Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναμνήσεις από τη «Μεθυσμένη πολιτεία» μας όπου, όλα εκεί, ανιστορούν την ξυπολυσιά και τη φτώχεια μας (17o)

του Δημήτρη Κανελλόπουλου //

Ο Χαντρινός παρόλο που κινδύνευε το κεφάλι του δεν επαράλειψε να παραγγείλει και μια όμορφη παροιμία εις το Σωτήρη.

 

Τον εβρήκα «εν ώρα υπηρεσίας». Μπορεί να παραξενεύτηκε ξαφνικά, όπως με είδε, αλλά κρατήθηκε και δεν τόδειξε. Παρά μου έβαλε και τις φωνές ως πρωτοξάδερφος που τάχα ήξερε πως είχα έρθει τρεις μέρες από το χωριό, χωρίς να έχω περάσει από το σπίτι του. Μ’ έναν τρόπο που εφανερώθηκα και του λόγου μου λιγάκι ως ένοχος. Και εύστροφος όπως ήτανε εγύρεψε αντικατάσταση μιας ώρας, από έναν ανώτερό του, για να πηγαίναμε κάπου τα δυό ξαδερφάκια, για να τα λέγαμε…

Κατηφορίζοντας ως τρια, τέσσερα, στενά παρακάτω, εσυναντήσαμε εις το δρόμο μας δυο, τρεις χωροφύλακες όπου πολύ πρόθυμος τους έκαμε πρώτος το σχήμα. Και στο καφενείο όπου δύο συναδερφοί του επαίζανε τάβλι, παρότι ανώτερός τους, τους εχαιρέτησε κι αυτούς πρώτος και πολύ στο επίσημο, παρακινώντας τους να μείνουν στις θέσεις τους. Μ’ έναν αέρα όπως και να ήτανε κανένας στρατηγός χωρίς το μαστίγιό του. Χαμογελαστός απέναντι μου σε όλ’ αυτά, σημάδι ότι ο κερατάς με εδούλευε.

Ύστερα, καθισμένος εις ένα απόμερο τραπεζάκι επέρασε στην επίθεση όπως εταίριαζε εις τα χούγια του.

– Είδα τον άλλονε, μου είπε, αναφερόμενος στον Δημήτρη τον αδερφό του Σωτήρη, και τα έμαθα τα δικά σας. Ότι αυτός εβολεύτηκε ταμίας εις το Δημόσιο και του λόγου σου υπάλληλος εις το ΙΚΑ.

Αυτά τα λόγια ως πρόλογο και μετά ως τάχα αδιάφορα αν τον άκουγα, εμονολογούσε αλλά σχεδόν μεγαλόφωνα. Και με πείσμα στο λόγο του όπως να μου εκρέμαγε για καυγά το ζωνάρι του.

– Ώστε, επειδή, πουσταρέλια μου, πήρατε ένα κωλόχαρτο εις το χέρι, εφανταστήκατε ότι θα καθότανε ο Χαντρινός στο Κακόβατο να σας στέλνει πεσκέσια λουκάνικα και μυτζήθρες…

Δεν του αντιμίλησα ξέροντας τον καημό του που δεν ετελείωσε το Γυμνάσιο από την φτώχεια που εβασίλευε στη φαμίλια του. Μένοντας με την γνώμη πως διαθέτοντας όπως το έχω ξαναγραμμένο, αυτό το «κωλόχαρτο», θα έβρισκε ανοιχτές εις το πέρασμά του όλες τις πόρτες του Δημοσίου. Και καταπρώτο λόγο, της Σχολής Ευελπίδων, αν, ως λοχίας που ήτανε, εδήλωνε μονιμότητα.

– Ε, λοιπόν είσαστε και οι δυό σας μακριά νυχτωμένοι, επρόσθεσε, και με παρότρυνε να τ’ αφήσουμε όλ’ αυτά και να μπούμε στο ρεζουμέ. Στο τι τον ήθελα και τον εθυμήθηκα τόσο εύκολα.

Όταν του εξήγησα το σκοπό μου, εφάνηκε πως τρόμαξε. Αλλά εκρατήθηκε και δεν τόδειξε. Μένοντας κάμποσο σκεπτικός μέχρι να βρεί και πάλι την αυτοκυριαρχία του και να καταλήξει εις το προκείμενο. Και με το σαρκασμό εις τα χείλια του.

– Εφοβόμουνα για κάτι που να εκινδύνευα τον βαθμό μου και τα γαλόνια μου εψιθύρισε. Αλλά το βλέπω ότι μου γυρεύεις να δέσω ο ίδιος, με τα χέρια μου μια θηλιά στο λαιμό μου. Αυτό βλέπω, εκατάληξε χαμηλόφωνα, ώσπου να βρει το κουράγιο που χρειαζότανε για ν’ αποφασίσει. Παραβλέποντας τις δικαιολογίες που τού λεγα.

Εκρατούσαμε αμήχανοι και οι δυο μας για λίγο να ποτήρια μας δίχως να συνεχίσουμε την κουβέντα μας. Ύστερα ελευτέρωσε πρώτος αυτός τα χέρια του κι έπιασε τα δικά μου. Σχεδόν κλαίγοντας.

– Το ήξερες και το ήξερα, αδεφέ μου ψιθύρισε ότι δε θα σου εχάλαγα το χατήρι…

Και όπως να έψαχνε για την πρόφαση που χρειαζότανε στην απόφασή του με ρώτησε «αν εμέτραγε, και ως άτομο, τέλοσπάντων, αυτός ο Σωτήρης ο φίλος μου ή μήπως έμοιαζε με τον γύφτο τον αδερφό του. Κι αυτό, βέβαια, το είπε μονάχα για το «θεαθήναι» έτσι για τα προσχήματα.

Μιλώντας του με την θέρμη που όφειλα στο Σωτήρη, το χαρακτήρα του και τη μόρφωσή του, του επαράγγειλε να του ετοίμαζε, ως πιο ειδήμονας αυτός, ένα «φύλλο πορείας» για ό,τι εσκόπευε, μαζί και μια φωτογραφία του, και κείνος, βρίσκοντας μιάν ευκαιρία να τα εσφράγιζε. Βάζοντας μαζί και μια δυσανάγνωστη τζίφρα. Και να του το πήγαινα αυτό το «θέλημα» την επόμενη το βράδυ, όχι εις το Μεταγωγών αλλά στην οδό Χανίων, πάροδος Πατησίων όπου, εκεί, κάτι επιτηδευότανε κάποιος δικός του, μου φαίνεται η αδερφή του με το γαμπρό του.

Τελειώνοντας τη δουλειά δεν εδέχτηκε τα «ευχαριστώ» μου και τέτοια, ότι τάχα δεν του εχρώσταγα τίποτα. Το μόνο που μου απάντησε ήτανε να έδινα από μέρους του μια παραγγελία δική του στο φίλο μας το Σωτήρη. Κάτι που του το υποσχέθηκα, βέβαια.

Και ήτανε αυτό, όχι κάτι δικό του αλλά μια παροιμία που επίστευε ότι ταίριαζε πολύ στην περίπτωση. Γι’ αυτό και μου το επέμενε να μην το παράλειπα.

– Αλλά να του το ειπείς αυτό, μου επέμενε, φεύγοντας από την οδό Χανίων, με το φύλλο πορείας του φίλου μας, σφραγισμένο και με την ένδειξη «να διευκολύνεται παντοιοτρόπως η μετακίνησή του».

– Πες του, μου επέμενε ότι του το παραγγέλνει αυτό ο Χανδρινός από το Κακόβατο και να το θυμάται. Πέστου ότι : «Όπου καλά καθότανε και πέλαγα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει…»

– Αυτό να του πεις, και άντε ο θεός μαζί του, καλό ταξίδι του.

Αλλά σε λίγον καιρό ο Γιώργος μας ξαναήρθε στη Χρεμωνίδου όπως ο εγκληματίας, που ξαναγυρίζει στον τόπο που εγκλημάτισε. Ευτυχισμένος που χάρη σε μας ενόμιζε πως θα κράταγε μιαν επαφή με τον παλιό του φίλο και καπετάνιο του.

Τον εφόβισα για να φυλάγεται και το μόνο που έκαμα ως αντίβαρο στην εμπιστοσύνη του και στην αγάπη του ήτανε να γυρέψω από το Σταύρο τον Καλατζή το γνωστό μας «Βαγγέλη» να του εξασφάλιζε ένα δελτίο συσσιτίου για να μην εξέμενε νηστικός, ή βάρος στο σπίτι που εφιλοξενούνταν. Δίχως να ξέρω ακόμα το τι έκαμε ή δεν έκαμε.

Επειδή για να τον έστελνε στο βουνό, που μπορεί και να είχε μια τέτοια δυνατότητα, αυτό δεν το κουβεντιάσαμε. Όχι γιατί δεν του είχαμε εμπιστοσύνη, βέβαια, αλλά γιατί ξέραμε πως είχε άλλα δικά του σχέδια στο μυαλό του. Και είμαι αδικαιολόγητος που δεν εφρόντισα να μάθω, έστω και πολύ αργότερα τι απόγινε αυτός ο πανέμορφος άντρας με την καλοσύνη του και την μεγάλη αφοσίωση και φιλία του που έδειξε στο Σωτήρη.

 

Ως δεκαπέντε με είκοσι μέρες αργότερα, έλαβα από το Σωτήρη το σύνθημα ότι «η θεία εβγήκε από το νοσοκομείο κι εγύρισε εις το σπίτι της». Και το επαράγγειλα αυτό και στο Χαντρινό για να εκοιμότανε ο άνθρωπος ήσυχος ότι δεν εκινδύνευε πια το κεφάλι του ή τα γαλόνια του.

Δεν ξέρω αν ήτανε λάθος μου ή για να μην εφανερωνότανε ο προορισμός του που σχεδόν ακόμα και μέχρι την Απελευθέρωση, ενόμιζα ότι κατεβαίνοντας, θα είχε ξεμείνει στον Ταΰγετο ή τον Πάρνωνα. Ενώ αυτός ο κύριος, όπως και θα το ιδούμε αυτό και κάπου αλλού εβρισκότανε στα παλιά του λημέρια. Δίπλα εις τον Τσερπέ και το Γιωργούλα τον Μίμη που με τους άλλους συμμαθητές τους, και τον Οικονομόπουλο το Μήτσο και το Γρηγόρη τον Πετρουλάκη, το φίλο μου, ήτανε αυτοί, κατά κύριο λόγο, που κυβερνάγανε εις τα μέρη μας την Αντίσταση.

Ο Τσερπές αναπολώντας με συγκίνηση εκείνη την ηρωική εποχή, μας μιλούσε με πολλή νοσταλγία για την παρουσία και τη δράση του Σωτήρη στην Εθνική Αντίσταση. Σχεδόν κλαίγοντας.

Ένα δεύτερο μήνυμά του και μάλιστα «εις είδος» μέσο του Δημήτρη του αδερφού του, το έλαβα το καλοκαίρι του ’44. Κρατούμενος από τους Γερμανούς εις του Χατζηκώστα, όπως τα καταγράφω όλα αυτά «Στο Βηματισμό της Ηλέκτρας», σ’ ένα άλλο βιβλίο μου.

Ήτανε ένα πιάτο με «καγιενά», το μερτικό μου από ένα πεσκέσι του «εις τους τρεις Δημητράδες» όπου σ’ αυτούς, ως τρίτονε ο Σωτήρης ελογάριαζε, βέβαια, το Δημήτρη το Χαντρινό, το σωτήρα του και όχι το Δημήτρη τον Τριανταφύλλου, τον ανεψιό του Κυρ Χρήστου του σπιτονοικοκύρη μας όπως ενόμιζε ο αδερφός του ο έξυπνος, κάνοντας ένα λάθος σε βάρος του Χαντρινού που έμεινε για πάντα ανεπανόρθωτο.

Πώς εβρεθήκαμε άρον, άρον από την Χρεμωνίδου εις την Λευκίππου.

Λοιπόν, σ’ έναν καιρό, το ’45 που ο Δημήτρης το έπαιζε εθνοφύλακας, εις την Χρεμωνίδου που μέναμε, εμεσολάβησε για το πρόσωπό μου μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη. Ότι καταλύσανε μουσαφιραίοι της κυρά Μαρίκας της σπιτονοικοκυράς μας, δύο ανεψιές της από την Καλαμάτα. Η μία τους ανύπαντρη, που είχε καταπλεύσει από λίγο νωρίτερα και η άλλη χήρα πνιγμένη στο πένθος και με τα δυό ορφανά της, τον Αρίστο και το Διονύση που, όπως θα καταλάβατε, βέβαια, ήσαντε οι δυό γνωστοί Μπουλουκέοι.

Η μάνα τους, ένας σεμνότατος άνθρωπος, σοβαρή, λιγομίλητη το αντίθετο με τη θεία τους που έβριζε και φοβέριζε τους κομμουνιστές με το μεροκάματο. Ότι είχανε γεμίσει την Πηγάδα του Μελιγαλά με τους σφαγμένους και τους μαχαιρωμένους. Όπου όσοι την ακούγανε εβάνανε, βέβαια, μέσα σ’ αυτούς και το γαμπρό της. Μόνιμο λοχαγό του στρατού, σκοτωμένονε. Κι εμένα με ζώνανε τα μαύρα τα φίδια καθώς εκείνο τον καιρό, έτσι να έκανες μιαν ευχή «πιάστε τον, είναι κομμουνιστής δολοφόνος», και αμέσως γινότανε.

Άσε και το άλλο που ο ανεψιός του κυρ Χρήστου ο Δημητράκης, το έμπιστο αετόπουλο, μας επληροφόρησε πως ο Αρίστος με το Διονύση, είτε είχανε, είτε ότι επεριμένανε σφραγισμένες τις ταυτότητές τους ως χίτες, από το «στρατάρχη» το Γρίβα που έδρευε στο Θησείο. Και ούτε, βέβαια, εμοίαζανε και καλύτεροι φορώντας και οι επισκέπτες τους, οι περισσότεροι του στρατού και της Χωροφυλακής και το μαύρο πανί με το πένθος εις τα μανίκια τους. Ένα πράγμα που είχε τότε την μεγαλύτερη πέραση. Έτσι, το αποφάσισα άρον, άρον ν’ αλλάξουμε τουλάχιστο σπίτι, βέβαιος πως σ’ αυτό θα μ’ ακολουθούσε και ο «έτερος καπαδόκης» ο Δημήτρης ο Πατσατζής, ο φίλος μου και συγκάτοικός μου.

Ο κυρ Χρήστος χάρη που μ’ αγαπούσε και ήξερε κιόλας πως ο λοχαγός ο Μπαλούκος είχε σκοτωθεί στο Μέτωπο εις την Αλβανία, επάσχιζε να με ησυχάσει ότι, τάχα, «σκυλιά που γαυγίζουνε δε δαγκώνουνε» κι άλλα τέτοια. Δικαιολογώντας, αργότερα, και τη μητέρα των παιδιών που τα ανεχόταν όλ’ αυτά ως πρόσχημα για να εβοήθαγε τα παιδιά της. Και να έβανε τον Αρίστο εις τα «Ανάβρυτα» δίπλα στον Κωσταντίνο το Διάδοχο, που θα ήτανε και το όνειρό της. Δίχως όμως πάνω σ’ αυτό να μου αλλάξει την γνώμη μου. Επειδή τον κόσμο μας τότε δεν τον κυβερνούσανε οι σώφρονες άνθρωποι αλλά το ραβδί και οι λεγόμενοι «αγανακτισμένοι πολίτες». Όπου και τα κουρέματα και οι βιασμοί στην επαρχία έκανανε θραύση.

Και έτσι αδίκησα, βέβαια, τα δυό αδέρφια. Επειδή ως παιδιά μπορεί να εθητεύανε εις το Γρίβα. Κάτι που ήτανε πολύ της μόδας, το διαβατήριο ν’ ανοίγανε τις πόρτες του Δημοσίου. Για διορισμούς για σχολές και κάθε είδους εξυπηρέτηση.

 

Για να μην τα πολυλογούμε, εφύγαμε νύχτα για τη Λευκίππου, πρώτος όροφος, νούμερο 10 νομίζω. Τρία στενά παραπέρα προς το μέρος της Κόνωνος και πάλι ανάμεσα στη Δαμάρεως και τη Φιλολάου. Δίπλα στο σπίτι του Γιώργου του Οικονομίδη που όπως θα μάθετε τον ήξερα καλά από κονφερασιέ εις την Όαση, και του Λομβέρδου του Πέτρου που τον άκουσα κάποτε και ως πρόεδρο των αθλητικογράφων. Ενώ, σχεδόν εις τον δρόμο γινήκαμε τρεις, παρέα με το λεβέντη που μας επροξένεψε, μαζί με την συγκατοίκηση, και το νέο μας σπίτι.

Και ήταν ένας συμπολεμιστής μας στην Αλβανία, συμπατριώτης μας από τις Ράχες της Αρκαδίας. Ένας Αλέκος, Κανελλόπουλος κι αυτός, που θα τον έθαβα ζωντανό αν δεν τον εσύσταινα ως ξάδερφό μου εις τους γνωστούς μας. Τέτοια φιλία και αγάπη μας έδενε.

Το πρώτο και το σπουδαιότερο, που άλλαξε στην Λευκίππου, ήτανε πως από τα δυό δωμάτια που ενοικιάσαμε τα εκατάφερα και το ένα το εκράτησα δικό μου. Περισσότερο για να γλύτωνα από το βιολί και τα ντορεμί του Δημήτρη αλλά και για να έγραφα με την ησυχία μου και τους στίχους που εσκάρωνα για τη «Λαχανίδα». Ως «Δαμιανός» στην αρχή, επειδή ενόμιζα ότι με τη σάτιρα θα ξέπεφτα ως μέλλοντας λογοτέχνης και «ποιητής».

Έτσι, τα εκανονίσαμε να συγκατοικήσουν οι δυό τους στο πιο ευρύχωρο δωμάτιο, το μεσημβρινό, μοιράζοντας στα δυό και το νοίκι τους. Και του λόγου μου εμπήκα και λιγάκι ως ευεργέτης τους, εις το βορινό που μειονεκτούσε σε όλα του. Και θα σας πω σε καμιάν άλλη περίσταση και για ποιούς λόγους εδεχτήκανε και αυτοί με τόση προθυμία αυτή την «θυσία» μου. Φερόμενος και του λόγου μου όπως νάξερα ότι θα μας ερχότανε ως τέταρτος ο Σωτήρης κι εκράτησα άδεια τη θέση του δίπλα μου. Που όλ’ αυτά, τα αφήνω γι’ αργότερα.

Σπιτονοικοκυρές μας στο καινούργιο μας σπίτι, ήσαντε δυό κοπέλες καλότατες, κρητικοπούλες εις την καταγωγή, Ηρακλειότισες και Παπαδάκη εις το επώνυμο «αι δύο ορφαναί» όπως τις εβάφτισε αργότερα ο Σωτήρης. Επειδή είχανε χάσει πρόσφατα την μητέρα τους, με τον πατέρα τους έφεδρο αξιωματικό, σκοτωμένο το 22, στη Μικρασία.

Μεγαλύτερη και μπλιό έμορφη η Γαλάτεια, που τραγουδούσε τις μαντινάδες και τα ριζίτικα στο Ραδιοφωνικό Σταθμό εις το Ζάππειο στο συγκρότημα, νομίζω ενός Καραβίτη, που ήτανε, τότε, η πρώτη φίρμα στο είδος του.

Η δεύτερη, η Μαρίκα, βία εις τα εικοσιπέντε της, βραδιαζότανε κι εξημερωνότανε αγκαλιά με το πιάνο της. Μόνιμη στο Ωδείο και αδερφοποιητή με το βιρτουόζο τον εδικόνε μας που από κάπου, κάπου, εσυνόδευε ο ένας τον άλλονε εις το Βέρντι και το Μπετόβεν που «εκτελούσανε». Κι εμείς να τους χειροκροτούμε έχοντας οι ίδιοι και σ’ αυτό το προβάδισμα, ξέροντας πότε ακριβώς τελειώνανε το ντουέτο τους. Από μιαν αεράτη κίνηση που έκανε με τα χέρια της πάνω από τα πλήκτρα της η Μαρίκα. Όπως να βρισκότανε εις την Λυρική.

Το καλύτερο δώρο που μας εχάρισε η αδερφή η πιανίστρια ήτανε ο αρραβώνας της με το Γιάννη το Γελακίδη, ένα όμορφο ψηλό παλικάρι. Γείτονά μας, υπάλληλό της ΚΥΔΕΠ και αργότερα δικηγόρο. Προορισμένος κι αυτός για μεγάλος τενόρος από τους δασκάλους του στη φωνητική μουσική. Που επροπονιότανε με τις ώρες στο Ριγολέτο και τον Κουρέα της Σεβίλλης συντονισμένος εις το τέμπο που του έδινε η μνηστή του. Όπου σα να λέμε, σ’ αυτό το κεφάλαιο πηγαίνοντας από τη Χρεμωνίδου εις τη Λευκίππου, είχαμε πέσει από τη Σκύλα στη Χάρυβδη.

Το Γελακίδη, ως γαμπρό και τενόρο μαζί, ο Σωτήρης τον παρονόμαζε «γάτο». Επειδή, όπως μας το εξήγησε κιόλας, μονάχα ένας γάτος θα μπορούσε, όπως κι αυτός, την ίδια ώρα να «γαμεί και να σκούζει». Πολλές φορές εκνευρισμένος γιατί δεν θα μπορούσε να συγκεντρωθεί στα γραφτά του, που όσο δεν το ήξερα ότι γράφει τον έβρισκα και λιγάκι παράξενο.

Όπου ακούγοντας η Γαλάτεια αυτό το ανέκδοτο με το γάτο, εγελούσε τρεις μέρες. Ακόμα και μέσα στον ύπνο της, όπως μας έλεγε. Αλλά που, τελικά, το παράτησε το τραγούδι ο Γιάννης. Μου φαίνεται από το βαρύ πένθος που έντυσε τον ίδιονε και την φαμέλια του η εκτέλεση από τους Γερμανούς του μεγαλύτερου αδερφού του, κρατούμενου στο Χαιδάρι. Ένα λεβεντόπουλο από τα λίγα, όπως ελεγότανε εις τη συνοικία.

 

Τα προηγούμενα ΕΔΩ