Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Άυπνος ο τόπος άγιος ο χορός (Ποίημα)

Και να που τα μάτια βλέπουν προς τα μέσα

μοιρολόι Ηπειρώτικο αλήστευτη ομορφιά,

αμέρωτο ελάφι η σκέψη

ένα κλαρίνο κλαίει μακριά, αγκαλιάζονται τα έλατα

πρώτο φιλί στο μέτωπο

το κόνισμα ας μένει.

Στη μέρα μην ορκίζεσαι, τα σκιορτικά δεξιά μου

θεόρατος ο ουρανός άφαντος μουσαφίρης.

foto1

Σωπαίνουν τα πουλιά στη Λεσινίτσα

λαλήματα δοξαστικά

κρατά η καρδιά, κρατά ο χορός.την κούπα ως τον πάτο

στο διψασμένο σου ξενύχτι,

βαριές οι λέξεις γίναν πέτρες.

Αλαφιασμένες θωριές, πέπλα καπνού στο χιόνι,

φωνές περιφρονημένες.

Αλέθουν οι μυλόπετρες στο Καλπάκι.

Όταν χορεύοντας,

γέρνει το σώμα χαμηλά στη γη,

μάννα, τα πέτρινα γεφύρια δεν γίνονται

ερείπια στην Κόνιτσα, ακούς! Μαγεμένα νερά!

Αρχαία φρόνηση, στεφανωμένο αγιόκλημα το κεφάλι,

Μπαμπάκι τα μαλιά. Ακέρια η θέληση.

Παντού η ζωή σε ζώνει.

 

Ύστερα πετάγεται ψηλά ν’αθροίσει άστρα

και φως από τις σπαραγμένες μέρες

μάννα, εδώ το βλέμμα γδύνεται το ψέμα

πάνω απ’ τον Γκέσο το φεγγάρι τών φτωχών

κυλίστηκε στην πάχνη

μα αν κάνεις και το πλησιάσεις ξυπνούν τα παλιά αίματα,

οι σκισμένες αρβύλες τρέχουν μοοναχές

και ο ιδρώτας κεχριμπάρι στο μέτωπο.

 

Εδώ είσαι εσύ, αλλού ο νους, με τους ξεριζωμένους.

Άυπνος ο τόπος άγιος ο χορός

 

Το ραγισμένο καθρέφτη στο ποτάμι

κρατάς δεμένο με μια κόκκινη κλωστή

μάντισσα Μοίρα,

πρόσωπο καινούριο

πάνω στο κρύσταλλο με κάρβουνο ζωγράφισε

στάζουν παράπονο τα μάτια.

 

Όταν χορεύοντας,

κατεβαίνει στις ρίζες τής ιτιάς,

αγνώριστο ταξίδι,

γονατιστός μ’ένα κλωνί βασιλικό στ’αυτί,

ψιθυριστά ο άνεμος ασύνορος

ξαναφέρνει ονόματα, σημάδια, τραγούδια.

foto2

Παλιά μορφή δανείστηκα

να ρθώ μαζί σου

και στο μαντήλι πρόχειρα δυο μαντινάδες τύλιξα,

παραμονεύοντας ισκιώματα στη νερομάνα

οι Κένταυροι ερμηνεύουν τις σκουριές

λυγούν τα νιόβγαλτα κλαδιά

λυγίζει και η καρδιά μου. Ούτε προφήτης, ούτε ζητιάνος…

Απ’ τα μεγάλα πάνε χρόνια που έχω ξεστρατίσει

αμνημόνευτες σκέψεις

ψηλώνουν τα βουνά στην άγρια μπόρα.

 

Όταν χορεύοντας,

μαύρος κισσός τρυγά τον πόνο τον αψύ και τον μυριόκλωνο

σου παραγγέλνει ο θάνατος, τον Έρωτα φοβάσαι.

Μετρά ο θεός, ξαναμετρά, το δίχτυ ρίχνει ο Χάρος

άλυτο πάθος, σερπετό σε ξένο περιβόλι,

η αγάπη η ανίκητη την Άνοιξη τραγούδι.

 

Ανάθεμα που μ’ έμαθε φρόνιμη μες στα ρόδα

δεν είναι ενθύμια οι φωνές

και οι φωτιές τού Γράμμου.

Φέγγει τ’ άσπρο πουκάμισο, όλος ο κόσμος ξέρει.

Στη Γράμουστα μαζεύει καινούρια δάκρυα η Γκιστόβα

και βροχές ξενιτεμένες.

θυμάται η λίμνη Βασίλη. Θυμάσαι κι εσύ.

 

Ματώνουν τα καρφιά, λύσε τα χέρια

έλα στο χορό,

αλλάζει πρόσωπα και εποχές τούτη η φλούδα

μέχρι να βρεις την φλόγα που δεν τρέμει,

θ’ αλλάζουν τα φίδια πουκάμισα,

μια φλόγα στα βουνά, στην ψυχή

Ψυχή στο βλέμμα, ψυχή στο χώμα. «Ψυχή βαθιά…»

 

Αύριο, εν ονόματι τής Αγάπης

Ζωή  Δικταίου

Κέρκυρα 10 Απρίλη 2019