Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κώστας Βουτσάς: Τρία χρόνια χωρίς τον αγαπημένο ηθοποιό

Τρία χρόνια συμπληρώνονται σήμερα, 26 Φλεβάρη, από τον θάνατο του αγαπημένου ηθοποιού του κινηματογράφου, του θεάτρου και της τηλεόρασης, του σπουδαίου Κώστα Βουτσά.

Ο Κώστας Βουτσάς γεννήθηκε στην Αθήνα στις 31 Δεκέμβρη 1931 από γονείς πρόσφυγες, με καταγωγή από τους Επιβάτες της Ανατολικής Θράκης. Το οικογενειακό του επίθετο ήταν Σαββόπουλος, αλλά το «Βουτσάς» επικράτησε από τον παππού του, που έφτιαχνε βαρέλια (βουτσιά). Οι συνθήκες μέσα στις οποίες έζησε τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολες και σκληρές. Ζούσαν σε ένα μικρό άδειο μαγαζί, στον Βύρωνα, του οποίου τη βιτρίνα είχαν καλύψει με χαρτιά για να μην τους βλέπουν οι περαστικοί.

Οταν ο Κώστας ήταν μικρός μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη, εκεί όπου πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Ο πατέρας του ήταν εργάτης οδοποιός και η μητέρα του φρόντιζε το σπίτι. Τα παιδιά της οικογένειας βοηθούσαν να συμπληρωθεί το οικογενειακό εισόδημα κάνοντας διάφορες μικροδουλειές.

Ο πατέρας του, Απόστολος, ήταν μέλος του ΚΚΕ και ο μικρός τότε Κώστας έζησε από πρώτο χέρι τις διώξεις και τα κυνηγητά. Την περίοδο της Κατοχής ο Κώστας Βουτσάς ήταν Αετόπουλο και μοίραζε προκηρύξεις της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ.

Η πρώτη του γνωριμία με το θέατρο έγινε κατά τύχη, όπως έλεγε. «Βρέθηκα τυχαία σε μια κατασκήνωση όπου έπαιζαν θέατρο και άρχισα να παίζω μαζί τους. Και το βράδυ στη Μηχανιώνα έγινε χαμός από τα γέλια». Σπούδασε στη Δραματική Σχολή Τριανταφυλλίδη «Μακεδονικό Ωδείο» της Θεσσαλονίκης, από όπου αποφοίτησε το 1952. Συμμετείχε ως ηθοποιός σε μπουλούκια, για τα οποία είχε πει χαρακτηριστικά ότι με την πειθαρχία τους «με κάνανε θεατρίνο». Η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στη σκηνή ήταν το 1953 στο «Στρατιωτικό Θέατρο Θεσσαλονίκης», με το έργο «Ανθος του Γιαλού». Την ίδια χρονιά έκανε και την πρώτη κινηματογραφική του εμφάνιση, ως κομπάρσος στην ταινία «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται». Ο πρώτος του κινηματογραφικός ρόλος ήταν στο «Η κυρά μας η μαμή».

Στην Αθήνα ήρθε για μόνιμη εγκατάσταση το 1958, ύστερα από προτροπή της πρωταγωνίστριας του μουσικού θεάτρου Καλής Καλό, και μαζί της εμφανίστηκε στην επιθεώρηση «Πάρε Κόσμε», στο Θέατρο «Περοκέ». Την περίοδο 1964 – 1972 είναι συνθιασάρχης με μεγάλα ονόματα της κωμωδίας, ενώ από το 1972 και μετά συγκροτεί δικούς του θιάσους. Στην 70χρονη καριέρα του έπαιξε σε πάνω από 90 ταινίες, μεταξύ τους: «Ο Κατήφορος» (1961), «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1962), «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1963), «Οι κληρονόμοι» (1964), «Ραντεβού στον αέρα» (1965), «Κορίτσια για φίλημα» (1965), «Νύχτα γάμου» (1967). Τη δεκαετία του ’80 συμμετέχει σε πολλές βιντεοταινίες, ενώ από το 1973 και μετά εμφανίζεται και σε δεκάδες τηλεοπτικές σειρές. Δεν σταμάτησε ποτέ του να δουλεύει. Φέτος έπαιζε στην παιδική παράσταση «Σταχτοπούτα», στην Παιδική Σκηνή του Θεάτρου «Broadway».

Αεικίνητος και ευρηματικός, δοτικός και πάντα άνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης, χάριζε το γέλιο, γοήτευε το κοινό και τους γύρω του. Ατάκες του όπως το «έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;», «Κατίνα, σαλαμάκι» ή το δικό του εύρημα «φστ μπόινγκ» πέρασαν και επαναλαμβάνονται από γενιά σε γενιά.

Η σχέση του με το ΚΚΕ, που ξεκίνησε από τα παιδικά του χρόνια, κράτησε μια ζωή. Οι οικογενειακές του καταβολές, οι αγώνες του πατέρα του, οι μνήμες του, ο σεβασμός στους αγώνες του λαού μας, τον οδηγούσαν να στηρίζει πάντα το Κόμμα. «Ψηφίζω ΚΚΕ γιατί είναι το μόνο κόμμα που λέει αλήθειες, αλλά και γιατί ο λαός μας θα ησυχάσει μόνο με την εξουσία που προτείνει το ΚΚΕ», είχε δηλώσει στον «Ριζοσπάστη» στις τελευταίες εκλογές του 2019. Αναγνώριζε στο ΚΚΕ τη δύναμη και το δίκιο του λαού, γι’ αυτό και δεν έλειψε ποτέ από το πλευρό του Κόμματος: «Δεν είμαι κομμουνιστής με την ουσιαστική έννοια του όρου, γιατί για να είναι κανείς κομμουνιστής χρειάζεται μεγάλη αφοσίωση, αλλά από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, από την πρώτη φορά μέχρι τώρα με περηφάνια ψηφίζω ΚΚΕ».

Ο Κώστας Βουτσάς «έφυγε» από την ζωή στις 26 Φλεβάρη 2020 σκορπώντας θλίψη σε συγγενείς, φίλους και συναδέλφους, μα και σε σ’ έναν λαό που τον αγάπησε μέσα από τις ερμηνείες του στον κινηματογράφο και το θέατρο.

«Ναι, αλλά ο Στάλιν…», του Νίκου Μόττα