Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ένα φιλί κουμκουάτ, στα χείλη

Γράφει η Ζωή Δικταίου //
Βροχή, για να συντηρείται η ιδεολογική μελαγχολία της φύσης και του έρωτα.
Βροχή στην Κέρκυρα, με την αγιοσύνη του εφήμερου στη ροή του χρόνου και την αμαρτωλότητα του λυγμού στη νοσταλγία. Βροχή, η πολύ κοντινή συγγένισσα της ψυχής και η ψυχή στην Κέρκυρα ταυτίζεται με την ήρεμη φύση την ανοιχτή στο φως και στη θάλασσα, στον άνεμο και τα σύννεφα όταν χαμηλώνουν και γητεύουν πέτρα και χώμα.
Εδώ στέριωσες κι εσύ, εδώ γιάτρεψες την καρδιά σου, εδώ, σαράντα χρόνια μετά, μαθητεύεις ακόμη στη μαγεία του έρωτα και μεθάς στο παυσίλυπο Ιόνιο φως.  Με ή δίχως ομπρέλα, στη βροχή της Κέρκυρας αναζητάς μαζί με τα παλιά και τα καινούργια μυστικά του κόσμου και είναι βέβαιο πως διεκδικείς και θα ζήσεις αλλιώτικες εμπειρίες, εμπλουτίζοντας  πνεύμα και βιώματα.
Λάδι σε καμβά Μαρίλη Βλάχου...

Μαρίλη Βλάχου, λάδι σε καμβά

Μια ψιχάλα κυλάει στο τζάμι, αφορμή για νέες εσωτερικές διαδρομές και όχι μόνο. Από αυτό το παράθυρο με το φεγγίτη δεν υποτιμάται η παρατήρηση, αφού δεν είναι μόνο τα ορατά, η θάλασσα, η αλυσίδα του χιονιού στα απέναντι βουνά και η ανατολή του ήλιου πίσω από το Λαζαρέτο. Μαγικά θαρρείς, η ποιητική εμψύχωση και ο στοχασμός αναδύονται από μέσα σου όταν στέκεσαι εδώ ρεμβάζοντας πέρα από τη λογική αντίληψη των πραγμάτων.

Χαρούλα Βερίγου Ζωή ΔικταίουΣτο παλιό σπίτι της Ηλέκτρας, στο Νησί Γκερέκου, το κύμα παραπάνω από εκατό χρόνια συντροφεύει το πηγάδι της αυλής και τα γέρικα δέντρα εξαργυρώντας την αλμύρα στο χτιστό φιλιατρό και στο τσίγκινο κουβαδάκι που καθρεφτίζεται, κρεμασμένο από το σκοινί, στον πάτο του νερού. Η ηλικιωμένη γυναίκα με το γλυκό χαμόγελο, στην κουνιστή πολυθρόνα τυλιγμένη στο πλεχτό της σάλι, μιλάει για τις λησμονημένες εποχές, για τους ανθρώπους της, για την καλοσύνη και την ευγένεια που ξεφτούν και χάνονται, “μαζί με τις παλιές αγάπες ψυχή μου…”

Στις παλιές αγάπες…” , επαναλαμβάνεις από μέσα σου και χαμογελάς. Πεταρίζουν οι πεταλούδες στην καρδιά, εγκαταλείπεσαι, κλείνεις τα μάτια. Η διήγηση σε παρασύρει. Ακούς μαζί της τα κουδουνάκια των αμαξάδων και τα πέταλα των αλόγων στο καλντερίμι στις ώρες της βροχής, την ακολουθείς σε ρομαντικούς περιπάτους πότε ανάμεσα σε λιόδεντρα και ανθισμένα λειβάδια και πότε στις ακρογιαλιές με εμπιστοσύνη.

Ρεμβάζοντας παραμερίζει τη σκόνη της λήθης και ξαναβλέπει με τη λιγοστή της όραση τώρα πια, μαζί με τον καιρό που πέρασε και τον καιρό που έρχεται φουριόζος με πολλή φασαρία θαρρείς να σαρώσει στο πέρασμά του όσα μπορεί περισσότερα.

Γυρίζεις το κλειδί. Στον δεύτερο ήχο ξεκλειδώνεις το μπουφέ της σιόρας Φιλουμένης, μητέρας της Ηλέκτρας. Με την αφή ταξιδεύεις στο ελκυστικό χρυσαφί χρώμα. Τα νερά που σχηματίζει το ξύλο στη λεία επιφάνεια με τις καστανοκόκκινες αποχρώσεις, προκαλούν μια ευχάριστη οπτική αίσθηση αναπόλησης. Το παλιό θαρρείς κρύβει πάντα ένα μυστήριο, το μυστήριο του χρόνου, ή της ζωής που πέρασε και άφησε τα σημάδια της, ίσως…

Διακοσμητικά πιάτα πορσελάνης, ασημένια κηροπήγια, κρυστάλλινα ποτήρια, γυάλινες κανάτες, περίτεχνα μπουκάλια, όλα εδώ, συνηθισμένα και οικεία, έτοιμα να διηγηθούν με τη σειρά τους, τις ιστορίες από την αρχή. Κάθε αντικείμενο είναι σύμφυτο με προσωπικές μνήμες, κάθε τι ζωντανεύει το πνεύμα μιας άλλης εποχής και εσύ την αποζητάς εκείνη την εποχή, θέλεις το συναίσθημα της ζεστασιάς, της αγκαλιάς, της συγκίνησης, της ασφάλειας, της υπόσχεσης.

Απόλλων και Δάφνη λάδι σε καμβά Μαρίλη Βλάχου

Απόλλων και Δάφνη, λάδι σε καμβά, Μαρίλη Βλάχου

Δυναμώνει η βροχή. Μια σύντομη ματιά από το ίδιο παράθυρο. Το όρος σε ατελείωτο αίνιγμα, πιο σκοτεινό από τις λεβάντες, μόνο η κορυφή του Παντοκράτορα θαρρείς οδοιπορεί ανάμεσα στις αστραπές και τα νέφη. Λεπτή ομίχλη τυλίγει χαμηλά τα δέντρα του κήπου. Οι πευκοβελόνες πάνω στα φύκια. Ένα κορίτσι με κόκκινο παλτό στρίβει βιαστικά στο μονοπάτι πίσω από τις κουκουναριές. Τα πουλιά μαζεύτηκαν στο φράχτη με τους πυράκανθους. Οι ψαρόβαρκες λικνίζονται σε κάθε φύσημα του ανέμου. Θ’ αφήσεις τα ασπρόρουχα να τινάζονται στο σύρμα. Γυρίζεις το βλέμμα στο αναμμένο τζάκι.
Τώρα περισσότερες σταγόνες βροχής πέφτουν  λοξά στο τζάμι σχηματίζοντας κάθετες ραβδώσεις. Το φως περνάει μέσα τους και διαχέεται στο χώρο. Κάθε αντικείμενο γίνεται εικόνα και κάθε εικόνα αποκτά μια  ποιότητα τέχνης πρωτόγνωρη, θαρρείς αυτή που έχει ένας πίνακας ζωγραφικής. Σαν παραμύθι, σκεφτεσαι και απολαμβάνεις τη μαγεία! Ή γνώση του μικρού σου κόσμου, η γνώση της Κέρκυρας σε μια παρομοίωση. Ναι, η Κέρκυρα είναι σαν παραμύθι!

Ανοίγεις το συρτάρι. Γκραβούρες, ασπρόμαυρες φωτογραφίες, δαχτυλήθρες, κουμπιά, βεντάλιες, καρτ ποστάλ, μπουκαλάκια από αρώματα, κλειδιά, δραχμές, δεκάρες, ημερολόγια, μυρωδιά από το νωτισμένο χαρτί του τετραδίου με τις παραδοσιακές συνταγές και ανάμεσα σε όλα αυτά να πλανάται η ακλόνητη πίστη στο μεγάλο έρωτα.
Δεν κρατιέσαι, έχεις βάλει στο μάτι ένα μικρό κολονάτο ποτήρι. Δεν θα δυσκολευτείς να βρεις και το μπουκάλι με το λικέρ, “Δια χειρός Ηλέκτρας”  γράφει στην ετικέτα.  Ξεφυλίζοντας το τετράδιο βρίσκεις και τη συνταγή, γραμμένη με πλάγια καλλιγραφικά γράμματα.

    Κάνεις ένα ωραίο καφέ, από του Μαρκοσιάν ανάμικτο χαρμάνι καλοκαβουρντισμένο, πίνεις δυο γουλιές, κλείνεις το αριστερό μάτι πονηρά στη Μοίρα που κάνει περατζάδα στο παραθύρι σου, βάζεις κι ένα λουκουμάκι στο πιατάκι, να το φας εσύ, να γλυκαθεί αυτή, πιάνεις το τραγούδι, ξέρεις εσύ απ’ αυτά της Βλαχοπούλου,  ύστερα παίρνεις ένα κιλό ώριμα κουμκουάτ, ανοίγεις τη βρύση, οικονομία στο νερό, το ’παμε κι αφού τα πλύνεις,  τα στεγνώνεις σε λινή πετσέτα κι έπειτα τα περνάς με σακοράφα σε μπαμπακερή κλωστή, σαν κολιέ. Μην τα κρεμάσεις στο λαιμό, όχι, δεν κάνει, ο λαιμός σου είναι μόνο για μαργαριτάρια. Κατόπιν, αδειάζεις μια μποτίλια κονιάκ σε γυάλινο βάζο και τα τοποθετείς μέσα. Σκεπάζεις με τούλι και χαλαρά το καπάκι από πάνω, ναναπνέει, που και ανάσα τη χρειάζεται όσο θα το αφήσεις σε μια σκοτεινή γωνιά της κουζίνας. Αφού περάσουν σαράντα μέρες, θα σηκώσεις τα μανίκια και θα φτιάξεις το σιρόπι. Τρεις μεγάλες κούπες ζάχαρη και δυο νερό φτάνουν. Όμως, για να πάρει λαμπερό χρώμα και ωραίο άρωμα, μην το ξεχάσεις, πρέπει να βράσεις μαζί με τη ζάχαρη και δυο χούφτες, τις φλούδες μόνο, φρέσκα κουμκουάτ. Θα μοσχοβολίσει το σπίτι. Κι εσύ να σκύψεις το πρόσωπό σου πάνω από την κατσαρόλα και να παίρνεις ανάσες στον ατμό. Μετά θα καταλάβεις, όταν κοιταχτείς στον καθρέφτη! Η νόνα μου, που έφτασε τα εκατό και την έκανες για εξήντα, έλεγε πως η ομορφιά δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο. Αυτό είναι ένα μυστικό για εσέ και το δέρμα σου. Όταν κρυώσει, θα αναμίξεις όλα μαζί τα υλικά και θα κλείσεις ξανά το βάζο, ερμητικά αυτή τη φορά. Ξόρκι δε χρειάζεται.  Ένα φυλλαράκι αρμπαρόριζας είναι αρκετό. Να ’χεις μόνο υπομονή, κάνα μήνα ακόμη. Όταν έρθει η καλή ώρα, περνάς από ψιλό τούλι το λικέρ και το βάζεις σε μπουκάλια. Εις υγείαν μάτια και καλή καρδιά!

Σημείωση: Τα φρούτα μην τα πετάξεις. Κρίμα είναι. Βγάζεις την κλωστή. Μ’ αυτή να δέσεις μια ευχή στο δέντρο που σού έδωσε τον καρπό, να ’χει φεγγάρι λαγαρό πάνωθέ του. Τ’ αλέθεις στο μύλο και τα συντηρείς μέσα σε λάδι. Κι όταν μαγειρεύεις κρεατικά, αν είναι ψητά, τα αλείφεις μαζί με τα μπαχαρικά και τη ρίγανη, αν είναι κοκκινιστά βάζεις μια κουταλιά στη σάλτσα με τη ντομάτα. Νοστιμιά ψυχή μου, κάμε το και θα δείς, θα τρως και θα μού συγχωρνάς! ”

Επικοινωνία, λάδι σε καμβά, Μαρίλη Βλάχου

Επικοινωνία, λάδι σε καμβά, Μαρίλη Βλάχου

Κουμκουάτ, ανάσα βαθιά ως την ψυχή.  Ο Σίδνεϋ Μέρλιν,   (Sidney Louis Walter), Έλληνας βρετανικής καταγωγής βοτανολόγος, κτηματίας, αθλητής της σκοποβολής και χρυσός ολυμπιονίκης στη Μεσολυμπιάδα του 1906, ήταν εκείνος που έφερε το πρώτο κουμκουάτ στην Κέρκυρα το 1924, όπου έμελλε πέρα από ελκυστική πρόταση και απόλαυση να γίνει και το σήμα κατατεθέν του νησιού.

Βρέχει. Αγαπάς τη βροχή. Στηρίζεις τη συμπεριφορά σου σε αυτό το ιδιαίτερο τοπίο. Η βροχή, ευσεβής πόθος της ψυχής. Στην Κέρκυρα, εδώ θα μείνεις, μέχρι να εκπληρωθεί και το τελευταίο σου όνειρο, στη βροχή. Χαίρεσαι να την ακούς, να τη βλέπεις, να την αισθάνεσαι. Η αγάπη μπερδεύεται και σμίγει με τις στάλες στα φύλλα, στα κεραμίδια, στα χειμωνιάτικα τριαντάφυλλα, στην προκυμαία, στα ιστία των σκαφών στη Μαρίνα, στα βότσαλα, στα καφέ, στα παραθυρόφυλλα και στα μπαλκόνια.

Αφήνεσαι με εμπιστοσύνη σε μια ανάμνηση. Χειμώνας του 1981, τρεις μήνες μετά την εγκατάστασή σου στην Κέρκυρα, ένας απογευματινός περίπατος σε είχε φέρει από το Πυργί, στο κτήμα του Μέρλιν στη Δασιά. Ένα ουράνιο τόξο αγκάλιαζε στεριά και θάλασσα στην ξαφνική βροχή. Ούτε και σε αυτό βρήκες τον κρυμμένο θησαυρό κι ας νόμιζες πως άγγιζες τη μια τουλάχιστον άκρη του.

Ευγενέστατη μια κυρία προχωρημένης ηλικίας, ίσως να ήταν η σύντροφος του επιστάτη, σού είχε διηγηθεί την ιστορία της οικογένειας και πως το κτήμα Μέρλιν που συνορεύει με τα κτήματα των Θεοτόκηδων, είχε παίξει πολύ σπουδαίο ρόλο στην οικονομία της Κέρκυρας αφού είχε δώσει εργασία σε πολλούς ντόπιους. Πάνω στο μικρό λόφο, θυμάσαι καλά, σού είχε δείξει ένα ενετικό οχυρό και ήταν σίγουρη πως σε αυτό, που ήταν κατοικία των Θεοτόκηδων, συνήθιζε να έρχεται και ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός.

Κατηφόριζες μαζί της, ακολουθώντας το δρομάκι δίπλα στο ελικοειδές ρέμα προς την παραλία. Αριστερά και δεξιά εσπεριδοειδή και ελαιόδεντρα. Στο γεφυράκι σού είχε προσφέρει ένα πορτοκάλι, “ποικιλία ναβέλα, αυτή που έφερε εκείνος από την Αμερική” , τόνισε πριν ρωτήσει για την καταγωγή σου. Στο άκουσμα της απάντησης και με την αναφορά στην Κρήτη, άδραξε την ευκαιρία και συμπλήρωσε τη διήγηση της:

“ Άκου ψυχή μου, ο Μέρλιν είχε φτάσει και στον τόπο σου, πάμπλουτος, είχε και εκεί τρανή περιουσία και όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα  πήρε τη  δεύτερη γυναίκα του, την Κατερίνα Ιγγλέση και κατέφυγαν για να σωθούν στην Κρήτη. Με την πρώτη, τη  Ζαΐρα Θεοτόκη που είχε καθώς λέγανε, σπουδαία ανατροφή και μόρφωση, είχαν χωρίσει, το ’παμε αυτό, δεν ήθελε βλέπεις να ζήσει στη Λαμία αφού η οικογένεια της είχε γυρίσει από την Αθήνα στην Κέρκυρα. Στην Κρήτη, στην έπαυλή του, είχε φιλοξενήσει και τον Βασιλιά Γεώργιο τον δεύτερο, που με την τότε κυβέρνηση βρέθηκαν και αυτοί εκεί. Παραμονές της εισβολής των Γερμανών αλεξιπτωτιστών στο νησί σου, ο Μέρλιν και η γυναίκα του διέσχισαν τα βουνά με τα πόδια, για να βρεθούν στην νότια πλευρά όπου τους παρέλαβε το βρετανικό αντιτορπιλικό Napier. Έτσι έφτασαν σώοι και αποβιβάστηκαν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.”

Το βάθος των εντυπώσεων, εναπόκειται στον τρόπο που εισπράττονται και αφομοιώνονται τα κίνητρα και τα ερεθίσματα καθώς η μνήμη τα διαμορφώνει με δικά της παραστατικά μέσα από τα αποτυπώματα που πάνω τους αφήνει ο καιρός και ο χρόνος. Έχεις κρατήσει την οσφρητική ανάμνηση εκείνης της βόλτας μαζί με τη γλύκα του πορτοκαλιού και την πικρή σπιρτάδα του χρυσού φρούτου που γεύτηκες για πρώτη φορά.

Έρως, λάδι σε καμβά, Μαρίλη Βλάχου

Έρως, λάδι σε καμβά, Μαρίλη Βλάχου

Περισσότερο όμως αναπολείς το φιλί στο λιόγερμα. Στην έρημη ακτή είχατε δώσει ραντεβού. Ένα ακόμη, στη βροχή. Έτρεχες με χαρά, λαχανιασμένη. Τα βήματά σου άφηναν βαθιά σημάδια στην άμμο. Ο αέρας έφτανε κρύος χτενίζοντας ως συνήθως την αλισάχνη στα βλέφαρα. Έβγαλες το πανωφόρι και ρίχτηκες με το λεπτό πουκάμισο στην αγκαλιά του. Σε κράτησε σφιχτά. Μετά χάιδεψε τα μαλλιά και τα χέρια σου. Κρατάς ένα φιλί κουμκουάτ, στα χείλη.  Μια προνομιούχα στιγμή στο ημερολόγιο των αναμνήσεων, πεντακάθαρη στην καρδιά και στη σκέψη σου καταφέρνει να παραμένει ανέπαφη τόσα χρόνια και στις καλές και στις κακές μέρες του βίου.

Την επιστροφή στο παρελθόν διακόπτει η υπενθύμιση στο ρολόι. Αγκαλιά και φιλί στην καλή σου Ηλέκτρα με την υπόσχεση πως θα ξανάρθεις σύντομα. Αύριο…

Ανοίγεις τη βαριά ξύλινη πόρτα. Κατεβαίνεις με αργά βήματα την πέτρινη σκάλα. Το γιασεμί, παρά την παγωνιά διατηρεί κάποια άνθη. Την προσοχή σου έλκει αυτό το ένα που έχει γείρει πάνω στο κεραμίδι. Φέγγει ολόλευκο! Σε γοητεύουν τα γιασεμιά. Ο σκύλος αντιλαμβάνεται την παρουσία σου μόλις φτάνεις στο πλατύσκαλο με την ορτανσία, στο μπότζο. Βαριεστημένα σού κουνάει την ουρά. Διασχίζεις τη μικρή αυλή με τις λεμονιές και τις μπουκαμβίλιες. Η βροχή σε χαϊδεύει στο πρόσωπο. Σηκώνεις το βλέμμα στον ουρανό, να ευχαριστήσεις. Μετά φέρνεις απαλά τα δάχτυλα του ενός χεριού ν’ αγγίξουν την παλάμη του άλλου. Σε μισή ώρα βρίσκεσαι στον κεντρικό δρόμο στο Κοντόκαλι. Σε περιμένει μια καλή φίλη.

Φύση προικισμένη και πολυτάλαντη, η αυτοδίδακτη ζωγράφος Μαρίλη Βλάχου, μια ξεχωριστή κερκυραία της τέχνης, εμπνέεται από τη φύση, την ελληνική μυθολογία, την αγάπη της για την Κέρκυρα, τον έρωτα και την ίδια τη ζωή. Η ζωγραφική δίνει στη Μαρίλη την ευκαιρία να εκφράσει ανεμπόδιστα τα συναισθήματά της, να μιλήσει ανοιχτά για το πώς αντιλλαμβάνεται το ωραίο, να εξωτερικεύσει τις σκέψεις της στον καμβά με τρόπο μοναδικά πληθωρικό και εύγλωτο.  Εκπληκτικά ζωηρά τα χρώματα στα έργα της, αποκαλυπτικά του πάθους απελευθερώνουν μια απίστευτη ένταση και δύναμη ψυχής.  Αυτή η εκφρασμένη δημιουργική ελευθερία του πνεύματος, παρακαταθήκη για όποιον αποφασίζει να ακολουθήσει την σκληρή μα και όμορφη, μποέμικη ζωή μιας αληθινής καλλιτέχνιδος, αποτελεί ένα σημαντικό έναυσμα και παράδειγμα προς μίμηση. Ωστόσο, μια γλυκιά μελαγχολία, θα τη συναντήσεις φευγαλέα στο τρυφερό, στο καθαρό και απέραντο βλέμμα της.

Με τη Μαρίλη έχεις σχεδιάσει αυτή τη βόλτα. Ύστερα από δέκα περίπου χιλιόμετρα διαδρομής με το αυτοκίνητο, περπατάτε μαζί στους στενούς δρόμους στο Σκριπερό. Πρόκληση τα μικρά πλατώματα για να θαυμάσεις τα θολωτά περάσματα και τα μεγαλοπρεπή παλιά αρχοντικά χτισμένα τα περισσότερα στην περίοδο της Βενετοκρατίας. Πρόκληση και τα παραδοσιακά καφενεία. Μετά τον καφέ, “ας βρέχει” , θα πείτε ταυτοχρόνως και ανεβαίνοντας πιο ψηλά στο Πανωχώρι, σας αποζημιώνει η μοναδική θέα από τους καταπράσινους λόφους και τα γραφικά χωριά, ίσαμε πέρα στο πέλαγος.

Μακρινή η υπόκωφη βουή του ανέμου περνά από φυλλωσιά σε φυλλωσιά αφήνοντας υπονοούμενα για εκείνες τις λέξεις, τις ξεχασμένες στην απομέσα ραφή της σκέψης σου και γίνεται επιταγή της ψυχής να ζωντανέψουν, τώρα που τα κυπαρίσσια ψιθυρίζουν βραδινές προσευχές και αρχίζουν ν’ ανάβουν δειλά δειλά τα σύννεφα στη δύση. Τέτοιες στιγμές δεν ρωτάς για τις φωνές, από πού ακούγονται και πώς φτάνουν, όχι, απλά αναγνωρίζεις τα μυστικά και τα μηνύματα που γυρεύουν εσένα στη μενεξεδένια χίμαιρα του ορίζοντα και στη βροχή.

Ορκίζεσαι, πως τις βλέπεις να πλησιάζουν, γυναίκες με φρύδια νιοφτέρουγα φεγγάρια και χείλη κοραλλένια. Να άρχισαν κιόλας να χτυπούν τις δίφυλλες πόρτες, αμίλητες για την ώρα, αφήνουν να τα μολογά ο άνεμος τα θέλω τους και τα μπορώ. Κι ύστερα, καθώς σκύβουν και φιλούν τα μπρούτζινα χεράκια, τα ρόπτρα και τα σιδερένια μάνταλα, ανοίγουν μόνες τους όλες οι πόρτες και φεύγουν οι γυναίκες από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, αφήνουν τις κορνίζες και βγαίνουν στους δρόμους, κρεμούν τα κλειδιά της λησμονιάς στα πιο ψηλά λιόδεντρα και καταριούνται την αιώνια ακαμψία την ασυμβίβαστη με το ρόδινο πρόσωπο του έρωτα. Νύμφες, λένε πως έχουν γίνει και τούτες οι ασύχαστες ψυχές που ελευθερώνονται στην τελευταία ηλιαχτίδα του αποβροχάρη ήλιου και ζουν ξανά για μια νύχτα μέχρι το πρώτο φως της αυγής.

Μέχρι τώρα είχες ακούσει για τις άλλες Νύμφες, αυτές που συνήθως κατοικούν σε σπηλιές και υφαίνουν τα πεπρωμένα πριν γίνουν πετρωμένα, που κλώθουν τη ζωή σε μεταξοκλωστή με αργυρό αδράχτι και χρυσό σφοντύλι  και τραγουδούν μαυλίζοντας τα τρεχούμενα νερά. Κι όταν αφήνουν τη ρόκα, κατεβάζουν τα σύννεφα και τα στίβουν όπως οι γυναίκες τα σεντόνια της μπουγάδας στη σκάφη και μετά χορεύουν ξυπόλητες παρέα με τον Ερμή και τον Πάνα στις ρεματιές και στους δασωμένους λόγγους. Θνητές και εκείνες, μα έχουν το προνόμιο να ζουν περισσότερο και μόνο τη νιότη, μεγαλώνουν χωρίς να γερνούν, γι αυτό ερωτεύονται με πάθος.

Κόρκυρα, ονομαζόταν στην ελληνική μυθολογία η κόρη του Ασωπού ποταμού και της Νύμφης Μετώπης.
Σύμφωνα με το μύθο, ο Ποσειδώνας ερωτεύθηκε την όμορφη νύμφη, την απήγαγε και την έφερε σε ένα νησί, που μέχρι τότε δεν είχε όνομα.
Έτσι έδωσε στο νησί το όνομά της, “Κόρκυρα”, η σημερινή Κέρκυρα.
Καρπός του έρωτά τους ένα παιδί, αγόρι, ο Φαίακας, από τον οποίο πήραν στη συνέχεια το όνομά τους οι κάτοικοι του νησιού, Φαίακες.

Μαρίλη Βλάχου, Λάδι σε καμβά

Μαρίλη Βλάχου, Λάδι σε καμβά

Οι Νύμφες αγαπήθηκαν, λατρεύτηκαν, υμνήθηκαν

Νύμφες, του μεγαλόκαρδου Ωκεανού κορίτσια, / που στα υγρά περάσματα, κάτω απ’ της γης τα βάθη / την κατοικία έχετε κι όλο στριφογυρνάτε / κρύβοντας τα περάσματα, εσείς αγνές παρθένες, / που χαίρεστε μες στις σπηλιές και είστε η χαρά τους / και στις πηγές ανήκετε, πλανιέστε στον αέρα…» (Ορφ. Ύμν. LI)

H εμπειρία δεν τελειώνει εδώ.  Η Μαρίλη έχει απλώσει τα σύνεργά της, έτοιμη να αποδώσει αυτή την ομορφιά με το χρωστήρα της. Τα δικά σου μάτια έχουν γεμίσει αραχνούφαντα πέπλα τώρα που άνοιξες αυτή τη χαραμάδα της μνήμης στη σκουριά του απότομου βράχου. Καινούργια πρόκληση για να ανηφορίσεις πιο πάνω.

Εκείνο το πρώτο άστρο ρίχνει το φως πάνω στο οικόσημο της αναπόλησής σου και στο γιασεμί που μαζί μόλις χτες ξενυχτήσατε και  υπόσχεται πως δεν θα ξαναζήσεις  την εξορία της καρδιάς, πως η αγάπη θα μείνει λυχναράκι αναμμένο να φέγγει, όταν θα σκοντάφτεις αλλού και  στην άβυσσο μα όχι εδώ, εδώ εσένα, δεν θα σε αφήσουν οι Ανεράιδες των Νυμφών να σκοντάψεις, θα μιλούν για το άπιαστο όνειρο και το φευγιό του έρωτα υφαίνοντας ασημένιες κλωστές και μεταξωτές σιωπές στους καταρράκτες.

Το χωριό Νυμφές, είναι χτισμένο στην πλαγιά μιας όμορφης κοιλάδας με οργιώδη βλάστηση. Ψηλά κυπαρίσσια, απέραντοι ελαιώνες, μεγάλες βελανιδιές, πλατάνια, καστανιές, κουμαριές, ρύκια και πουρνάρια υψώνονουν τα κλαδιά τους γυρεύοντας τον ήλιο. Τρεχούμενα νερά που σμίγουν σε μικρά και μεγάλα ρυάκια πριν φτάσουν στους καταρράκτες. Κάποτε, όχι και πάρα πολλά χρόνια πίσω, αυτά τα νερά αποτελούσαν την πιο ζωτική φλέβα καθώς εκτός από την αρδευτική χρήση για τις γεωργικές καλλιέργειες, χρησιμοποιούνταν δίδοντας κίνηση στους  εικοσιένα νερόμυλους που βρισκόταν και λειτουργούσαν στην περιοχή. Σήμερα διασώζονται ερειπωμένοι κάποιοι από αυτούς έξω από το χωριό μαζί με τους θρύλους.

Αν κλείσεις τα μάτια, θα δεις εκείνους τους πέτρινους νερόμυλους με τα ξωτικά και τις Νύμφες ντυμένες στα λευκά να χορεύουν και να χάνονται στο νερό.

Ανοίγεις λαίμαργα τα ρουθούνια, μυρίζεις φρέσκο λεμονανθό κι ας μην έχει λεμονιές εδώ. Είναι λένε, το άρωμα της ψυχής, εκείνης της αδικοχαμένης κόρης, που την σκότωσαν τ’ αδέρφια της επειδή ερωτεύτηκε. Τα δάκρυα της, στοίχειωσαν στους καταρράκτες και το παράπονό της στα χαλάσματα. Χελιδρονιά έγινε κι αγκαλιάζει παθιάρικα τα ψηλά κυπαρίσσια κι όλο ψηλώνει και ζυγώνει τις κορφές κι από εκεί  πάνω, καλεί ακόμη τον καλό της, από την ώρα που βγαίνει το πρώτο άστρο και ως να φανεί το μεράστρι το τελευταίο της αυγής. Εκείνη παραστέκονται κι όλες τούτες οι γυναίκες που βγαίνουν από τις φωτογραφίες και αφήνουν άδειες τις κορνίζες πάνω στα τραπέζια και στις σκαλιστές κασέλες. Ξαναμπαίνουν μαζί της στο χορό. Ώρα που η Μοίρα γίνεται σπλαχνική και ξεπλένει το άδικο αίμα με τα δάκρυα τ’ ουρανού. Κορφολογούν στεναγμό και λογισμό και ποτίζουν νερό και δυοσμαρίνι τα σημάδια από τα πατήματα του αγαπημένου της στο φεγγαρόφωτο.

 Όμορφο που είναι το νερό στο φεγγαρόφωτο!
▪️ Θα  ήθελες να υπάρχει κάτι που να μη φεύγει, να μη χάνεται ποτέ;
Ποιος είναι που σου απευθύνει την ερώτηση, από πού έρχεται η φωνή;

Ούτε κι αυτό έχει σημασία, ξέρεις πως ό,τι ζεις,  ό,τι αγγίζεις,  ό,τι αισθάνεσαι κάτω από το Ιόνιο φως είναι ευλογία, γιατί  σε τούτη την καταπράσινη φλούδα της Επτανήσου  αναγνωρίζεις πως : Η ψυχή που μπορεί να μιλήσει με τα μάτια, μπορεί και να φιλήσει με το βλέμμα.

Στην Κέρκυρα της βροχής Μαρίλη Βλάχου, Λάδι σε καμβά

Μαρίλη Βλάχου, Λάδι σε καμβά

Στην Κέρκυρα της βροχής και του χειμώνα, η μαγεία συνεχίζεται. Εδώ δεν σταυρώνεσαι, λυτρώνεσαι. Σε κάποια στροφή του δρόμου ίσως εσένα περιμένει ο έρωτας, να σε ξαφνιάσει μ’ ένα γιασεμί. Για εσένα χαμηλώνει η γυάλινη πανσέληνος στην καρδιά του Γενάρη, να λάβεις μέρισμα στο ασήμι και στο φως.   Μπορεί να μην βρεις ποτέ απαντήσεις στους παλιούς γρίφους, μπορεί τα ανεξήγητα να μείνουν με τα ατρύγητα της ζωής,  μα στην Κέρκυρα όσο κι αν συννεφιάζει ποτέ δεν σκοτεινιάζει τόσο για να σε τρομάξει.

Με κουμκουάτ θα κλείσεις τη βόλτα σου, όχι όμως με λικέρ αυτή τη φορά. Έτσι άρχισες, μα αξίζει να περπατήσεις στον κάμπο των Νυμφών, ν’ απλώσεις τα χέρια και να κόψεις μόνη σου μια χούφτα  “χρυσά πορτοκάλια” γιατί αυτό σημαίνει στη γλώσσα των Κινέζων Μανδαρίνων ο μικρός οβάλ καρπός, με τη λεία λεπτή φλούδα που κλείνει μέσα της όλα τα αρώματα των εσπεριδοειδών, νεράντζι, περγαμόντο, κίτρο, λεμόνι.

Μαρίλη Βλάχου, Λάδι σε καμβά

Μαρίλη Βλάχου, Λάδι σε καμβά

Στο μισεμό θ’ ανθίσει, ένα φιλί κουμκουάτ, στα χείλη…

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα 23 Ιανουαρίου 2021

Ευχαριστούμε την κερκυραία ζωγράφο Μαρίλη Βλάχου για την διάθεση των έργων της


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεννήθηκα στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962 και μεγάλωσα στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Εκεί έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Η ζωή με έφερε στην Κέρκυρα, όπου για τριάντα τρία χρόνια εργάστηκα ως Διοικητικός Υπάλληλος στη Σχολή Τουριστικής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες το παλιού καιρού. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι

με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν κι όμως η λέξη που με ορίζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αγαπώ τον πεζό λόγο κι ας επιστρέφω πάντοτε στην ποίηση. Ως «Χαρούλα Βερίγου» γοητεύομαι από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια της Κρήτης. Ως «Ζωή Δικταίου» επιστρέφω την ευγνωμοσύνη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.

Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη, τον Ανδρέα Ζιάκα, τον Γιάννη Νικολάου, τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και τον Θοδωρή Καστρινό.

Ζωή Δικταίου FaceBookΕργογραφία

  • Εκδόσεις Φίλντισι – Αθήνα
  • Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή- Νοέμβριος 2020,
  • Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα – Νοέμβριος 2019
  • Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή – Σεπτέμβριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα – Φεβρουάριος 2018
  • Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα – Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα – Ιούνιος 2015
  • Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
  • Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία,

Συμμετοχές σε συλλογικά έργα

facebook logo click