Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΝΤΙΜΙΤΡ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ: «Με μάντρωσαν στο Κόμμα» (Γ’ Μέρος – Τελευταίο)

 

Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //

«Μοιραίο για τον Σοστακόβιτς το 1960! ‘Όλα συνέβησαν εκείνον τον annus horribilis (φρικτή χρονιά, Α.Ι.): η αρρώστια, η σωματική κατάπτωση, η εξασθένηση της βούλησής του και ο πειρασμός της εξουσίας. Το αποτέλεσμα ήταν μια εντελώς απρόβλεπτη κίνησή του, που πολλοί θεωρούν ακόμα και σήμερα ως το μεγαλύτερο λάθος της δημόσιας ζωής του: το 1960 έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος» (Σ. Βολκόφ, Ο Σοστακόβιτς και ο Στάλιν, σελ. 351). Παρακάτω ο Βολκόφ θα τονίσει ότι πρόκειται για ένα μυστηριώδες γεγονός που δεν έχει διευκρινιστεί ακόμα…Εδώ ο Βολκόφ δεν ντρέπεται καθόλου να βγάλει υστερικό και μπεκρή τον Σοστακόβιτς για να εξηγήσει αυτή την «ανείπωτη» πράξη του. Ρώτησε λοιπόν δύο φίλους του που του είπαν, ότι εξαναγκάστηκε ο Σοστακόβιτς από τις αρχές και ότι «ο Σοστακόβιτς είχε μια εξαιρετικά μεγάλη ροπή στην υστερία: έπινε βότκα, έκλαιγε δυνατά κι έδινε την εικόνα ενός ήρωα που είχε βγει από τις σελίδες του Ντοστογιέφσκι, στα πρόθυρα ολοκληρωτικής νευρικής κατάρρευσης, ακόμα και αυτοκτονίας» (στο ίδιο, σελ. 351).

Αλλά και ο γιος του Σοστακόβιτς, Μαξίμ, «θυμάται» ότι ο πατέρας του είχε πει εκείνο το καλοκαίρι του 1960 «με μάντρωσαν στο Κόμμα» και μάλιστα λέει ότι ίσως είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς που δεν έχει ζήσει αυτά τα χρόνια, πώς μπορεί να θεωρείται θύμα κάποιος που είναι βουλευτής του Ανώτατου Σοβιέτ, καλλιτέχνης του λαού της ΕΣΣΔ, ήρωας της Σοσιαλιστικής Εργασίας, κάτοχος πολλών και σημαντικών βραβείων. Κι όμως, «Δυστυχώς ο Σοστακόβιτς δεν έτυχε να ζήσει στη Ρωσία του Νικόλαου Α’, αλλά στη σταλινική Σοβιετική Ένωση» («Ο πατέρας μας DSch, σελ. 174). Αφού και ο Πούσκιν ήταν χαϊδεμένος του τσάρου και έγραφε επαινετικά γι αυτόν, αλλά τον θεωρούσαν υποφέροντα από τη μοναρχία…, σύμφωνα με τη λογική του γιου.

Βλέπουμε κι εδώ τον ανιστόρητο παραλληλισμό που διαπερνά και το βιβλίο του Σ. Βολκόφ, στο οποίο ο συγγραφέας παραδέχεται σε σχέση με την προσχώρηση του Σοστακόβιτς στο Κόμμα, ότι ποτέ δεν θα μπορέσει να μαθευτεί η πραγματικότητα ούτε στα αρχεία του Κόμματος και έτσι ο Βολκόφ ανατρέχει στις αγαπημένες του εικασίες λέγοντας «η αλήθεια εδώ δε βρίσκεται σε όσα διατυπώθηκαν, γραπτά ή προφορικά, αλλά σε όσα δεν ειπώθηκαν» (στο ίδιο, σελ. 352) και…ρίχνεται σε αυθαίρετες ερμηνείες της μουσικής του μεγάλου μουσικοσυνθέτη από όπου βγάζει ό, τι συμπέρασμα θέλει. Έτσι γράφει ότι ο Σοστακόβιτς «μετά το τραγικό γεγονός της προσχώρησής του στο Κόμμα» (σελ. 352) είχε αναφέρει  σε έναν φίλο του τον εξής στίχο του Πούσκιν: «Απ’ τη μοίρα του κανείς δεν ξεφεύγει». Σύμφωνα με τον Βολκόφ «Αυτά τα λόγια μπορούνε να μπουν ως υπότιτλος του Όγδοου Κουαρτέτου, όπου επίσης ακούμε τον απόηχο των σκέψεων του Σοστακόβιτς πάνω στον πρόσφατο θάνατο του Παστερνάκ» (σελ. 352). Ο Βολκόφ συνεχίζει να βρίσκει «αποδείξεις» για τις εικασίες του. Μια σελίδα παρακάτω θα πει: «Στο ποίημα «Με τυραννούν τα βάσανα» αφιερωμένο στη μνήμη του φοιτητή Πάβελ Τσερνίσεφ που πέθανε σε μια φυλακή του τσάρου, υπάρχουν οι πιο κάτω στίχοι:

                            Όπως κι εσύ, έτσι εμείς δεν είμαστε

                           παρά μονάχα χώμα για τους καινούργιους ανθρώπους

                           παρά μονάχα η τρομερή φωνή που προφητεύει

                           τις καινούργιες δοξασμένες μέρες.

Αυτό μας βοηθά να καταλάβουμε σε ποιο βαθμό είχε υποδουλωθεί ο Σοστακόβιτς στην ιδέα της αυτοθυσίας για χάρη της ευτυχίας των επερχόμενων γενιών» (σελ. 353). Έτσι ο Βολκόφ παίρνει το δικαίωμα να θεωρεί το Όγδοο Κουαρτέτο όχι απλώς μια μουσική αυτοβιογραφία του Σοστακόβιτς, αλλά και συγχρόνως τη μουσική αυτονεκρολογία του! Κι όλα αυτά για την προσχώρησή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα, έναν πραγματικό θάνατο που θέλει ρέκβιεμ…είναι η σκέψη που υποβάλλεται στον αναγνώστη μέσα από τους εμπαθείς συλλογισμούς του συγγραφέα.

Το «αυτο-μάντρωμα»

Ας δούμε, όμως, κάποια αποφθέγματα του Σοστακόβιτς για το Κόμμα, όπως ήταν δημοσιευμένα και τα βρίσκουμε στην έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής» με τίτλο Ντιμίτρ Σοστακόβιτς, για τον ίδιο και την εποχή του. Σε παρένθεση θα βάλουμε κάθε φορά τη χρονολογία του αποφθέγματος: «…Ακόμα θυμάμαι τη χαρά όταν η μόλις τελειωμένη Πέμπτη Συμφωνία μου ακούστηκε μπροστά σ’ ένα ακροατήριο στελεχών του Κόμματος της οργάνωσης του Λένινγκραντ. Θα ‘θελα να εκφράσω την ευχή να εφαρμόζεται πιο συχνά η προκαταρκτική ακρόαση των νέων μουσικών έργων από ένα κομματικό ακροατήριο. Το Κόμμα μας δείχνει μεγάλη φροντίδα και προσοχή στην ανάπτυξη της μουσικής ζωής της χώρας μας. Αυτή την έγνοια την έχω αισθανθεί σ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας μου» (1940, σελ. 92).

«Σαν μουσικός θα ήθελα να εκφράσω τις θερμότερες ευχαριστίες μου προς το Κομμουνιστικό μας Κόμμα για το βαθύ ενδιαφέρον που δείχνει για τη σοβιετική μουσική και τους μουσικούς της χώρας. Η σοφία της καθοδήγησης του Κόμματος είναι εγγύηση για τη δημιουργία πολλών θαυμάσιων μουσικών έργων…» (1958, σελ. 241).

«Για κάθε σοβιετικό καλλιτέχνη το πιο ελκυστικό και συγκινητικό θέμα είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα. Είναι θέμα πλατύ, πολυεδρικό, στην ουσία μάλιστα αγκαλιάζει τα πάντα…Ολόκληρη η ζωή μας είναι αδιάρρηκτα δεμένη με τις δραστηριότητες του ΚΚΣΕ. Όλοι οι Σοβιετικοί- κομματικά μέλη ή όχι –έχουν ανατραφεί απ’ το Κόμμα. Γι αυτό πιστεύω πως στην τέχνη το θέμα του Κόμματος είναι αξεχώριστο απ’ το θέμα του λαού» (1959, σελ. 248).

«Ελπίζω με το έργο μου να φανώ αντάξιος στον υψηλό τίτλο του μέλους Κομμουνιστικού Κόμματος» (1960, σελ. 261).

«Είναι μεγάλη τιμή για το σοβιετικό συνθέτη ή μουσικό το ότι είναι ο άμεσος συνεχιστής της ουμανιστικής τέχνης των μεγάλων δημοκρατών συνθετών του παρελθόντος, το ότι κρατάει ψηλά το λάβαρο της ανθρώπινης, βαθιάς μουσικής που στρέφεται προς τις εκατομμύρια καρδιές συγχρόνων του. Είμαστε περήφανοι που το Κομμουνιστικό Κόμμα θεωρεί τη μουσική σαν ισχυρό μέσο διαπαιδαγώγησης του λαού και που, υποστηρίζοντας ανεπιφύλακτα την κομμουνιστική κοσμοθεωρία, συμμεριζόμαστε τις απόψεις του Κόμματος για την ουσία, το ρόλο και τον κύριο στόχο της τέχνης. Δεν έχουμε λόγο να κρύβουμε αυτή τη μονολιθική ενότητα, ούτε το γεγονός ότι υποστηρίζουμε ολόψυχα την αρχή της κομματικότητας της σοβιετικής τέχνης» (1960, σελ. 263/264).

Οι τακτικά επανερχόμενοι έπαινοι σ’ αυτό το στυλ αφορούν στην έκδοση αυτή κυρίως την περίοδο 1959 μέχρι και το 1975. Δηλαδή την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και σε αυτό το φόντο πρέπει να κρίνουμε τα αποφθέγματα του Σοστακόβιτς. Ήταν μια περίοδος χωρίς πολλά περιθώρια επιλογής. Οι καταστάσεις ανάγκαζαν σε ένα ναι ή όχι, μαζί μας ή εναντίον μας και μάλιστα τεχνητά διαχωρισμένα σε μια επιλογή ανάμεσα στη «Δύση» (με τον όρο αυτό που τελικά καθιερώθηκε και στη Σοβιετική Ένωση, συγκαλύπτεται ότι ήταν καπιταλιστική αυτή η «Δύση») και τη Σοβιετική Ένωση. Αν, όμως, μια ευρύτερα γνωστή προσωπικότητα πιέζεται αφόρητα μόλις «ξετρυπώσει μύτη» στη «Δύση», να απαντήσει στις ανακρίσεις (γιατί δεν μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε «συνεντεύξεις» στις περισσότερες περιπτώσεις) δημοσιογράφων και άλλων προσωπικοτήτων, η κάθε κουβέντα αποκτάει ένα ιδιαίτερο χρωματισμένο βάρος. Και την ευθύνη αυτή, κατά τη γνώμη μας, την είχε συνειδητοποιήσει ο Σοστακόβιτς. Επομένως θα είσαι με τη Σοβιετική Ένωση ή με την καπιταλιστική αντίδραση. Έτσι τέθηκε τότε το ζήτημα. Το στο Δεύτερο Μέρος αναφερόμενο παράδειγμα του Έλληνα μαέστρου αποτελεί γλαφυρό παράδειγμα.

Λογοκρισία απόψεων από την ανάποδη

Το βιβλίο Ντιμίτρ Σοστακόβιτς, για τον ίδιο και την εποχή του στηρίχτηκε στην έκδοση «Πρόγκρες» του 1981 στα αγγλικά και πράγματι, δημιουργεί σε κάποια σημεία μια εντύπωση επιβεβλημένων επαίνων δίνοντας αφορμή στις αντίθετες ερμηνείες που στηρίζονται σε ανεπίσημα και μη τεκμηριωμένα αποφθέγματα και μαζί με αυτά τροφή στο αντισοβιετικό στρατόπεδο. Ωστόσο, σημαίνει επίσης, ότι ο Σοστακόβιτς δεν είχε τη διάθεση να γίνει ανάλωμα και σημαία του αντισοβιετισμού ακόμα και να έβλεπε τα προβλήματα στη χώρα του και να διαφωνούσε με κάποια πράγματα. Εκ των υστέρων ξέρουμε ότι κάτω από τα λιβανίσματα υπόβοσκε και μέσα στο Κόμμα ένας αντικομμουνισμός που θα έβγαινε χρόνια αργότερα στην επιφάνεια οδηγώντας στη διάλυση που ζήσαμε. Παραπάνω αναφερθήκαμε στη δυσκολία της μη απόλυτης άποψης που πιθανόν να έχει συνθλίψει ανθρώπους που δεν ήθελαν να ενδώσουν στην αντισοβιετική προπαγάνδα. Μια υποχώρηση θα τους έστελνε κατ’ ευθείαν στις αγκαλιές της αντίδρασης. Ο γιος του Σοστακόβιτς Μαξίμ ζήτησε, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, άσυλο στις ΗΠΑ και τον υποδέχθηκε προσωπικά ο Πρόεδρος Ρόναλτ Ρήγκαν. Βαφτίστηκε κιόλας χριστιανός (ο γιος). Όπως είπαμε, τα βήματα μπορούσαν μόνο να είναι απόλυτα. Ολόψυχα μαζί μας ή αν δεν ήσουν, σήμαινε απόλυτα εναντίον μας. Η παραμικρή κριτική στη Σοβιετική Ένωση έδινε λαβή στην αντίδραση στη «Δύση» να σε προσεγγίσουν και να σε αγκαλιάσουν. Ο Σοστακόβιτς, καθώς φαίνεται, δεν ήθελε να παίξει αυτό το ρόλο και να γίνει σημαία των «αντιφρονούντων». Έτσι διαβάζουμε: «Η Ολομέλεια του Απρίλη (1968) της ΚΕ υπενθύμισε την οξύτητα της πάλης που διεξάγει ο κόσμος του σοσιαλισμού ενάντια στην ιμπεριαλιστική ιδεολογία. Οι ιδεολογικοί μας αντίπαλοι χρησιμοποιούν όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, για να δυσφημίσουν τις καταχτήσεις μας και το ιερό μας καθήκον της οικοδόμησης του κομμουνισμού. Προσπαθούν να σπείρουν τη διχόνοια μέσα στις γραμμές μας. Αυτό δεν πρέπει ποτέ να μας φεύγει απ’ το νου. Η εχθρική ιδεολογία δεν πρέπει ποτέ να αφεθεί να αποκτήσει πρόσβαση στη μουσική μας και στα θεωρητικά μας κείμενα. Κάθε σοβιετικός καλλιτέχνης πρέπει πάντα να θεωρεί τον εαυτό του ιδεολογικό υπέρμαχο του κομμουνισμού. Έχουμε  μπροστά μας καθήκοντα μεγάλα και τιμητικά. Και ένα απ’ τα πιο σημαντικά είναι να βρούμε κατάλληλους τρόπους για να τιμήσουμε τα 100χρονα της γέννησης του Λένιν το 1970» (σελ. 353).

Λίγα χρόνια αργότερα τα πράγματα άρχισαν να σφίγγουν ακόμα περισσότερο για αυτούς που δεν ήθελαν να μπουν στο στρατόπεδο των αντιφρονούντων, η αντιπαράθεση των οποίων με τη σοβιετική εξουσία είχε γίνει κυρίαρχη γραμμή. Το 1973 είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Πράβδα» μια επιστολή δώδεκα συνθετών και μουσικολόγων κατά του Αντρέι Ζαχάροφ. Είχε υπογράψει και ο Σοστακόβιτς. Ο Σ. Βολκόφ είχε έτοιμο το συμπέρασμά του: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το όνομά του μπήκε στη λίστα χωρίς τη συγκατάθεσή του. Παραμένει όμως γεγονός ότι ο Σοστακόβιτς ποτέ δε βγήκε να αρνηθεί την υπογραφή του ενάντια στον Ζαχάροφ. Απ’ την πλευρά του, αυτό ήταν ένα βαρύ κι ανεπανόρθωτο σφάλμα» (Βολκόφ, σελ. 363). Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα συνθλίβεται η κάθε ειλικρίνεια.

Κριτική και αυτοκριτική

Το 1936 ο Σοστακόβιτς είχε επικριθεί επίσημα για την όπερά του Η λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ, καθώς και για το μπαλέτο του Το φωτεινό ρυάκι για λόγους φορμαλισμού. Δηλαδή, αναπτύσσεται η μορφή εις βάρος του περιεχόμενου. Αυτό το ζήτημα επανερχόταν συχνά, γιατί είχε μεγάλη σημασία για τη σοβιετική τέχνη που η αποστολή της ήταν να μη δημιουργεί ρήγμα ανάμεσα στο λαό και την «ελίτ» στον τομέα της τέχνης, όπως γινόταν στον καπιταλισμό. Υπήρχε μια κατανοητή υπερευαισθησία στον τομέα αυτό, αφού η αποστολή του νέου κοινωνικού συστήματος ήταν να επιμορφώσει το λαό και να μην επιτρέπει, γι αυτό τον λόγο, «διανοουμενίστικα, μικροαστικά» παιχνίδια κάνοντας το περιεχόμενο ενός έργου εντελώς δυσνόητο για τη μεγάλη πλειονότητα του λαού. Το ΚΚΣΕ, γι αυτό το λόγο, είχε χαρακτηρίσει το φορμαλιστικό ρεύμα αντιλαϊκό. Η αστική τάξη δεν ενδιαφέρεται για τον αφυπνιστικό ρόλο της τέχνη, γιατί θέλει τις συνειδήσεις κοιμισμένες, ιδιαίτερα στην εποχή της παρακμής της. Για τη Λαίδη Μάκβεθ άλλωστε, υπήρχαν και δυτικές κριτικές. Ο Σοστακόβιτς πάντως, απόρριπτε την κατηγορία του φορμαλισμού. Το 1948, η ΚΕ του ΚΚΣΕ πήρε μια απόφαση για την όπερα Η μεγάλη φιλία του Β.Μουραντέλι κατηγορώντας την για φορμαλισμό. Η κριτική του Κόμματος αφορούσε και άλλους μουσικοσυνθέτες, όπως τον Σοστακόβιτς. Μέσα στα πλαίσια των έντονων συζητήσεων γύρω από το θέμα και των αντιδράσεων πολλών διανοουμένων, το περιοδικό Σοβιέτσκαγια Μούζικα ανατύπωσε ένα γράμμα ενός εργάτη-τορναδόρου σε ένα εργοστάσιο κατασκευής μηχανών στην πόλη του Νάλτσικ: «Η απόφαση είναι σωστή. Θα φέρει τη μουσική κοντύτερα στο λαό…Κάποιοι σοβιετικοί συνθέτες που ο λαός τους παραχώρησε όλες τις συνθήκες, νομίζουν ότι μπορούνε να γράφουν μουσική που δεν είναι να την ακούς. Ούτε ρυθμός, ούτε ειρμός, μονάχα ένα μπέρδεμα ήχων κι ένα βουητό σαν ανεμοστρόβιλος» (Σοβιέτσκαγια Μούζικα, 1, 1948, σελ. 117).

Υπηρετώντας το λαό

Και πάλι παραπέμπουμε στα λόγια του Δ. Μητρόπουλου σχετικά με το ζήτημα κουλτούρα και λαός. Ο Σοστακόβιτς πάντα επέμενε ότι ο στόχος του ήταν να γράφει για το λαό: «Γράφω για το λαό, μην το ξεχνάμε, πρέπει λοιπόν να βρω μια γλώσσα που να του είναι προσιτή» (1941, Ντ. Σ., για τον ίδιο και την εποχή του, σελ.96). Και: «Όσον αφορά καθαρά τις μορφικές αναζητήσεις, το έργο μου έχει δεχτεί ποικίλες επιρροές, πάντοτε όμως επιθυμία μου ήταν να φτιάξω μουσική που θα αντανακλά την εποχή μας, που θα μεταδίδει τις ιδέες και τα αισθήματα του σοβιετικού ανθρώπου» (1940, στο ίδιο, σελ. 91). Πάντα ο Σοστακόβιτς ένοιωθε σοβιετικός συνθέτης υπηρετώντας το ιδανικό της δημιουργίας μιας σοβιετικής μουσικής κουλτούρας. Για την κριτική θα πει το 1944: «Στην οργάνωσή μας (Συνδικάτο των Συνθετών, Α.Ι.) έχουμε μια μεγάλη αδυναμία: δε μας αρέσει ούτε να κριτικάρουμε άλλους, ούτε να μας κριτικάρουν. Σχεδόν πάντα γίνονται βαθιές υποκλίσεις και ρεβερέντζες από τον κριτή και τον κρινόμενο και πολύ σπάνια ακούμε λόγια πραγματικής κριτικής, που είναι τόσο αναγκαία και χρήσιμη σε μας όσο και ο αέρας που αναπνέουμε. Καμιά φορά ξεχνάμε να σταθούμε αυτοκριτικά στο έργο μας, αλλά χωρίς την αυτοκριτική δε γίνεται να πάμε μπροστά (στο ίδιο, σελ. 132). Και λίγα χρόνια αργότερα, το 1948, μετά από τη δεύτερη φορά που του έγινε επίσημη κριτική: «Θεωρώ ότι ο συνθέτης, σαν ένα απ’ τα πιο σημαντικά πρόσωπα του κόσμου της μουσικής, δε θα πρέπει να θίγεται όταν ακούει επικρίσεις, αλλά όταν δεν του γίνεται κριτική…Υπάρχουν πολλά σοβαρά λάθη και αδυναμίες στο έργο μου, παρ’ όλο που σε όλη μου τη σταδιοδρομία πάντα σκεφτόμουν τους ανθρώπους που ακούν τη μουσική μου, τους ανθρώπους που με γέννησαν και μ’ ανάθρεψαν και πάντοτε προσπαθούσα σκληρά για να κάνω τη μουσική μου αποδεκτή απ’ το λαό. …Και κάνω έκκληση στους μουσικούς οργανισμούς μας να αναπτυχθεί όσο γίνεται πλατύτερα η κριτική και η αυτοκριτική…» (στο ίδιο, σελ. 149/150).

Τα αποφθέγματα αυτά δεν μοιάζουν σε τίποτα με τα συμπεράσματα που θέλουν να βγάλουν εκείνοι που θέλουν να προστατέψουν το Σοστακόβιτς από τον κομμουνιστικό του εαυτό με την εύκολη συνταγή που θέλει αυτά του τα λόγια  σαν υποχώρηση στις σοβιετικές αρχές από φόβο μην τον συλλάβουν.

Του Σοστακόβιτς απονεμήθηκαν πολλά βραβεία (Λένιν, Στάλιν, αλλά κι άλλες διακρίσεις) σε όλη τη διάρκεια της δημιουργίας του, καθώς και πολλοί τιμητικοί τίτλοι. Εκλέχθηκε επανειλημμένως σε σημαντικές θέσεις και αντιπροσωπείες, όπως αντιπρόσωπος στο 23ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, Α’ Γραμματέας της Ένωσης Συνθετών Ρωσίας, Γραμματέας της ένωσης Συνθετών ΕΣΣΔ, βουλευτής στο Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ για να πούμε μόνο ορισμένα.

Θύμα μιας δόλιας διελκυστίνδας ανάμεσα στον καπιταλισμό και το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος στον κόσμο; Ο Σοστακόβιτς, κατά τη γνώμη μας, είχε καταλάβει ποια διαμάχη διεξαγόταν στην ουσία: μια αδυσώπητη ιδεολογική διαπάλη, μια σκληρή ταξική πάλη, που με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε πάρει παγκόσμιες διαστάσεις. Πριν απ’ αυτόν η συνεχής επέμβαση και απειλή από Δυσμάς. Μετά απ’ αυτόν η λυσσαλέα πολιτική, ιδεολογική, πολιτιστική επίθεση σε ένα κράτος που δεν μπόρεσε να το λυγίσει στρατιωτικά η μεγαλύτερη πολεμική μηχανή της μέχρι τότε ιστορίας: αυτή του γερμανικού κεφαλαίου. Ο Σοστακόβιτς το είχε καταλάβει κι ας μην το ήθελε έτσι, αλλά υπάρχουν στιγμές στην ιστορία που μας επιβάλλουν να κάνουμε όχι αυτό που θέλουμε, αλλά αυτό που πρέπει.

 

Πηγές:

-Ντιμίτρ Σοστακόβιτς, για τον ίδιο και την εποχή του, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»

-Σολωμόν Βολκόφ, Σοστακόβιτς και Στάλιν, εκδόσεις «Κέδρος»

-Μαξίμ και Γκαλίνα Σοστακόβιτς, Ο πατέρας μας DSch, εκδόσεις «μουσαίο»

 

NTIMITΡ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ (Α’ ΜΕΡΟΣ)

 

ΝΤΙΜΙΤΡ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ (B’ ΜΕΡΟΣ)