Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ολυμπία Θεοδοσίου: Η Δακτυλήθρα

Το κορίτσι μόλις αντίκρισε, μέσα στο συρτάρι της παλιάς ξύλινης σιφονιέρας, το σιδερένιο κουτί με τα ραφτικά της γιαγιάς της, το άρπαξε αμέσως στα χέρια της κι άρχισε να ψηλαφίζει τα ψεγάδια που είχε ζωγραφίσει επάνω του ο χρόνος. Ήταν μικρές ανεπαίσθητες ρυτίδες που ολοένα και βάθαιναν σαν να ήθελαν να στερήσουν την αιωνιότητα από το έμψυχο αντικείμενο. Το κορίτσι δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω του, αλλά συνάμα δίσταζε και να το ανοίξει. Έτσι άρχισε να αυλακώνει τον διάδρομο του σπιτιού, τα χνάρια της όμως δεν αποτυπώνονταν στο μωσαϊκό, αλλά μονάχα στον χρόνο που την πίεζε να κάνει το επόμενο βήμα. Όταν κατάλαβε πως δεν μπορούσε να αναβάλει άλλο την συνάντηση με το εσωτερικό του κουτιού, κάθισε στον καναπέ του σαλονιού και αφού πρώτα ίσιωσε το κάλυμμα που έκρυβε το τριμμένο βελούδο, βολεύτηκε σαν νεοσσός στην φωλιά και στην συνέχεια με τα ακροδάχτυλά της πίεσε το σκέπασμα και το τράβηξε προς τα επάνω.

Αμέσως μετά τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν ανάμεσα σε πολύχρωμες κλωστές, οι οποίες έκρυβαν μέσα τους μισοτελειωμένα παραμύθια, σε ξεχασμένες καρφίτσες που αναπολούσαν την παλιά τους αίγλη ενώ δεν είχαν ξεχάσει ούτε λέξη από τις κουβέντες που αντάλλασσαν στις πρόβες των φορεμάτων, το κορίτσι θαύμαζε το παρελθόν όμως της έλειπε κάτι, έτσι βύθισε το δεξί της χέρι μέσα σε εκείνο το κράμα από παλιές εικόνες. Ανακάτεψε νευρικά το περιεχόμενο μέχρι που στην επιφάνεια εκείνης της ετερόκλητης θάλασσας εμφανίστηκε η μεταλλική δακτυλήθρα, η λάμψη της οποίας στρώθηκε σαν φρέσκο χιόνι στο οπτικό πεδίο του κοριτσιού. Τότε εκείνη δίχως δεύτερη σκέψη την άρπαξε πριν παρασυρθεί από τα κύματα του χρόνου, και αφού πρώτα άφησε το κουτί με τα ραφτικά πάνω στην ξύλινη σκαλιστή ροτόντα, έβγαλε μέσα από το σακίδιό της ένα μικρό πλαστικό μπουκάλι, το περιεχόμενο του οποίου σε παρέπεμπε να φανταστείς μία σιωπηλή και πυκνή νύχτα. Δίχως καθυστέρηση έχυσε λίγο από το περιεχόμενο του μπουκαλιού στην δακτυλήθρα, το σκουρόχρωμο μελάνι επέπλεε πια μέσα στα στενά όρια του μεταλλικού αντικειμένου.

Ύστερα άνοιξε το τετράδιο που είχε μπροστά της και αφού άφησε απαλά την μύτη της πένας να γευτεί την στυφή γεύση του μελανιού, ξεκίνησε να γεμίζει τις λευκές σελίδες του. Όσο περνούσε η ώρα τα γράμματα πύκνωναν, ζωντάνευαν κι άρχισαν να βγαίνουν από το χαρτί, η πένα ήταν πια βαριά για τα μικροσκοπικά δάχτυλα του κοριτσιού, τότε εκείνη σταμάτησε να γράφει και πήγε και στάθηκε μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη του σαλονιού.

Τα ρούχα της απλώνονταν πέρα από το σώμα της, ήταν μια αλλόκοτη προέκταση του εαυτού της, το κορίτσι χαμογέλασε είχε ξαναγίνει βλέπεις η ηρωίδα των παιδικών παραμυθιών της και οι πορφυροί δράκοι που εμφανίζονταν κάθε μέρα στο κορμί της είχαν σβηστεί για πάντα.

Η δακτυλήθρα ικανοποιημένη από την γέννηση της ελπίδας τράβηξε τον δικό της δρόμο.