Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λογοτεχνία – μαρξισμός – κομμουνιστικό κίνημα (Γ΄και τελευταίο μέρος)

Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //

Για να κρίνουμε σωστά την επίδραση της κομμουνιστικής ιδεολογίας στην ελληνική λογοτεχνία δεν πρέπει να παραβλέψουμε αυτές τις ειδικές συνθήκες, όπως τόσο γλαφυρά περιέγραψε η Μέλπω Αξιώτη (στο 2ο μέρος), αυτό το φίλτρο μέσα από το οποίο περνούσε και αποκρυσταλλώθηκε στην Ελλάδα η λογοτεχνία του 20ου αιώνα.

Οι συνθήκες που αναφέραμε αποτελούσαν μία από τις σοβαρές αιτίες – σε μια άλλη θα έρθουμε παρακάτω – για τις οποίες ήταν δύσκολο να αναπτυχθεί θεωρητικά ο μαρξισμός στην Ελλάδα στο βαθμό που θα περίμενε κανείς σε μια χώρα με τόσο εξαπλωμένο το κομμουνιστικό κίνημα από τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι συνθήκες στις οποίες ήταν αναγκασμένο το ΚΚΕ να δρα επέβαλαν πάνω απ’ όλα την επεξεργασία μιας άμεσης τακτικής σε ένα εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα με απώτερο στόχο πάντα το σοσιαλισμό και όσοι από τους μαρξιστές διανοούμενους είχαν κάνει την προσπάθεια περαιτέρω θεωρητικής επεξεργασίας δεν μπόρεσαν να την ολοκληρώσουν εξαιτίας των ιδιαίτερα αντίξοων συνθηκών που όχι σπάνια σήμαιναν το σακάτεμα της υγείας τους, αλλά ακόμα και τη φυσική και πνευματική τους εξόντωση.

Ωστόσο υπήρξαν αξιόλογες προσεγγίσεις και ενδιαφέρουσες θεωρητικές σκέψεις βαλμένες στο χαρτί από κορυφαίους λογοτέχνες, ποιητές, στοχαστές. Θα αναφερθούμε σε ελάχιστα παραδείγματα πλήρως συνειδητοποιημένοι ότι τόσοι άλλοι δεν μπορούν να μνημονευτούν στα πλαίσια ενός άρθρου που δεν αποτελεί παρά μονάχα μια πολύ γενική προσέγγιση ενός μεγάλου θέματος.

Τέχνη και ιδανικό

Έτσι ο Κώστας Βάρναλης (1884-1974) στα Αισθητικά-Κριτικά του (Εκδόσεις «Κέδρος», 1958) αναπτύσσει τις σκέψεις του στη βάση του διαλεκτικού υλισμού – όπως δηλώνει ο ίδιος στο προλογικό σημείωμα – σχετικά με την τέχνη, την αισθητική και τους καλλιτέχνες. Στο κεφάλαιο «Τέχνη και Ιδανικό» γράφει: «Η ζωή κι ο θάνατος των ιδανικών εξαρτιούνται από τη ζωή και το θάνατο των κοινωνικών συστημάτων. Η πάλη των κοινωνικών τάξεων εκφράζεται με την πάλη των ιδανικών. Κάθε φορά η κυρίαρχη τάξη μετουσιώνει τα συμφέροντά της σε ιδανικά και μ’ αυτά ζητάει να σταματήσει την εξέλιξη. Κι αντίθετα, κάθε φορά οι δυναστευόμενες τάξεις προβάλλουν τα δίκαιά τους (την απελευθέρωσή τους), ως ιδανικά και μ’ αυτά ζητούνε την αλλαγή του συστήματος. Μ’ άλλα λόγια η πάλη των ιδανικών είναι πάλη ανάμεσα στο παρόν και στο μέλλον. Και μόνο τα δεύτερα ιδανικά δικαιούνται να λέγονται ιδανικά» (σελ. 55/56)

… «Αλλά δε μπορεί και κάθε «υπόθεση» να θεωρηθεί και «ιδανικό». Πρέπει το ιδανικό να περιέχει μέσα του τη δυνατότητα της πραγματοποίησης. Επομένως πρέπει πριν από την «υπόθεση» να υπάρχη «προϋπόθεση». Αλλιώς το «ιδανικό» είναι «οραματιστικό», «in abstracto», δεν πιάνει ρίζες στον έξω κόσμο (έξω κόσμος = κοινωνία)» (σελ. 58).

Εδώ ο Βάρναλης αναφέρεται σαφώς στη φιλοσοφική κατηγορία δυνατότητα-πραγματικότητα. Για να γίνει κάτι πραγματικότητα, για να είναι πραγματοποιήσιμο, πρέπει να προϋπάρχει η δυνατότητα η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες και τη σωστή δράση. Η νέα πραγματικότητα που δημιουργείται από την προϋπάρχουσα δυνατότητα εμπεριέχει με τη σειρά της τις νέες δυνατότητες οι οποίες «ζητούν» να πραγματοποιηθούν. Ο λόγος του Βάρναλη διέπεται από τη γνώση της διαλεκτικής όπως φαίνεται όχι μόνο σ’ αυτό το σημείο, αλλά και αλλού στα δοκίμια από τα οποία παραθέτουμε. Λίγο παρακάτω λέει: «Φορείς των ιδανικών είναι οι κοινωνικές τάξεις. Όταν διασπάται η αρμονία των τάξεων, όταν δηλαδή, η κυρίαρχη τάξη χάνει το έδαφος όπου στηρίζει την κυριαρχία της, γίνεται αντιδραστική. Αυτή η τάξη δεν μπορεί να ‘χει ιδανικά – γιατί αρνιέται το μέλλον. Μόνον η τάξη που από ιστορική αναγκαιότητα προορίζεται ν’ αντικαταστήσει την παλιά, μόνον αυτή έχει «ιδανικά» – γιατί ‘ναι προοδευτική. Η Τέχνη (όπως κι η Επιστήμη κι η Φιλοσοφία) που βοηθάει τις δυνάμεις του μέλλοντος να νικήσουν, αυτή ‘ναι Τέχνη αληθινή. Είναι η Τέχνη, που «ομοψυχοποιεί» τους λαούς στον αγώνα τους για δικαιοσύνη και Λευτεριά. Η Τέχνη, που τους συνειδητοποιεί, τους ενώνει συναισθηματικά κι ιδεολογικά και τους κινεί στη λυτρωτική δράση. Κι η Τέχνη τούτη σε καιρούς αποσύνθεσης των κοινωνικών συστημάτων, σε καιρούς που παλεύουν ο παλιός ο κόσμος με τον καινούργιο, είναι, από τον ίδιο της το ρόλο, του «χαλαστή και χτίστη», τέχνη επαναστατική» (σελ. 58/59).

Σχετικά με τη λυτρωτική δράση υπενθυμίζουμε τα λόγια του Μαρξ στο «Αγία Οικογένεια» στο πρώτο μέρος αυτών των άρθρων. Κλείνοντας τις αναφορές στο Βάρναλη παραθέτουμε μονάχα ακόμα τα εξής λόγια του σχετικά με τη μορφή και το περιεχόμενο: «Η Τέχνη που ασχολείται μόνο με τη μορφή κι αποφεύγει να πάρει θέση στον κοινωνικό αγώνα της λευτεριάς και της δικαιοσύνης και της προόδου, είναι τέχνη φορμαλιστική: άδεια. Κι αποτυχημένη, γιατί προδίδει τον κοινωνικό της ρόλο – κι ακόμα χειρότερα, αν αυτή η Τέχνη καταπολεμεί συνειδητά την αλήθεια. Και γίνεται συνεργάτης του εχθρού!» (σελ. 60).

varnalis (1)

Γνωρίζουμε πολύ καλά την εικόνα του καλλιτέχνη που έχει καλλιεργηθεί κατ’ αρχήν στον καπιταλιστικό κόσμο, την εικόνα του ανθρώπου πάνω από τον κόσμο, αποξενωμένος από την αντικειμενική πραγματικότητα. Στον κόσμο αυτό οι κοινωνικές καταστάσεις και οι ψυχολογικές διαθέσεις δεν θεωρούνται γέννημα συγκεκριμένων συνθηκών της κοινωνίας, αλλά είναι δεμένες με τη λεγόμενη φύση του ανθρώπου. Ο καλλιτέχνης σύμφωνα με αυτές τις αντιλήψεις, είναι ο μοναχικός, ο ξεχωριστός που δημιουργεί «το ωραίο» μέσα στην πεζή καθημερινότητα. Βρίσκεται σε αντιπαράθεση με την αντικειμενική πραγματικότητα. Το όμορφο (ή ακόμα και το εντελώς αλλόκοτο, ατομικιστικό και ενδεχομένως δυσαρμονικό) που δημιουργεί, απευθύνεται σε κάποιες λίγες «ανεβασμένες», «μυημένες» ψυχές που από τη φύση τους είναι ανώτερες και πιο ευαίσθητες από τον όχλο, τη μάζα και μπορούν να γίνουν οι εκλεπτυσμένοι δέκτες του καλλιτεχνικού «προϊόντος». Η αντίληψη αυτή της σχέσης μάζας-ελίτ έχει αποκρυσταλλωθεί στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού όπου όχι σπάνια ο φορμαλισμός (υπερβολικός τονισμός της μορφής σε βάρος του περιεχόμενου) κάνει θραύση. Μέσα από το ξεγύμνωμα από περιεχόμενο, ωστόσο, υπάρχει ένα σαφές αρνητικό μήνυμα: το μήνυμα της αποφυγής ακόμα και της περιφρόνησης των «μαζικών» κοινωνικών αγώνων, η ενθάρρυνση της παθητικής θεώρησης χωρίς συμμετοχή, της κοινωνικής ακινησίας και με αυτή την έννοια η τέχνη γίνεται «συνεργάτης του εχθρού». Αν το περιεχόμενο της τέχνης θα έπαιρνε το μήνυμα της εποχής ότι οι κυρίαρχοι θα πρέπει να φύγουν από το ιστορικό προσκήνιο, τότε θα ήταν επαναστατική, θα είχε ιδανικά. Ο φορμαλισμός χτυπάει ιδιαίτερα τις παραγωγικές τάξεις, διότι όποιος είναι κοντά στην παραγωγή δεν δέχεται εύκολα αφηρημένες μορφές τέχνης, καταλαβαίνει καλύτερα το ρεαλισμό, δηλαδή την ακριβή απεικόνιση της ζωής του. Για το μαρξισμό η δημιουργική, πρακτική και σκόπιμη ενέργεια των ανθρώπων για τη μεταμόρφωση της φύσης και της κοινωνίας αποτελεί την αντικειμενική βάση της Τέχνης, την αντικειμενική βάση της δημιουργικής, καλλιτεχνικής θεώρησης, αξιοποίησης και ιδιοποίησης του κοινωνικού περιβάλλοντος, των κοινωνικοοικονομικών αντιθέσεων. Η Τέχνη με τα εκφραστικά μέσα της αντανακλά αυτή την πραγματικότητα, πρέπει να βοηθήσει να τη συνειδητοποιήσουμε και αν είναι κακή και άδικη, να την αλλάξουμε.

Γι’ αυτό το λόγο η κάθε μορφή τέχνης είναι πολιτική, ακόμα και ή μάλλον ιδιαίτερα η λεγόμενη «απολίτικη». Φαινόμενα σαν τη φυγή, την απόδραση από την πραγματικότητα, την καταφυγή στο ανορθολογικό, στο υποσυνείδητο, στο μεταφυσικό, στη φόρμα και μόνο, είναι γι’ αυτούς τους λόγους τόσο προσφιλή σε όσους θέλουν να διαιωνίσουν το υπαρκτό κοινωνικοοικονομικό σύστημα.

Ένα ιστορικό πάντρεμα

Είπαμε παραπάνω ότι πολλοί και εξαιρετικοί μαρξιστές διανοούμενοι αντιμετώπιζαν συνθήκες άγριου διωγμού και φυσικής και πνευματικής εξόντωσης και έτσι αντιμετώπιζαν σοβαρά εμπόδια για να εκφράσουν τη δημιουργικότητά τους. Ωστόσο, θα πρέπει εδώ να επισημάνουμε μια άλλη διάσταση που δραματικά επιβεβαιώνει τη ρήση «ουδέν κακό αμιγές καλού». Οι φυλακές έγιναν σχολεία και πανεπιστήμια για τους λαϊκούς αγωνιστές ακριβώς εξαιτίας της συνάντησής τους εκεί με τους διανοούμενους συντρόφους. Αλλά οι διανοούμενοι αγωνιστές με τη σειρά τους διδάχθηκαν από τους άλλους. Ήταν μια γόνιμη και δημιουργική συνάντηση δύο κόσμων ταξικά χωρισμένων που αλλιώς δύσκολα θα είχαν συναντηθεί. Το κυριότερο ήταν ότι στις φυλακές ο μόνος στόχος ήταν η γνώση. Δεν υπήρχε ζήτημα «καριέρας». Έτσι οι συνθήκες αυτές φυλάκισης δημιούργησαν κάτι που η αστική κοινωνία δεν είχε δώσει στα λαϊκά στρώματα: μόρφωση. Για περισσότερα σχετικά μ’ αυτό το θέμα παραπέμπουμε στην εξαιρετική μελέτη της Κυριακής Καμαρινού, Τα πέτρινα Πανεπιστήμια (εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»).

Από την εποχή του Δόγματος Τρούμαν (1946) η ελληνική λογοτεχνία μπαίνει μαζί με μεγάλα τμήματα του λαού στις φυλακές, στις εξορίες και στα βουνά. Από κείνη την περίοδο πηγάζει μια ευρύτερη λογοτεχνική ύλη εξαιρετικής σημασίας που μαρτυράει το μεγάλο βάσανο της φιμωμένης φωνής της δημιουργίας και το μεγάλο έγκλημα εκείνων που για τη διάσωση των κυρίαρχων ταξικών τους συμφερόντων δεν ντράπηκαν με ξένη βοήθεια να φιμώσουν τη δημιουργικότητα του ίδιου του λαού τους. Ωστόσο, θα παραθέσουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το τέλος του πρώτου γράμματος που είχε γράψει ο Θέμος Κορνάρος από τη Μακρόνησο: «Κι εμείς που έχουμε κάποια μνήμη και κάποιες δυνάμεις ζητάμε την ευχή σου και την ευλογία σου μάνα, για να μποδίσουμε τη ζούγκλα που κοντεύει να κατακλύσει τους ανθρώπινους συνοικισμούς. Κι αν κι εμείς λαβωθούμε ή καούμε στη νέα έφοδο, πάντα κάτι θα απομείνει εδώ που θα ‘ναι χρήσιμο για την ευτυχία των ανθρώπων: η παράδοση πως υπάρχουνε και κάστρα άπαρτα, ακόμα κι όταν τα πολιορκούν μ’ όλες τις δυνάμεις τους η Βία και ο Χάρος».

kornaros

Σε τέτοιες συνθήκες είναι πολυτέλεια να περιμένουμε την επεξεργασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας, αυτή την ιδιοποίηση του αθροίσματος των γνώσεων της, αν και τα ίδια λογοτεχνικά αυτά έργα – και πρόκειται σε αρκετές περιπτώσεις για ψηλά ποιητικά φτερουγίσματα – προσθέτουν γνώση για μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο σε συγκεκριμένη χώρα προσφέροντας ταυτόχρονα μηνύματα που ξεπερνούν τα εθνικά όρια.

Διατήρηση του λαϊκού χαρακτήρα

Στον ειδικό αυτό χωρόχρονο ξεπροβάλλουν στη λογοτεχνική δημιουργία δύο κύρια χαρακτηριστικά: η άμεση και βαθιά σύνδεση με το λαό και τα βάσανά του, καθώς και η επίδραση του Κομμουνιστικού Κόμματος στο οποίο ανήκε μεγάλη μερίδα των λογοτεχνών. Οι ειδικές συνθήκες, όπως είδαμε παραπάνω, της εθνικής ανάγκης τράβηξαν στο χώρο της εμβέλειας της κομμουνιστικής ιδεολογίας τη συντριπτική πλειοψηφία της καλλιτεχνικής δημιουργίας του τόπου. Επομένως τα αστικά ρεύματα στη λογοτεχνία αντικειμενικά δεν είχαν στην Ελλάδα έδαφος να σταθούν ούτε ο διαχωρισμός μάζας-ελίτ. Η κουλτούρα μπόρεσε να κρατήσει περισσότερο ένα λαϊκό χαρακτήρα που έχει αφήσει μέχρι σήμερα μια παρακαταθήκη, παρ’ όλες τις αντίθετες προσπάθειες από την καθεστηκυία τάξη. Η αντίθεση αστικής τάξης προλεταριάτου δεν είχε αποκρυσταλλωθεί στην Ελλάδα όπως στις αναπτυγμένες αστικές κοινωνίες που πέρασαν από αιώνες διεργασιών στο ψυχοκοινωνικό επίπεδο εξαιτίας του βαθμού ανάπτυξης κοινωνικοοικονομικών σχέσεων, ιστορικών καταβολών και παρακαταθηκών. Η σύνδεση με το λαό, η κομματικότητα, τα έντονα εθνικοαπελευθερωτικά χαρακτηριστικά καθόρισαν εν πολλοίς την καλλιτεχνική πρόσληψη και ιδιοποίηση της ελληνικής πραγματικότητας.

Η αμοιβαία σχέση κοσμοθεωρίας και ρεαλιστικού τρόπου διαμόρφωσής της πήρε την ειδική χροιά της σε μια κοινωνία σε συνθήκες σκληρών ταξικών αγώνων στις οποίες το μεγαλύτερο μέρος της διανόησης και των καλλιτεχνών είχε συσπειρωθεί με το λαό γύρω από το Κομμουνιστικό Κόμμα αφήνοντας μια άσβηστη κληρονομιά.

Εδώ το 1ο και εδώ το 2o μέρος