Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Οι Αλώβητοι» του Βασίλη Τσιράκη, ένα σύγχρονο κοινωνικό και πολιτικό μυθιστόρημα

Παρουσιάζει ο Αντώνης Αντωνάκος //

Νομίζω πως από τις πρώτες σελίδες ο συγγραφέας έχει επίγνωση της τέχνης του ως διαβρωτικό υλικό που ερμηνεύει τον κόσμο.

Εδώ νομίζω έγκειται και η διαλεκτική του βιβλίου του Τσιράκη, μια διαλεκτική ατομικού και κοινωνικού, με κεντρικό ερώτημα το ζήτημα της συνενοχής στη βία, είτε την λεγόμενη τυφλή βία, είτε εκείνη του εγκλωβισμού της επαναστατημένης τάξης στο αδιέξοδο της ανυποληψίας, της ντροπής, της έλλειψης προοπτικής, στο αδιέξοδο της πλήρους αποδοχής των όρων και των ορίων της άγρια εκμεταλλευτικής και ταξικής κοινωνίας.

Το σημαντικό σε ό,τι αφορά την πολιτική δεν είναι η ιδιωτική σκέψη, αλλά, όπως το έθεσε κάποτε ο Μπρεχτ, η τέχνη τού να σκέφτεσαι μέσα στο μυαλό των άλλων.

Η πολιτική δεν μετρά δίκαια την ενοχή και την εξιλέωση στη ζυγαριά, αλλά τις συνυφαίνει αδιάκριτα. Εδώ δεν τίθεται ζήτημα της αποκατάστασης της “ηθικής τάξης του κόσμου”. Μάλλον, οι ηθικοί ήρωες, προσπαθούν να εξυψώσουν τον εαυτό τους ταρακουνώντας τον βασανισμένο κόσμο.

Ο Γκαίτε μιλούσε για τον φτωχό που τον αφήσαμε να γίνει ένοχος. Ο νόμος δεν καταδικάζει σε τιμωρία, αλλά σε ενοχή. Η μοίρα είναι το πλαίσιο ενοχής για τους ζωντανούς.

Και επειδή τα βιβλία είναι περισσότερο τροφή για σκέψη παρά διασκέδαση ας μπούμε λίγο πιο βαθιά.

Η δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού περιγράφεται συχνά στη σύγχρονη εποχή ως μια απόπειρα των σκληροπυρηνικών στοιχείων της αριστεράς να κατακτήσουν την εξουσία και να εκδιώξουν τη μοναρχία, με σκοπό την υιοθέτηση ενός σύγχρονου λαϊκού-δημοκρατικού μοντέλου. Συχνά χρησιμοποιείται συναφώς ο κατεστημένος κωδικός όρος «κόκκινη βία».

Ένα από τα ζητήματα του βιβλίου, αλλά και από τα πιο απλά ζητήματα που σχετίζονται με την ερμηνεία και την αποτίμηση της δράσης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είναι και το θέμα της λαϊκής αποδοχής της.
Υπάρχουν ασφαλείς δείκτες για να μετρηθεί κάτι τέτοιο, και όλοι οι αντικειμενικοί ή υποκειμενικοί παρατηρητές της εποχής κάνουν λόγο για μια βαθιά και ευρεία αποδοχή. Πράγματι, η περίοδος της αντίστασης και του ένοπλου αγώνα, παρά την πείνα, τους θανάτους και τις καταστροφές, ταυτίστηκε με μια εποχή μεγάλης έξαρσης, πίστης και αισιοδοξίας. Η κοινωνία εκδημοκρατίστηκε, μεγάλες μάζες πληθυσμού μπήκαν στην πολιτική, αυτενέργησαν, δημιούργησαν εναλλακτικά δίκτυα επικοινωνίας και οικονομικής δραστηριότητας και γλίτωσαν από την πείνα και τις εκτελέσεις.
Η κοινωνία του 1944 καμία απολύτως σχέση δεν είχε με αυτή του 1936.

Σήμερα οι λεγόμενοι οργανικοί διανοούμενοι της Δεξιάς, όχι μόνο δεν σιωπούν όσον αφορά τη δεκαετία του ’40, αλλά έχουν από καιρό δρομολογήσει την αντεπίθεσή τους. Μόνο που αυτή η τελευταία δύσκολα μπορεί -προς το παρόν- να προχωρήσει μέσα στην κοινωνία, καθώς είναι μάλλον υπερβολικά προχωρημένη για τα αυτιά του μεσαίου χώρου.

Ο λόγος είναι απλός: αντί ν’ αντιπαρατάξουν στο ΕΑΜ τις (μάλλον περιθωριακές, αριθμητικά) δεξιές αντιστασιακές οργανώσεις της εποχής, όπως έκανε παλιότερα η επίσημη ιστοριογραφία, το νέο συντηρητικό ιστοριογραφικό ρεύμα προτιμά να συμφιλιωθεί με το σκληρό πυρήνα της κατοχικής εθνικοφροσύνης, παρακάμπτοντας την αντίθεση ‘αντίσταση-δωσιλογισμός’ κι αποκαθιστώντας πολιτικά την πιο ‘καθαρή’ αντικομμουνιστική δύναμη της εποχής: τα Τάγματα Ασφαλείας του 1943-44!

Η «αναθεωρητική ιστοριογραφία» που σήμερα τη ζούμε σε όλο της το μεγαλείο, μετατρέπει την κοινωνία σε άθυρμα ατομικών ενεργειών και την ιστορία σε παράταξη μαρτυριών, ασπόνδυλων και χωρίς πολιτικό και κοινωνικό βάθος.

Ακούω πολλά περί ίσων αποστάσεων και πως τα περί καλών και κακών είναι αναχρονιστικά στερεότυπα, μα δυστυχώς σήμερα δεν αναγνωρίζω ούτε τους μεν ούτε τους δε. Ούτε τους καλούς ούτε τους κακούς παρά μόνο έναν ακατάστατο χυλό με μπερδεμένα συμφέροντα.

Δυστυχώς η Αντίσταση κατά του Φασισμού και ο λεγόμενος Εμφύλιος πόλεμος, όπως και πολλές άλλες περιπέτειες των ανθρώπων, έχουν γίνει ένα είδος καταναλώσιμου προϊόντος στις μέρες μας, που για να καταναλωθούν εύπεπτα χρειάζονται ειδικά «καταναλωτικά χαρακτηριστικά» τα οποία προστίθενται σε έναν εξαιρετικά θολό ιστορικό καμβά, ώστε το όλο να είναι δυνατό να πωληθεί «αγοραία».

Οι απεικονίσεις ή οι περιγραφές του πολέμου επιμένουν σε εξηγήσεις του τύπου: «οι ξένοι που μας έβαλαν να σκοτωθούμε», το «κακό μας το κεφάλι», «η φύση του Έλληνα που χύνει την καρδάρα με το γάλα» και το ηθικό δίδαγμα τού πόσο κακό είναι «αδελφός να πολεμά αδελφό».

Πάνω σε αυτή την εμπορική εκδοχή του Εμφυλίου στηρίχθηκαν επιστημονικοφανείς «ερμηνείες» όπου απουσιάζει μεν η ιστορία, η οικονομία, η ιδεολογία, η πολιτική και εν γένει όλοι οι τρόποι με τους οποίους κατάφερναν ως τώρα οι άνθρωποι να ερμηνεύουν επιστημονικά τον εαυτό τους, περισσεύει όμως η ηθικολογική μεταφυσική παρερμηνεία των γεγονότων.

Σε αυτή την εποχή, θεωρίες βίας που εξαχρειώνουν τους ανθρώπους μετατρέπουν όλες τις προσωπικές, τοπικές, οικογενειακές διαφορές και υποθέσεις σε ατελείωτο κύκλο αίματος και θανάτου: ιδού ο εκτός ιστορίας, εκτός οικονομίας, εκτός ιδεολογίας, εκτός πολιτικής, ο εκτός πραγματικότητας Εμφύλιος. Όπου, για ανεξήγητους λόγους, ο αδελφός κυνηγά τον αδελφό.

Η αλήθεια του βιβλίου του Τσιράκη παύει να είναι φωτογραφική και απλή μίμηση της πραγματικότητας, επειδή ακριβώς το κείμενο επιτρέπει και επιθυμεί, δεν βραχυκυκλώνει την πολιτική και κοινωνική ερμηνεία και κατ’ επέκταση τη δράση.

Η κυρίαρχη ελληνική εθνική ιδεολογική αφήγηση εκφράζεται σε όλες τις πτυχές της καθημερινής ζωής. Γενιές και γενιές γαλουχήθηκαν πάνω στο μίσος απέναντι στον Άλλο, στον διαφορετικό, στον ξένο. Η εχθρότητα αυτή δεν μπορεί παρά να είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την συντήρηση της καπιταλιστικής κυριαρχίας και της βίαιης υποταγής του ταξικού ανταγωνισμού.

Μέσα στους αλώβητους ζούμε αυτό το κρεσέντο αντιφάσεων που σιγά- σιγά ορθώνονται για να φτιάξουν τη σκηνή πάνω στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα.

Ο Τσιράκης στήνει ανθρώπινους ανθρώπους με σάρκα και οστά και όχι χάρτινους λογοτεχνικούς ήρωες. Ο καμβάς είναι μια ολόκληρη πόλη, η Θεσσαλονίκη. Το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και ως ιστορικός οδηγός της πόλης αφού διατρέχει δρόμους, κτήρια, λεπτομέρειες μικρές και ασήμαντες ίσως, αλλά απαραίτητες για να νιώσουμε το μικροκλίμα κάθε εποχής.

Μέσα στο βιβλίο παρελαύνουν μορφές που διαμόρφωσαν τον πολιτισμό της πόλης, απ’ τον Ντίνο Χριστιανόπουλο μέχρι το Μανώλη Αναγνωστάκη. Απ’ το Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη και τη ζωή Καρέλλη μέχρι τον Ηλία Πετρόπουλο. Άνθρωποι ανήσυχοι που δεν αποφάσισαν να καθίσουν στα αυγά τους αλλά να ταράξουν τα λιμνάζοντα νερά της νέας εθνικοφροσύνης και του νέου ελληνοχριστιανικού αφηγήματος που άλλαζε εκ βάθρων αυτή την πόλη μαζί με την αντιπαροχή και την άνευ όρων ισοπεδωτική ανάπτυξη.

Είναι σπουδαίο να γράφονται βιβλία που μας κάνουν να θυμόμαστε το παρελθόν όχι νοσταλγικά, αλλά κριτικά.

Μέσα στον απόλυτο κατακερματισμό και την αποσπασματικότητα που θολώνουν τη σημερινή πραγματικότητα είναι σχεδόν δονκιχωτικό το γράψιμο τέτοιων βιβλίων, αφού κατά βάθος ξύνουν με το ξυραφάκι τους την πέτσα της παχύδερμης ιστοριογραφίας για να μας δείξουν την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη άλλων εποχών, όπου δεν πολεμούσαν όλοι εναντίον όλων αλλά αναζητούσαν έναν κοινό τόπο καλύτερης ζωής για όλους.

Στο μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, το υποκείμενο χάνει την ικανότητα να οργανώνει το παρελθόν και το μέλλον σε συνεκτική εμπειρία, όλα τα μυθιστορηματικά υλικά μυθοποιούνται, εξιδανικεύονται σε αναπαραγωγή ιλουστρασιόν στερεοτύπων.

Ο Τσιράκης όμως δεν ενδιαφέρεται να λειάνει τις γωνίες, ούτε καν για να φέρει μια εκθειασμένη ατομικότητα σε σύγκρουση με ένα γκροτέσκα τοξικό περιβάλλον βίας, φτώχειας και ανταγωνισμών.

Οι Αλώβητοι δεν είναι προϊόν υποθέσεων και φιλολογικών συγκινήσεων, είναι ρέουσα πραγματικότητα με βαθιά ψυχολογική αλήθεια, είναι ένα σύγχρονο κοινωνικό και πολιτικό έργο που μας τονίζει τη μεγάλη υποχρέωση που έχουμε, όσοι πιστεύουμε σε μια καλύτερη κοινωνία, και αυτή είναι η ανάγκη της ενότητας της εργατικής τάξης, της πάλης κατά των διακρίσεων στη βάση της σεξουαλικότητας, της θρησκείας, της φυλής.

Οι Αλώβητοι υπογραμμίζουν με δραματικό τρόπο πως η πολιτική εξουσία στην ουσία της, είναι η οργανωμένη βία μιας τάξης για την καταπίεση μιας άλλης. Κι όσο θα υπάρχουν ταξικές διαφορές αυτός θα είναι ο ψυχρός κανόνας της ζωής όλων μας.