Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ελένη Μακαντάση: Άνοιξης Προσδοκία

Εδώ στου κόσμου τη στροφή
μες στη ρωγμή του χρόνου
Ξημέρωσε μια Άνοιξη
σα να σου κλείνει το μάτι.
Πλανεύτρα τούτη η εποχή
Γυναίκα – στον καιρό της –
με χείλη κατακόκκινα
να σου χαμογελάει.

Ο ήλιος μοιάζει αμαρτωλός
Η νύχτα να ξεχνιέται
Γεννά άστρα και όνειρα
και σου θυμίζει εσένα
κάποτε που ήσουν έφηβος
και ήθελες να πετάξεις
να δώσεις μια
με τη γροθιά
τον κόσμο για ν’ αλλάξεις.

Ω γλυκύ μου έαρ
ήλιε και άνεμε γλυκέ
και ευωδιές αγίες

Φουσκώσανε το στέρνο σου
ως από περηφάνια

Κι ήρθε εκείνη η βροχή
με τις χοντρές σταγόνες
όμοιες με, δάκρυα στα μάγουλα
όταν την χαιρετούσες
κι εκείνη χάθηκε με μιας
σ’ ένα θολό τοπίο
χωρίς να δεις τα μάτια της
αν ήτανε θλιμμένα.

Πριν να προλάβεις
να της πεις:
Κανένας δεν αλλάζει
χωρίς θυσία, δάκρυα
τον πόνο και το αίμα…
Θα ‘ρχεται όμως
Άνοιξη, Πρωτομαγιά και Πάσχα
γι’ αυτούς που ονειρεύονται
τους πιο απελπισμένους.

Τώρα πια τ’ αντιλήφθηκες
Άνοιξης, προσδοκία
– χάρισμα δε σου δίνεται –
Αυτή η πανδαισία
Σάββατο κι Ανάσταση
Πρωτομαγιά και χάρη
Ανώδυνα δε δίνονται
ποτέ και σε κανέναν

Αν δεν περάσει «Καισαριανή»
Κι από τα Άγια Πάθη.