Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος _5ο

🇵🇸  Οι Παλαιστίνιοι Άραβες 
στον δύσκολο δρόμο της προσφυγιάς

Ο βίαιος ξερι­ζω­μός των Αρά­βων της Παλαι­στί­νης από τις εστί­ες τους το 1948 ‑1949 (γεγο­νός που κατα­γρά­φη­κε με τον όρο «Νάκ­μπα», δηλα­δή «Κατα­στρο­φή», στη συλ­λο­γι­κή μνή­μη των Παλαι­στι­νί­ων) είχε ως απο­τέ­λε­σμα τον δια­σκορ­πι­σμό της μεγά­λης πλειο­ψη­φί­ας τού μέχρι πρό­τι­νος γηγε­νούς πλη­θυ­σμού των εδα­φών που συγκρό­τη­σαν το νεο­σύ­στα­το κρά­τος του Ισρα­ήλ σε στρα­τό­πε­δα προ­σφύ­γων εκτός των συνό­ρων του.

Στο δρό­μο του ξεριζωμού

Σύμ­φω­να με τον ΟΗΕ η κατα­νο­μή των κατα­γε­γραμ­μέ­νων προ­σφύ­γων (όχι το σύνο­λο, καθώς πολ­λοί δεν είχαν κατα­γρα­φεί) το 1950 είχε ως εξής: Στον Λίβα­νο 127.600, στη Συρία 82.194, στην Ιορ­δα­νία (συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της Δυτι­κής Οχθης) 506.200, στην Γάζα 198.227. Υπήρ­χαν επί­σης 45.800 πρό­σφυ­γες σε στρα­τό­πε­δα εντός Ισρα­ήλ. Σύνο­λο προ­σφύ­γων: 960.021. Στο κρά­τος του Ισρα­ήλ, απε­να­ντί­ας, είχαν απο­μεί­νει πια μόλις 167.100 «μη-Εβραί­οι» (κατά την κατη­γο­ριο­ποί­η­ση των σχε­τι­κών απο­γρα­φών), απο­τε­λώ­ντας μια μικρή μειο­ψη­φία της τάξης του 12,2%.1

Το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος των προ­σφύ­γων κατέ­λη­ξε σε ειδι­κούς καταυ­λι­σμούς (58 συνο­λι­κά) που συστά­θη­καν και λει­τούρ­γη­σαν υπό την ευθύ­νη του νεο­σύ­στα­του (το 1949) οργα­νι­σμού του ΟΗΕ για τους πρό­σφυ­γες (UNRWA). Πέραν αυτών, υπήρ­χαν βεβαί­ως και διά­φο­ροι «ανε­πί­ση­μοι» καταυ­λι­σμοί που στή­θη­καν πρό­χει­ρα και βεβια­σμέ­να (για να μετα­τρα­πούν στην πορεία σε πιο μόνι­μους οικι­σμούς).2

Με την πάρο­δο του χρό­νου, ένας αριθ­μός προ­σφύ­γων «θα σκορ­πί­σει» ακό­μα περισ­σό­τε­ρο (κυρί­ως για βιο­πο­ρι­στι­κούς λόγους): σε Σαου­δι­κή Αρα­βία, Κατάρ, Λιβύη και αλλού.

Καταυ­λι­σμός προ­σφύ­γων στη Γάζα το 1955

Ιστο­ρι­κή ανα­δρο­μή στις ρίζες και την εξέ­λι­ξη του παλαι­στι­νια­κού ζητή­μα­τος _1ο

Οι συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων

Η εγκα­τά­στα­ση τόσων χιλιά­δων προ­σφύ­γων στις χώρες υπο­δο­χής δεν ήταν εύκο­λη υπό­θε­ση, καθώς «δεν ήταν έτοι­μες να αντε­πε­ξέλ­θουν στο οικο­νο­μι­κό κόστος της στή­ρι­ξής τους».3

Στη Δυτι­κή Οχθη ο πλη­θυ­σμός υπερ­δι­πλα­σιά­στη­κε, στην δε πολύ­πα­θη Γάζα σχε­δόν τετρα­πλα­σιά­στη­κε. Ειδι­κό ενδια­φέ­ρον έχει Εκθε­ση του ΟΗΕ που ανα­φέ­ρε­ται στη Λωρί­δα της Γάζας ως περιο­χή «υπερ­βο­λι­κά μικρή και άγο­νη, προ­κει­μέ­νου να προ­σφέ­ρει μια ικα­νο­ποι­η­τι­κή δια­βί­ω­ση ακό­μη και στον αρχι­κό της πλη­θυ­σμό από τη στιγ­μή που παρα­μέ­νει απο­κομ­μέ­νη από τη φυσι­κή της ενδο­χώ­ρα». Σημειω­τέ­ον πως ο αρχι­κός πλη­θυ­σμός στον οποίο ανα­φε­ρό­ταν η Εκθε­ση ήταν μόλις 80.000 κάτοι­κοι. Το 2020 ο πλη­θυ­σμός της Λωρί­δας της Γάζας εκτι­μού­νταν σε 1.918.221 κατοί­κους!4

Οι συν­θή­κες ζωής των προ­σφύ­γων στους καταυ­λι­σμούς — ειδι­κά τα πρώ­τα χρό­νια (προ­τού στη­θούν κάποιες υπο­τυ­πώ­δεις βασι­κές δομές από τον ΟΗΕ) — ήταν εξαι­ρε­τι­κά σκλη­ρές: Η φτώ­χεια, η πεί­να, οι κακου­χί­ες και οι αρρώ­στιες θέρι­ζαν τον πλη­θυ­σμό και ιδιαί­τε­ρα τους πιο αδύ­να­μους, τα παι­διά και τους ηλι­κιω­μέ­νους. «Η ζωή ήταν δύσκο­λη», ανα­φέ­ρει ένας πρό­σφυ­γας στη μαρ­τυ­ρία του. «[Ημα­σταν] ακό­μη και 7 οικο­γέ­νειες σε μια σκη­νή (…). Καθώς δεν υπήρ­χαν δε αρκε­τές σκη­νές για όλους κάποιες οικο­γέ­νειες ανα­γκά­στη­καν να μεί­νουν σε σπη­λιές. Υπήρ­χαν αρρώ­στιες και συνω­στι­σμός. Πολ­λοί ηλι­κιω­μέ­νοι άνθρω­ποι και παι­διά πέθα­ναν εξαι­τί­ας των κακών αυτών συν­θη­κών».5

Χιλιά­δες εξ αυτών προ­σπά­θη­σαν το αμέ­σως επό­με­νο διά­στη­μα να επι­στρέ­ψουν στις εστί­ες τους παρά­νο­μα, είτε ανα­ζη­τώ­ντας χαμέ­νους συγ­γε­νείς, είτε για να περι­συλ­λέ­ξουν προ­σω­πι­κά αντι­κεί­με­να που δεν πρό­λα­βαν να περι­σώ­σουν κατά τον ξερι­ζω­μό τους, είτε για να μαζέ­ψουν έστω λίγες ελιές από τη γη τους (ωθού­με­νοι από την πεί­να), είτε από απλή νοσταλ­γία για τους τόπους που άφη­σαν πίσω. Το 1952, οπό­τε το φαι­νό­με­νο αυτό έφτα­σε στο απο­κο­ρύ­φω­μά του, κατα­γρά­φη­καν κάπου 16.000 τέτοιες περι­πτώ­σεις.6

Παλαι­στί­νιοι δια­δη­λώ­νουν απέ­να­ντι σε ισραη­λι­νά στρα­τεύ­μα­τα. Μια εικό­να από την καθη­με­ρι­νό­τη­τα στα κατε­χό­με­να εδάφη

Πολ­λοί ήταν εκεί­νοι που έχα­σαν τη ζωή τους προ­σπα­θώ­ντας. Τον Ιού­νη του 1950 οι «New York Times» έκα­ναν λόγο για δεκά­δες πρό­σφυ­γες που πέθα­ναν από τη δίψα και την εξά­ντλη­ση, επι­χει­ρώ­ντας να δια­σχί­σουν την έρη­μο. Αλλά και όσοι επι­βί­ω­ναν του επι­κίν­δυ­νου αυτού ταξι­διού βρί­σκο­νταν συχνά αντι­μέ­τω­ποι με τις δολο­φο­νι­κές σφαί­ρες των ισραη­λι­νών δυνά­με­ων, που τους αντι­με­τώ­πι­ζαν όλους αδια­κρί­τως ως «Αρα­βες εισβο­λείς».7Υπο­λο­γί­ζε­ται ότι στο διά­στη­μα 1949 — 1956, κάπου 2.700 με 5.000 Παλαι­στί­νιοι πρό­σφυ­γες δολο­φο­νή­θη­καν κατ’ αυτόν τον τρό­πο (ανά­με­σά τους και ανή­λι­κα παι­διά). Ανα­φο­ρές υπήρ­χαν επί­σης για βασα­νι­σμούς, βια­σμούς, κ.ά.8

Αλλά και η στά­ση των κρα­τών υπο­δο­χής ένα­ντι των Παλαι­στι­νί­ων προ­σφύ­γων ποικίλες.

  • Στη Συρία (όπου ο «πανα­ρα­βι­σμός»9 είχε ισχυ­ρά ερεί­σμα­τα στην ντό­πια αστι­κή τάξη) οι πρό­σφυ­γες είχαν τους λιγό­τε­ρους περιο­ρι­σμούς όσον αφο­ρά την εργα­σία, τις μετα­κι­νή­σεις, την πολι­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα, κ.ο.κ.

Παι­διά παλαι­στί­νιων προ­σφύ­γων στην Ιορ­δα­νία, σε ώρα μαθήματος

  • Απε­να­ντί­ας, στον Λίβα­νο (όπου ένα τμή­μα της αστι­κής τάξης ήταν Μαρω­νί­τες χρι­στια­νοί και η εισ­δο­χή δεκά­δων χιλιά­δων Αρά­βων απει­λού­σε ποι­κι­λο­τρό­πως τις υπάρ­χου­σες εθνι­κές — κοι­νω­νι­κο­τα­ξι­κές ισορ­ρο­πί­ες), οι πρό­σφυ­γες αντι­με­τω­πί­στη­καν με καχυ­πο­ψία έως και ανοι­χτή εχθρό­τη­τα: Με αυστη­ρούς περιο­ρι­σμούς στις μετα­κι­νή­σεις και την εργα­σία, με πλή­ρη απα­γό­ρευ­ση της πολι­τι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας, με συστη­μα­τι­κή — και συχνά άγρια — κατα­στο­λή κ.λπ.
  • Στην Ιορ­δα­νία (όπου με την ενσω­μά­τω­ση της Δυτι­κής Οχθης και την εισ­δο­χή των προ­σφύ­γων οι Παλαι­στί­νιοι Αρα­βες έφτα­σαν να απο­τε­λούν τα 2/3 του συνο­λι­κού πλη­θυ­σμού) ιδιαί­τε­ρο βάρος δόθη­κε στην αφο­μοί­ω­ση («Ιορ­δα­νο­ποί­η­ση»), είτε μέσω δια­φό­ρων μορ­φών ενσω­μά­τω­σης (όπως η έντα­ξη σε κρα­τι­κές υπη­ρε­σί­ες, η κοι­νο­βου­λευ­τι­κή εκπρο­σώ­πη­ση, κ.λπ.) είτε μέσω δια­φό­ρων πιέ­σε­ων και κατα­να­γκα­σμών (όπως με την απα­γό­ρευ­ση του όρου «Παλαι­στί­νη» σε επί­ση­μα έγγρα­φα, την κατα­πί­ε­ση κάθε έκφρα­σης ιδιαί­τε­ρης — Παλαι­στι­νια­κής — ταυ­τό­τη­τας, πολι­τι­κής οργά­νω­σης, κ.ά.).10

Η παρου­σία τόσων χιλιά­δων εξα­θλιω­μέ­νων ανθρώ­πων με ανά­μει­κτα (αν και όχι ακό­μη εθνι­κά, πολι­τι­κά ή και ταξι­κά απο­κρυ­σταλ­λω­μέ­να) συναι­σθή­μα­τα θλί­ψης και οργής στα σύνο­ρα των εν λόγω κρα­τών αντι­με­τω­πί­στη­κε αναμ­φί­βο­λα από τις κατά τόπους αστι­κές τάξεις ως ένας παρά­γο­ντας εν δυνά­μει απο­στα­θε­ρο­ποι­η­τι­κός και επι­κίν­δυ­νος. Τόσο ως προς τις αντι­θέ­σεις που εδρά­ζο­νταν στην ύπαρ­ξη δια­φό­ρων εθνι­κών — θρη­σκευ­τι­κών μειο­νο­τή­των εντός τους, όσο και ως προς τις κοι­νω­νι­κο­τα­ξι­κές αντι­θέ­σεις που σιγό­βρα­ζαν παντού, αλλά και τις ποι­κί­λες (εσω­τε­ρι­κές και εξω­τε­ρι­κές) ανα­τα­ρά­ξεις που δημιουρ­γού­σαν τα ανα­πτυσ­σό­με­να εκεί­νη την επο­χή εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κά, αντια­ποι­κια­κά, πανα­ρα­βι­κά κινή­μα­τα (βλ. σε επό­με­νο μέρος του αφιερώματος).

Οι διαμετρικά διαφορετικές διαδρομές 
ταξικά διαφορετικών δυνάμεων

Βεβαί­ως, οι όροι παρα­μο­νής και δια­βί­ω­σης στις χώρες υπο­δο­χής, δεν ήταν ίδιοι για όλους τους Παλαι­στί­νιους Αρα­βες. Απε­να­ντί­ας, διέ­φε­ραν πολύ ανά­λο­γα με την κοι­νω­νι­κο­τα­ξι­κή τους προέλευση.

Σκη­νή από τον διωγ­μό των Παλαιστινίων

Η αστι­κή τάξη των Αρά­βων της Παλαι­στί­νης δεν ακο­λού­θη­σε τον ίδιο δύσβα­το και επι­κίν­δυ­νο δρό­μο της προ­σφυ­γιάς που διέ­βη η εργα­τι­κή — αγρο­τι­κή πλειο­ψη­φία, ούτε κατέ­λη­ξε σε καταυ­λι­σμούς δίνο­ντας καθη­με­ρι­νή μάχη για την επι­βί­ω­ση. Πράγ­μα­τι, όπως είδα­με και σε προη­γού­με­νο μέρος του αφιε­ρώ­μα­τός μας, ένα μεγά­λο τμή­μα των εχό­ντων και κατε­χό­ντων (περί­που 30.000 στον αριθ­μό) εγκα­τέ­λει­ψε την Παλαι­στί­νη σχε­δόν αμέ­σως με την εκδή­λω­ση των πρώ­των ταρα­χών (τέλη του 1948 — αρχές του 1949).11

Οι μεγα­λο­γαιο­κτή­μο­νες των οποί­ων οι ιδιο­κτη­σί­ες γης αφαι­ρέ­θη­καν από το κρά­τος του Ισρα­ήλ (δίχως απο­ζη­μί­ω­ση) διέ­θε­ταν περιου­σί­ες και χρη­μα­τι­κό κεφά­λαιο, τα οποία και μετέ­φε­ραν. Οι δε μεγα­λαιο­κτή­μο­νες στη Δυτι­κή Οχθη επω­φε­λή­θη­καν τα μέγι­στα από το φτη­νό — και υπερ­πλε­ο­νά­ζον — εργα­τι­κό δυνα­μι­κό των προ­σφύ­γων που κατέ­φυ­γε στην περιο­χή.12

Οι κεφα­λαιού­χοι που δρα­στη­ριο­ποιού­νταν στην πίστη, στο εμπό­ριο, στις κατα­σκευ­ές κ.α. είχαν κατά κανό­να σημα­ντι­κά συμ­φέ­ρο­ντα, κεφά­λαια αλλά και δια­συν­δέ­σεις στα γει­το­νι­κά αρα­βι­κά κρά­τη. Επι­πλέ­ον, φρό­ντι­σαν έγκαι­ρα να φυγα­δεύ­σουν τερά­στια ποσά στο εξω­τε­ρι­κό (η μετα­φο­ρά χρη­μα­τι­κού κεφα­λαί­ου σε τρά­πε­ζες της Ιορ­δα­νί­ας την εν λόγω περί­ο­δο π.χ. ήταν τέτοια, που τα απο­θε­μα­τι­κά τους σχε­δόν διπλα­σιά­στη­καν). Ακο­λού­θως, η αστι­κή τάξη των Παλαι­στι­νί­ων Αρά­βων μπό­ρε­σε μέσα σε ένα σχε­τι­κά σύντο­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα να ανα­κάμ­ψει — και να ανα­πτύ­ξει περαι­τέ­ρω — την κερ­δο­φό­ρα δρα­στη­ριό­τη­τά της στους ίδιους ή και νέους κλά­δους (όπως η βιο­μη­χα­νία πετρε­λαί­ου, οι αερο­με­τα­φο­ρές, οι ασφά­λειες, κ.ά.).13 Βεβαί­ως, παρό­τι στον ένα ή τον άλλο βαθ­μό οι Παλαι­στί­νιοι κεφα­λαιού­χοι ενσω­μα­τώ­θη­καν στις αστι­κές τάξεις των κρα­τών όπου εγκα­τα­στά­θη­καν, παρέ­με­νε το γεγο­νός πως δεν είχαν δικό τους κράτος.

Σε κάθε περί­πτω­ση, η παλαι­στι­νια­κή αστι­κή τάξη (ως τάξη, πέραν των όποιων επι­μέ­ρους — μεμο­νω­μέ­νων περι­πτώ­σε­ων μελών της που κατα­στρά­φη­καν) δεν είχε ούτε την αντι­με­τώ­πι­ση ούτε την «τύχη» που είχε η συντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία των Παλαι­στι­νί­ων εργα­τών και αγρο­τών. Πράγ­μα­τι, δεν γνώ­ρι­σε τους περιο­ρι­σμούς — απο­κλει­σμούς (στην Παι­δεία, στην Υγεία, στις μετα­κι­νή­σεις κ.ο.κ.), τη βία και αυθαι­ρε­σία των δυνά­με­ων κατα­στο­λής, τις ρατσι­στι­κές δια­κρί­σεις και υπο­τι­μη­τι­κή συμπε­ρι­φο­ρά των αρχών: όλα αυτά που συνέ­θε­ταν την καθη­με­ρι­νό­τη­τα της παλαι­στι­νια­κής φτω­χο­λο­γιάς. Δεν γνώ­ρι­σε την ανα­σφά­λεια της ζωής στους προ­σφυ­γι­κούς καταυ­λι­σμούς (που όντας συνή­θως στα σύνο­ρα με το Ισρα­ήλ γίνο­νταν συχνά στό­χος επι­θε­τι­κών ενερ­γειών — αντι­ποί­νων του ισραη­λι­νού στρα­τού). Ούτε φυσι­κά γνώ­ρι­σε την ανά­γκη να κάνει «την οποια­δή­πο­τε δου­λειά για οποιον­δή­πο­τε μισθό», όπως οι χιλιά­δες ομο­γε­νείς τους, που ανα­γκά­στη­καν να που­λά­νε την εργα­τι­κή τους δύνα­μη όσο — όσο προ­κει­μέ­νου να επι­βιώ­σουν. Η μεγά­λη πλειο­ψη­φία των Παλαι­στι­νί­ων Αρά­βων εντά­χθη­κε ως ανει­δί­κευ­το εργα­τι­κό δυνα­μι­κό στην αγρο­τι­κή οικο­νο­μία, αλλά και τη βιο­μη­χα­νία (μετα­ποί­η­σης, πετρε­λαί­ου, κατα­σκευών, κ.ά.), απο­φέ­ρο­ντας τερά­στια κέρ­δη για τους — συχνά συντο­πί­τες — εκμε­ταλ­λευ­τές τους. Ακό­μα εντο­νό­τε­ρη υπήρ­ξε η εκμε­τάλ­λευ­ση των γυναι­κών (που λόγω των αυξη­μέ­νων ανα­γκών της επι­βί­ω­σης ανα­γκά­στη­καν να βγουν πιο μαζι­κά στην παρα­γω­γή), οι οποί­ες αμεί­βο­νταν λιγό­τε­ρο και αντι­δρού­σαν πιο δύσκο­λα στις εργο­δο­τι­κές αυθαι­ρε­σί­ες.14

1948, Ματζ­ντάλ (το σημε­ρι­νό Ασκελόν)

Τέλος, πέραν των παρα­πά­νω, υπήρ­χε και ένας σημα­ντι­κός αριθ­μός εξει­δι­κευ­μέ­νων εργα­τών, μικρο­α­στών επαγ­γελ­μα­τιών, νομι­κών, κ.ά., εκ των οποί­ων, κάποιοι μεν κατέ­λη­ξαν σε προ­σφυ­γι­κούς καταυ­λι­σμούς (και προ­λε­τα­ριο­ποι­ή­θη­καν), πολ­λοί άλλοι όμως εγκα­τα­στά­θη­καν στα αστι­κά κέντρα των χωρών υπο­δο­χής απα­σχο­λού­με­νοι σε ανά­λο­γες εργα­σί­ες. Η ψαλί­δα ανά­με­σα στα εισο­δή­μα­τα των τελευ­ταί­ων (δηλα­δή των κατά βάση μικρο­α­στι­κών στρω­μά­των της πόλης) και της εργα­τι­κής — αγρο­τι­κής πλειο­ψη­φί­ας των προ­σφυ­γι­κών καταυ­λι­σμών ήταν τερά­στια: 33 προς 1 κατά μέσο όρο στον Λίβα­νο, 22 προς 1 στην Ιορ­δα­νία και 20 προς 1 στη Συρία.15 Ωστό­σο, και αυτοί αντι­με­τω­πί­ζο­νταν συχνά ως πολί­τες «δεύ­τε­ρης κατη­γο­ρί­ας», δεν ήταν εντε­λώς «αλώ­βη­τοι» στους περιο­ρι­σμούς και τις δια­κρί­σεις, ενώ σίγου­ρα δεν είχαν τις προ­νο­μια­κές σχέ­σεις με τις αστι­κές τάξεις των αρα­βι­κών κρα­τών που είχε η παλαι­στι­νια­κή αστι­κή τάξη.

Αρα­βι­κό λεω­φο­ρείο στην Ιερου­σα­λήμ διά­τρη­το από ισραη­λι­νά πυρά το 1947

Η πολιτική του Ισραήλ έναντι των προσφύγων

Κατά τη δια­δι­κα­σία έντα­ξής του στον ΟΗΕ (το 1949) το κρά­τος του Ισρα­ήλ απο­δέ­χτη­κε τις απο­φά­σεις του οργα­νι­σμού, σχε­τι­κά με την επι­στρο­φή των προ­σφύ­γων στις εστί­ες τους. Ωστό­σο, όπως απο­δεί­χτη­κε εκ των πραγ­μά­των, η απο­δο­χή αυτή δεν ήταν παρά προ­σχη­μα­τι­κή (προ­κει­μέ­νου να εξα­σφα­λι­στεί ο πιο άμε­σος στό­χος της διε­θνούς ανα­γνώ­ρι­σης του νέου κράτους).

Τα επό­με­να χρό­νια, οι διά­φο­ρες δημό­σιες τοπο­θε­τή­σεις μιας σει­ράς παρα­γό­ντων του κυβερ­νώ­ντος Εργα­τι­κού Κόμ­μα­τος (Mapai) επί του θέμα­τος ήταν ξεκά­θα­ρες και κατη­γο­ρη­μα­τι­κές ως προς αυτό: «Η επι­στρο­φή των Αρά­βων προ­σφύ­γων στο Ισρα­ήλ θα συνι­στού­σε μια ωρο­λο­για­κή βόμ­βα στην ύπαρ­ξη του Κρά­τους» (Λ. Εσκολ, υπουρ­γός Οικο­νο­μι­κών). «Θα ήταν σαν μια εισβο­λή αλλά χωρίς τανκς και κανό­νια» (Π. Σαπίρ, υπουρ­γός Εμπο­ρί­ου και Βιο­μη­χα­νί­ας). «Δεν είμα­στε δια­τε­θει­μέ­νοι να δεχθού­με την επι­στρο­φή ούτε ενός Αρα­βα πρό­σφυ­γα» (Μ. Ντα­γιάν, τέως αρχη­γός του ισραη­λι­νού ΓΕΣ).16Το 1961 η εν λόγω πολι­τι­κή απο­τυ­πώ­θη­κε συμπυ­κνω­μέ­να στην επί­ση­μα δια­κη­ρυγ­μέ­νη θέση — σύν­θη­μα: «Ούτε ένας πρό­σφυ­γας [πίσω]»!17

Για να «στοι­χειο­θε­τή­σει» τη στά­ση του αυτή προ­πα­γαν­δι­στι­κά, το κρά­τος του Ισρα­ήλ υπο­στή­ρι­ξε μετα­ξύ άλλων: α) Πως «οι Αρα­βες πρό­σφυ­γες (…) εγκα­τέ­λει­ψαν την χώρα κατά τις οδη­γί­ες των ηγε­τών τους και οικειο­θε­λώς». β) Πως «η επα­νε­γκα­τά­στα­ση των προ­σφύ­γων» απο­τε­λού­σε «υπο­χρέ­ω­ση (…) των αρα­βι­κών κρα­τών» («εφό­σον» δήθεν «αυτά ευθύ­νο­νταν για το γεγο­νός ότι έγι­ναν πρό­σφυ­γες εξαρ­χής. Το προ­σφυ­γι­κό πρό­βλη­μα δεν θα υπήρ­χε αν τα αρα­βι­κά κρά­τη δεν πήγαι­ναν σε πόλε­μο το 1948 και δεν διέ­τασ­σαν αυτούς τους ανθρώ­πους να εγκα­τα­λεί­ψουν τα σπί­τια τους») και γ) πως «Εβραί­οι πρό­σφυ­γες από τα αρα­βι­κά κρά­τη είχαν έρθει στη θέση τους [σ.σ. των Αρά­βων προ­σφύ­γων], σε ίδιους αριθ­μούς», επο­μέ­νως είχε επέλ­θει ένας κάποιος «συμ­ψη­φι­σμός».18

Βεβαί­ως, τίπο­τε από τα παρα­πά­νω δεν αντα­πο­κρι­νό­ταν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, στην ιστο­ρι­κή αλή­θεια. Ωστό­σο, όλα απο­τέ­λε­σαν ανα­πό­σπα­στο μέρος μιας κεντρι­κά σχε­δια­σμέ­νης, εκτε­τα­μέ­νης, εντα­τι­κής και συστη­μα­τι­κής προ­πα­γάν­δας του κρά­τους του Ισρα­ήλ στο εσω­τε­ρι­κό και το εξω­τε­ρι­κό. Πρό­κει­ται για τη λεγό­με­νη χασμπα­ρά, «που σημαί­νει “εξή­γη­ση” στα Εβραϊ­κά» και «επι­διώ­κει να δώσει εξη­γή­σεις σε δρά­σεις, είτε είναι δικαιο­λο­γη­μέ­νες είτε όχι» στο πλαί­σιο της ισραη­λι­νής προ­πα­γάν­δας.19

Οπως όμως υπο­γράμ­μι­σε ο υπουρ­γός Εξω­τε­ρι­κών του Ισρα­ήλ Μ. Σάρετ από το βήμα της Κνε­σέτ (το Κοι­νο­βού­λιο του Ισρα­ήλ) στις 7.12.1953: «Υπάρ­χουν γεγο­νό­τα που είναι χαραγ­μέ­να βαθιά, που έχουν τέτοιον αντί­κτυ­πο, ώστε καμιά χασμπα­ρά δεν μπο­ρεί να τα συγκα­λύ­ψει (…). Ολα τα στρα­τό­πε­δα των εκτο­πι­σμέ­νων Εβραί­ων έχουν πια δια­λυ­θεί, αλλά στή­θη­καν στρα­τό­πε­δα για τους Αρα­βες πρό­σφυ­γες και καμιά χασμπα­ρά στον κόσμο (…) δεν μπο­ρεί να αλλά­ξει το τελι­κό γεγο­νός ότι αυτά τα στρα­τό­πε­δα υπάρ­χουν».20

Το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα υπήρ­ξε η μόνη πολι­τι­κή δύνα­μη στο Ισρα­ήλ που υπο­στή­ρι­ξε το δικαί­ω­μα των Αρά­βων προ­σφύ­γων να επι­στρέ­ψουν στις εστί­ες τους. «Είναι λογι­κό», επε­σή­μα­νε χαρα­κτη­ρι­στι­κά ο βου­λευ­τής και στέ­λε­χος του ΚΚΙ Μ. Βίλ­νερ το 1957, «να λέει κανείς, όπως λένε κάποιοι σήμε­ρα στο Ισρα­ήλ, πως οι Εβραί­οι έχουν το δικαί­ω­μα επι­στρο­φής στις εστί­ες τους μετά από 2.000 χρό­νια, αλλά οι Αρα­βες πρό­σφυ­γες δεν έχουν αυτό το δικαί­ω­μα έπει­τα από 9 χρό­νια;»21

Τα επό­με­να χρό­νια, το κρά­τος του Ισρα­ήλ, δεν θα εγκρί­νει παρά ελά­χι­στες από τις χιλιά­δες αιτή­σεις προ­σφύ­γων για επι­στρο­φή και επα­νέ­νω­ση με τις οικο­γέ­νειές τους. Απε­να­ντί­ας, οι πρό­σφυ­γες, αντί να μειω­θούν, αυξή­θη­καν κιό­λας, αφού οι εκδιώ­ξεις Παλαι­στι­νί­ων Αρά­βων (καθώς και Βεδουί­νων) συνε­χί­στη­καν έως και τις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του 1960. Σε πολ­λές περι­πτώ­σεις οι εκδιω­χθέ­ντες ανα­γκά­ζο­νταν από τον ισραη­λι­νό στρα­τό να υπο­γρά­ψουν δηλώ­σεις «οικειο­θε­λούς ανα­χώ­ρη­σης» (στε­ρώ­ντας τους έτσι — και τυπι­κά — τη δυνα­τό­τη­τα επι­στρο­φής υπό την ομπρέ­λα της Από­φα­σης 194-III του ΟΗΕ το 1948 για τους Παλαι­στί­νιους πρό­σφυ­γες).22

Σήμε­ρα, 75 χρό­νια μετά τη «Νάκ­μπα» ο αριθ­μός των Παλαι­στι­νί­ων προ­σφύ­γων, σύμ­φω­να με τα επί­ση­μα στοι­χεία του ΟΗΕ, ανέρ­χε­ται σε περί­που 5,9 εκα­τομ­μύ­ρια…23

Η αστική τάξη του Ισραήλ
εδραιώνει το κράτος της

Οπως είδα­με ήδη, το 1948–1949, η εβραϊ­κή αστι­κή τάξη πέτυ­χε με την ένο­πλη βία (και με το προ­κά­λυμ­μα του Α’ Αρα­βοϊσ­ραη­λι­νού Πολέ­μου) να συγκρο­τή­σει το κρά­τος της πάνω σε εδά­φη πολύ πιο διευ­ρυ­μέ­να (από εκεί­να που είχαν ορι­στεί από τις σχε­τι­κές απο­φά­σεις του ΟΗΕ) και σε μεγά­λο βαθ­μό εκκα­θα­ρι­σμέ­να από τους ντό­πιους αλλο­γε­νείς (και ανε­πι­θύ­μη­τους) πληθυσμούς.

Ωστό­σο, όπως τόνι­σε από το βήμα της Κνε­σέτ ο Ντ. Μπ. Γκου­ριόν (2.8.1949): «Ας μην έχου­με αυτα­πά­τες, ο πόλε­μος δεν τελεί­ω­σε ακό­μη».24Ο «πόλε­μος» στον οποίο ανα­φε­ρό­ταν ο Ισραη­λι­νός πρω­θυ­πουρ­γός είχε να κάνει ακρι­βώς με την κατο­χύ­ρω­ση των «κεκτη­μέ­νων» και την απο­κρυ­στάλ­λω­ση του status quo, τόσο διε­θνώς όσο και στο εσω­τε­ρι­κό του νέου κράτους.

Οσον αφο­ρά το δεύ­τε­ρο, αυτό μετα­φρά­στη­κε στην πρά­ξη στη συστη­μα­τι­κή και πολύ­πλευ­ρη «ισραη­λο­ποί­η­ση» του νεο­σύ­στα­του κρά­τους. Βασι­κό εργα­λείο για αυτόν τον σκο­πό υπήρ­ξε η επι­τά­χυν­ση του εβραϊ­κού εποι­κι­σμού, ιδιαί­τε­ρα στις περιο­χές που είχαν εκκε­νω­θεί από τους γηγε­νείς αρα­βι­κούς πλη­θυ­σμούς, καθώς και στα εδά­φη που προ­ο­ρί­ζο­νταν για το μελ­λο­ντι­κό Αρα­βι­κό Παλαι­στι­νια­κό κρά­τος αλλά πλέ­ον είχαν περιέλ­θει υπό την κατο­χή του ισραη­λι­νού στρατού.

Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό πως, σε διά­στη­μα μόλις 4 ετών (έως το 1951), εγκα­τα­στά­θη­καν στο Ισρα­ήλ 687.624 Εβραί­οι έποι­κοι (αριθ­μός που ισο­δυ­να­μού­σε σχε­δόν με το σύνο­λο των εποί­κων όλης της επό­με­νης εικο­σα­ε­τί­ας, έως και το 1970, ήτοι 683.036).25Σύμ­φω­να με τον «Νόμο της Επι­στρο­φής» του 1950,26οποιοσ­δή­πο­τε Εβραί­ος ανά τον κόσμο είχε το δικαί­ω­μα να μετα­βεί στο Ισρα­ήλ και να λάβει την ισραη­λι­νή υπη­κο­ό­τη­τα (εκτός και αν θεω­ρού­ταν επι­κίν­δυ­νος «για την ασφά­λεια του κρά­τους», όπως π.χ. στην περί­πτω­ση του Αμε­ρι­κα­νού Εβραί­ου κομ­μου­νι­στή Ρ. Σόμπλεν το 1962).

«Ο στό­χος», ανα­φέ­ρουν οι Ισραη­λι­νοί συγ­γρα­φείς A. Orr και M. Machover, ήταν μετα­ξύ άλλων: «Η μετα­φο­ρά στο Ισρα­ήλ όσο το δυνα­τόν περισ­σό­τε­ρων Εβραί­ων όσο το δυνα­τόν γρη­γο­ρό­τε­ρα με κάθε δυνα­τό μέσο· η εδραί­ω­ση επoι­κι­σμών καθ’ όλη τη γραμ­μή κατά­παυ­σης του πυρός· η απο­ζη­μί­ω­ση εκεί των αγρο­τών [εποί­κων] για τις απώ­λειές τους ώστε να μη φύγουν· η κατά­σχε­ση της γης από τους [όποιους ενα­πο­μεί­να­ντες] Αρα­βες ιδιο­κτή­τες τους υπό το πρό­σχη­μα της “ασφά­λειας”· η οικο­δό­μη­ση χωριών και πόλε­ων (…) σύμ­φω­να με την πολι­τι­κή ανα­γκαιό­τη­τα παγί­ω­σης και στα­θε­ρο­ποί­η­σης του status quo· (…) η αλλα­γή των ονο­μα­σιών χωριών και πόλε­ων, γει­το­νιών και δρό­μων, από τα Αρα­βι­κά στα Εβραϊ­κά» κ.ά.27

Ο εποι­κι­σμός κατε­χό­με­νων περιο­χών με σκο­πό τη δημιουρ­γία νέων δεδο­μέ­νων απο­τέ­λε­σε μια πρα­κτι­κή, η οποία συνε­χί­ζε­ται έως και τις μέρες μας. Και, βεβαί­ως, όπως και τότε, έτσι και δια­χρο­νι­κά, ήταν μια πρα­κτι­κή η οποία μετέ­τρε­πε τους εποί­κους σε πολύ­μορ­φα (και ανα­λώ­σι­μα) όργα­να εξυ­πη­ρέ­τη­σης των επι­διώ­ξε­ων της ισραη­λι­νής αστι­κής τάξης. Οι εν λόγω εποι­κι­σμοί (που λει­τουρ­γού­σαν ταυ­τό­χρο­να και ως μικρά φρού­ρια) στα πρώ­ην αρα­βι­κά εδά­φη απο­τε­λού­σαν τοπο­τη­ρη­τές αλλά και σύμ­βο­λα της επε­κτα­τι­κής επι­θε­τι­κό­τη­τας του κρά­τους του Ισρα­ήλ. Γι’ αυτό και υπήρ­ξαν συχνά το επί­κε­ντρο επι­θέ­σε­ων από Παλαι­στί­νιους Αρα­βες, που, πρό­σφυ­γες πλέ­ον, ατέ­νι­ζαν από την άλλη γραμ­μή των συνό­ρων την πατρί­δα τους να χάνε­ται κυριο­λε­κτι­κά μπρο­στά στα μάτια τους.

Όπως κυνι­κά επε­σή­μα­νε στις 28.4.1956 στον επι­κή­δειο ενός δολο­φο­νη­μέ­νου εποί­κου στα σύνο­ρα με τη Γάζα ο τότε επι­κε­φα­λής του ΓΕΣ του Ισρα­ήλ, Μ. Ντα­γιάν: «Ας μην εκτο­ξεύ­ου­με κατη­γο­ρί­ες προς τους δολο­φό­νους. Για­τί να παρα­πο­νιό­μα­στε για το μίσος τους απέ­να­ντί μας; Εδώ και οκτώ χρό­νια παρα­μέ­νουν σε προ­σφυ­γι­κούς καταυ­λι­σμούς στη Γάζα, βλέ­πο­ντας με τα μάτια τους το πώς φτιά­ξα­με μια πατρί­δα πάνω στη γη και τα χωριά που κάπο­τε κατοι­κού­σαν οι πρό­γο­νοί τους. Δεν πρέ­πει να απαι­τού­με αίμα από τους Αρα­βες της Γάζας για τον Ρόι (σ.σ. τον νεκρό έποι­κο) αλλά από εμάς. Πώς κλεί­σα­με τα μάτια μας στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του πεπρω­μέ­νου μας, αρνού­με­νοι να δού­με τη μοί­ρα της γενιάς μας με όλη της την βαναυ­σό­τη­τα; (…) Είμα­στε μια γενιά εποι­κι­στών και χωρίς το χαλύ­βδι­νο κρά­νος και τις κάν­νες των κανο­νιών δεν θα μπο­ρέ­σου­με να φυτέ­ψου­με ούτε ένα δέντρο, να χτί­σου­με ούτε ένα σπί­τι».28 Πράγ­μα­τι, η αστι­κή τάξη του Ισρα­ήλ δεν απαι­τού­σε μόνο το αίμα των εξω­τε­ρι­κών εχθρών της προ­κει­μέ­νου να εδραιώ­σει το κρά­τος της, αλλά πρώ­τα και κύρια των ίδιων των Ισραη­λι­νών. Μόνο στο διά­στη­μα 1951–1956, 882 έποι­κοι «θυσιά­στη­καν» στον βωμό της πολι­τι­κής κατο­χύ­ρω­σης των διευ­ρυ­μέ­νων συνό­ρων του νέου κρά­τους στα κατε­χό­με­να εδά­φη.29

Οι επι­θέ­σεις αυτές — και τα θύμα­τά τους — εξυ­πη­ρε­τού­σαν ποι­κι­λο­τρό­πως το κρά­τος του Ισρα­ήλ, τόσο στη δια­τή­ρη­ση της εσω­τε­ρι­κής συνο­χής και χει­ρα­γώ­γη­σης των ισραη­λι­νών εργα­τι­κών — λαϊ­κών δυνά­με­ων (ελέω του μόνι­μου «εξω­τε­ρι­κού κιν­δύ­νου»), όσο και στην εξα­σφά­λι­ση της λαϊ­κής συναί­νε­σης στις υπέ­ρο­γκες στρα­τιω­τι­κές δαπά­νες και τις ανθρώ­πι­νες θυσί­ες που απαι­τού­σαν οι συνε­χείς επι­θε­τι­κές ενέρ­γειές του εντός και εκτός των συνό­ρων (στο πλαί­σιο της στρα­τη­γι­κής του ισραη­λι­νού καπι­τα­λι­στι­κού κρά­τους για θωρά­κι­ση και επι­θε­τι­κή επέ­κτα­ση σε εχθρι­κό περιβάλλον).

Πράγ­μα­τι, η καλ­λιέρ­γεια ενός διαρ­κούς καθε­στώ­τος «έκτα­κτης ανά­γκης», φόβου και πολε­μι­κής εγρή­γορ­σης υπήρ­ξε συστα­τι­κό στοι­χείο της εσω­τε­ρι­κής πολι­τι­κής του Ισρα­ήλ. Το στοι­χείο αυτό ξεκι­νού­σε να εμπο­τί­ζε­ται στις συνει­δή­σεις των Ισραη­λι­νών από τα πρώ­τα τους κιό­λας σχο­λι­κά χρό­νια, ενώ συνέ­χι­ζε να «επι­βε­βαιώ­νε­ται» καθη­με­ρι­νά με κάθε τρό­πο και μέσο. Όπως ανα­φέ­ρουν οι Ισραη­λι­νοί συγ­γρα­φείς A. Orr και M. Machover: «Κάθε παι­δί στο Ισρα­ήλ μαθαί­νει για τις δια­κη­ρυγ­μέ­νες προ­θέ­σεις των Αρά­βων “να μας πετά­ξουν στη θάλασ­σα”. (…) [Πως] οι Αρα­βες δεν επι­θυ­μούν την ειρή­νη για­τί δια­κα­τέ­χο­νται από παρά­λο­γο μίσος, για­τί αρνού­νται να γίνουν ρεα­λι­στές. Επο­μέ­νως το Ισρα­ήλ δεν έχει άλλη επι­λο­γή από το να υιο­θε­τή­σει μια πολι­τι­κή δύνα­μης (σ.σ. βίας)».30

Ισραήλ

Η πλέ­ον συνή­θης έκφρα­ση αυτής της «πολι­τι­κής δύνα­μης» ήταν τα κατά κανό­να δυσα­νά­λο­γα αντί­ποι­να του κρά­τους του Ισρα­ήλ απέ­να­ντι στα όποια συνο­ρια­κά συμ­βά­ντα (είτε είχαν να κάνουν με ενό­πλους είτε με άμα­χους πρό­σφυ­γες, όπως είδα­με πρω­τύ­τε­ρα). Το 1951–1952 η ανα­λο­γία των θυμά­των ήταν 10 προς 1 (Αρά­βων και Ισραη­λι­νών αντί­στοι­χα).31 Από τις μαζι­κό­τε­ρες δολο­φο­νι­κές επι­θέ­σεις την εν λόγω περί­ο­δο ξεχώ­ρι­σε η σφα­γή του παλαι­στι­νια­κού χωριού Κιμπί­για στη Δυτι­κή Οχθη (14.10.1953), όταν η περι­βό­η­τη μονά­δα 101 του ισραη­λι­νού στρα­τού, υπό την ηγε­σία του μετέ­πει­τα πρω­θυ­πουρ­γού του Ισρα­ήλ Α. Σαρόν, δολο­φό­νη­σε 70 αμά­χους σε αντί­ποι­να για τη δολο­φο­νία 2 Ισραη­λι­νών αγρο­τών. «Στό­χος», σύμ­φω­να με τα αρχεία του ισραη­λι­νού ΓΕΣ, ήταν η «επί­θε­ση στο χωριό Κιμπί­για, η προ­σω­ρι­νή κατο­χή του, η διε­νέρ­γεια κατα­στρο­φών και η πρό­κλη­ση της μεγα­λύ­τε­ρης δυνα­τής ζημιάς σε ανθρώ­πι­νες ζωές προ­κει­μέ­νου οι κάτοι­κοι να εγκα­τα­λεί­ψουν τις εστί­ες τους».32Αλλη περί­πτω­ση απο­τέ­λε­σε ο βομ­βαρ­δι­σμός της αγο­ράς της Πόλης της Γάζας στις 5.4.1956, με απο­τέ­λε­σμα τον θάνα­το 66 και τον τραυ­μα­τι­σμό 127 Παλαι­στί­νιων αμά­χων.33

Η ανι­σο­με­τρία των αντι­ποί­νων υπήρ­ξε τέτοια, που ακό­μη και ο δημο­σιο­γρά­φος της ισραη­λι­νής εφη­με­ρί­δας «Haaretz» A. Gelblum ανα­ρω­τή­θη­κε σε σχε­τι­κό του ρεπορ­τάζ το 1952: «Τι θα γινό­ταν άρα­γε στον κόσμο αν όλοι χρη­σι­μο­ποιού­σαν αερο­πλά­να και βόμ­βες ως απά­ντη­ση σε κάθε συνο­ρια­κό επει­σό­διο;».34

Οπως όμως παρα­δέ­χθη­κε και η μετέ­πει­τα πρω­θυ­πουρ­γός του Ισρα­ήλ Γκ. Μάγιερ (1969–1974), η συγκε­κρι­μέ­νη πολι­τι­κή των αντι­ποί­νων είχε και «δια­παι­δα­γω­γη­τι­κό» ρόλο: «Οι πολί­τες του Ισρα­ήλ — αυτό το αμάλ­γα­μα ανθρώ­πων, γλωσ­σών και κουλ­τού­ρων — έπρε­πε να μάθουν πως η κυβέρ­νη­ση (…) ήταν υπεύ­θυ­νη για την ασφά­λειά τους».35

Η ανα­φο­ρά της Γκ. Μάγιερ στη μεγά­λη ανο­μοιο­μορ­φία των πολι­τών του Ισρα­ήλ δεν ήταν τυχαία. Ηδη από τις αρχές του 1950 οι νεο­φερ­μέ­νοι Εβραί­οι έποι­κοι υπερ­τε­ρού­σαν αριθ­μη­τι­κά των όσων είχαν εγκα­τα­στα­θεί στην Παλαι­στί­νη πριν από τη συγκρό­τη­ση του ισραη­λι­νού κρά­τους. Σχε­δόν οι μισοί εξ αυτών δεν μιλού­σαν καν την εβραϊ­κή γλώσ­σα. Επο­μέ­νως, η εθνι­κή — ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κή αφο­μοί­ω­ση των νεο­φερ­μέ­νων εποί­κων, η γαλού­χη­σή τους στις αξί­ες και τους σκο­πούς της εθνι­κής αστι­κής τους τάξης υπήρ­ξε πρώ­τι­στη προ­τε­ραιό­τη­τα. Βασι­κό — το βασι­κό­τε­ρο ίσως — εργα­λείο προς αυτόν τον σκο­πό απο­τέ­λε­σε ο στρατός.

«Δίχως την καθο­λι­κή στρα­τιω­τι­κή θητεία», υπο­γράμ­μι­σε ο Ντ. Μπ. Γκου­ριόν, «θα ήταν πιθα­νό­τα­τα αδύ­να­το να πετύ­χου­με ένα μίνι­μουμ στά­νταρ στην ιδιό­τη­τα του πολί­τη για ανθρώ­πους που προ­έρ­χο­νταν από σαρά­ντα δια­φο­ρε­τι­κές χώρες (…). Ο θεσμός του στρα­τού απο­τε­λεί το μόνο σημείο ανα­φο­ράς υπό το οποίο οι πολί­τες συνε­νώ­νο­νται σε ένα σύστη­μα, μία διοί­κη­ση και έναν στό­χο. (…) [Εχου­με] πολ­λές δυσλει­τουρ­γί­ες και εμπό­δια στην εθνι­κή μας ζωή: τις πολ­λές αντι­θέ­σεις και δια­χω­ρι­σμούς (…) κοι­νω­νι­κούς, πολι­τι­σμι­κούς, εθνι­κούς (…). Ο Στρα­τός απο­τε­λεί το μόνο σώμα (…) που είναι ελεύ­θε­ρο από τα καρ­κι­νώ­μα­τα των ρηγ­μα­τώ­σε­ων και δια­χω­ρι­σμών που έχουν κλη­ρο­δο­τη­θεί στο έθνος στο Ισρα­ήλ».36

Επο­μέ­νως, δεν απο­τε­λεί ίσως έκπλη­ξη το γεγο­νός πως το Ισρα­ήλ είχε (και έχει) μία από τις μεγα­λύ­τε­ρες υπο­χρε­ω­τι­κές στρα­τιω­τι­κές θητεί­ες παγκο­σμί­ως (το 1952 ήταν 30 μήνες για τους άνδρες και 24 για τις γυναί­κες — σήμε­ρα είναι 32 και 24 μήνες αντί­στοι­χα). Πέραν δε της υπο­χρε­ω­τι­κής στρα­τιω­τι­κής θητεί­ας υπήρ­χε (και υπάρ­χει) το καθε­στώς του εφέ­δρου, με απο­τέ­λε­σμα κάθε Ισραη­λι­νός πολί­της «να αφιε­ρώ­νει στον IDF (σ.σ. τον ισραη­λι­νό στρα­τό) κάπου πέντε με έξι χρό­νια της ζωής του» κατά μέσο όρο. Οπως χαρα­κτη­ρι­στι­κά τόνι­σε ο πρώ­ην επι­κε­φα­λής του ΓΕΣ του Ισρα­ήλ Γ. Για­ντίν, «ο Ισραη­λι­νός πολί­της είναι ένας στρα­τιώ­της με 11μηνη άδεια τον χρό­νο».37

Από την υπο­χρε­ω­τι­κή στρα­τιω­τι­κή θητεία εξαι­ρού­νταν οι μη Εβραί­οι πολί­τες του Ισρα­ήλ (ουσια­στι­κά δηλα­δή οι Παλαι­στί­νιοι Αρα­βες, αλλά και οι χριστιανοί).

Ειδι­κή ανα­φο­ρά — έστω και επι­γραμ­μα­τι­κά — αξί­ζουν οι περι­πτώ­σεις αντιρ­ρη­σιών συνεί­δη­σης στο Ισρα­ήλ, που άρχι­σαν να εμφα­νί­ζο­νται ήδη από τις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του 1950 (παρά τις αυστη­ρό­τα­τες ποι­νές φυλά­κι­σης κ.ά. κατα­να­γκα­σμούς). Αντι­δρά­σεις υπήρ­ξαν επί­σης και για την εισα­γω­γή της στρα­τιω­τι­κής εκπαί­δευ­σης στα σχο­λεία. Το 1954 ο Ν. Γκό­σφι έγρα­ψε δια­μαρ­τυ­ρό­με­νος στο υπουρ­γείο Παι­δεί­ας του Ισρα­ήλ: «Πριν κάποια χρό­νια (…) γίνα­με μάρ­τυ­ρες με τρό­μο του πως (…) η νεο­λαία δηλη­τη­ρια­ζό­ταν από τον μιλι­τα­ρι­σμό: είδα­με τα τρο­με­ρά απο­τε­λέ­σμα­τα του δόγ­μα­τος του ξίφους καλ­λιερ­γού­με­νου μέσω της στρα­τιω­τι­κής εκπαί­δευ­σης των παι­διών στη φασι­στι­κή Ιτα­λία και τη ναζι­στι­κή Γερ­μα­νία (…). Εμείς οι γονείς, τα αδέρ­φια και οι αδερ­φές απαι­τού­με: κάτω τα χέρια από τα παι­διά! (…) Ας γαλου­χή­σουν τα εβραϊ­κά σχο­λεία τους μαθη­τές τους, νέους και παλιούς, με τη διδα­χή “αγά­πα τον πλη­σί­ον σου” (…)».38

Παλαιστίνιοι Άραβες:
Πολίτες «δεύτερης κατηγορίας»

Οι Παλαι­στί­νιοι Αρα­βες που παρέ­μει­ναν εντός συνό­ρων του κρά­τους του Ισρα­ήλ μετά το 1948–1949 μετα­τρά­πη­καν εν πολ­λοίς σε πολί­τες «δεύ­τε­ρης κατηγορίας».

Όσοι είχαν συλ­λη­φθεί και κλει­στεί είτε σε στρα­τό­πε­δα αιχ­μα­λώ­των είτε σε ειδι­κά στρα­τό­πε­δα εργα­σί­ας την περί­ο­δο 1948–1949, υπέ­φε­ραν τα πάν­δει­να από «τη σκλη­ρή και βάρ­βα­ρη συμπε­ρι­φο­ρά» των δεσμω­τών τους (όπως κατα­μαρ­τυ­ρούν τα αρχεία του ίδιου του ισραη­λι­νού στρα­τού). Το δε καθε­στώς εκμε­τάλ­λευ­σής τους στα στρα­τό­πε­δα εργα­σί­ας «προς ενί­σχυ­ση της ισραη­λι­νής οικο­νο­μί­ας» κατα­γρά­φη­κε ξεκά­θα­ρα σε σχε­τι­κές Εκθέ­σεις του Ερυ­θρού Σταυ­ρού. Οι τελευ­ταί­οι κρα­τού­με­νοι των εν λόγω στρα­το­πέ­δων απε­λευ­θε­ρώ­θη­καν το 1955.39

Το 1952 επε­τρά­πη στους Παλαι­στι­νί­ους Αρα­βες να αιτη­θούν να γίνουν πολί­τες του Ισρα­ήλ. Ωστό­σο, το ειδι­κό καθε­στώς Στρα­τιω­τι­κής Διοί­κη­σης, στο οποίο είχαν υπα­χθεί από την περί­ο­δο του Α’ Αρα­βοϊσ­ραη­λι­νού Πολέ­μου, δια­τη­ρή­θη­κε έως και το 1966.

Η ομπρέ­λα των εξου­σιών και ελέγ­χου της Στρα­τιω­τι­κής Διοί­κη­σης εκτει­νό­ταν σε κάθε πτυ­χή της ζωής των υπ’ ευθύ­νη της πλη­θυ­σμών: Πολι­τι­κή, οικο­νο­μι­κή, εργα­σια­κή, κοι­νω­νι­κή, εκπαι­δευ­τι­κή, πολι­τι­στι­κή κ.ο.κ.

Βασι­κό εργα­λείο ελέγ­χου υπήρ­ξε ο ασφυ­κτι­κός περιο­ρι­σμός των μετα­κι­νή­σε­ων. Το 1954, π.χ., η περιο­χή της Γαλι­λαί­ας ήταν χωρι­σμέ­νη σε 46 υπο-περιο­χές, όπου η μετα­φο­ρά από τη μία στην άλλη απαι­τού­σε ειδι­κή άδεια. Το γεγο­νός αυτό, σε συν­δυα­σμό με τις τακτι­κές απα­γο­ρεύ­σεις κυκλο­φο­ρί­ας, καθι­στού­σε τη δυνα­τό­τη­τα εργα­σί­ας σε κάποια γει­το­νι­κή περιο­χή (κάτι πολύ συνη­θι­σμέ­νο) μια εξαι­ρε­τι­κά δύσκο­λη, συχνά ταπει­νω­τι­κή και καμιά φορά θανα­τη­φό­ρα υπό­θε­ση (στις 29.10.1956 στο Καφρ Κασ­σίμ π.χ. οι ισραη­λι­νές δυνά­μεις άνοι­ξαν πυρ κατά των εργα­τών γης που επέ­στρε­φαν από τις δου­λειές τους — αγνο­ώ­ντας πως είχε επι­βλη­θεί απα­γό­ρευ­ση κυκλο­φο­ρί­ας — δολο­φο­νώ­ντας 49 εξ αυτών).40

Οι υπη­ρε­σί­ες ασφα­λεί­ας και η αστυ­νο­μία παρα­κο­λου­θού­σαν στε­νά κάθε χώρο εργα­σί­ας, λατρεί­ας, εκπαί­δευ­σης και γενι­κό­τε­ρα κοι­νω­νι­κής συνα­να­στρο­φής. Οι υπο­ψή­φιοι δάσκα­λοι, δημό­σιοι υπάλ­λη­λοι, κρα­τι­κοί λει­τουρ­γοί κ.ο.κ. περ­νού­σαν από σχο­λα­στι­κό έλεγ­χο. Τα δε χωριά των Παλαι­στι­νί­ων Αρά­βων κατη­γο­ριο­ποι­ή­θη­καν σε «φιλι­κά» και «εχθρι­κά» (απο­κτώ­ντας τον ανά­λο­γό τους φάκε­λο).41

Ειδι­κό ρόλο σε όλα τα παρα­πά­νω είχε η κηδε­μο­νευο­μέ­νη από το Εργα­τι­κό Κόμ­μα Ισραη­λι­νή Γενι­κή Συνο­μο­σπον­δία, της οποί­ας η εμπλο­κή στις μειο­νο­τι­κές κοι­νό­τη­τες ήταν βαθύ­τα­τη λόγω των εκτε­τα­μέ­νων δομών και υπη­ρε­σιών που δια­τη­ρού­σε (στους τομείς της εργα­σί­ας, της πρό­νοιας, της ψυχα­γω­γί­ας, του αθλη­τι­σμού κ.ά.). «Η Γενι­κή Συνο­μο­σπον­δία» λει­τούρ­γη­σε επί­σης «ως εργα­λείο στρα­το­λό­γη­σης υπο­στή­ρι­ξης υπέρ του κυβερ­νώ­ντος Εργα­τι­κού Κόμ­μα­τος ανά­με­σα στους Αρα­βες, ασκώ­ντας τους πιέ­σεις να ψηφί­σουν είτε το ίδιο είτε τα Αρα­βι­κά κόμ­μα­τα που στή­ρι­ζε».42

Τα εν λόγω αρα­βι­κά κόμ­μα­τα ήταν τόσο ενσω­μα­τω­μέ­να — προσ­δε­δε­μέ­να στο αστι­κό κρά­τος του Ισρα­ήλ, που στή­ρι­ξαν κάθε αντι­λαϊ­κή — αντι­μειο­νο­τι­κή πολι­τι­κή των δια­δο­χι­κών κυβερ­νη­τι­κών συνα­σπι­σμών στις οποί­ες ηγού­ταν το Εργα­τι­κό Κόμ­μα (και στους οποί­ους μετεί­χαν και τα ίδια) κατά τις δεκα­ε­τί­ες του 1950 και του 1960. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό απο­τε­λεί το γεγο­νός πως, όταν το 1963 τέθη­κε προς ψήφι­ση η δια­τή­ρη­ση ή μη του καθε­στώ­τος της Στρα­τιω­τι­κής Διοί­κη­σης επί της μειο­νό­τη­τας, οι δύο αστοί Αρα­βες βου­λευ­τές που υπο­στή­ρι­ζαν τον κυβερ­νώ­ντα συνα­σπι­σμό ψήφι­σαν υπέρ (συν­δρά­μο­ντας έτσι απο­φα­σι­στι­κά στη δια­τή­ρη­σή του, καθώς υπερ­ψη­φί­στη­κε με μόλις μία ψήφο δια­φο­ρά).43

Οι άξονες ενσωμάτωσης και καταστολής 
της Παλαιστινιακής Αραβικής μειονότητας

Τον Ιανουά­ριο του 1958 η Επι­τρο­πή Αρα­βι­κών Υπο­θέ­σε­ων (που απο­τε­λού­νταν από εκπρο­σώ­πους της Στρα­τιω­τι­κής Διοί­κη­σης, των σωμά­των ασφα­λεί­ας και του στρα­τού, του Αρα­βι­κού Τμή­μα­τος της Γενι­κής Συνο­μο­σπον­δί­ας, του κυβερ­νώ­ντος Εργα­τι­κού Κόμ­μα­τος κ.ά.) καθό­ρι­σε τους άξο­νες ενσω­μά­τω­σης και κατα­στο­λής της παλαι­στι­νια­κής αρα­βι­κής μειο­νό­τη­τας στο Ισρα­ήλ. Οι άξο­νες αυτοί περι­λάμ­βα­ναν μετα­ξύ άλλων:44

  • α) Τον πολυ­κερ­μα­τι­σμό και γκε­το­ποί­η­ση των αρα­βι­κών κοι­νο­τή­των: Με τη διά­σπα­ση της εδα­φι­κής ενό­τη­τας των αρα­βι­κών περιο­χών (π.χ. με εποι­κι­στι­κές «σφή­νες»), τη συγκέ­ντρω­ση των ενα­πο­μει­νά­ντων Αρά­βων των αστι­κών κέντρων σε συγκε­κρι­μέ­νες γει­το­νιές — γκέ­το κ.ά.
    • Σημειω­τέ­ον, καθώς η κατα­σχε­θεί­σα γη όσων εκδιώ­χθη­καν και έγι­ναν πρό­σφυ­γες το 1948 — 1949 πέρα­σε (σκο­πί­μως) στην επο­πτεία του ισραη­λι­νού κρά­τους, κατέ­στη αδύ­να­το για τους Παλαι­στί­νιους Αρα­βες να αγο­ρά­σουν νέα γη (εφό­σον διά νόμου απα­γο­ρευό­ταν η πώλη­ση γης που «ανή­κε στο έθνος» σε μη Εβραί­ους). Οι εν λόγω περιο­ρι­σμοί, σε συν­δυα­σμό με μια σει­ρά ανα­γκα­στι­κές απαλ­λο­τριώ­σεις στις οποί­ες προ­χώ­ρη­σε — και πάλι σκο­πί­μως — το ισραη­λι­νό κρά­τος, είχαν ως απο­τέ­λε­σμα οι Παλαι­στί­νιοι Αρα­βες να περιο­ρι­στούν σε μόλις 3% της γης, παρό­τι απο­τε­λού­σαν το 12–15% του πλη­θυ­σμού45.
  • β) Την υπο­νό­μευ­ση καλ­λιέρ­γειας μιας ενιαί­ας, συλ­λο­γι­κής εθνι­κής συνεί­δη­σης στις γραμ­μές τους: Με την ενθάρ­ρυν­ση των όποιων ιδιαί­τε­ρων πολι­τι­σμι­κών δια­φο­ρών μετα­ξύ των αρα­βι­κών κοι­νο­τή­των, την εύνοια ορι­σμέ­νων μεγά­λων οικο­γε­νειών ή φυλών ένα­ντι άλλων, την απο­τρο­πή συγκρό­τη­σης συλ­λό­γων (πολι­τι­στι­κών, αθλη­τι­κών, άλλων) με εθνι­κά κρι­τή­ρια κ.ο.κ.
    • «Η αρα­βι­κή μειο­νό­τη­τα», σημεί­ω­νε το 1958 ο επι­κε­φα­λής της Στρα­τιω­τι­κής Διοί­κη­σης, Μ. Σέχτερ, «δεν είναι ένα ενιαίο πράγ­μα. Αν κατα­φέ­ρου­με να κάνου­με τους Αρα­βες καχύ­πο­πτους ως προς τους Δρού­ζους (σ.σ. μια ιδιαί­τε­ρη κοι­νό­τη­τα μου­σουλ­μά­νων Αρά­βων) - και όχι μόνο επει­δή είναι πιστοί σε εμάς — αυτό θα ήταν πολύ σημα­ντι­κό»46.Οι Δρού­ζοι υπήρ­ξαν πράγ­μα­τι από τους πιο στε­νούς συμ­μά­χους του κρά­τους του Ισρα­ήλ ανά­με­σα στους αρα­βι­κούς πλη­θυ­σμούς, είχαν προ­νο­μια­κή μετα­χεί­ρι­ση και αξιο­ποι­ή­θη­καν πολ­λά­κις για την κατα­στο­λή των άλλων Αρά­βων της Παλαι­στί­νης. Η άρνη­ση της ύπαρ­ξης μιας ιδιαί­τε­ρης παλαι­στι­νια­κής εθνό­τη­τας — ταυ­τό­τη­τας δια­τυ­πώ­θη­κε επί­ση­μα με τον πιο κατη­γο­ρη­μα­τι­κό τρό­πο το 1969, σε συνέ­ντευ­ξη της τότε πρω­θυ­πουρ­γού του Ισρα­ήλ Γκ. Μέιρ, η οποία δήλω­σε ότι «δεν υπάρ­χει τέτοιο πράγ­μα, Παλαι­στί­νιοι. Πότε υπήρ­ξε ένας ανε­ξάρ­τη­τος παλαι­στι­νια­κός λαός με ένα παλαι­στι­νια­κό κρά­τος; (…) Δεν υπήρ­ξαν»47.
  • γ) Τη στε­νή οικο­νο­μι­κή εξάρ­τη­ση των αρα­βι­κών κοι­νο­τή­των από το ισραη­λι­νό κρά­τος. Την απο­τρο­πή σύστα­σης μεγά­λων αρα­βι­κών επι­χει­ρή­σε­ων (στη βιο­μη­χα­νία, στον τρα­πε­ζι­κό τομέα και αλλού). Τον περιο­ρι­σμό της αρα­βι­κής εργα­τι­κής δύνα­μης σε χαμη­λό­μι­σθες, ανει­δί­κευ­τες εργασίες.
  • δ) Την απο­τρο­πή κάθε μη ελεγ­χό­με­νης από το ισραη­λι­νό κρά­τος πολι­τι­κής ή συν­δι­κα­λι­στι­κής οργά­νω­σης των Παλαι­στί­νιων Αρά­βων: Μετα­ξύ άλλων με την ενσω­μά­τω­ση της πολι­τι­κής ηγε­σί­ας των Αρά­βων (κυρί­ως στο κυβερ­νών Εργα­τι­κό Κόμ­μα), τη δημιουρ­γία ελεγ­χό­με­νων αρα­βι­κών κομ­μά­των, την υπο­δαύ­λι­ση δια­φό­ρων εσω­τε­ρι­κών διχο­νοιών και αντι­πα­λο­τή­των εντός των αρα­βι­κών κοι­νο­τή­των και τη συγκρό­τη­ση ενός εκτε­νούς δικτύ­ου ντό­πιων «συνερ­γα­τών» (πλη­ρο­φο­ριο­δο­τών, προ­βο­κα­τό­ρων κ.ά.).
  • ε) Την ενσω­μά­τω­ση, μέσω δια­φό­ρων διαύ­λων ανα­πα­ρα­γω­γής — διο­χέ­τευ­σης, των θέσε­ων του κυρί­αρ­χου ισραη­λι­νού αστι­κού κρά­τους: Μέσα από την Εκπαί­δευ­ση, τη συγκρό­τη­ση συλ­λό­γων νεο­λαί­ας, εργα­ζο­μέ­νων κ.λπ. (υπό την ευθύ­νη της ισραη­λι­νής Γενι­κής Συνο­μο­σπον­δί­ας), με τη σύστα­ση και λει­τουρ­γία ελεγ­χό­με­νων αρα­βι­κών ΜΜΕ, την έκδο­ση βιβλί­ων κ.ο.κ.

Η πολι­τι­κή των δια­κρί­σε­ων ήταν εμφα­νής παντού: Από το γεγο­νός ότι από τα 3.500 τρα­κτέρ που υπήρ­χαν στο Ισρα­ήλ στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του 1950 μόλις τα 11 βρί­σκο­νταν σε αρα­βι­κά χέρια, έως το γεγο­νός ότι η ανα­λο­γία φοι­τη­τών στο πανε­πι­στή­μιο επί του συνό­λου του πλη­θυ­σμού ήταν 1 προς 430 για τους Εβραί­ους και 1 προς 4.000 για τους Αρα­βες48.

Ακό­μα και ένα πρώ­ην κορυ­φαίο στέ­λε­χος της ισραη­λι­νής κυβέρ­νη­σης θα εκμυ­στη­ρευ­τεί στις 28/6/1956 στο ημε­ρο­λό­γιό του: «Δεν ξέρω τι μας συνέ­βη (…) Οι Αρα­βες είναι κι αυτοί άνθρω­ποι. Εχουν μυα­λό, λογι­κή, αξιο­πρέ­πεια και ανθρώ­πι­να αισθή­μα­τα»49.Πρό­κει­ται για τον πρώ­ην υπουρ­γό Εξω­τε­ρι­κών και πρω­θυ­πουρ­γό του Ισρα­ήλ Μ. Σάρετ, του οποί­ου όμως οι «ευαι­σθη­σί­ες» δεν στά­θη­καν εμπό­διο στην υλο­ποί­η­ση της πιο σκλη­ρής και επι­θε­τι­κής πολι­τι­κής της αστι­κής τάξης, την οποία το κυβερ­νών Εργα­τι­κό Κόμ­μα υπη­ρέ­τη­σε στο έπακρο.

Το ίδιο ισχύ­ει και για το δήθεν πιο αρι­στε­ρό Ενω­τι­κό Εργα­τι­κό Κόμ­μα, που αν και θεω­ρη­τι­κά ήταν υπέρ της ισό­τι­μης συνύ­παρ­ξης Εβραί­ων και Αρά­βων, στή­ρι­ξε — και μάλι­στα ως ο βασι­κό­τε­ρος κυβερ­νη­τι­κός εταί­ρος — όλη την πολι­τι­κή του αστι­κού κρά­τους του Ισραήλ.

Απε­να­ντί­ας, το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα του Ισρα­ήλ αντι­πά­λε­ψε το καθε­στώς της Στρα­τιω­τι­κής Διοί­κη­σης, θέτο­ντας την κατάρ­γη­σή του στο επί­κε­ντρο της κοι­νής πάλης Εβραί­ων και Αρά­βων εργα­ζο­μέ­νων. Οι Εβραί­οι και Αρα­βες κομ­μου­νι­στές βου­λευ­τές κατήγ­γει­λαν επα­νει­λημ­μέ­να τις εγκλη­μα­τι­κές ρατσι­στι­κές πολι­τι­κές του καπι­τα­λι­στι­κού κρά­τους του Ισρα­ήλ, απο­δο­μώ­ντας τους ισχυ­ρι­σμούς του περί δήθεν «πολι­τι­σμέ­νης» και «δημο­κρα­τι­κής» όασης στη Μέση Ανα­το­λή50.

Ο Στί­βεν Χόκινγκ το 2013 αρνή­θη­κε να συμ­με­τά­σχει σε συνέ­δριο στο Ισρα­ήλ για να δια­μαρ­τυ­ρη­θεί κατά της κατο­χής της Παλαιστίνης

_______________________________-

Παρα­πο­μπές:

  • 1. Annual report of the UNRWA for Palestine refugees in the Near East (https://www.un.org/unispal/document/auto-insert-179758/) και Jewish & Non-Jewish Population of Israel / Palestine (https://www.jewishvirtuallibrary.org/jewish-and-non-jewish-population-of-israel-palestine-1517-present)
  • 2. Anne Elizabeth Irfan, «Internationalizing Palestine, PhD Thesis», LSE, London, 2018, σελ. 16
  • 3. Rosemary Sayigh, «The Palestinians», εκδ. «Zed Books», London, 2007, σελ. 111
  • 4. Annual report of the UNRWA for Palestine refugees in the Near East, ό.π., και www.cia.gov/the-world-factbook/countries/gaza-strip
  • 5. Στο Rosemary Sayigh, ό.π. σελ. 108
  • 6. Benny Morris, «Israel’s border wars, 1949 — 1956», εκδ. «Oxford University Press», Oxford, 1993, κεφά­λαιο 2
  • 7. New York Times, 8 & 9.6.1950, Adel Yalya, «The Palestinian refugees, 1948 — 1998», εκδ. PACE, Ramallah, 1999, σελ. 48 — 53
  • 8. Benny Morris, ό.π., σελ. 180 — 181, 412 — 416
  • 9. Για τον «πανα­ρα­βι­σμό», βλ. σε επό­με­νο μέρος του αφιερώματος
  • 10. Rosemary Sayigh, ό.π., σελ.114, 144, και Laurie A. Brand, «Palestinian and Jordanians: A crisis of identity», στο Journal of Palestine Studies, vol. 24, no. 4, Summer 1995, σελ. 52
  • 11. Kurt Rene Dadley, «The Palestinian Refugees», στο «The American Journal of International Law», vol. 72, no. 3, July 1978, σελ. 592
  • 12. P. A. Smith, «Palestine and the Palestinians», 1876 — 1983, εκδ. «Croom Helm», London, 1984, σελ. 87 — 90
  • 13. P. A. Smith, ό.π., σελ. 129 — 137, 223
  • 14. Rosemary Sayigh, ό.π., σελ. 103, 118 — 119
  • 15. Rosemary Sayigh, ό.π., σελ. 120
  • 16. Στο Akiva Orr & Moshe Machover, «Peace, Peace, When there is no Peace (Israel and the Arabs 1948–1961» (δια­δι­κτυα­κή έκδο­ση https://www.marxists.org/subject/jewish/peace-peace.pdf), σελ. 449
  • 17. Memorandum of conversation, 13/11/1961, στο FRUS, 1961–1963, vol. XVII, Near East, 1961–1962, σελ. 328
  • 18. Στο Akiva Orr & Moshe Machover, σελ. 69 — 70, 446
  • 19. Op-Ed: «The Hasbara Hijack», 10/9/2044, στο israelinternationalnews.com.
  • 20. Πρα­κτι­κά Κνε­σέτ, τ. 15, σελ. 320, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 68
  • 21. Rajani Palme Dutt, «Israel and the Arab Middle East», στο «Labour Monthly», vol. XXXIX, no. 8, August 1957, σελ. 350
  • 22. Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 80 — 81, Ilan Pappe, «The Ethnic Cleansing of Palestine», εκδ. «Oneworld», London, 2006 (https://yplus.ps/wp-content/uploads/2021/01/Pappe-Ilan-The-Ethnic-Cleansing-of-Palestine.pdf), σελ. 255 — 256
  • 23. https://www.unrwa.org/palestine-refugees
  • 24. Πρα­κτι­κά Κνε­σέτ, τ. 2, σελ. 1.230, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ.59
  • 25. https://www.jewishvirtuallibrary.org/total-immigration-to-israel-by-year
  • 26. https://archive.jewishagency.org/first-steps/program/5131/
  • 27. Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 454
  • 28. https://www.timesofisrael.com/when-moshe-dayan-delivered-the-defining-speech-of-zionism/
  • 29. Πρα­κτι­κά Κνε­σέτ, φάκε­λος 19/672, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ.168
  • 30. Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 350
  • 31. Lucas Scott, «Divided we stand: The Suez crisis of 1956 and the Anglo-American Alliance, PhD Thesis», LSE, London, 2014, σελ. 55
  • 32. IDF Archive, 13/10/2010, φάκε­λος 664/56/207, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 549. Βλ. επί­σης Lucas Scott, ό.π., σελ. 318 — 319
  • 33. I. F. Stone’s Weekly, 30/4/1956
  • 34. Haaretz, 11/4/1951, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 172
  • 35. Golda Meir, «My life», εκδ. «Wiedenfeld & Nicolson», London, 1975, σελ. 236
  • 36. Στο Yoram Peri, «Some aspects of the relationship between the military and polity in Israel, 1947 — 1977, PhD Thesis», LSE, London, 1980, σελ. 9, 174
  • 37. Yoram Peri, ό.π., σελ. 80, 98
  • 38. https://www.quest-cdecjournal.it/hello-pacifist-war-resisters-in-israels-first-decade/#_ftn84
  • 39. IDF Archives, 54/410, File 107, 4/4/1948, και Red Cross Documents: G59/I/GG 6/2/1949, στο Ilan Pappe, ό.π., σελ. 235 — 238
  • 40. Rajani Palme Dutt, ό.π., σελ. 353, και Ahmad Sa’di, «Stifling Surveillance», στο «Jerusalem Quarterly», no. 68, Winter 2016, σελ. 43
  • 41. Ahmad Sa’di, ό.π., σελ. 43, 50
  • 42. Review of the Histadrut’s Arab Department, σελ. 2 — 6, και Arab Affairs Committee, Protocol of the Meeting, 6/6/1968, σελ. 3 — 4, στο Ahmad Sa’di, ό.π., σελ. 44 — 45
  • 43. https://www.palquest.org/en/highlight/14340/palestinians-under-military-rule-israel-1948–1966
  • 44. Arab Affairs Committee, Protocol of the Meeting, 30/1/1958, σελ. 2 — 35, στο Ahmad Sa’di, ό.π., σελ. 38 — 39
  • 45. Ilan Pappe, ό.π., σελ. 250 — 251, 258
  • 46. Arab Affairs Committee, Protocol of the Meeting, 30/1/1958, σελ. 30, στο Ahmad Sa’di, ό.π., σελ. 48
  • 47. «Sunday Times», 15/6/1969.
  • 48. Rajani Palme Dutt, ό.π., σελ. 352 — 353
  • 49. Προ­σω­πι­κό ημε­ρο­λό­γιο Μ. Σάρετ, σελ. 1.518 — 1.619, στο Orna Almog, «Beyond Suez — The Anglo-Israeli relationship 1956–1958, PhD Thesis», LSE, London, 1999, σελ. 94 — 95
  • 50. Leila H. Farsakh, «Rethinking Statehood in Israel», εκδ. «University of California Press», 2021, σελ. 254
Ανα­στά­σης ΓΚΙΚΑΣ
Ριζο­σπά­στης ΣΚ 3–4‑Φεβ 2024

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο