Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μνήμη Κώστα Ταχτσή

Επιμέλεια Βασίλης Κρίτσας //

Σαν σήμερα πριν από 27 χρόνια στραγγαλίστηκε στο σπίτι του στον Κολονό, ο δημοφιλής Έλληνας συγγραφέας Κώστας Ταχτσής, που έγινε κυρίως γνωστός από το «Τρίτο Στεφάνι» και τη μεταφορά του στην τηλεόραση (αφότου είχε πεθάνει ο ίδιος). Με αφορμή τη σημερινή επέτειο, δημοσιεύουμε σήμερα ένα κείμενο του Κ.Τ με τίτλο «Μνήμη Αποκριάς», που μπορεί σε πρώτη όψη να μοιάζει κάπως ανεπίκαιρο, καθότι Αποκριάτικο, αλλά κατά βάθος έχει ιδιαίτερα επίκαιρο χαρακτήρα με τους μασκαράδες και την προεκλογική παράσταση που δίνεται καθημερινά στις οθόνες μας.

Μνήμη της Αποκριάς

Στην τεχνολογική μας εποχή, που όλα έχουν μολυνθεί –το περιβάλλον, οι ανθρώπινες αξίες, τα ήθη και τα έθιμα- επαίρομαι καμιά φορά για την καλή τύχη που είχα να προλάβω τη ζωή σε εκείνη την τελευταία σχετικά ειδυλλιακή δεκαετία του 30’, πριν τον Πόλεμο. Τουλάχιστον, λέω με το νου μου, ήμουνα παιδί την εποχή που μπορούσαμε ακόμα να παίζουμε στο δρόμο του σπιτιού μας μπάλλα ή αμάδες, χωρίς να κινδυνεύουμε απ’ τ’ αυτοκίνητα. Ήμουνα παιδί, όταν μπορούσες να καθήσεις ακόμα στο μπαλκόνι χωρίς να σε τρελαίνει ο θόρυβος ή να εισπνέεις καυσαέρια, και να διαβάζεις, όχι Λούκυ-Λουκ, αλλά τον Καραγκιόζη, όταν οι ακτές του Παλαιού Φαλήρου, είκοσι λεπτά με το τραμ, ήταν ακόμα πεντακάθαρες, όταν η χοντρή φέτα του ψωμιού που προσφάιζες με λίγο τυρί ήταν αληθινό ψωμί, κι όχι αφρολέξ, όπως είναι τώρα ακόμα και το λεγόμενο «χωριάτικο».

Ε, λοιπόν, με τον ίδιο τρόπο, χαίρομαι κι επαίρομαι πού πρόλαβα να ζήσω, έστω και στις τελευταίες τους αναλαμπές, τις γνήσιες ελληνικές Απόκριες. Που πρόλαβα το γαϊτανάκι, τον ξυλοπόδαρο και το αλογάκι κάτω απ’ το οποίο φαινόντουσαν τα πόδια του ιππέα, χωρίς άλλο η ύστατη επιβίωση μιας ιδέας, που πολύ πιθανό να ξεκίνησε από τους Ιππείς του Αριστοφάνη και που λίγο αργότερα εξαφανίστηκε για πάντα, έγινε σκόνη, όπως σκόνη κοντεύουνε να γίνουν ακόμα και τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Χαίρομαι που πρόλαβα το αθηναϊκό καρναβάλι του Ψυρρή, όταν οι σερπαντίνες από μπαλκόνι σε μπαλκόνι σχημάτιζαν ένα πολύχρωμο θόλο πάνω απ’ τα στενά δρομάκια, το πανδαιμόνιο απ’ τις λατέρνες, τις ρομβίες, και τους φωνόγραφους με τα χρωματιστά χωνιά και τις ροκάνες ξύλινες, όχι πλαστικές ροκάνες, και τα τραγούδια των παλιών αθηναίων μέσα στις ταβέρνες –μηλί-βάι-μηλί-μηλίτσα που ‘σαι στο γκρεμνό, τα μήλα φορτωμένη.

Με αυτή τη γενική μνήμη, που οφείλω στην εποχή, μπλέκονται, φυσικά, κι οι μνήμες από καθαρά προσωπικά βιώματα, λίγο-πολύ του είδους που έχουν τα παιδιά ασχέτως εποχής, μόνο που στη δική μου περίπτωση ίσως να ‘τανε λιγότερο κοινότοπα απ’ των άλλων παιδιών της τάξης μου. Υπήρχε φυσικά η ετήσια αγωνία κι η συγκίνηση για τα μασκαράτικα που θα φορούσα, αλλά με κάποιες ιδιοτυπίες, που σκίαζαν την ευτυχία μου. Γιατί τέτοιες μέρες θυμόταν πάντα η γιαγιά μου πιο έντονα το παρελθόν – όπως εγώ τώρα – κι ύστερα απ’ την αναπόληση του παλιού «καλού καιρού», επιδιδόταν με μανία σ’ ατελείωτες θρηνολογίες για τη «σημερινή κατάντια». Μου ‘ραβε στη ραπτομηχανή μάρκας Köhler (Κέλλερ), που εμείς προφέραμ «Κόχλερ», το πρώτο μου αποκριάτικο κοστούμι και μουρμούριζε: «Χμ’ Μάνα είν’ αυτή;» -για τη μάνα μου. «Πώς είναι δυνατόν να ‘χει βγει αυτό το κορίτσι απ’ τη δική μου κοιλιά! Ν’΄αδιαφορεί για το γιο της και να πρέπει να κάθομ’ εγώ να του ράβω τα μασκαράτικά του να χαρεί κι αυτός όπως όλα τα παιδιά. Κι όχι μόνο δε θα μου δώσει το πενηντάρι που πλήρωσα για το ατλάζι, παρά δε θα μου πει ούτε ένα ευχαριστώ. Εγγονός σου είναι, θα μου πει. Καταλαβαίνεις κύριε; Κι επειδή είναι δικός μου εγγονός, παύει να ‘ναι και δικός της;…» Κι ενώ έβλεπα μαγεμένος να μεταμορφώνεται σιγά-σιγά το κόκκινο ατλάζι και το τούλι σ’ ένα –το πιο ωραίο του κόσμου- κοστούμι πιερόττου, ανέβαινε κι ένας κόμπος και καθόταν στο λαιμό μου. Αλλά φαίνεται όχι για πολύ, γιατί δεν τον βλέπω τώρα στη φωτογραφία του εξάχρονου, γελαστού και κάπως διαβολικού πιερόττου που ‘χω μπροστά μου.

Στις παιδικές μου αναμνήσεις, τουλάχιστον όσον αφορά τις Απόκριες, μεσολαβεί ένα κενό –ρία ή τέσσερα χρόνια. Γιατί το δεύτερο κοστούμι που θυμάμαι, το φόρεσα όταν πήγαινα ή στην τρίτη ή στην τέταρτη τάξη του Δημοτικού. Καμωμένο εκ των ενόντων, ένα κομμάτι πράσινη κλάρα με κόκκκινα τριαντάφυλλα, δύο μπρούντζινοι χαλκάδες βγαλμένοι απ’ την κορνίζα της κουρτίνας για σκουλαρίκια, ένα πράσινο φουλάρι στο κεφάλι, κραγιόν και ρουζ της θείας Τζένης στα χείλια και τα μάγουλα, μια κατάμαυρη ελιά με το μολύβι των φρυδιών, ένα ντέφι που βρισκότανε στο σπίτι από την προηγούμενη Αποκριά, κι η γειτονιά δεν είχε δει ποτέ πιο όμορφη τσιγγάνα. Μα κι από κείνο το Κυριακάτικο, ηλιόλουστο μεσημέρι, δεν έλειψαν οι σκιές.

Γιατί οι ενδόμυχες επιφυλάξεις που είχα κι εγώ ο ίδιος, μεταμορφώθηκαν φρήγορα σε πανικό απ’ τα χάχανα που έβαλαν τα παιδιά της γειτονιάς όταν με είδαν να φτάνω στη πλατεία –πλατεία είναι τώρα, τότε ήταν μια απέραντη αλάνα – και μόνο από πείσμα δεν το ‘βαλα στα πόδια κι επειδή, βέβαια, με την κλαρωτή φούστα ως τον αστράγαλο δεν ήταν βολικό να τρέξω. Κι υπέστην γενναία και τα χάχανα των παιδιών, και τα ανάμεικτα σχόλια των μεγάλων. Και την επόμενη, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς εκείνης του 1936, ξαναντύθηκα τσιγγάνα και με πήγε η θεία Τζένη στον Εθνικό Κήπο, εκεί που κανείς δεν ήξερε αν ήμουνα αγόρι ή κορίτσι, και βγάλαμε και μια φωτογραφία, μα δεν την έχω – όταν την είδε η μάνα μου το καλοκαίρι που ‘ρθε στην Αθήνα, έγινε έξω φρενών και την έκανε δέκα κομμάτια.

Αλλά με τις Απόκριες, εκτός απ’ τις χαρές και τις λύπες της, υπάρχει χαραγμένο έντονα στη μνήμη μου και κάτι άλλο, ένα τίποτα, που ήταν όμως χαρακτηριστικό του εκκολαπτόμενου διανοούμενου. Διάβαζα στο ημερολόγιο του τοίχου «Άρχεται το Τριώδιον». Γιατί «άρχεται» κι όχι «αρχίζει»; Τι σημαίνει η λέξε «Τριώδιον»; Και γιατί «Κυριακή των Απόκρεω κι όχι της Αποκριάς, όπως έλεγε όλος ο κόσμος; Πώς έκανε στην ονομαστική; Τι σήμαινε; Βαθιές απορίες κι οι εξηγήσεις της γιαγιάς κάθε άλλο παρά ικανοποιητικές. Και τι συγκίνηση όταν, φυλλομετρώντας σ’ ηλικία έντεκα χρονώ το Λεξικό της Πρωίας, έμαθα τυχαία ότι σήμαινε «από του κρέατος αποχήν» και συνειδητοποίησα ξαφνικά την ύπαρξη αυτού του πράγματος που λέγεται ετυμολογία, και που ήταν και μένει πάντα για μένα καθαρή μαγεία!

Ύστερ’ ήρθ’ ο πόλεμος. Με τους μισούς άντρες ντυμένους στρατιώτες, ναύτες ή αεροπόρους, με τους Αυστραλούς και τους Νεοζηλανδούς που φορούσαν τα παράξενα εκείνα καπέλλα, κι ακόμα περισσότερο τους Ιταλούς Βερασαλλιέρους και τους Λύκους της Τοσκάνας, που τους περνούσαν επιδεικτικά απ’ την οδό Πανεπιστημίου, η Αθήνα είχε έτσι κι αλλιώς μια πολύ αποκριάτικη ατμόσφαιρα, στην οποία δεν πρόσθεσε τίποτα η πραγματική Αποκριά όταν μπήκε – το Φλεβάρη, άλλωστε, τα πράγματα δεν ήταν πολύ ρόδινα στην Αλβανία, ακόμα κι εγώ το ‘ξερα, κι η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Άλλο κενό, λοιπόν, στις αναμνήσεις μου. Κι όσο για τα χρόνια της Κατοχής, δε χρειάζεται να κάθομαι τώρα να θυμάμαι, με τις μακάβριες εικόνες είναι γεμάτο το κενό τους, αλλά είναι τάχα παράξενο που νιώθω τώρα, εκ των υστέρων τόση νοσταλγία για κείνα τα τελευταία, ξένοιαστα καρναβάλια στου Ψυρρή;

Κι ωστόσο, ούτε η Κατοχή, ούτε οι δύο δεκαετίες που ακολούθησαν, κι η ζωή που ‘φαγα με το κουτάλι, δε μ’ έκαναν να χάσω εντελώς την αθωότητά μου. Δέκα φορές την ημέρα να ντυνόμουνα μασκαράς, ήταν πάντα σα να ΄τανε η πρώτη φορά. Μασκαρεύτηκα και τις Απόκριες του ’66 –μασκαρεύτηκα Τριλογία του Βασιλικού: ένα Φύλλο στο ‘να χέρι, στο άλλο έναν κουβά –το Πηγάδι– κι ένα σεντόνι με χρυσά φτερά στους ώμους – το Αγγέλιασμα – και γέλασε εκείνος πρώτος. Και μασκαρεύτηκα, αν και με πολύ βαριά καρδιά, και τα δύο πρώτα χρόνια της Δικτατορίας. Κι ύστερα, ξαφνικά, έχασα όση αθωότητα κι όσες ψευδαισθήσεις μου είχαν μείνει. Άρχισα να βλέπω τον κόσμο μέσα-έξω. Να βλέπω γύρω μου μασκαράδες όλες τις μέρες του χρόνου, που κι άλλοτε βέβαια υπήρχαν, αλλά που τώρα έπαιρναν διάσταση θεσμού. Έβλεπα προδότες μασκαρεμένους σε σωτήρες του Έθνους. Δειλούς κι άναντρους μασκαρεμένους σε σωτήρες του Έθνους. Δειλούς κι άναντρους μασκαρεμένους σ’ άντρες. Φελλούς μασκαρεμένους σε διανοούμενους ή καλλιτέχνες, ανεύθυνα περοδικά μασκαρεμένα σε περιοδικά ευθύνης, και πάει λέγοντας. Και κατάλαβα πως μέσα σ’ αυτό το γενικό μασκαριλίκι, εκείνοι που μασκαρευόντουσαν πότε-πότε αληθινά, από απελπισία, ήταν ίσως οι λιγότερο μασκαράδες απ’ όλους.