη­καν το 1953 — 1956 στις βιο­μη­χα­νί­ες πετρε­λαί­ου του Κου­βέιτ, του Μπα­χρέιν και της Σαου­δι­κής Αρα­βί­ας (στις οποί­ες είχαν προ­σλη­φθεί κατά χιλιά­δες μετά την προ­σφυ­γο­ποί­η­σή τους το 1948 — 1949). Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό ότι το 1954 — 1955 πάνω από 260 Παλαι­στί­νιοι εργά­τες απε­λά­θη­καν από τη Σαου­δι­κή Αρα­βία για διε­νέρ­γεια «παρά­νο­μης πολι­τι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας» στον αμε­ρι­κα­νο­α­ρα­βι­κό πετρε­λαϊ­κό μονο­πω­λια­κό κολοσ­σό της ARAMCO. Στο Κου­βέιτ, σημα­ντι­κή συν­δι­κα­λι­στι­κή οργά­νω­ση και δρά­ση σημειώ­θη­κε επί­σης στις βιο­μη­χα­νί­ες αυτο­κι­νή­των (π.χ. «Ford», «Mercedes», FIAT), Τρο­φί­μων και Ποτών (π.χ. «Pepsi Cola»), στις κατα­σκευ­ές και αλλού.19

Εστί­ες αγώ­να ανα­πτύ­χθη­καν επί­σης στους προ­σφυ­γι­κούς καταυ­λι­σμούς, τόσο απέ­να­ντι στην επο­πτεύ­ου­σα αρχή του ΟΗΕ όσο και απέ­να­ντι στις αρχές του εκά­στο­τε κρά­τους φιλο­ξε­νί­ας: Για καλύ­τε­ρες συν­θή­κες δια­βί­ω­σης, για το δικαί­ω­μα στη μόρ­φω­ση, στην Υγεία, στην πολι­τι­κή — συν­δι­κα­λι­στι­κή οργά­νω­ση και δρά­ση κ.α. «Οι υπη­ρε­σί­ες που παρέ­χο­νται από τη διοί­κη­ση (σ.σ. του καταυ­λι­σμού) μας», έγρα­φε χαρα­κτη­ρι­στι­κά μια προ­κή­ρυ­ξη νέων προ­σφύ­γων στον Λίβα­νο, «απο­τε­λούν δικαί­ω­μά μας, όχι προ­ϊ­όν χάρης ή ελε­η­μο­σύ­νης εκ μέρους της».20

Οι προ­σφυ­γι­κοί καταυ­λι­σμοί λει­τούρ­γη­σαν επι­πλέ­ον ως χώροι δια­τή­ρη­σης και περαι­τέ­ρω καλ­λιέρ­γειας της εθνι­κής συνεί­δη­σης μετα­ξύ των Παλαι­στί­νιων Αρά­βων. «Καθώς μεγα­λώ­να­με (σ.σ. στους καταυ­λι­σμούς) ζού­σα­με την Παλαι­στί­νη κάθε μέρα», ανα­φέ­ρει χαρα­κτη­ρι­στι­κά ένας πρό­σφυ­γας στη μαρ­τυ­ρία του. «Μιλού­σα­με για την Παλαι­στί­νη κάθε μέρα. Πράγ­μα­τι, δεν την είχα­με αφή­σει το 1948. Απλά την είχα­με πάρει μαζί μας».21 Η μη διά­χυ­ση των Παλαι­στι­νί­ων στις χώρες υπο­δο­χής τούς επέ­τρε­ψε να δια­τη­ρή­σουν τη συνέ­χειά τους ως λαός σε ιδιαί­τε­ρες κοι­νό­τη­τες, ενι­σχύ­ο­ντας τα κοι­νά ιστο­ρι­κά — πολι­τι­σμι­κά τους χαρα­κτη­ρι­στι­κά, αλλά και τη δια­φο­ρο­ποί­η­σή τους από τους γει­το­νι­κούς αρα­βι­κούς λαούς. Κατα­λυ­τι­κό γεγο­νός ταυ­το­τι­κής ανα­φο­ράς ανα­με­τα­ξύ τους υπήρ­ξε αναμ­φί­βο­λα η κοι­νή, βαθιά τραυ­μα­τι­κή εμπει­ρία του ξεριζωμού.

Οι Παλαι­στί­νιοι πρό­σφυ­γες αντι­στά­θη­καν πει­σμα­τι­κά στις διά­φο­ρες προ­σπά­θειες εθνι­κής τους ενσω­μά­τω­σης — αφο­μοί­ω­σης. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό είναι το γεγο­νός ότι όταν η ιορ­δα­νι­κή κυβέρ­νη­ση το 1959 τους προ­σέ­φε­ρε την ντό­πια υπη­κο­ό­τη­τα (συνο­δευό­με­νη από την πλή­ρη και ισό­τι­μη έντα­ξή τους στην οικο­νο­μία και στην κοι­νω­νία της χώρας), μόλις 8.000 πρό­σφυ­γες — από τους εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες — αντα­πο­κρί­θη­καν θετι­κά. Οι Παλαι­στί­νιοι αρνή­θη­καν μαζι­κά να ανταλ­λά­ξουν την ταυ­τό­τη­τα του Παλαι­στί­νιου πρό­σφυ­γα, που τους είχε χορη­γή­σει ο ΟΗΕ, τόσο για­τί απο­τε­λού­σε έγγρα­φη από­δει­ξη της κατα­γω­γής τους όσο και για­τί απο­τε­λού­σε το «δια­βα­τή­ριο» μιας μελ­λο­ντι­κής επι­στρο­φής στην πατρί­δα τους.22

Εχο­ντας υπό­ψη όλα τα παρα­πά­νω, δεν απο­τε­λεί έκπλη­ξη το γεγο­νός ότι κατά την ανά­πτυ­ξη του παλαι­στι­νια­κού ένο­πλου εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κού κινή­μα­τος (ειδι­κά από το 1967 και μετά) οι προ­σφυ­γι­κοί καταυ­λι­σμοί απο­τέ­λε­σαν τους κυριό­τε­ρους χώρους στρα­το­λό­γη­σης εθε­λο­ντών μαχη­τών («φεντα­γίν»).23

Οργάνωση και προσανατολισμός 
της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης των Παλαιστινίων

Η στά­ση της παλιάς (προ του 1948) «παρα­δο­σια­κής» αστι­κής πολι­τι­κής ηγε­σί­ας των Παλαι­στί­νιων Αρά­βων κατά τα κρί­σι­μα χρό­νια της προ­σφυ­γο­ποί­η­σής τους (1948 — 1949) είχε ως απο­τέ­λε­σμα την απα­ξί­ω­σή της στη συνεί­δη­ση μεγά­λης μερί­δας του Παλαι­στι­νια­κού λαού, ιδιαί­τε­ρα ως προς τη δυνα­τό­τη­τά της να ηγη­θεί ενός μελ­λο­ντι­κού εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κού αγώ­να. Επι­πλέ­ον, είχε απο­λέ­σει τα δοσμέ­να δίκτυα ανα­πα­ρα­γω­γής της εξου­σί­ας της, ενώ σε πολ­λές περι­πτώ­σεις δεν διέ­θε­τε καν πια γεω­γρα­φι­κή ενό­τη­τα, επο­μέ­νως και άμε­ση επα­φή με τη λαϊ­κή πλειο­ψη­φία των προ­σφύ­γων, με την εξαί­ρε­ση της Δυτι­κής Όχθης, όπου η παλιά πολι­τι­κή, οικο­νο­μι­κή και θρη­σκευ­τι­κή ηγε­σία των Παλαι­στί­νιων Αρά­βων εν πολ­λοίς δια­τη­ρή­θη­κε, με τις ευλο­γί­ες — και υπό την αιγί­δα πάντο­τε — της ιορ­δα­νι­κής κυριαρ­χί­ας. Ολα τα παρα­πά­νω προ­σέ­φε­ραν το γόνι­μο έδα­φος για την ανά­πτυ­ξη νέων μορ­φών πολι­τι­κής οργά­νω­σης και δρά­σης, που αντλού­σαν από τα κυρί­αρ­χα ρεύ­μα­τα της εποχής.

Ισραη­λι­νοί αστυ­νο­μι­κοί πάνω από πτώ­μα­τα μαχη­τών «φεντα­γίν»

Ακο­λού­θως, κατά τις δεκα­ε­τί­ες του ’50 και του ’60 η πορεία του εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κού κινή­μα­τος των Παλαι­στί­νιων Αρά­βων υπήρ­ξε στε­νά συνυ­φα­σμέ­νη με τον πανα­ρα­βι­σμό και την εξέ­λι­ξή του. Πράγ­μα­τι, μέχρι και τα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του ’60 (όταν ο πανα­ρα­βι­σμός ήταν σε άνο­δο) η κυρί­αρ­χη άπο­ψη μετα­ξύ των Παλαι­στι­νί­ων και γενι­κό­τε­ρα των Αρά­βων ήταν ότι το Παλαι­στι­νια­κό ζήτη­μα απο­τε­λού­σε ανα­πό­σπα­στο τμή­μα του γενι­κό­τε­ρου προ­βλή­μα­τος της αρα­βι­κής ενό­τη­τας, και ότι η λύση του πρώ­του θα ερχό­ταν μέσω της επί­τευ­ξης του δεύ­τε­ρου και ως απο­τέ­λε­σμά της.

Βασι­κός οργα­νω­μέ­νος εκφρα­στής αυτής της πολι­τι­κής μετα­ξύ των Παλαι­στι­νί­ων υπήρ­ξε το Κίνη­μα Αρά­βων Εθνι­κι­στών (ΚΑΕ). Το ΚΑΕ ανα­δεί­χθη­κε στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ’50 μέσα από τις γραμ­μές των Παλαι­στί­νιων φοι­τη­τών στη Βηρυ­τό του Λιβά­νου, όμως γρή­γο­ρα εξα­πλώ­θη­κε στην Ιορ­δα­νία, στο Κου­βέιτ, στην Αίγυ­πτο, στη Συρία, στο Ιράκ κ.α. «Οι ιδρυ­τές και οι ηγέ­τες του (…) προ­έρ­χο­νταν κυρί­ως από τη μεσαία και την ανώ­τε­ρη μεσαία τάξη (…) Η οργα­νω­μέ­νη του δύνα­μη, ωστό­σο, περιέ­κλειε όλες τις τάξεις», ενώ «υψη­λό» ήταν επί­σης το «ποσο­στό των Χρι­στια­νών» Αρά­βων στις γραμ­μές του.24

Οι στό­χοι του ΚΑΕ, αντλώ­ντας σε μεγά­λο βαθ­μό από τα ρεύ­μα­τα του πανα­ρα­βι­σμού και του αρα­βι­κού σοσια­λι­σμού, προ­σέ­βλε­παν «στη δημιουρ­γία ενός ενω­μέ­νου “προ­ο­δευ­τι­κού” αρα­βι­κού έθνους — κρά­τους, το οποίο σήμαι­νε εκσυγ­χρο­νι­σμό, εκβιο­μη­χά­νι­ση, δια­χω­ρι­σμό κρά­τους και θρη­σκεί­ας, με τον πολι­τι­σμό και την επι­στή­μη να απο­τε­λούν βασι­κά θεμε­λια­κά στοι­χεία του κρά­τους». Η καπι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη θεω­ρού­ταν απα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση για την ευό­δω­ση των «εθνι­κών» στό­χων, καθώς υπήρ­χε η εκτί­μη­ση ότι ο ξερι­ζω­μός των Παλαι­στι­νί­ων και η ήττα των Αρά­βων κατά τον Α’ Αρα­βοϊσ­ραη­λι­νό Πόλε­μο ήταν το ευθύ απο­τέ­λε­σμα της καθυ­στέ­ρη­σής τους ένα­ντι του πιο προηγ­μέ­νου καπι­τα­λι­στι­κά Ισρα­ήλ και αντί­στοι­χα των ισχυ­ρών διε­θνών συμ­μά­χων του.25

Για το ΚΑΕ «ο στό­χος της απε­λευ­θέ­ρω­σης της Παλαι­στί­νης δεν μπο­ρού­σε να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί αν οι αρα­βι­κές χώρες δεν απε­λευ­θε­ρώ­νο­νταν από τον αποι­κια­κό έλεγ­χο της Δύσης, προ­κει­μέ­νου να κατα­στεί δυνα­τό να συγκε­ντρώ­σουν τις δυνά­μεις τους κατά του Ισρα­ήλ». ‘Η, όπως το δια­τύ­πω­σε ο Γ. Χαντάντ (ιδρυ­τι­κό στέ­λε­χος του ΚΑΕ), «ο δρό­μος για το Τελ Αβίβ περ­νά μέσα από τη Δαμα­σκό, τη Βαγδά­τη, το Αμμάν και το Κάι­ρο».26

Αν και το ΚΑΕ υπήρ­ξε ο κυριό­τε­ρος οργα­νω­μέ­νος πολι­τι­κός φορέ­ας των Παλαι­στί­νιων Αρά­βων καθ’ όλη τη δεκα­ε­τία του ’50 και κατά το πρώ­το μισό της δεκα­ε­τί­ας του ’60, δεν απέ­κτη­σε ποτέ τη μαζι­κό­τη­τα που είχε αργό­τε­ρα η οργά­νω­ση της Φατάχ.27

Η Φατάχ (συντο­μευ­μέ­νη ονο­μα­σία του Παλαι­στι­νια­κού Εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κού Κινή­μα­τος), από την ίδρυ­σή της το 1959 και για λίγα χρό­νια ακό­μα (μέχρι και το 1967), υπήρ­ξε μικρή σχε­τι­κά οργά­νω­ση. Ο ηγε­τι­κός — ιδρυ­τι­κός της πυρή­νας και η αρχι­κή κοι­νω­νι­κή της βάση αντλού­σαν βασι­κά από τα μικρο­α­στι­κά στρώ­μα­τα των πόλε­ων, τους φοι­τη­τές, το πιο εξει­δι­κευ­μέ­νο εργα­τι­κό δυνα­μι­κό κ.ο.κ., ενώ το δίκτυο των οργα­νώ­σε­ών της έφτα­σε να εκτεί­νε­ται σε όλα σχε­δόν τα κρά­τη του αρα­βι­κού κόσμου.28Επι­κε­φα­λής της Φατάχ ήταν ο Γ. Αραφάτ.

Μία από τις βασι­κό­τε­ρες δια­φο­ρές μετα­ξύ της Φατάχ και του ΚΑΕ ήταν ο στρα­τη­γι­κός τους προ­σα­να­το­λι­σμός ανα­φο­ρι­κά με την υπό­θε­ση της απε­λευ­θέ­ρω­σης της Παλαι­στί­νης. Η Φατάχ δεν έβλε­πε την απε­λευ­θέ­ρω­ση της Παλαι­στί­νης ως το προ­ϊ­όν κάποιου γενι­κό­τε­ρου συλ­λο­γι­κού πανα­ρα­βι­κού στό­χου ή δρά­σης, αλλά ως το απο­τέ­λε­σμα της πάλης — ιδί­ως της ένο­πλης — πρώ­τα και κύρια των ίδιων των Παλαι­στι­νί­ων, που θα κατέ­λη­γε με τη συγκρό­τη­ση ξεχω­ρι­στού κράτους.

Η δια­φο­ρε­τι­κή στρα­τη­γι­κή της Φατάχ στη­ρί­χθη­κε σε μια σει­ρά παρά­γο­ντες. Καταρ­χάς, ήδη από τις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ’60 είχε αρχί­σει να δια­φαί­νε­ται ότι τα αρα­βι­κά κρά­τη, παρά τις όποιες ηχη­ρές δια­κη­ρύ­ξεις, επί της ουσί­ας δεν είχαν σκο­πό να αγω­νι­στούν — έμπρα­κτα και στα­θε­ρά — για την υπό­θε­ση της απε­λευ­θέ­ρω­σης της Παλαι­στί­νης. Μία από τις πολ­λές ενδεί­ξεις περί τού­του απο­τέ­λε­σαν π.χ. οι σχε­τι­κές απο­φά­σεις του Συμ­βου­λί­ου του Αρα­βι­κού Συν­δέ­σμου στις 29/2/1960, το οποίο απέρ­ρι­ψε την πρό­τα­ση συγκρό­τη­σης παλαι­στι­νια­κού στρα­τού, καλώ­ντας την ίδια στιγ­μή για μια «διε­θνή λύση» στο Παλαι­στι­νια­κό πρό­βλη­μα.29

Ενα άλλο στοι­χείο είχε να κάνει με τη γενι­κό­τε­ρη δυνα­μι­κή των εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κών κινη­μά­των εκεί­νη την επο­χή (σε Αφρι­κή, Ασία και Νότια Αμε­ρι­κή), που λει­τουρ­γού­σε συνά­μα ως εμπνευ­στής και κατα­λύ­της για τους πόθους και τις ελπί­δες όλων των κατα­πιε­ζό­με­νων λαών. Το όργα­νο της Φατάχ, «Filastinuna», έγρα­φε τον Νοέμ­βρη του 1960: «Οι επα­να­στά­σεις σε όλο τον κόσμο μάς εμπνέ­ουν. Η επα­νά­στα­ση στην Αλγε­ρία φωτί­ζει τον δρό­μο μας σαν ένας λαμπε­ρός πυρ­σός ελπί­δας. Οταν οι Αλγε­ρι­νοί ξεκί­νη­σαν την επα­νά­στα­σή τους το 1954 (σ.σ. απέ­να­ντι στους Γάλ­λους αποι­κιο­κρά­τες) δεν ήταν παρά λίγες εκα­το­ντά­δες Αρα­βες απέ­να­ντι σε 20.000 Γάλ­λους στρα­τιώ­τες και καλά εξο­πλι­σμέ­νους εποί­κους. (…) Η επα­νά­στα­ση στην Αλγε­ρία μάς απέ­δει­ξε ότι ένας λαός μπο­ρεί να οργα­νω­θεί και να οικο­δο­μή­σει τη στρα­τιω­τι­κή του δύνα­μη κατά την ίδια τη δια­δι­κα­σία του αγώ­να».30

Την 1η Γενά­ρη του 1965 η Φατάχ πραγ­μα­το­ποί­η­σε την πρώ­τη της ένο­πλη επι­χεί­ρη­ση ενα­ντί­ον στό­χων εντός του κρά­τους του Ισρα­ήλ, σημα­το­δο­τώ­ντας την έναρ­ξη του παλαι­στι­νια­κού ένο­πλου αγώ­να για απε­λευ­θέ­ρω­ση. Ο αντί­κτυ­πος της εν λόγω ενέρ­γειας ήταν μεγά­λος. «Οι Παλαι­στί­νιοι στους καταυ­λι­σμούς», γρά­φει η R. Sayigh, «υπο­δέ­χτη­καν τα νέα με ενθου­σια­σμό και μετά απ’ αυτό η κατά­στα­ση άλλα­ξε. Ολοι άρχι­σαν να μιλά­νε γι’ αυτό το και­νού­ριο βήμα, για τη θέλη­σή τους να συμ­με­τά­σχουν, ιδιαί­τε­ρα οι φοι­τη­τές και οι νέοι εργά­τες».31

Σταθ­μό στην πορεία του παλαι­στι­νια­κού εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κού κινή­μα­τος απο­τέ­λε­σε η ίδρυ­ση της Οργά­νω­σης για την Απε­λευ­θέ­ρω­ση της Παλαι­στί­νης (PLO). Η PLO συγκρο­τή­θη­κε στην Ιερου­σα­λήμ στις 28/5/1964, κατ’ εφαρ­μο­γή σχε­τι­κής από­φα­σης του Αρα­βι­κού Συν­δέ­σμου τον Γενά­ρη του ίδιου έτους. Οπως ανα­γρα­φό­ταν στην Εθνι­κή Χάρ­τα της PLO του 1964, σκο­πός της οργά­νω­σης ήταν η απε­λευ­θέ­ρω­ση της Παλαι­στί­νης και η συγκρό­τη­ση ανε­ξάρ­τη­του παλαι­στι­νια­κού αρα­βι­κού κρά­τους στο σύνο­λο των εδα­φών που μέχρι το 1947 συνα­πο­τε­λού­σαν τη Βρε­τα­νι­κή Εντο­λή. Με άλλα λόγια, η PLO δεν ανα­γνώ­ρι­ζε το κρά­τος του Ισρα­ήλ, ούτε απο­δε­χό­ταν την ύπαρ­ξη κάποιου τέτοιου, έστω με άλλα σύνο­ρα. Δικαί­ω­μα παρα­μο­νής στην Παλαι­στί­νη ανα­γνω­ρι­ζό­ταν μόνο στους Εβραί­ους που ήταν αυτό­χθο­νες (όχι έποικοι).

Υιο­θε­τώ­ντας τις θέσεις του πανα­ρα­βι­σμού, η Χάρ­τα υπο­γράμ­μι­ζε επί­σης ότι «η αρα­βι­κή ενό­τη­τα και η απε­λευ­θέ­ρω­ση της Παλαι­στί­νης απο­τε­λούν δύο αλλη­λο­συ­μπλη­ρού­με­νους στό­χους». Ξεκα­θά­ρι­ζε δε ότι όλα τα «ιδε­ο­λο­γι­κά δόγ­μα­τα, πολι­τι­κά, κοι­νω­νι­κά ή οικο­νο­μι­κά» υπο­τάσ­σο­νταν «στο πρω­ταρ­χι­κό καθή­κον της εθνι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σης».32

Πρώ­τος πρό­ε­δρος της PLO ανα­δεί­χθη­κε ο Α. Σου­κέι­ρι, ο οποί­ος είχε δια­τε­λέ­σει ανα­πλη­ρω­τής γενι­κός γραμ­μα­τέ­ας του Αρα­βι­κού Συν­δέ­σμου το διά­στη­μα 1950 — 1956. Αν και τα πρώ­τα χρό­νια της ύπαρ­ξής της η PLO συν­δε­ό­ταν στε­νά με την εξω­τε­ρι­κή πολι­τι­κή της Αιγύ­πτου,33 η κατά­στα­ση θα άλλα­ζε άρδην μετά την έκβα­ση του Πολέ­μου των Εξι Ημε­ρών (με απο­κο­ρύ­φω­μα την ανά­λη­ψη της ηγε­σί­ας της οργά­νω­σης από τον ηγέ­τη της Φατάχ, Γ. Αρα­φάτ, το 1969).

Τέλος, κατά τις δεκα­ε­τί­ες του ’50 και του ’60 πολ­λοί Παλαι­στί­νιοι Αρα­βες εντά­χθη­καν επί­σης στο Μπά­αθ της Συρί­ας και σε άλλες οργα­νώ­σεις που υιο­θε­τού­σαν τον πανα­ρα­βι­σμό ή τον αρα­βι­κό σοσια­λι­σμό στα κρά­τη όπου είχαν κατα­φύ­γει ως πρό­σφυ­γες. Ενας αριθ­μός εντά­χθη­κε ακό­μα στα κατά τόπους Κομ­μου­νι­στι­κά Κόμ­μα­τα (π.χ. οι Παλαι­στί­νιοι κομ­μου­νι­στές στη Δυτι­κή Οχθη προ­σχώ­ρη­σαν στο ΚΚ Ιορ­δα­νί­ας, στη Συρία στο ΚΚ Συρί­ας κ.ο.κ.).

Στο ίδιο το Ισρα­ήλ, η οποια­δή­πο­τε εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κή κίνη­ση ή οργά­νω­ση απα­γο­ρευό­ταν αυστη­ρά και διω­κό­ταν συστη­μα­τι­κά. Η μόνη πολι­τι­κή δύνα­μη που δια­χρο­νι­κά και με συνέ­πεια στή­ρι­ζε τα δικαιώ­μα­τα των Παλαι­στί­νιων Αρά­βων ως μειο­νό­τη­τας, που πρό­βαλ­λε το αίτη­μα για συγκρό­τη­ση παλαι­στι­νια­κού κρά­τους κ.ο.κ., ήταν το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα Ισρα­ήλ. Η στή­ρι­ξη των Παλαι­στί­νιων Αρά­βων στο ΚΚΙ ήταν ανα­λο­γι­κά πολ­λα­πλά­σια των Εβραί­ων. Οταν π.χ. το 1961 το ΚΚΙ έλα­βε σε εθνι­κό επί­πε­δο το 4,18% των ψήφων, το ποσο­στό του στους Εβραί­ους ήταν 2,6%, ενώ αντί­στοι­χα στους Παλαι­στι­νί­ους Αρα­βες ήταν 22%. Ενας στους δύο ψηφο­φό­ρους του ΚΚΙ ήταν Παλαι­στί­νιος Αρα­βας.34

Ωστό­σο, για μια ακό­μα φορά (όπως και κατά τη διάρ­κεια του Β’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου) το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα δεν κατά­φε­ρε να δια­φυ­λά­ξει ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κά και οργα­νω­τι­κά την ταξι­κή — διε­θνι­στι­κή του ενό­τη­τα. Οι διαρ­κείς αστι­κές πιέ­σεις για ευθυ­γράμ­μι­ση με τα συμ­φέ­ρο­ντα του ισραη­λι­νού καπι­τα­λι­στι­κού κρά­τους (ιδιαί­τε­ρα από τα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του ’60, όταν η εξά­λει­ψη του Ισρα­ήλ έγι­νε δια­κη­ρυγ­μέ­νη θέση του πανα­ρα­βι­σμού και οργα­νώ­σε­ων όπως η PLO) είχαν σοβα­ρό αντί­κτυ­πο στον ταξι­κό — διε­θνι­στι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό του ΚΚΙ. Ετσι, π.χ. στα­δια­κά μετα­το­πί­στη­κε από μια θέση συνε­πούς διε­θνι­στι­κής αντί­θε­σης στην ισραη­λι­νή στρα­τιω­τι­κή συμ­με­το­χή κατά την Κρί­ση του Σου­έζ, το 1956, στο να δια­κη­ρύσ­σει το 1965 ότι «το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα Ισρα­ήλ θα απο­τε­λέ­σει την ασπί­δα της ύπαρ­ξης του Ισρα­ήλ, της ανε­ξαρ­τη­σί­ας του Ισρα­ήλ, της ασφά­λειας του Ισρα­ήλ, του μέλ­λο­ντος του Ισρα­ήλ».35

Την 1η Σεπτέμ­βρη 1965 το ΚΚΙ δια­σπά­στη­κε. Το νέο κόμ­μα που προ­έ­κυ­ψε (η Νέα Κομ­μου­νι­στι­κή Λίστα ή «Ρακά») κατη­γό­ρη­σε την ηγε­σία του ΚΚΙ για «διο­λί­σθη­ση (…) στην κατη­φό­ρα του εθνι­κι­σμού», ότι «υπε­ρα­σπί­ζε­ται τις θεμε­λιώ­δεις πολι­τι­κές της κυβέρ­νη­σης και έχει υιο­θε­τή­σει πλή­ρως τη σιω­νι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία».36 Η Νέα Κομ­μου­νι­στι­κή Λίστα, με ΓΓ τον Μ. Βίλ­νερ, ανα­γνω­ρί­στη­κε από το Διε­θνές Κομ­μου­νι­στι­κό Κίνη­μα ως ο συνε­χι­στής του ΚΚΙ. Το νέο κόμ­μα δια­τή­ρη­σε τη μεγά­λη πλειο­ψη­φία της παλαι­στι­νια­κής αρα­βι­κής υπο­στή­ρι­ξης (η οποία και αυξή­θη­κε τα επό­με­να χρό­νια), ενώ απο­τέ­λε­σε πρό­δρο­μο του σημε­ρι­νού Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Ισρα­ήλ.37

Παρά­γο­ντες που συνε­πέ­δρα­σαν στην αλλα­γή προ­σα­να­το­λι­σμού του εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κού αγώ­να των Παλαιστινίων

Όπως ανα­φέ­ρει η R. Sayigh, θα υπέ­θε­τε κανείς πως η καθο­λι­κή μετα­ξύ των αρα­βι­κών κρα­τών «υιο­θέ­τη­ση της αρχής ότι “η Παλαι­στί­νη απο­τε­λεί πρω­ταρ­χι­κή υπό­θε­ση όλων των Αρά­βων” θα είχε οδη­γή­σει σε κάποια κοι­νή πολι­τι­κή και στρα­τιω­τι­κή δρά­ση για την ανά­κτη­σή της (…). Ωστό­σο κάτι τέτοιο δεν συνέ­βη».38 Προς τα μέσα δε της δεκα­ε­τί­ας του ’60 είχε αρχί­σει πια να δια­φαί­νε­ται πιο καθα­ρά από ποτέ ότι κάτι τέτοιο ήταν μάλ­λον αδύνατο.

Η σύν­δε­ση του Παλαι­στι­νια­κού ζητή­μα­τος με τη στρα­τη­γι­κή του πανα­ρα­βι­σμού προ­ϋ­πέ­θε­τε πρώ­τα απ’ όλα την ευό­δω­ση του δεύ­τε­ρου, το οποίο με τη σει­ρά του προ­ϋ­πέ­θε­τε την υιο­θέ­τη­σή του από τις αστι­κές τάξεις όλων των αρα­βι­κών κρα­τών, κάτι που δεν συνέ­βη. «Δεν μπο­ρού­με να συντο­νι­στού­με στις προ­σπά­θειές μας για την Παλαι­στί­νη», τόνι­ζε το 1966 ο Αιγύ­πτιος Πρό­ε­δρος Νάσερ, εξαι­τί­ας «της αρα­βι­κής αντί­δρα­σης (…). Η αρα­βι­κή αντί­δρα­ση συνερ­γά­ζε­ται με τον ιμπε­ρια­λι­σμό, όπως και ο σιω­νι­σμός. Πώς μπο­ρεί λοι­πόν η αρα­βι­κή αντί­δρα­ση να πολε­μή­σει τον σιω­νι­σμό; (…) Σε καμιά περί­πτω­ση δεν μπο­ρώ να φαντα­στώ πώς η Σαου­δι­κή Αρα­βία θα μπο­ρού­σε να δώσει μάχη για την Παλαι­στί­νη, όταν έχει στο έδα­φός της αμε­ρι­κα­νι­κές και βρε­τα­νι­κές βάσεις. Η Σαου­δι­κή Αρα­βία θα πρέ­πει πρώ­τα απ’ όλα να κατα­φέ­ρει να απε­λευ­θε­ρω­θεί η ίδια από τους Αμε­ρι­κα­νούς και τους Βρε­τα­νούς, προ­τού στρα­φεί προς την απε­λευ­θέ­ρω­ση της Παλαι­στί­νης».39

Όμως η στρα­τη­γι­κή του πανα­ρα­βι­σμού δεν απέ­τυ­χε μόνο επει­δή ορι­σμέ­νες αστι­κές τάξεις μιας σει­ράς αρα­βι­κών κρα­τών δεν τον υιο­θέ­τη­σαν, αλλά επει­δή και εκεί­νες που το έπρα­ξαν τελι­κά δεν κατά­φε­ραν να τον φέρουν σε πέρας όταν το επι­χεί­ρη­σαν (βλ. το εγχεί­ρη­μα της Ηνω­μέ­νης Αρα­βι­κής Δημοκρατίας).

Κρί­σι­μος παρά­γο­ντας υπήρ­ξε επί­σης ο κεντρι­κός ρόλος της Αιγύ­πτου ως πρω­τα­γω­νι­στι­κού — ηγε­τι­κού κρα­τι­κού φορέα του πανα­ρα­βι­σμού, καθώς εν πολ­λοίς οι επι­τυ­χί­ες — και αντί­στοι­χα οι απο­τυ­χί­ες — του πρώ­του αντα­να­κλού­σαν στην απή­χη­ση του δεύ­τε­ρου. Οσο π.χ. η έκβα­ση της Κρί­σης του Σου­έζ (1956) υπέρ της Αιγύ­πτου λει­τούρ­γη­σε ως θετι­κός κατα­λύ­της για τον πανα­ρα­βι­σμό, άλλο τόσο αρνη­τι­κά λει­τούρ­γη­σε η ήττα κατά τον Πόλε­μο των Εξι Ημε­ρών (1967). Αυτό βεβαί­ως είχε αντί­τυ­πο και στον αντί­στοι­χο προ­σα­να­το­λι­σμό του παλαι­στι­νια­κού εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κού κινή­μα­τος. Χαρα­κτη­ρι­στι­κός υπήρ­ξε ο ενθου­σια­σμός με τον οποίο υπο­δέ­χτη­κε ο Α. Ιγιάντ (μετέ­πει­τα ιδρυ­τι­κό στέ­λε­χος της Φατάχ) την έκβα­ση της Κρί­σης του Σου­έζ, σημειώ­νο­ντας πως «όλα πλέ­ον είναι δυνα­τά, ακό­μα και η απε­λευ­θέ­ρω­ση της Παλαι­στί­νης».40 Οπως χαρα­κτη­ρι­στι­κή ήταν και η οργα­νω­τι­κή κατάρ­ρευ­ση του ΚΑΕ αμέ­σως μετά τον πόλε­μο (στη Γάζα π.χ. η δύνα­μή του έπε­σε από τα 1.200 ενερ­γά μέλη σε μόλις 213).41

Η ιεράρ­χη­ση των ιδιαί­τε­ρων συμ­φε­ρό­ντων των αστι­κών τάξε­ων των αρα­βι­κών κρα­τών πάνω από την οποια­δή­πο­τε κοι­νή στρα­τη­γι­κή συνι­στα­μέ­νη του πανα­ρα­βι­σμού, η ουσια­στι­κή υπα­γω­γή του δεύ­τε­ρου στα πρώ­τα, είχε ως απο­τέ­λε­σμα την ενσω­μά­τω­ση της υπό­θε­σης των Παλαι­στι­νί­ων και των εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κών οργα­νώ­σε­ών τους στις εκά­στο­τε εθνι­κές αστι­κές επι­διώ­ξεις άλλο­τε της Αιγύ­πτου, άλλο­τε της Ιορ­δα­νί­ας κ.ο.κ. Καθώς σε μια πορεία άρχι­σε να δια­φαί­νε­ται ότι όλα τα παρα­πά­νω ούτε εξυ­πη­ρε­τού­σαν την υπό­θε­ση των Παλαι­στι­νί­ων, ούτε οδη­γού­σαν σε μια επι­τυ­χή λύση της, το κέντρο βάρους της οργά­νω­σης και κατεύ­θυν­σης του παλαι­στι­νια­κού αγώ­να μετα­το­πί­στη­κε από την ευρύ­τε­ρη πανα­ρα­βι­κή δρά­ση στους ίδιους τους Παλαιστινίους.

Παρα­πο­μπές:

  • 1. Rashid Khalidi et al, «The origins of Arab nationalism», εκδ. «Columbia University Press», NY, 1991, σελ. 7
  • 2. Ralph M. Coury, «Who invented Egyptian Arab Nationalism», Part 2, στο «International Journal of Middle East Studies», vol. 14, no. 4, November 1982, σελ. 464
  • 3. ό.π., σελ. 467, 476
  • 4. Ewan Stein, «Conceptions of Israel and the formation of Egyptian foreign policy, 1952 — 1981», PhD Thesis, LSE, London, 2007, σελ. 146
  • 5. Adeed Dawisha, «Arab nationalism in the twentieth century», εκδ. «Princeton University Press», Princeton & Oxford, 2003, σελ. 83 — 84, 201 κ.ά.
  • 6. ό.π., σελ. 124 — 125.
  • 7. Robert E. Danielson, «Nasser and Pan-Arabism», Thesis, Naval Postgraduate School, Monterey, 2007, σελ. 30 — 34
  • 8. Ewan Stein, «Conceptions of Israel and the formation of Egyptian foreign policy, 1952 — 1981», PhD Thesis, LSE, London, 2007, σελ. 95
  • 9. CIA, «Special Report: The Baathist Regimes in Syria and Iraq», 23/9/1963, σελ. 4
  • 10. Tareq Ismael & Rifa’at El-Sa’id, «The Communist Movement in Egypt, 1920–1988», εκδ. «Syracuse University Press», ΝΥ, 1990, σελ. 62
  • 11. ό.π., σελ. 108, και Paul Salem, «Bitter legacy: Ideology and politics in the Arab world», εκδ. «Syracuse University Press», ΝΥ, 1994, σελ. 68 — 69
  • 12. http://www.kke.gr/article/Apofasi-toy-18oy-Synedrioy-toy-KKE-gia-to-Sosialismo/
  • 13. Ewan Stein, «Conceptions of Israel and the formation of Egyptian foreign policy, 1952 — 1981», PhD Thesis, LSE, London, 2007, σελ. 81 — 94
  • 14. Michel Aflaq, «Choice of Texts from the Ba’th Party founder’s thoughts», εκδ. «Arab Ba’th Socialist Party», 1977, σελ. 104
  • 15. Avi Shlaim, «The iron wall», εκδ. «Gardners Books», 2001, σελ. 84 — 85, και Πρα­κτι­κά Κνε­σέτ, φάκε­λος 19/672, στο Akiva Orr & Moshe Machover, «Peace, Peace, When there is no Peace (Israel and the Arabs 1948 — 1961») (δια­δι­κτυα­κή έκδο­ση https://www.marxists.org/subject/jewish/peace-peace.pdf), σελ. 167 — 168
  • 16. Anne Elizabeth Irfan, «Internationalizing Palestine», PhD Thesis, LSE, London, 2018, σελ. 114
  • 17. Akiva Orr & Moshe Machover, «Peace, Peace, When there is no Peace (Israel and the Arabs 1948 — 1961)», σελ. 22
  • 18. Rosemary Sayigh, «The Palestinians», εκδ. «Zed Books», London, 2007, σελ. 147
  • 19. John Chalcraft, «Migration and popular protest in the Arabian Peninsula and the Gulf», στο «International Labor and Working Class History», no.79, Spring 2011, σελ. 30 — 31, 40 — 41
  • 20. Anne Elizabeth Irfan, «Internationalizing Palestine», PhD Thesis, LSE, London, 2018, σελ. 96
  • 21. Fawaz Turki, «Soul in exile: Lives of a Palestinian revolutionary», εκδ. «Monthly Review Press», NY, 1988, σελ. 36
  • 22. Najeh Jarrar, «Citizenship and Palestinian refugees», στο «Palestine — Israel Journal of Politics, Economics and Culture», vol. 3, no. 3 — 4, Summer / Autumn 1996, σελ. 66
  • 23. Anne Elizabeth Irfan, «Internationalizing Palestine», PhD Thesis, LSE, London, 2018, σελ. 39.
  • 24. Helga Baumgarten, «The three faces / phases of Palestinian nationalism, 1948 — 2005», στο «Journal of Palestine Studies», vol. 34, no 4, Summer 2055, σελ. 27
  • 25. ό.π., σελ. 27 — 28
  • 26. Yezid Sayigh, «Armed struggle and the search for state: The Palestinian National Movement, 1949 — 1993», εκδ. «Oxford University Press», 2000, σελ.75 και 73
  • 27. Helga Baumgarten, «The three faces / phases of Palestinian nationalism, 1948 — 2005», σελ. 26
  • 28. ό.π., σελ. 32
  • 29. Orna Almog, «Beyond Suez — The Anglo-Israeli relationship, 1956 — 1958», PhD Thesis, LSE, London, 1999, σελ. 346 — 347
  • 30. «Filastinuna», no. 11, November 1960, σελ. 3, στο Helga Baumgarten, «The three faces / phases of Palestinian nationalism, 1948 — 2005», σελ. 33
  • 31. Rosemary Sayigh, «The Palestinians», εκδ. «Zed Books», London, 2007, σελ. 157
  • 32. Palestine National Charter of 1964 (https://web.archive.org/web/20101130144018/http://www.un.int/wcm/content/site/palestine/pid/1236)
  • 33. Helga Baumgarten, «The three faces / phases of Palestinian nationalism, 1948 — 2005», σελ. 157
  • 34. Martin Slann, «Ideology and ethnicity in Israel’s two Communist Parties», στο «Studies of Comparative Communism», vol. VII, no. 4, Winter 1974, σελ. 374
  • 35. Maurice Friedberg, «The split in Israel’s Communist Party», στο «Midstream», vol. 12, no. 2, February 1966, σελ. 26
  • 36. Meir Vilner, «The development in Israel, political forces and the struggle for a peace front», στο «Information Bulletin, Special no: Pre Congress Material for the XVII Congress of the Communist Party of Israel», σελ. 130
  • 37. Martin Slann, «Ideology and ethnicity in Israel’s two Communist Parties», σελ. 371, 374
  • 38. Rosemary Sayigh, «The Palestinians», εκδ. «Zed Books», London, 2007, σελ. 102
  • 39. Ewan Stein, «Conceptions of Israel and the formation of Egyptian foreign policy, 1952 — 1981», σελ. 131
  • 40. Abu Iyad, «My Home, My Land: A narrative of the Palestinian struggle», εκδ. «Times Books», NY, 1981, σελ. 23
  • 41. Jean-Pierre Filiu, «Gaza: A History», εκδ. «Hurst», London, 2015, σελ. 128

Ανα­στά­σης ΓΚΙΚΑΣ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο