Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κινηματογράφος: Η Συνομιλία / The Conversation (1974)

Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης //

«Αν υπάρχει ένας κανόνας που έχω μάθει στη δουλειά είναι ότι δεν ξέρω τίποτα για την ανθρώπινη φύση» ~Χάρι Κολ

Ο Χάρι Κολ, ένας μοναχικός άντρας, ειδικός ερευνητής με ειδικότητα τις ηχητικές υποκλοπές, με λατρεία στην τζαζ μουσική και με αποκλειστικό σκοπό του να είναι αποτελεσματικός στην εργασία του, πιάνεται στα δίκτυα του συστήματος που υπηρετεί με αυταπάρνηση. Η αρχή γίνεται όταν κατά τη διάρκεια μιας δουλειάς, που του ανατέθηκε από τον διευθυντή μιας πολυεθνικής εταιρείας, συνειδητοποιεί πως τα άτομα που παρακολουθεί, ένα ζευγάρι, πρόκειται να δολοφονηθούν.

«Αν ήξερε, θα μάς σκότωνε»

Οι αποδείξεις για την επικείμενη δολοφονία δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Είναι καταγεγραμμένες στις μαγνητοταινίες του ειδικού ερευνητή. Και εδώ, θεωρητικά η δουλειά του πρωταγωνιστή έχει τελειώσει. Το μόνο που μένει να κάνει είναι να παραδώσει στον πελάτη του τις ηχογραφήσεις, να πληρωθεί και να αναλάβει την επόμενη παρακολούθηση. Όμως, ο Χάρι Κολ, κάτω από την πίεση των ζωντανών αναμνήσεων μιας προηγούμενης υπόθεσης του η οποία οδήγησε στο θάνατο τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, αφήνει στην άκρη τη συνηθισμένη διαδικασία και αναλαμβάνει να βοηθήσει το άγνωστο ζευγάρι.

Κάπου εκεί η κατάσταση αρχίζει να ξεφεύγει. Η ήρεμη, τακτοποιημένη και απρόσωπη ζωή του Χάρι Κολ διαταράσσεται ανεπανόρθωτα. Πάνω απ’ όλα αρχίζει να υποψιάζεται ότι τον παρακολουθούν. Τα σημάδια είναι εκεί και αποδεικνύουν ότι ακόμα κι ο καλύτερος στο επάγγελμα του, όπως πιστεύουν οι ζηλόφθονες συνάδελφοι του, μπορεί να βρεθεί απροστάτευτος μπροστά σε μια άγνωστη δύναμη. Η συγκεκριμένη δύναμη χρησιμοποιεί τις ίδιες μεθόδους που αξιοποιεί κι ίδιος για τις παρακολουθήσεις του. Το σπίτι του, με την τριπλή κλειδαριά στην κεντρική είσοδο, το τηλέφωνο του, με ένα αριθμό κλήσης που δεν είναι ευρύτερα γνωστός, και η προσωπική του αλληλογραφία είναι πλέον προσβάσιμα στον αόρατο αντίπαλο που τον κατατρέχει.

Ο Χάρι Κολ δεν υποκύπτει στην πίεση. Συνεχίζει την προσπάθεια του να βοηθήσει τα άγνωστα θύματα. Η εξέλιξη της υπόθεσης θα είναι τελείως διαφορετική από αυτό που θα περίμενε ένας άνθρωπος του επαγγέλματος του αλλά και το κινηματογραφικό κοινό που παρακολουθεί με αμείωτο ενδιαφέρον την υπόθεση μέχρι την τελική ανατροπή.

Το τέλος της “Συνομιλίας” βρίσκει τον Χάρι Κολ ηττημένο από το καφκικό περιβάλλον που με τόση συνέπεια υπηρέτησε. Παράλληλα αυτή η ήττα θα αποτελέσει το έναυσμα για την προσωπική του απελευθέρωση. Για παράδειγμα, το αγαπημένο χόμπι του Χάρι Κολ τις ώρες της σχόλης, και την εποχή που έχει θεωρητικά τον απόλυτο έλεγχο στη ζωή του, είναι να παίζει τζαζ μουσική στο σαξόφωνο του πατώντας πάνω στις μουσικές του Ντιουκ Έλινγκτον και του Πολ Ντέσμοντ που αναπαράγονται την ίδια ώρα. Στην τελευταία σκηνή της “Συνομιλίας” και όταν όλα έχουν χαθεί, η εικόνα αλλάζει: Ο Χάρι, πλέον, παίζει μόνος του τη μουσική του.

Πολιτικό σχόλιο

Η ταινία, που γυρίστηκε από τον Φράνσις Φορντ Κόπολα ανάμεσα στην ταινία “Ο Νονός 1” (1972) και “Ο Νονός 2” (1974), αποτελεί ένα σχόλιο του συνθέτη στο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον που μόλις εκείνη την περίοδο έκανε τα πρώτα του βήματα στις ΗΠΑ και διεθνώς όπου η ιδιωτική ζωή των πολλών ξεκινούσε να γίνεται παιγνίδι, εμπόρευμα και βιομηχανία στα χέρια των λίγων και εκλεκτών ενώ παράλληλα έβαζε τα θεμέλια της μια δυστοπία που αδιαφορεί για τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Έχει προηγηθεί το περίφημο σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ το 1972 όπου αποκαλύφθηκε η μεγαλύτερη διαδικασία εσωτερικής κατασκοπείας στην ιστορία των ΗΠΑ. Το σκάνδαλο οδήγησε στην αποκάλυψη καταχρήσεων εξουσίας από τα μέλη της κυβέρνησης του Νίξον, την έναρξη διαδικασίας καθαίρεσης εναντίον του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον που τελικά οδήγησε σε πολιτική κρίση και στην παραίτηση του.

Σε αυτό το σημείο είναι που οι άνθρωποι και η κοινωνία πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Μέσα στο σκοτάδι το φως πρέπει να βρει το δρόμο του αλλά σε καμία περίπτωση αυτό δεν μπορεί να γίνει εύκολα, αυτό είναι ένα από τα μηνύματα της ταινίας. Το κινηματογραφικό κοινό δεν θα δυσκολευτεί να εντοπίσει αλλά και να συμφωνήσει με αυτό το μήνυμα. Τα περιστατικά συνακροάσεων – παρακολουθήσεων πολιτικών, στελεχών της Αριστεράς και δημοσιογράφων από το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών την περίοδο 2004-2005 μέχρι σήμερα, επιβεβαιώνουν τη συγκεκριμένη εικόνα. Οι αόρατοι Χάρι Κολ των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που εγκρίνουν ή απορρίπτουν διάφορες αναρτήσεις έρχονται να τη συμπληρώσουν.

Πληροφορίες: Μια ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Πρωταγωνιστεί ο Τζιν Χάκμαν. Μαζί του οι Φρέντερικ Φόρεστ, Τζον Καζάλ κ.α. Στη μουσική της ταινίας ο Ντέιβιντ Σάιρ.

Βραβεία: Χρυσός Φοίνικας στo Φεστιβάλ Καννών, 3 υποψηφιότητες για Οσκαρ και 4 Χρυσές Σφαίρες.

Ειρηναίος Μαράκης: «Όλα είναι όπλα»