Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γράμμα μιας μάνας, του Γιάννη Ρίτσου

Μεγάλη φτωχεια πλάκωσε παιδί μου
και το ψωμί το τρώμε με το δράμι
πέθανε η κόρη εψές του μπάρμπα Τίμου
-δεκάξι χρονώ σαν το κρύο το νερό-
κι η σεμνούλα η Πηνιώ του μπάρμπα Τσάμη
την κακιά στράτα πήρε από καιρό.

Η φτώχεια τους ανθρώπους έχει αγριέψει.
Προχτές τη Δημαρχία είχαν κυκλώσει
μάνες, παιδιά, που η πείνα τάχε ρέψει,
κι άλλος ψωμί ζητούσε, άλλος δουλειά,
μ’ αντίς ψωμί -σαν πήρε να σουρπώνει-
με το ξύλο τους διώξαν σα σκυλιά

Τα μάτια τους παράξενα σπιθίζαν
κι είχαν σφιχτά τα χείλη. Ακολουθούσα
και γω μαζί και την καρδιά μου αγγίζαν
τα λόγια τους σα γνώριμη λαλιά
Και πόθησα, δεν ξέρω πώς, να κλούσα
Όλους μ’ ίδια στοργή στην αγκαλιά.

Λες κι ήτανε παιδιά μου σαν και σένα
Και γω ήμουν γι’ αυτούς καλή μητέρα
Κι είχα τα μάτια, γιε μου, δακρυσμένα
Σαν από λύπη, σαν από χαρά,
κι ήμουν νέο πουλί που στον αγέρα
δοκίμαζα πρωτάνοιχτα φτερά.

(Εικαστικό:Οργισμένες μάνες, Τάσσου Αλεβίζου)