Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαρία Δημητρούκα: «Της προσφυγιάς»

Παρουσιάζει ο Ειρηναίος Μαράκης //

Τέσσερα ποιήματα της Μαρίας Δημητρούκα δημοσιεύουμε σήμερα στο Ατέχνως. Για τους πρόσφυγες και αυτά τα ποιήματα, για μια ανθρωπότητα, όπως σημειώνει η ίδια η ποιήτρια, που αποστρέφει το βλέμμα της απ’ τον άνθρωπο. Αλλά και για μια ανθρωπότητα που αναζητά την αλήθεια στα μάτια των προσφύγων, σημειώνουμε από την πλευρά μας, παλεύοντας ενάντια στον μαρασμό, ενάντια στη φρίκη του πολέμου. Τέσσερα ποιήματα που φωνάζουν την αλήθεια τους – δεν θα λυγίσουμε, δεν θα υποταχθούμε, «έχουμε τη ζωή πάρα πολύ αγαπήσει…»

Η Μαρία Δημητρούκα είναι ηθοποιός, έχει εργαστεί στον Ριζοσπάστη και στην ΕΡΤ.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 Ειδομένη, Πειραιάς, Λέσβος, Πλ.Βικτωρίας, δρόμοι, φράχτες…

Χάνομαι.
Σ αυτή την πόλη σαν δραπέτης κρύβομαι.
Χάνομαι. Μες τη ζωή μου σαν επαίτης περιμένω.
Χάνομαι.
Σ αυτήν την πόλη σαν τραινάκι,σέρνομαι.
Χάνομαι.
Μες τις πλατείες σαν ξενάκι, κρύβομαι.
Χάνομαι.
Κάθε ματιά μου επιστρέφεται.
Πνίγομαι.
Σαν δεματάκι που επιστρέφεται. Κρύβομαι.
Δεν έχω γη, ούτ’ όνομα.
Χάνομαι.
Ξένα τα φώτα, ξένοι αριθμοί,
χάνομαι.
Στη μήτρα σου ζωή, χωράνε λίγοι..
Χωρίς πατρίδα και δίχως γή
κρύβομαι.
Πόσο φοβάμαι το φως σου αυγή..
Κρύβομαι.
Ξένοι οι νόμοι, ξένη κι η γή..
Χάθηκα…
Μαρία. Σε μια ανθρωπότητα που αποστρέφει το βλέμα της απ’ τον άνθρωπο..

 

Της προσφυγιάς

Μονο του έφυγε κι αυτό μας το ταξίδι.
Μας ξέχασε στην άκρη του σταθμού.
Λές κι ήταν κάλπικο σαν τ άλλο το ταξίδι
που κάναμε, στο γύρω τ ουρανού..
Μονάχοι εδώ, σαν λυπημένες ώρες,
μείναμε να μετράμε τους αιώνες, σε στιγμές.
Δεν έχουν εισιτήριο οι ώρες.
Λαθραία μπαινοβγαίνουν στις ζωές.
Γερμένοι εδώ, στις ψάθινες καρέκλες,
θ’ αναζητάμε μια αλήθεια στη ματιά.
Και τις βαλίτσες θα κοιτάζουμε σαν κλέφτες
και στον καφέ, θα ρίχνουμε φωτιά.
Το δρόμο παίρνουμε σαν λυπημένες χώρες
που τα ταξίδια τους δεν έχουν γυρισμό.
Αλλού κοιμούνται και ξυπνάνε με τις μπόρες.
Το αίμα τους σταλάζει μαρασμό..
Καλησπέρα μας. Καλά όλοι;;;;;

 

Μάνα,
θέλω να σου γράψω.
Θέλω να μου πείς, γιατί χάνομαι πάντα στους δρόμους.
Θέλω να μου πείς, γιατί δεν μ αγορασες ποτέ ένα κόκκινο φουστάνι με παπαρούνες..
Μάνα, θέλω να σου πω.
Θέλω να σου ζητήσω να μου πείς κείνη την ιστορία..Με τον Τάσο μικρούλη και τους Γερμανούς..
” Μόλις ακούγαμε ” Γερμανοί” τρέχαμε να κρυφτούμε..Οταν έκαψαν τα χωριά της Μακρυνείας, αρπαξα τον Τάσο,κι έφυγα προς τα πάνω. Πρός το Θέρμο..Ξυπόλητη, νηστική και τον Τάσο μωρό, αγκαλιά..Οταν έσκαγαν οβίδες, έπεφτα και τον σκέπαζα με το κορμί μου..”
Μάνα, τίποτα δεν άλλαξε. Ακόμα τρέχουν μανάδες στο δρόμο με μωρά στην αγκαλιά..
Οχι. Ψέμματα λέω. Άλλαξε, Οχι κάτι. Πολλά.
Τώρα οι μανάδες τρέχουν κι όταν ακούν ” Γάλλοι”, ” Αμερικανοί”,” Άγγλοι”, ..κι άλλων τα ονόματα τρομάζουν. Κι άλλων που δεν τους ξέρεις..Δεν τους ήξερες όσο ζούσες. Κρύβονταν μάνα στα έγκατα της γής..Τερατόμορφα όντα που μοιάζουν στον άνθρωπο..Σαρκοφάγα όντα.Με γαμψά νύχια. Με νεκροκεφαλές ζωγραφισμένες στο δέρμα τους. Βγήκαν στο φως μάνα. Ο ήλιος τρόμαξε και κάηκε..
Χορταίνουν μόνο μ ανθρώπινες σάρκες. Ξεδιψούν μόνο, μ ανθρώπινο αίμα.
Μάνα μου λείπεις. Θα΄θελα τώρα τη ματιά σου. Να μου πει τι να κάνω..
Η Μαρία σου μαμά…Αχ μαμά μου…

 

 

Μη ψάχνεις τη ζωή σου στα βιβλία.
Στο δρόμο θα την βρείς.
Εκεί που οι άνθρωποι σαν τα θηρία
σπαράσσουν και σπαράζονται για μια κουκίδα γης.
Το αίμα τους να δείς.
Τη μυρωδιά τους να γευτείς.
Αγκάλιασε μ αγάπη τα παιδιά τους.
Ακου!
Σαν των δικών σου των παιδιών χτυπάει η καρδιά τους..