Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κρίση, φόροι φτώχεια και οι “συνήθεις σεσημασμένοι” στη φοροληστεία

Σε προηγούμενο σημείωμα αναφορικά με τα τέλη κυκλοφορίας 2024, αναφερθήκαμε στα “τυράκια” του αστικού κράτους, όπου _πέρα από τη φορολογία εισοδήματος, τα έμμεσα χαράτσια γονατίζουν τη λαϊκή οικογένεια, αναφέροντας και κάποια στοιχεία πχ. πως το 2022 οι έμμεσοι φόροι απέφεραν στον κρατικό προϋπολογισμό έσοδα ~33,2 δισ.€, έναντι 28,1 το 2021 (αύξηση ~20%), ότι παράλληλα το 2023 κάθε Έλληνας εργαζόμενος δούλεψε 177 ημέρες για να καταβάλει τους φόρους και 188 ημέρες για το προσωπικό του εισόδημα… κλπ. Ας βάλουμε λίγο παραπάνω στο μικροσκόπιο το ζήτημα _προσπαθώντας να το κάνουμε όσο γίνεται πιο εκλαϊκευμένο, χωρίς περιττούς οικονομικούς όρους

Απρ-2023
Έναν νέο γύρο αντιπαράθεσης «άνοιξαν» ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ,
αυτήν τη φορά για το θέμα της φορολογίας. Η κυβέρνηση αξιοποιεί τις δηλώσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ και τον κατηγορεί ότι προωθεί τη «φορολογική εξόντωση της μεσαίας τάξης», ενώ η ίδια «μείωσε τους φόρους» και σκοπεύει να το κάνει ακόμα περισσότερο, ο δε ΣΥΡΙΖΑ κάνει λόγο για «άνιση και άδικη κατανομή φορολογικών βαρών» και υπόσχεται «φορολογική δικαιοσύνη» αν κυβερνήσει.
«Πιασ’ τ’ αυγό και κούρευτο» είναι ο καβγάς τους, έχοντας και οι δυο εξοντώσει τον λαό στη φορολογία, έμμεση και άμεση, για να μπουκώνουν με φοροαπαλλαγές, προνόμια και κρατικές επιδοτήσεις το κεφάλαιο. Και δεν είναι δύσκολο να το διαπιστώσει κανείς, ανατρέχοντας στα τελευταία χρόνια, από τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνησε τα τέσσερα και η ΝΔ πέντε.

Έχουμε και λέμε:

  • Το 2014 και 2015, με τα πρώτα μνημόνια αλλά και τις «αντιμνημονιακές» κορόνες, ο λαός στο τέλος του δεύτερου χρόνου είχε φορτωθεί συνολικά 43,5 δισ.€ σε φόρους.
  • Το 2018, με το 3ο μνημόνιο έφτασε να πληρώνει 48,85 δισ.€
  • Το 2022, με την …«υπευθυνότητα» της ΝΔ και με λεζάντα το …«δεν φέραμε νέους φόρους», έφτασε να πληρώνει 55,31 δισ.€ και τους πρώτους δύο μήνες του 2023, ήδη ο λαός είχε πληρώσει 1,2 δισ.€ παραπάνω από αυτά που προϋπολόγιζαν…

Σε αυτήν την πορεία, οι κυβερνήσεις ήταν πολλές και διαφορετικές. Από ΝΔ-ΠΑΣΟΚ σε ΣΥΡΙΖΑ-ΑνΕλ και από εκεί στη ΝΔ. Και τα λαϊκά νοικοκυριά κάθε φορά τα ίδια και χειρότερα. Να κόβουν κι από τα πλέον απαραίτητα για τα παιδιά τους, τη διατροφή τους, την εκπαίδευση, την περίθαλψη, την αναψυχή…

Τα εργαλεία της φοροαφαίμαξης μπορεί να αλλάζουν, ο στόχος όμως του αντιλαϊκού κράτους παραμένει ίδιος, ανεξάρτητα από το ποιος είναι στην κυβέρνηση. Από τα μνημόνια και τα Μεσοπρόθεσμα Προγράμματα Δημοσιονομικής Στρατηγικής στο πρόγραμμα Μεταμνημονιακής Εποπτείας και το Σύμφωνο Σταθερότητας και από εκεί στη Μεταπρογραμματική Εποπτεία και τα προαπαιτούμενα του Ταμείου Ανάκαμψης, τα «μνημόνια διαρκείας», εξασφαλίζουν ότι θα πληρώνει ο λαός για να στηρίζεται το κεφάλαιο και η κερδοφορία του. Είτε με ΝΔ, είτε με ΠΑΣΟΚ, είτε με ΣΥΡΙΖΑ, είτε με περιοριστικά μέτρα και περικοπές, είτε με επεκτατική πολιτική και «χαλάρωση» των δημοσιονομικών περιορισμών.

Αιχμή της φορολογικής πολιτικής όλα τα τελευταία χρόνια είναι τα ματωμένα πρωτογενή πλεονάσματα και η διαμόρφωση «δημοσιονομικού χώρου», που εγκαινίασε πρώτος ο ΣΥΡΙΖΑ, υιοθέτησε η ΝΔ και μετά από ένα διάλειμμα διετίας επανέρχονται τώρα στον κρατικό προϋπολογισμό.

Από το Α ως το Ω

Την ίδια ώρα, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ είναι «σεσημασμένοι» στις φορολογικές διευκολύνσεις στους επιχειρηματικούς ομίλους. Ορισμένα παραδείγματα από τα πιο «κραγμένα»:

  • Η «εθελοντική» φορολογία των εφοπλιστών, που ψηφίζουν και εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ, κι ενώ από το 2014 μέχρι σήμερα η χωρητικότητα του ελληνόκτητου στόλου αυξήθηκε κατά 45,8% και εκτοξεύτηκαν τα κέρδη τους… Θυμίζουμε ότι για τους …άπορους εφοπλιστές, με τον μεγαλύτερο στόλο παγκοσμίως, ισχύουν σήμερα πάνω από 50 φοροαπαλλαγές, που τις διατηρούν όλες διαχρονικά οι κυβερνήσεις!
  • Ο «αναβαλλόμενος φόρος», που από κοινού ψήφισαν (το 2014 η ΝΔ, το 2017 ο ΣΥΡΙΖΑ) και εξασφαλίζει τη φοροασυλία των τραπεζών, την ώρα που εκείνες μόνο τη φετινή χρονιά κατέγραψαν κέρδη 3 δισ. ευρώ και μέσα στο 2023 ετοιμάζονται να ξεσπιτώσουν δεκάδες χιλιάδες λαϊκές οικογένειες.
  • Το καθεστώς των άδικων ειδικών φόρων κατανάλωσης στο ηλεκτρικό ρεύμα και στα «ενεργειακά προϊόντα», που από κοινού ψήφισαν ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Ιούλη, ενσωματώνοντας τη σχετική Οδηγία της ΕΕ, όπως και τις κάθε είδους σκανδαλώδεις φοροαπαλλαγές στους ομίλους, για να «θωρακιστούν» οι «πράσινες» μπίζνες τους…

Η φοροαφαίμαξη του λαού είναι λοιπόν συστατικό και αναντικατάστατο στοιχείο του κοινού προγράμματος όλων των κομμάτων που κυβέρνησαν και κυβερνούν τη χώρα. Γι’ αυτό όποιο φορολογικό «μείγμα» κι αν εφαρμόστηκε τα προηγούμενα χρόνια, η αναλογία παραμένει ίδια: Περισσότερο από το 95% των άμεσων και έμμεσων φόρων πληρώνεται από τον λαό και το υπόλοιπο από τους επιχειρηματικούς ομίλους!

Κι επειδή πολύς ανταγωνισμός υπάρχει για το ποιος θα …σώσει τον λαό από τους φόρους, να θυμίσουμε ότι ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ ψήφισαν νομοσχέδιο με το οποίο ενσωματώνεται Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που «επικαιροποιεί» τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο ηλεκτρικό ρεύμα και στα «ενεργειακά προϊόντα»! Δηλαδή, νέος γύρος φοροαφαίμαξης με τη σφραγίδα των τριών τους!

Στο τέλος του 2022 το πραγματικό ΑΕΠ της χώρας ήταν 19,6% κάτω από το επίπεδο του 2008. Είχε “χαθεί” το ένα πέμπτο του ακαθάριστου βιοτικού επιπέδου, αλλά για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα πολύ περισσότερα αν εξεταστεί το _νυν και αεί προσφιλές, θέμα συζήτησης των αστικών κομμάτων, η φορολογία. Αν και η αιτία της κρίσης του 2009 ήταν η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, από τις άμεσα αντιληπτές μορφές της ήταν η δημοσιονομική κρίση, που παρουσιάζεται με τρόπο που παράγει επιχειρήματα ενισχυτικά της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Για την Ελλάδα η κύρια αιτία των δημόσιων ελλειμμάτων και της έκρηξης του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν ήταν κάποιο «γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας», αλλά η υστέρηση των φορολογικών εσόδων, όπως φαίνεται στη σύγκριση κρατικών δαπανών και φόρων με τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς (EE-19) μέσους όρους. Οι κρατικές δαπάνες στην Ελλάδα ήταν περίπου 1,5% του ΑΕΠ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στην περίοδο πριν την κρίση, 1995 – 2009. Οι δαπάνες για Υγεία, Παιδεία, Κοινωνική Προστασία ήταν ως ποσοστό του ΑΕΠ χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ απόκλιση προς τα πάνω υπήρχε μόνο στις στρατιωτικές δαπάνες (2,7% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, έναντι 1,4% στην ΕΕ-19), στη γραφειοκρατία και στους τόκους δημόσιου χρέους, δαπάνες που δεν αφορούν το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης.

Αντίθετα, για την περίοδο 1995 – 2009 ο ετήσιος μέσος όρος φόρων και εισφορών ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 32,7% στην Ελλάδα, έναντι 40,2% στην ΕΕ-19, μια διαφορά κατά 7,5% του ΑΕΠ. Το 2022 η μνημονιακή «δημοσιονομική προσαρμογή» είχε αντιστρέψει αυτήν τη διαφορά (τα κρατικά έσοδα ήταν 43,1% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, έναντι 41,9% στην ΕΕ-19), προκαλώντας έτσι και στην Ελλάδα – σε ένα περιβάλλον μειούμενων εισοδημάτων και αυξανόμενων φόρων – την εμφάνιση του αφηγήματος της «υπερφορολόγησης». Αυτό βέβαια στον κυρίαρχο λόγο περιορίζεται στη δήθεν μεγάλη φορολόγηση του κεφαλαίου, η οποία δήθεν αποθαρρύνει τις επενδύσεις και την απασχόληση, ενώ, βασισμένο στην εμπειρία των ανεπαρκών δαπανών για υπηρεσίες αναγκαίες για το κοινωνικό σύνολο, ενισχύει την προπαγάνδα για «ελεύθερη αγορά», δηλαδή ενίσχυση της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Πώς επιτεύχθηκε όμως αυτή η φορολογική σύγκλιση και, με ταξικούς όρους, ποιους επιβάρυναν οι αυξήσεις στις διάφορες κατηγορίες φόρων;

  • Οι έμμεσοι φόροι επιβαρύνουν κυρίως την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, καθώς μισθωτοί, άνεργοι, συνταξιούχοι, μικρομεσαίοι ξοδεύουν το σύνολο του εισοδήματός τους στην αγορά καταναλωτικών προϊόντων, ενώ μισθοί και συντάξεις συνθέτουν τη μεγάλη πλειοψηφία των εισοδημάτων. Μια αύξηση στους έμμεσους φόρους επιβαρύνει τις τιμές, μειώνοντας το διαθέσιμο εισόδημα, ιδίως για τα εμπορεύματα που αναπαράγουν την εργατική τάξη ικανοποιώντας βασικές ανάγκες και είναι χαμηλής ελαστικότητας ζήτησης. Οι έμμεσοι φόροι ήταν η κατηγορία με τη μικρότερη απόκλιση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στην προ κρίσης περίοδο 1995 – 2009 (12,5% του ΑΕΠ, έναντι 12,8% στην ΕΕ-19), αλλά αυξήθηκαν από 11,8% το 2009 σε 17,9% του ΑΕΠ, ξεπερνώντας το αντίστοιχο μερίδιο του 13,2% του ΑΕΠ στην ΕΕ-19. Σημαντικό ρόλο σε αυτήν τη μεταβολή έπαιξε η εισαγωγή του ΕΝΦΙΑ (από τη Eurostat ταξινομείται στους έμμεσους φόρους), που κυμαίνεται γύρω στο 2% του ΑΕΠ.
  • Οι φόροι στο εισόδημα και τον πλούτο παρουσίαζαν μεγάλη υστέρηση σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (ήταν 8,2% του ΑΕΠ, έναντι 11,8% στην ΕΕ-19 για το 1995 – 2009), κάτι που οφειλόταν στους χαμηλότερους φόρους στο εισόδημα (7,4%, έναντι 11,2% του ΑΕΠ στην ΕΕ-19), καθώς οι φόροι στον πλούτο είναι ασήμαντοι. Τι περιλαμβάνεται όμως σε αυτήν την κατηγορία;
  • Οι φόροι στο εισόδημα των νοικοκυριών (4,1% του ΑΕΠ, έναντι 8,5% στην ΕΕ για το 1995 – 2009) προέρχονται κυρίως από μισθωτούς και συνταξιούχους με σαφή δηλωμένα εισοδήματα (οι μισθοί και οι συντάξεις ήταν το 78,3% του συνολικού δηλωθέντος εισοδήματος το 2021), σε αντίθεση με τα ανώτερα και ανώτατα εισοδηματικά στρώματα (που περιλαμβάνουν μέρος των ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων με πολύ μεγάλα εισοδήματα).
    • Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η απόκλιση παρατηρείται στις χώρες με ευμεγέθη στρώματα μη μισθωτών και συνταξιούχων, όπως η Ελλάδα, ενώ είναι σαφές ότι – σε αντίθεση με την κυρίαρχη προπαγάνδα, που αναφέρεται στη φοροδιαφυγή γενικά, στοχοποιώντας τμήματα των λαϊκών στρωμάτων και ποτέ το κεφάλαιο – αυτή η υστέρηση δεν οφείλεται στους αυτοαπασχολούμενους και στα μικροαστικά στρώματα με χαμηλά εισοδήματα, των οποίων οι όροι ζωής προσιδιάζουν με αυτούς της εργατικής τάξης. Η μικρή μείωση της ψαλίδας αυτών των εσόδων σε σχέση με την ΕΕ που «πέτυχαν» οι αστικές κυβερνήσεις (η διαφορά μειώθηκε από 4,4% σε 3,8% του ΑΕΠ) πραγματοποιήθηκε κυρίως μέσω της σημαντικής αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης των μισθωτών, των συνταξιούχων και των λαϊκών στρωμάτων. Το τελευταίο φορολογικό νομοσχέδιο συνεχίζει στην ίδια λογική φοροασυλίας των ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων με μεγάλα εισοδήματα, και επιχειρεί να αντισταθμίσει αυτές τις απώλειες επιβαρύνοντας με αυθαίρετα τεκμήρια τους μικρομεσαίους του κλάδου.

Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι οι φόροι κερδών ΑΕ, για τους οποίους τόσες απειλές εκτοξεύονται για μετεγκατάσταση του κεφαλαίου αν δεν μειωθεί η φορολογία του, ήταν μόλις 2,7% του ΑΕΠ στην προ κρίσης περίοδο στην Ελλάδα και 2,6% στην ΕΕ-19. Κι όμως, ήταν η μόνη κατηγορία φόρων που μειώθηκε στην Ελλάδα (στο 2% του ΑΕΠ) την περίοδο της «δημοσιονομικής προσαρμογής». Το διαχρονικά πολύ χαμηλό επίπεδο των φορολογικών εσόδων από το κεφάλαιο αποτελεί προϊόν της πολιτικής όλων ανεξαιρέτως των κυβερνήσεων (σχεδόν μηδενική φορολογία εφοπλιστών, δεκάδες φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις κ.λπ.) και των πολύμορφων δυνατοτήτων φοροαποφυγής από το κεφάλαιο (offshore, «τριγωνικές συναλλαγές», δυνατότητα «επιλογής σημαίας» από τους εφοπλιστές).

Οι καθαρές εισφορές στην Κοινωνική Ασφάλιση αποτελούν μέρος της ακαθάριστης αμοιβής του μισθωτού, του μεταβλητού κεφαλαίου. Η απόκλιση της περιόδου 1995 – 2009 (11,7% του ΑΕΠ, έναντι 15,4% στην ΕΕ-19) σχεδόν εξαλείφθηκε το 2019 – 2022 (14,8% του ΑΕΠ, έναντι 15,1% στην ΕΕ), με σημαντική αύξηση άλλης μιας κατηγορίας φόρων που επιβαρύνουν το ακαθάριστο εισόδημα της εργατικής τάξης.

Έτσι, το 2022 τα φορολογικά έσοδα στην Ελλάδα υπερέβαιναν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ το ίδιο συνέβαινε για το σύνολο των κρατικών εσόδων.

Είναι προφανές στον Πίνακα ότι αυτή ήταν μια συνεχής διαδικασία, χωρίς καμία διαφοροποίηση ανάλογα με το αστικό κόμμα που κυβερνούσε. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε την αύξηση φορολογίας και εισφορών της πρώτης μνημονιακής περιόδου, χωρίς κάποια μεταβολή στη σύνθεσή τους, ενώ η πολυδιαφημισμένη μείωση των φόρων από την τελευταία κυβέρνηση της ΝΔ ήταν μόλις 0,2% του ΑΕΠ.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ: Το ΚΚΕ καταψηφίζει τον νέο ταξικό προϋπολογισμό που θα εντείνει την επίθεση σε βάρος του λαού

Συμπερασματικά,

  • α) παρά την ταξική δομή του φορολογικού συστήματος και τη δυσανάλογη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας και των λαϊκών στρωμάτων πριν την κρίση, το ελληνικό κράτος υστερούσε σε έσοδα σε σχέση με τις δαπάνες του και σημαντικά ως προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο φόρων, εμφανίζοντας σημαντικά δημοσιονομικά ελλείμματα, οφειλόμενα ουσιαστικά στη φοροασυλία του κεφαλαίου,
  • β) οι κυβερνήσεις της περιόδου 2010 – 2022 «αποκατέστησαν» την ισορροπία ανάμεσα στα έσοδα του ελληνικού κράτους και στον ευρωπαϊκό μέσο όρο με αύξηση της φορολογίας κατά 10% του ΑΕΠ σε ελάχιστο χρονικό διάστημα,
  • γ) η σύγκλιση αυτή υλοποιήθηκε με αύξηση των φόρων της εργατικής τάξης (στην κατανάλωση, στο εισόδημα, στην Κοινωνική Ασφάλιση) αλλά μείωση των φόρων στα κέρδη, που είναι πλέον λίγο χαμηλότερα από 2% του ΑΕΠ,
  • δ) η μείωση του ακαθάριστου εισοδήματος κατά 20% την περίοδο της κρίσης συνοδεύτηκε από μια αύξηση της φορολογίας του εισοδήματος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων κατά τουλάχιστον 9,6% του ΑΕΠ, φέρνοντας τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματός της κοντά στο 30%, καθώς η αύξηση των φόρων δεν συνοδεύτηκε από αύξηση των κοινωνικών δαπανών, το αντίθετο μάλιστα, και
  • ε) η κυρίαρχη ιδεολογία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής εμφανίζει τις παραπάνω εξελίξεις με στρεβλό, ταξικά μεροληπτικό τρόπο, παρουσιάζοντας το κεφάλαιο ως θύμα υπερβολικής φορολογίας, αποσιωπώντας τη φορολογική αφαίμαξη της εργατικής τάξης μέσω των φόρων εισοδήματος από μισθούς και συντάξεις που δηλώνονται απαραίτητα, των έμμεσων φόρων στην αναγκαία κατανάλωση και των αναγκαστικών εισφορών στην Κοινωνική Ασφάλιση.

Η αναιμική προσδοκώμενη ανάπτυξη και η επαναφορά της σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, που προπαγανδίζουν η Τράπεζα της Ελλάδος και η ΕΕ, σε συνδυασμό με τη διατήρηση των τιμών και των φόρων σε δυσθεώρητα επίπεδα σε σχέση με μισθούς και συντάξεις, προμηνύουν περαιτέρω οικονομική επιδείνωση για τους πολλούς, σημαντική αύξηση του κόστους ζωής σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα και εξάπλωση της φτώχειας, εξελίξεις που μόνο ένα δυνατό εργατικό – λαϊκό κίνημα μπορεί να αντιπαλέψει και να αποτρέψει.

Με πληροφορίες από το Ριζοσπάστη