Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ, του Αλέκου Χατζηκώστα

Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //

Ομολογώ ότι τα δύο άσπρα πουλάκια στο εξώφυλλο που κάθονται σε άσπρα κλαράκια και το τρίτο το σκουρόχρωμο, σε μαύρο κλαρί με έβαλαν σε σκέψεις σχετικά με το συμβολισμό τους. Μήπως είναι τα «τρία πουλάκια που κάθονταν» από το Δημοτικό Τραγούδι; Μήπως θέλει από τη μία να προδιαθέσει τον αναγνώστη για το παιχνίδι του αρνητικού με το θετικό στη ζωή, όπως προκύπτει στα διηγήματα; Δεν ξέρω. Πάντως σ’ ένα διήγημα αναφέρεται μια φράση από πασίγνωστο τραγούδι: «Θα ζήσω ελεύθερο πουλί…» (σελ. 84). Μέχρι εκεί. Ο αναγνώστης μπορεί να συνεχίσει νοερά «κι όχι κορόιδο στο κλουβί…». Ένα άλλο που προκαλεί ερωτηματικά είναι το κείμενο στο οπισθόφυλλο. Πριν αρχίσω να διαβάζω ένα βιβλίο κοιτάζω πάντα το εξώφυλλο, μπροστά και πίσω. Στο οπισθόφυλλο πάνω στα κλαριά υπάρχει ένα κάδρο με 15 ερωτήματα που αντιστοιχούν στα 15 διηγήματα τα οποία, όπως υπόσχονται στον αναγνώστη, προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις οδηγώντας σε νέα ερωτήματα και, πράγματι, απαντήσεις δίνονται, αλλά νέα ερωτήματα, εμένα τουλάχιστον, δεν μου δημιουργήθηκαν.

Αφήνουμε το εξώφυλλο και ανοίγουμε το βιβλιο. Περιλαμβάνει τέσσερεις ενότητες. Σε κάθε ενότητα προηγείται ένα απόσπασμα από έργο συγγραφέα που προδιαθέτει τον αναγνώστη για το «ποιόν» των διηγημάτων. Έτσι, το πρώτο με τέσσερεις μικρές ιστορίες συναισθηματικές-ερωτικές «εισάγεται» κατά κάποιο τρόπο με απόσπασμα από το «Σάρκινο λόγο» του Γιάννη Ρίτσου: «Τί όμορφη που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει. Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου δέομαι: Κρύψου.» Στην πρώτη μικρή ιστορία ένα μεγάλο όνειρο σβήνει, αλλά και ανασταίνεται κάθε μέρα. Στη δεύτερη η μεγάλη αγάπη δεν κατακτιέται με το θεσμό του γάμου, αλλά το όνειρο παραμένει. Κάποιοι πιστεύουν άλλωστε, ότι δεν παντρεύεται κανείς τη μεγάλη αγάπη του. Στην τρίτη ιστορία το όνειρο κρατήθηκε και έχει και «χάπι εντ». Στην τελευταία ιστορία της πρώτης ενότητας ο θάνατος δεν νίκησε την αγάπη. Χαρακτηριστικό των ιστοριών που αποτελούνται από πολλά καθημερινά στιγμιότυπα συνθέτοντας, όμως, ιστορίες ζωής, είναι το απροσδόκητο. Τίποτα δεν είναι προβλέψιμο στις ανθρώπινες σχέσεις, πόσο μάλλον στις σχέσεις αγάπης και έρωτα κι αυτό αντανακλάται στις ιστορίες αυτές.

Στη δεύτερη ενότητα με τρεις ιστορίες πιο μεγάλες ο αναγνώστης προετοιμάζεται με τα εξής λόγια του Σάμουελ Ντάσιελ Χάμετ: «Σ’ ένα εξαιρετικά πολύπλοκο πρόβλημα, η βασική διαφορά ανάμεσα στον ντετέκτιβ των βιβλίων και στον πραγματικό ντετέκτιβ είναι ότι ο πρώτος συνήθως έχει ελάχιστα στοιχεία για να ξεκινήσει, ενώ ο δεύτερος υπερβολικά πολλά». Δεν ξέρω αν αληθεύει αυτό, αν υπάρχουν αυτά τα δύο είδη ντετέκτιβ. Οι υποθέσεις στα βιβλία με ντετέκτιβ συνήθως παίρνονται από αληθινά περιστατικά ή/και από τα αρχεία των αστυνομικών τμημάτων. Άρα ο ντετέκτιβ των βιβλίων είναι και πραγματικός ντετέκτιβ. Και στις τρεις ιστορίες της δεύτερης αυτής ενότητας – είναι μεγαλύτερες από τις προηγούμενες – το στοιχείο του «σασπένς» υπάρχει και το ύφος ακουμπάει στο λογοτεχνικό είδος που συνήθως ονομάζεται «αστυνομικό». Όχι, όμως, τελείως. Στην πρώτη ιστορία ένας δημοσιογράφος επαρχιακής εφημερίδας ερευνά μια υπόθεση, στη δεύτερη ένας εισαγγελέας και στην τρίτη ιστορία μία αστυνομικός. Η πρώτη ιστορία – η μεγαλύτερη όλου του βιβλίου- είναι πολιτική-ιδεολογική, κάτι που δεν υπήρχε στο πρώτο μέρος με τις συναισθηματικές-ερωτικές ιστορίες – το παρελθόν της αντίστασης με τους διωγμούς που ακολούθησαν, ιδιαίτερα των κομμουνιστών, εκτείνει τα πλοκάμια της μέχρι το παρόν και εμφανίζεται στο δημοσιογράφο μέσα από την πυρκαγιά σ’ ένα παλαιό αρχοντικό σπίτι που με την πρώτη ματιά δεν μοιάζει παρά με μια συνηθισμένη φωτιά, όπου στέλνεται από την εφημερίδα του ο δημοσιογράφος για ρεπορτάζ. Η φωτιά αυτή, όμως, φέρνει αποκαλύψεις με μεγάλες συνέπειες. Εδώ το ύφος γραφής αλλάζει σε σχέση με το πρώτο μέρος. Εμφανίζεται η κριτική στις κοινωνικές καταστάσεις μέσα από «μπηχτές» διάσπαρτες στις σελίδες, επανέρχεται το εφιαλτικό παρελθόν μέσα από ανατριχιαστικά ντοκουμέντα των πέτρινων χρόνων και της χούντας που ανακαλύπτει ο δημοσιογράφος και που διαπλέκονται με στοιχεία θρίλερ. Κι εδώ η μη-προβλεψιμότητα. Είναι η πιο απροκάλυπτα πολιτική ιστορία του βιβλίου. Απροκάλυπτα λέμε, γιατί η πολιτική διάσταση μας κλείνει το μάτι ανάμεσα στις γραμμές και των περισσότερων άλλων διηγημάτων. Στη δεύτερη ιστορία της δεύτερης ενότητας έχει σειρά το παραδικαστικό κύκλωμα στην επαρχία, οι κομπίνες και η διαφθορά. Μια διάσταση ειλικρίνειας ενσαρκώνεται σε…αλλοδαπό ή μάλλον αλλοδαπό, μπογιατζή που έβαφε τον εξωτερικό τοίχο του επαρχιακού δικαστηρίου και έβλεπε πολλά! Παρεμπιπτώντος επικρίνεται η εργολαβία με αλλοδαπούς εργάτες. Τέτοια υπάρχουν πολλά στο βιβλίο και ο αναγνώστης πρέπει να προσέχει τα κοινωνικά μηνύματα ανάμεσα στις γραμμές. Και πάλι εδώ, το τέλος είναι απρόβλεπτο.

Στην τρίτη ιστορία της δεύτερης ενότητας βγαίνει στη φόρα η σύγκρουση του εμπορικού συμφέροντος με το οικολογικό ζήτημα. Πολιτική και ιδεολογία παρούσες κι εδώ. Ένας αγνός αγωνιστής, που αυτοπροσδιορίζεται ως ανένταχτος κομμουνιστής, πάει κόντρα στην κατασκευή ενός αιολικού πάρκου στο αγαπημένο του βουνό και βρίσκεται δολοφονημένος από τσιμπήματα σφηκών. Η αδερφή του, που « δούλευε στην Αστυνομική Διεύθυνση της συμπρωτεύουσας και με την οποία δεν είχαν τις καλύτερες σχέσεις λόγω των οξύτατών τους ιδεολογικών διαφορών» μυρίζει με το αστυνομικό της ένστικτο και την εμπειρία της στην υπηρεσία ότι κάτι βρωμάει στην υπόθεση και μια και πρόκειται για τον αδερφό της, αρχίζει να το ψάχνει…Λίγο παρακάτω εξηγούνται οι ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στα δύο αδέρφια: «Εκείνος «ανένταχτος κομμουνιστής» όπως αυτοπροσδιοριζόταν και εκείνη παλιότερα στο χώρο του ΠΑΣΟΚ και τώρα πια με τη νέα κυβέρνηση, υπολογίζοντας ίσως ότι όλο και κάποια προαγωγή θα έπαιρνε για τη στάση της αυτή» (σελ. 84). Δεν την αφήνει η υπόθεση, γιατί «αισθάνθηκε την ανάγκη να σταθεί στο πλάι της μάνας της και κυρίως, έστω και καθυστερημένα, έστω και νοερά, να έλθει σε επαφή με το νήμα που την ένωνε με τον αδικοχαμένο αδερφό της» (σελ. 87). Και το καταφέρνει με μαεστρία σε μια μη προβλέψιμη ακολουθία κινήσεων.

Οι 3 πρώτες των 4 μικρών ιστοριών που αποτελούν το τρίτο μέρος του βιβλίου είναι πολιτικές, χρονογραφικές σ’ ό, τι αφορά το στυλ. Σ’ αυτή την ενότητα προηγείται το εξής απόσπασμα από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη «Κάτω απ’ την παλάμη μας»: «Κι όταν κάνουμε το καθήκον μας/νιώθουμε κάτω απ’ την παλάμη μας κάτι σίγουρο κι ακέραιο/σα να κρατάμε μες στα χέρια μας/ολάκερο τον κόσμο». Γραμμένο με αφορμή το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία το 2016 ο πρωταγωνιστής της ιστορίας θυμάται το πετυχημένο πραξικόπημα του 1980 από τον Εβρέν στη γείτονα. Τονίζεται η αλληλεγγύη στον τούρκικο λαό εκ μέρους του ελληνικού και στο σύνολο προστίθεται μια πινελιά χιούμορ με ένα ανέκδοτο γύρω από έναν «μεταφραστή» που δεν ήταν μεταφραστής.
Ακολουθεί μια ιστορία για το δημοψήφισμα στην Ελλάδα του 1974 για το βασιλιά, γραμμένη με αφορμή το δημοψήφισμα του 2015. Η μνήμη τρέχει πίσω στο 1974 με την πολιτικοποίηση του πρωταγωνιστή μέσα από τα γεγονότα ένα χρόνο μετά από το Πολυτεχνείο. Και στις δύο μεταγενέστερες περιπτώσεις, στη μία το πραξικόπημα στην Τουρκία του 2016, στην άλλη το δημοψήφισμα στην Ελλάδα του 2015, τα γεγονότα δεν οδήγησαν σε μια συνειδητοποίηση και πολιτικοποίηση που μπορεί να συγκριθεί στο ελάχιστο με τα γεγονότα του 1974 στην Ελλάδα και του 1980 στην Τουρκία και ίσως έμμεσα αυτό θέλει να δείξει ο συγγραφέας με την ιστορία του αυτή. Συνειρμικά, όμως, το γέγονος του δημοψηφίσματος στην Ελλάδα του 2015 και το πραξικόπημα στην Τουρκία του 2016 φέρνει στο νου το 1974 και το 1980 αντίστοιχα. Το μεταγενέστερο πραξικόπημα στην Τουρκία δεν έφερε καν κύμα αλληλεγγύης στην Ελλάδα, όπως τότε το 1980 και το δημοψήφισμα για το βασιλιά στην Ελλάδα είχε πολύ πιο ουσιαστικό περιεχόμενο από το δημοψήφισμα του 2015 που ήταν επιλογή ανάμεσα σε Ναι και Ναι κι ας μην το κατάλαβαν όλοι.

Στην τρίτη ιστορία της τρίτης ενότητας βρισκόμαστε σε μια προεκλογική εκστρατεία λίγα χρόνια μετά τη χούντα. Η ΝΔ να σαρώνει, το Πασοκ σε άνοδο και κάποιοι σύντροφοι πάνε σε κάποιο «γαλάζιο» χωριό για προεκλογική εκδήλωση. Με έκπληξη παρακολουθεί ο αναγνώστης πώς μια συγκέντρωση Γαλάζιων μετατρέπεται σε πετυχημένη συγκέντρωση υπέρ των Κόκκινων εξαιτίας μιας πολύ έξυπνης μανούβρας συντρόφου. Η ιστορία-ανέκδοτο-χρονογράφημα τελειώνει με «ολίγον μάθημα». Δηλαδή αναφέρονται οι πέντε δυσκολίες που πρέπει να ξεπεράσει κανείς λέγοντας την αλήθεια, όπως τις διατύπωσε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ. Και κλείνει η ενότητα με μια ιστορία που διαδραματίζεται σε στρατόπεδο με φαντάρους και κεντρικό πρόσωπο-αριστερό να έχει μετατεθεί σε συνοριακό φυλάκιο ως αρχιφύλακας. Έλεγε ο διοικητής: «Η θέση που σου εμπιστεύτηκε η πατρίδα-αυτή του αρχιφύλακα σε συνοριακό φυλάκιο- που άνηκε παλιότερα στην ένδοξη γραμμή αμύνης του Μεταξά- επιβάλλει από την πλευρά σου ανάλογη σοβαρότητα. Να προσέχεις τους νεότερους συναδέλφους σου, που συχνά αγριεύουν από το περιβάλλον και κάνουν κουταμάρες. Και φυσικά να μην τους κάνεις πολιτική προπαγάνδα, όπως συνηθίζεις. Αλλά όπως έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι ουδέν κακό αμιγές καλού. Εδώ θα έχει ησυχία και θα διαβάζεις όσο θέλεις» (σελ. 124). Κάνει, όμως, έναν αγώνα για να φέρουν ρεύμα στο φυλάκιο και τελικά πραγματοποιείται το αίτημα. Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και σε ατμόσφαιρα εορτασμού ο διοικητής του λέει: «Θυμάσαι εκείνο το σύνθημα που φώναζες στα φοιτητικά σου χρόνια; Μ’ αγώνες κατακτάμε τα δικαιώματά μας. Φαίνεται πως είχες δίκιο. Έφτασε διαταγή από το σώμα. Από βδομάδα έρχεται συνεργείο. […] Ήταν το πρωτοχρονιάτικο δώρο μου. Άντε και στα Φώτα, με πραγματικό φωτισμό» (σελ. 130). Εικάζουμε ότι το υλικό της μνήμης είναι η μαγιά για το συγγραφικό έργο και σ’ αυτή την περίπτωση. Το αυτοβιογραφικό στοιχείο δεν αποφεύγεται εύκολα στο γράψιμο.

Φτάσαμε στην τέταρτη ενότητα που εισάγεται με ενα απόσπασμα από το έργο του Γιάννη Βαρβέρη «Ο πατέρας δεν πίνει στους ουρανούς», από τις ιστορίες της ζωής του πατέρα «μου»: “Χθες είδα πάλι στον ύπνο μου τον πατέρα. Καθόμασταν οι δυό μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντηλο.

Κάποιος μας έφερε δύο ποτηράκια και κρασί.

-Είσαι καλά; Του λέω.
-Καλά, καλά, και μου ‘πιασε το χέρι.
-Άντε, στην υγειά σου, είπε.
Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι.
-Δεν πίνεις; Ρώτησα.
-Εσύ να πιεις, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω…»

Η ενότητα αυτή περιλαμβάνει 4 ιστορίες σαν χαριτωμένα ανέκδοτα κλείνοντας το μάτι προς μια ελαφριά πολιτική-κοινωνική διάσταση, εκτός από την τρίτη ιστορία της ενότητας που προκαλεί απλώς ένα αυθόρμητο γέλιο. Το καλύτερο χιούμορ βγαίνει εκεί που δεν υπάρχει σκοπός για χιούμορ. Αν πω «λάιτ» σαν χαρακτηρισμό για την τετράδα αυτή, δεν το εννοώ απαξιωτικά. Και το ελαφρύ μπορεί να περάσει μήνυμα και να αφυπνίσει συνειδήσεις με το μαλακό. Αυτό σίγουρα ισχύει γι’ αυτή την ενότητα που κλείνει την όλη σύνθεση. Ο πατέρας δεν πίνει στους ουρανούς για να μην ξεχάσει, λέει το προλογικό απόσπασμα που μόλις διαβάσαμε. Οι 15 ιστορίες του βιβλίου του Αλέκου Χατζηκώστα μας λένε με δεκαπέντε διαφορετικούς τρόπους πώς να μην ξεχάσουμε.

_______________________________________________________________________________________________________

Άννεκε Ιωαννάτου, Doctoral κλασικής φιλολογίας, νεοελληνικής και συγκριτικής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης. Κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.