Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μια βάρκα στο ποτάμι (Διήγημα)

Του Αλέκου Χατζηκώστα //

Πάνω από δέκα χρόνια η ίδια ιστορία. Κάθε Παρασκευή πώς και πώς να σχολνά από τη δουλειά του στο σχολείο και να πηγαίνει με τις ώρες για απογευματινό ψάρεμα στο ποτάμι. Χειμώνα, καλοκαίρι. Τι και αν τις περισσότερες φορές γυρνούσε χωρίς τίποτε, εισπράττοντας για πολλά χρόνια το ειρωνικό χαμόγελο και το φαρμακόγλωσσο σχόλιο της γυναίκας του.

«Καημένε με, ως δάσκαλος θα έπρεπε να ξέρεις την λαϊκή παροιμία που λέει: Του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο, δέκα φορές είναι αδειανό και μια φορά γεμάτο»

Τι να της εξηγήσει τώρα και αυτής. Την αγάπη του για το ειδυλλιακό περιβάλλον, όταν αυτής της άρεσαν τα κοσμοπολίτικα νησιά που αυτός τ’ απέφευγε όπως ο διάβολος το λιβάνι; Την λατρεία του για την ησυχία και την περισυλλογή, όταν αυτής της άρεσε το πολύβουο , γεμάτο καφέ πεζοδρομημένο κέντρο της πόλης; ‘Η αυτό που δεν τολμούσε ούτε στον εαυτό του να το ομολογήσει;

Ήταν Παρασκευή πριν δέκα χρόνια , φθινόπωρο, όταν την είδε για πρώτη φορά να περπατά δίπλα από το ποτάμι . Με αθλητική φόρμα, κρατώντας μία αθλητική τσάντα στην πλάτη, κοιτώντας (ή μάλλον απολαμβάνοντας ;) με ενθουσιασμό το μαγευτικό τοπίο.

Αυτός σκυμμένος στη βάρκα του, έτοιμος ν’ ανοιχτεί με τα σύνεργα του ψαρέματος. Ψηλή, ξανθιά και όπως διαπίστωσε σηκώνοντας το βλέμμα του, με τεράστια καταγάλανα μάτια.

Ένοιωσε τα χέρια του να τρέμουν . Συνέχισε να την κοιτά. Εκείνη του χαμογέλασε και όλο νάζι πλησιάζοντας τον ρώτησε:

«Συγνώμη για την ενόχληση. Για πόσα χιλιόμετρα η ακτή του ποταμιού είναι προσβάσιμη;»

Η προφορά της είχε κάτι το ξενικό, που τον μάγευε. Θα μάθαινε αργότερα το γιατί…

«Είναι περίπου 4-5 χιλιόμετρα πιο πάνω. Προλαβαίνεις να κάνεις την διαδρομή και να γυρίσεις προτού νυχτώσει»

Τον ευχαρίστησε, γύρισε την πλάτη της και έφυγε. Το λίκνισμα της του θύμισε ανάλογους κυματισμούς, όταν έπιανε ελαφρύ αεράκι, στο αγαπημένο του ποτάμι.

Η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά. Μπήκε γρήγορα στη βάρκα και ανοίχτηκε στο ποτάμι που στο συγκεκριμένο σημείο πλάταινε και δημιουργούσε μια μικρή ουσιαστικά λίμνη. Την είδε να χάνεται στις φυλλωσιές των δένδρων. Το μυαλό έπαψε να σκέφτεται τη φύση, μαγεμένο από κάτι πιο γήινο αυτή τη φορά…

Υπολόγισε την ώρα της διαδρομής της – άλλωστε πολλές φορές και ο ίδιος την είχε κάνει- και φρόντισε να είναι εκεί στο πρώτο σημείο συνάντησης τους με την βαρκούλα του. Στο ιδρωμένο μπλουζάκι της, διαγραφόταν (ή ήταν η ιδέα του;) το στήθος της.

«Πως σας φάνηκε η διαδρομή; Άξιζε τον κόπο και τον χρόνο σας;» την ρώτησε, διακρίνοντας και ο ίδιος μια ανεπαίσθητη ταραχή. Το είχε ξεχάσει αυτό το «σπορ» σκέφτηκε, πλησιάζονται πια στα 50.

Και αυτή πόσο άραγε να ήταν; 45;, 48; Πάντως πολύ καλά κρατιόταν για τη ηλικία της έκανε σκεφτόμενος πιο τολμηρά.

«Ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία για μένα. Πρώτη φορά έρχομαι στα μέρη σας. Εκεί στην Αυστραλία που ζω, είχα ακούσει πολλά για την περιοχή σας από συμπατριώτες σας, οι οποίοι μου πρότειναν να επισκεφτώ τον τόπο και να φιλοξενηθώ από συγγενικά τους πρόσωπα. Θα είμαι για έναν – δύο μήνες στην Ελλάδα σε αποστολή του Πανεπιστημίου μου», απάντησε.

«Ξέρετε εγώ κάθε Παρασκευή που τελειώνω από το σχολείο έρχομαι εδώ για να ηρεμήσω. Αν θέλετε και είστε στα μέρη μας θα με βρείτε την ίδια ώρα, στο ίδιο μέρος»

Δεν του απάντησε. Απλά του χαμογέλασε, του ευχήθηκε «καληνύχτα και καλό ξημέρωμα» που όπως του διευκρίνισε ευχόταν πάντα μ’ αυτόν τον τρόπο στα μέρη της και έφυγε.

Η βδομάδα πέρασε γρήγορα. Οι σκέψεις μπερδεμένες. Η ελπίδα και το άγχος ότι ίσως την ξανάβλεπε τον είχαν κυριεύσει. Έκανε σαν μαθητούδι. Ούτε και η γκρίνια της γυναίκας του για το ότι ήταν συνεχώς αφηρημένος ή γιατί ξεχνούσε να φέρει τα μισά ψώνια από αυτά που του παρήγγειλε τον πείραζε πια.

Επιτέλους έφτασε η Παρασκευή. Ήταν η πρώτη φορά που φρόντισε τον εαυτό του. Φόρεσε εκείνο το μπλουτζίν που όλοι λέγανε ότι το έδειχνε μικρότερο και εκείνη την μπλούζα που του θυμίζε ταινία του Αλαιν Ντελον (τρομάρα του…)

Η αγωνία του, δεν κράτησε για πολύ. Την είδε να πλησιάζει. Του φάνηκε σαν να είχε βάλει και ρουζ στα μαγουλά της κάτι που τόνιζε τα πανέμορφα μάτια της.

Αισθάνθηκε γοητευμένος. Ένιωσε να χάνει τα λόγια του, αυτός που ήξερε απ’ έξω και ανακατωτά, δεκάδες στίχους μεγάλων ποιητών. Αυτός που πάντα καμάρωνε για τους εκατοντάδες τίτλους βιβλίων που είχε στις βιβλιοθήκες του.

Σκέφτηκε ξανά τον συγχωρεμένο πατέρα του που πάντα τον συμβούλευε: «Πρόσεχε γιέ μου του γεροντο-έρωτες. Μπορεί να σε καταστρέψουν».

Και αυτή τι γύρευε πραγματικά; Μόνη σε έναν ξένο τόπο, με έναν άγνωστο άντρα;

Πάντως έδειχνε εξαιρετικά σοβαρή για να ζητά εφήμερες περιπέτειες.

Την πρότεινε όσο πιο ευγενικά- αλλά τελικά ντροπαλά του βγήκε- να της κάνει μία βαρκάδα στο ποτάμι.

Εκεί στο πιο βαθύ κομμάτι του, με το αγκίστρι να περιμένει μάταια όπως αποδείχτηκε να τσιμπήσει καμία πέστροφα, του άνοιξε την καρδιά της. Για τις ομορφιές της Ελλάδας που τώρα είχε ευκαιρία να τις δει για πρώτη φορά ,μια και είχε γεννηθεί στην Αυστραλία. Για τη φυγή της που ήταν αναγκαστική όπως τη χαρακτήρισε για να ξεχάσει την προδοσία του μέχρι τότε αγαπημένου της. Για την ανάγκη που έχει να μην επιτρέψει σε κανέναν να την πληγώσει ξανά.

Η γυναίκα του, τον έδωσε τη σχετική άδεια που της ζήτησε «για να πάει ταβέρνα με τους φίλους στη γειτονική πόλη». Και αυτός λέγοντας το πρώτο ψέμα-θα ακολουθούσαν και άλλα- δέχτηκε να την συνοδέψει για να πιεί μαζί της μια ρετσίνα, έστω και αν αυτή αποδείχτηκε ότι την έπινε μόνο με κόκα-κόλα.

Με τη ρετσίνα να λύνει γλώσσες και καρδιές η συζήτησή τους κράτησε μέχρι αργά. Η επιστροφή με το αυτοκίνητο του γεμάτο σιωπές. Μόνο αποχαιρετώντας τον, έσκυψε και τον φίλησε στο μάγουλο.

Κοκκίνισε, αλλά το σκοτάδι ήταν για μία ακόμη φορά σύμμαχός του.

«Τι θα έλεγες να πηγαίναμε και αύριο βαρκάδα» του είπε, κλείνοντας του όλο χάρη το μάτι.

Αισθάνθηκε αδύναμος απέναντί της. Δεν της απάντησε αν και μέσα του γνώριζε ήδη την απάντηση.

Και να , αυτός που είχε ως ευλαβική συνήθεια να βλέπει την ποδοσφαιρική ερασιτεχνική ομάδα του χωριού ομάδα του κάθε Σάββατο , θα γινόταν σαν τον Φαίδων Γεωργίτση που ο έρωτας τον είχε αναγκάσει μέχρι και το μουστάκι να ξυρίσει…

Η βαρκάδα το Σαββατόβραδο τους έφερε ακόμη πιο κοντά. Απόρησε με τον εαυτό του και την τόλμη του. Λες και ήταν δύο έφηβοι που ζούσαν τα πρώτα τους ερωτικά σκιρτήματα….

Τα ραντεβού τους συνεχίστηκαν σταθερά κάθε Παρασκευή. Η κλεψύδρα του χρόνου όμως είχε αρχίσει να τελειώνει…

Όμως «ότι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο» τραγουδούσε ο Πάνος Γαβαλάς και αυτός που από μικρός το σιγοψιθύριζε το είχε ξεχάσει.

Η τελευταία Παρασκευή ήταν όπως τη περίμενε. Αυτή έτοιμη για μία «τελευταία βαρκάδα» όπως του είπε και αυτό έτοιμος «Για τον μεγάλο αποχαιρετισμό» τον τίτλο του αγαπημένου του νουάρ του Ρ. Τσάντλερ.

Δεν άντεξε στο τέλος. Αντιστράφηκαν οι ρόλοι. Ήταν αυτός που έσκυψε στον ώμο της ,κλαίγοντας απαρηγόρητα.

Τα ίχνη της χάθηκαν από τότε. Ούτε διεύθυνση, ούτε τηλέφωνο, ούτε μειλ, ούτε φβ.

Και αυτός να σέρνει όλα αυτά χρόνια τη ζωή του. Η γυναίκα του, είχε εγκαταλείψει εδώ και δύο χρόνια τα «εγκόσμια από την κακιά αρρώστια». Και αυτός μαγκούφης χωρίς παιδιά , να μην μπορεί να χαρεί τη σύνταξη που μόλις είχε πάρει.

Μόνο να, μετά το θάνατο της γυναίκας του- είχε αποφασίσει να αλλάξει το χρώμα της βάρκας του και από κόκκινο- το χρώμα της ομάδας του- να το βάψει γαλάζιο όπως τα μάτια εκείνης…

Κάθε Παρασκευή – μοιραίος και άβουλος- όπως θα έλεγε και αγαπημένος του ποιητής, έπαιρνε το αμάξι του και κατέβαινε στο ποτάμι, φροντίζοντας την βάρκα του που και αυτή παρά τις επισκευές που της έκανε γερνούσε μαζί του.

Τα μάτια του είχαν πάψει να βλέπουν, χωρίς τη βοήθεια των γυαλιών. Και αυτό το φως δεν τον βοηθούσε καθόλου.

Φόρεσε τα γυαλιά του.

Ήταν πιο γεμάτη πια, και το μαλλί της το είχε κομμένο κοντό.

Όμως εκείνα τα μάτια, παρά τις ρυτίδες τους, είχαν την φλόγα της πρώτης τους συνάντησης. Ήταν εκείνη. Του χαμογέλασε.

«’Ήρθα για την βαρκάδα που περίμενα όλα αυτά τα χρόνια.»

Δεν της απάντησε. Την κοίταξε, δάκρυσε, μπήκαν στο βαρκάκι και ανοίχτηκαν στο ποτάμι. Το φεγγάρι που καθρεπτιζόταν στα πράσινα νερά του τους έκλεισε το μάτι…_________________________________________________________________________________________________

Αλέκος Α. Χατζηκώστας  Δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Η Άλλη Άποψη της Ημαθίας» και του alli-apopsi.gr. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και site εδώ και δεκαετίες, ενώ έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις σε μια σειρά ιστορικά συνέδρια και ημερίδες. Έχει εκδώσει 7 βιβλία και συμμετέχει σε συλλογικούς τόμους.