Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Θέατρο: Το κοτοπουλάκι

Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης //

Μεσημεράκι καλοκαιριού, σε κάποιο παραδοσιακό καφενείο. Στο γωνιακό τραπεζάκι, δυο τύποι, κάτω απ’ την ομπρέλα, ο Σταύρος κι ο Αντώνης, αραχτοί, με τσιγάρο στο στόμα και ψιλοζαλισμένοι από την ζέστη, συζητούν. Πάνω στο τραπέζι υπάρχει ένα κλειστό τάβλι, μια αθλητική εφημερίδα, ένα κομπολόι και τέσσερα ποτήρια με υπολείμματα φραπέ:

ΣΤΑΥΡΟΣ: Και που λες, χτύπησα χθες ένα κοτοπουλάκι στα κάρβουνα… Άλλο πράγμα αδερφέ!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Καλά ρε, φαί στο σπίτι, δεν είχες;
ΣΤΑΥΡΟΣ: Είχα!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Και παρήγγειλες απ’ έξω, λοιπόν;
ΣΤΑΥΡΟΣ: Ναι ρε, που το περίεργο; Άσε που ήταν κι η Παγκόσμια Ημέρα του Σεξ χθες! (κλείνει πονηρά το μάτι)
ΑΝΤΩΝΗΣ: Αυτό πάλι που κολλάει ρε μαλάκα;
ΣΤΑΥΡΟΣ: Κολλάει ρε στο ότι… «ο έρωτας περνάει από το στομάχι» κι ότι εγώ εδώ και καιρό λαχταρούσα να φάω κάτι απ’ έξω συν ότι το «ξένο είναι πιο γλυκό»!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Μα…
ΣΤΑΥΡΟΣ: Έπιασα δυο φράγκα λοιπόν και νάτο! Σπιτικό φαγητό τρώω κάθε μέρα!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Α, για ποικιλία το έκανες δηλαδή;
ΣΤΑΥΡΟΣ: Ε, πως αλλιώς;
ΑΝΤΩΝΗΣ: Α, ρε μαλάκα, τι να πω! Δεν σε καταλαβαίνω ώρες ώρες!
ΣΤΑΥΡΟΣ: Είναι που δεν έχεις φαντασία! Μονογαμικός στον έρωτα, μονογαμικός και στο φαί!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Από το να είμαι μοναχοφάης και να ντύνω ιδεολογικά τη βλακεία μου, καλύτερα!
ΣΤΑΥΡΟΣ: Α, ρε βλάκα! Πως φαίνεται πως είσαι ΠΑΟΚτσης! Μια ζωή δεύτερος στα πάντα, ακόμα και στα θέματα της ηδονής!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Χα, μίλησε τώρα ο απόγονος του Στόλου!
ΣΤΑΥΡΟΣ: Ποιανού Στόλου βρε που ο παππούς μου ήταν στο αντάρτικο!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ναι, με τον Ζέρβα! Χαχαχα με ακούς που γελάω δυνατά;
ΣΤΑΥΡΟΣ: Ακούω, ακούω…

(Ακολουθεί μια σύντομη παύση που προμηνύει την καταστροφή ή την συμφιλίωση, ο Σταύρος ανάβει δεύτερο τσιγάρο, χωρίς να έχει σβήσει το πρώτο, και παραγγέλνει ακόμα ένα καφέ.)

ΣΤΑΥΡΟΣ: …Θες να πεις δηλαδή ότι μόνο το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ έκανε αντάρτικο;
ΑΝΤΩΝΗΣ: Θες να το ακούσεις τελικά! Ηδονίζεσαι, ε;
ΣΤΑΥΡΟΣ: Άσε ρε τα σάπια κι απάντησε μου σ’ αυτό που σε ρωτάω…
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ε, ναι ρε φίλε! Μόνο το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ! Μόνο! Κι ήταν οι μόνοι που δεν πήγαν με τους Άγγλους μετά!
ΣΤΑΥΡΟΣ: Εμένα ο παππούς μου…
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ήτανε στα ΤΕΑ μετά! Καταδότης ήταν ρε, ένοπλος, κυνηγούσε τον κοσμάκη ρε! Ακόμα τον θυμάμαι να περηφανεύεται! «Έφαγα» έλεγε «κομμουνιστές»! Και μετά επί Χούντας δεν άνοιξε εκείνο το μαγαζάκι στην Πατησίων; Άσε λοιπόν τα σάπια και ρούφα τον καφέ σου!

(Ο Σταύρος ησυχάζει. Ανάβει τρίτο τσιγάρο κι ενώ στο τασάκι το δεύτερο καπνίζει ακόμα. Δίπλα του ο Αντώνης, με χαμόγελο, χαϊδεύει το ίχνος από μουστάκι στο πάνω χείλος του κι ύστερα την κοιλιά του.)

ΑΝΤΩΝΗΣ: Ε, γαμώ το Χριστό μου, ταμπούρλο που παίζει η κοιλιά μου! Πείνασα που να πάρει!
ΣΤΑΥΡΟΣ: (φωνάζει) Εεεε! Λίγα λόγια φίλε, έτσι; Υπάρχει και κάτι που λέγεται σεβασμός, ναι;

(Νέα παύση. Μέσα από το καφενείο ακούγονται ανθρώπινες φωνές και ειδήσεις από το ραδιόφωνο. Ο καφετζής τσακώνεται με τη γυναίκα του «πάλι ανάλατο έκανες το φαί, μαλακισμένη!». Κανείς δεν προσέχει ιδιαίτερα τις ειδήσεις. Κάπου, πάλι, καίγονται. Και στην Σαμοθράκη έκλεισε ήδη μία εβδομάδα χωρίς ακτοπλοϊκή συγκοινωνία.)

ΣΤΑΥΡΟΣ: Κάτι έλεγες για μάσα, ναι;
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ναι…

(Τελευταία παύση. Οι δυο φίλοι κοιτάνε μέσα στα μάτια ο ένας τον άλλο. Χαμογελούν συνωμοτικά. Μιλάει ο Αντώνης.)

ΑΝΤΩΝΗΣ: Λοιπόν, τι θα ‘λεγες να χτυπήσουμε ένα κοτοπουλάκι;

(Κλείνει η αυλαία.)