Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο άνθρωπος με τη φωτογραφική μηχανή

Το προηγούμενο βράδυ ψιχάλιζε αδιάκοπα. Λες και έγλειφε τις πλάκες των σπιτιών ακουγόταν το νερό καθώς κατρακυλούσε στις στέγες, αλλά αντί να φτάσει στο έδαφος κατέληγε στα βλέφαρά μου επάνω για να τα βαρύνει. Απευθείας με διεκδίκησε η νύστα και εύκολα με κυρίευσε, μα ξύπνησα κάμποσες φορές μέσα στη νύχτα απ’ τα ξεσπάσματα του ανέμου που χτυπιόταν στους τοίχους και τους ψαχούλευε, σπιθαμή προς σπιθαμή, γυρεύοντας ρωγμές για να τρυπώσει στο σπίτι. Τούτο το φθινόπωρο μας επισκέφτηκε πρόωρα φαίνεται, μα θα ‘χε τους λόγους του και τουλάχιστον δε ζύγωσε με άδεια τα χέρια. Μαζί με τα πρωτοβρόχια έφερε και μία νοτισμένη μελαγχολία που συντηρείται παρασιτικά απ’ την υγρασία, μέχρις ότου να βρει καταφύγιο μέσα μου και να ευδοκιμήσει.

Αυτή η εποχή, η εποχή των μαραμένων χρωμάτων, φαίνεται πως μου ταιριάζει πιότερο από οποιαδήποτε άλλη. Κάτι ανασταίνεται μέσα μου κάθε φορά και με ταρακουνά για να αποσείσω τον πολυκαιρισμένο μανδύα της νωθρότητας σαν φθινοπωρινό φύλλωμα. Ακόμη και το πάθος μου για την τέχνη νιώθω να ξυπνά τώρα, παρόλο που νόμιζα πως είχε πια οριστικά ξεθυμάνει. Τα μαθήματα φωτογραφίας που παρακολουθούσα εδώ και κάμποσους μήνες, δεν με βοηθούσαν καθόλου, μα είπα να μην τα παρατήσω αμέσως και να επιμείνω. Ίσως να βρίσκομαι σε διαδικασία σταδιακής επιμορφώσεως, σκέφτηκα, τα αποτελέσματα της οποίας απαιτούν καιρό για να εκδηλωθούν.

Χρόνια ολάκερα έχω που ασχολούμαι με τη φωτογραφία ερασιτεχνικά, μόνος κι αυτοδίδακτος, ήταν ώρα πια να καταπιαστώ σοβαρά και ίσως να μην είναι διόλου παράξενο, εφόσον βρίσκομαι σε στάδιο μεταβατικό, να αισθάνομαι τη μηχανή μου βαριά και αποσταθεροποιημένο το βλέμμα μου. Μα θυμάμαι, πως είχα ξεκινήσει να ασχολούμαι με την φωτογραφία για τον λόγο αυτόν ακριβώς, επειδή ένιωθα άσχημα που έστρεφα το βλέμμα μου άσκοπα και ήθελα κάπως να εστιάσω στον κόσμο. Ίσως, βέβαια, να με είχε γοητεύσει επειδή είναι μια ασχολία μοναχική και τούτο μου ταίριαζε. Όπως μου ταίριαζε και η σιωπή της αναμονής και η απαιτούμενη ακινησία του σώματος. Το να στέκεις άπραγος, ενώ γύρω σου τα πάντα σαλεύουν αδιάκοπα, έως ότου να έρθει η στιγμή για το Κλίκ, που θα παγώσει τον κόσμο και θα σε θέσει σε κίνηση.

Τούτη την κίνηση λαχταρώ πάλι, γιατί στάθηκα ακίνητος πολύ και για καιρό έστρεφα το βλέμμά μου άσκοπα, ενώ ο κόσμος γύρω μου είναι καζάνι που βράζει. Κι εγώ πρέπει να επιλέξω που θα εστιάσει ο φακός μου κι αν θέλω η φωτογραφική μηχανή, να μου αποκαλύπτει τον κόσμό ή να μου τον κρύβει.

***

Διόπτρα μαγική ο φωτογραφικός μου φακός, τόσο περίτεχνα μπορεί να εξωραΐζει τον κόσμο, που αν τον αντικρίσεις ύστερα διά γυμνού οφθαλμού, ευθύς θα αποστρέψεις το βλέμμα. Μα ίσως έχει έρθει η ώρα να το αποτολμήσω κι αυτό και μια εκδρομή στο χωριό μου θα ήτανε ό,τι καλύτερο. Είναι ώρα να ξεφύγω από την οχλαγωγία της πόλης και να κοιταχτώ με το βουνό μου, που το ΄χω προ πολλού πεθυμήσει. Να το δω να θεριεύει και να με πλησιάζει ατάραχο, κάθε φορά που διαλύεται η ομίχλη και λαγαρίζει η ατμόσφαιρα. Να βγω στην πίσω αυλή του σπιτιού μου και να περιεργαστώ τον κισσό που θα ‘χει πια καταπιεί εντελώς το ξύλινο παραπέτο που ΄χε χτίσει παλιά ο παππούς μου. Να τον παρατηρώ, καθώς μέρα τη μέρα θα αλλάζει διαθέσεις, κι ενώ θα ξεκινάει ωχρός, θα γίνεται βαθυπράσινος, για να καταλήξει πορφυρός σαν φλεγόμενος.

Να χαθεί το μάτι μου στις απόκρημνες βουνοπλαγιές, τις αλλεπάλληλες λοφοσειρές και τα πυκνόφυτα δάση της Ακαρνανίας. Να ακολουθήσω το ντροπαλό βουητό του νερού απ΄ τους παραπόταμους του Αχελώου. Το βουητό εκείνο, που τον χειμώνα γίνεται βροντερή οιμωγή και το ρέμα πίσω απ’ το σπίτι μου χιμά σαν αποχαλινωμένο θεριό για να ξεριζώσει τα πάντα. Να συμπαρασύρει κλαδιά, πέτρες, χώμα και θύμησες, ενώ ο κρυφός του καημός είναι να αφανίσει το πέτρινο γεφύρι που αιωρείται από πάνω του σαν φοβερό χαλινάρι. Σε εκείνο τον τόπο, ίσως και να κατόρθωνα να μονιάσω με τη μηχανή μου, ίσως να έπαυα να την περιφέρω άσκοπα σαν εγκόλπιο ακαλαίσθητο που μου πιέζει το στήθος.

Εδώ στην πόλη δε ξεφεύγω ποτέ, με κατατρέχουν διαρκώς οι ίδιες εικόνες. Ανάκατες και συχνά ελαφρώς παραλλαγμένες, μα ουσιαστικά ίδιες, όμοιες σαν τους αστέγους και τους επαίτες που καθημερινά προσπερνώ· αυτούς που ‘χουν πια καταλήξει να φαντάζουν μορφές ασχημάτιστες. Εδώ οι εικόνες με ταράζουν και μ’ αποδιώχνουν ολότελα. Όχι να τις απαθανατίσω δε θέλω, μου ούτε και να τις αφήσω να καταγραφούν μέσα μου. Από το πολύ το κοίταγμα δίχως εστίαση, γιομίσαν κενά περιγράμματα τα μάτια μου και διάφανες παραστάσεις ο νους μου. Αδύνατον να επιτύχω το ησύχασμα του μυαλού και του βλέμματος το ειρήνεμα, που απαιτείται ώστε να αντικρίσω πραγματικά εκείνο που στέκει εμπρός μου.

Ωστόσο, με κουράζει όσο δεν λέγεται το να μεμψιμοιρώ και μοιάζει μονότονη αφόρητα η αναψηλάφηση αυτού του θέματος που δεν παρουσιάστηκε πρόσφατα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να περπατά στους δρόμους της Αθήνας, τα ίδια πράγματα έβλεπα. Αυτή η πόλη κρύβει την ίδια αποκρουστική όψη παντού. Ίδια στο καθετί που αντικρίζω, στο καθετί που αποφεύγω να δω και πια έχει η αδιαφορία ενθυλακωθεί μέσα μου τόσο βαθιά, που μου περιχαρακώνει το βλέμμα. Κι αν τίποτα δε μπορείς να αντικρίσεις χωρίς αποδοκιμασία βαθιά, πως γίνεται να καταδεχτείς να φωτογραφίσεις το οτιδήποτε;

***

«Μη στέκεστε ηθικά απέναντι σ’ εκείνο που φωτογραφίζετε. Ούτε να το οικειοποιείστε, δεν ποζάρει για σας. Δεν τραβάτε αυτό που βλέπετε άλλωστε, ο φακός έχει μάτι δικό του, ένα άπληστο και ιδιότροπο μάτι».

Πολύ με μπέρδεψε η διδαχή τούτη στη σχολή, μα είμαι γενικότερα προβληματισμένος το τελευταίο διάστημα. Για καιρό αναρωτιόμουν, τι ήταν αυτό που με οδήγησε να ασχοληθώ με τη φωτογραφία εξαρχής, μέχρι που κατέληξα πως δεν το γνωρίζω και ίσως γι’ αυτό να σέρνω μαζί μου τη μηχανή σαν άρχαλο φέρετρο. Τι ακριβώς το σαγηνευτικό ενυπάρχει στην παρόρμηση να φωτογραφίζεις ό,τι σου μαγνητίσει το βλέμμα, μήτε κι αυτό το ΄χω απαντήσει ακόμα. Ίσως να φοβάμαι, πως το μάτι μου βλεφαρίζει συχνά κι εύκολα περισπάται και πως οι εικόνες που συλλαμβάνει αναπόφευκτα χάνονται καθώς ξεθωριάζει η μνήμη. Μπορεί λοιπόν, τούτο να είναι η φωτογραφία μονάχα, ένας εξωτερικός αποθηκευτικός χώρος αναμνήσεων που πληροί το κριτήριο της αντικειμενικής εγκυρότητας.

Ένας αόμματος πλάνητας μες της ζωής τον δαιδαλώδη λαβύρινθο, μοιάζει ο άνθρωπος και ίσως να είναι άστοχο την τέχνη να θαρρούμε ως της Αριάδνης το μίτο. Όσο καταδυόμαστε όλο και πιότερο σε βάθη τρισκότεινα, ωθούμενοι από χειραφεσίας ανάγκη, τόσο λιγότερα βλέπουμε, και απομένουν οι εικόνες ένα παραπλανητικό του αγνώστου προκάλυμμα. Ίσως καμία αξία να μην έχει η εικόνα λοιπόν, μα για κάποιο λόγο εγώ πασχίζω να αποδείξω το αντίθετο. Ποιο είναι το αίτιο της τρανής και φυτεμένης βαθιά τούτης μου ανάγκης, δεν ξέρω. Ξέρω όμως, πως όσο περνά ο καιρός αδυνατώ να βλέπω τα πράγματα όπως παλιότερα. Τότε που για μένα, μία εικόνα δεν περιοριζόταν απλώς στα όσα έδειχνε, μα μπορούσα να φανταστώ κι όσα δειλά υπαινισσόταν. Σήμερα, ακόμη και στις ζωντανές φωτογραφίες, αυτές που μας επιτρέπουν να πάμε πέρα απ΄ το κάδρο, ο κάθε υπαινιγμός καταλήγει αλγεινά ζοφερός. Αυτό που περιβάλλει τα όσα βλέπουμε τώρα, αυτό που ελλοχεύει πίσω και πέρα απ΄ την προσιτή τους εικόνα, είναι μακράν πιο ανησυχητικό από αυτό που απεικονίζεται· και το φωτογραφικό κάδρο πασχίζει πια να το αποκρύψει κι όχι να το υπαινιχθεί όπως συνήθιζε.

Ίσως απλώς να νιώθω πιο έντονα τις ελλείψεις του μέσου με το οποίο επέλεξα να ξορκίζω το κακό και να αποκαθαίρω τον κόσμο. Τα όρια και τους περιορισμούς του οργάνου που τοποθέτησα, ωσάν προστατευτικό παραπέτασμα, ανάμεσα στον κόσμο και μένα. Μπορεί, όμως, να υπερβάλλω και να παραπονιέμαι αναίτια. Η μούσα ίσως και να με επισκεφτεί στο χωριό μου αβίαστα, κι όλα αυτά που τώρα συλλογιέμαι να μοιάζουν τότε ασήμαντα. Η έμπνευση μπορεί να με περιμένει κρυμμένη στο πατρικό μου το κτήμα και στις λεμονιές, που φυλλωμένες θα έχουν πάρει πια να καρπίζουν. Ίσως να με καρτερεί το χάραμα, που θα βγαίνω με το δρόσο και θα ακροπατώ στους έρημους δρόμους, σαν σκιά που ξεπροβοδίζει τη νύχτα. Ίσως να τη συναντήσω στο πρώτο φως, αυτό που περιχέει την πλάση στοργικά, μέχρι να υψωθεί ο ήλιος ρωμαλέος για να πυρπολήσει τα πάντα. Ίσως να με συναντήσει καθώς θα κινούμαι, με διάθεση αργόσχολη, πλάι σε δέντρα που φυλλορροούν· σέρνοντας τα βήματα μου μέσα απ΄ τα νυσταλέα αγριόχορτα, που νωπά απ’ την πάχνη θα μου γλείφουν τα πόδια. Δεν μπορεί, παρά να βρεθεί κάτι την ώρα εκείνη, που θα το ζηλέψει το μάτι μου ώστε παθιασμένα να στρέψω το φακό μου επάνω του.

***

«Η φωτογραφία δεν εχει να κάνει μ’ αυτό που φωτογραφίζεται, μα με εκείνο που οραματίζεται το μάτι. Δεν τραβάμε κάτι το υπαρκτό, πασχίζουμε να αποτυπώσουμε εκείνο που φανταζόμαστε».

Άλλος καθηγητής, διαφορετικές διδαχές, μα μπερδεμένες εξίσου. Ποιος τελικά είναι εκείνος που βλέπει, ο φακός ή το μάτι; Βλέπουν όντως αυτό που στέκει εμπρός τους ή ό,τι οραματίζεται ο νους μας; Η κάμερα στρέφεται, ο φακός εστιάζει, ακούγεται Κλικ και συλλαμβάνεται αίφνης των πραγμάτων η όψη. Αποτυπώνεται στο φιλμ η αλήθεια και δεν μπορείς παρά να νιώσεις όπως αρμόζει όταν την αντικρίσεις· αν μπορείς ακόμη να νιώθεις και δεν παραμένεις αμέτοχος σαν ψυχρή μηχανή. Αυτό πίστευα εγώ μέχρι τώρα, ότι η κάμερα είναι ένας άτεγκτος θηρευτής της αλήθειας και πως είναι μείζον ζήτημα ηθικό το πού το φακό σου θα στρέψεις. Μα είναι τόσο εύκολο να παραποιήσεις σήμερα την εικόνα, που τίποτα δεν μοιάζει γνήσιο πιά κι ακούγεται αστείο, πως κάποτε λογαριάζαμε ότι η φωτογραφία προοριζόταν για αδιάψευστος μάρτυρας της αλήθειας.

Είναι όμως μπορετό, να μην μας απασχολεί αυτό που φωτογραφίζουμε; Γίνεται να μην απαθανατίζουμε αυτό που όντως υπάρχει, αλλά κάποιο της φαντασίας μας πλανερό αποκύημα; Όταν περιδιαβαίνω στον κόσμο, κρατώ δεν κρατώ μηχανή, τα όσα βλέπω τα λογαριάζω πράγματι όπως νομίζω εγώ. Κι αν κάτι μου μιλήσει, σηκώνω την μηχανή μου, υποκλίνομαι εμπρός του, κι αποκρίνομαι πως θα φυλάξω την μορφή του πιασμένη σε δίχτυ από φως. Αυτό που είδα και ζήλεψα, το χρωμάτισα με την δική μου διάθεση, το άκουσα να μου μιλάει στην δική μου την γλώσσα, μα δεν μπορώ να πιστέψω πως παραποίησα την εικόνα του ολότελα. Να κατασκευάζω εκείνο που φωτογραφίζω δεν μπορώ να το πράξω, δεν ξέρω τον τρόπο. Μα ούτε να γίνω του φακού μου ο άβουλος υπηρέτης μπορώ και να αντικρίζω, μέσα απ’ το πρίσμα του, αποστασιοποιημένα το κόσμο.

Δεν νομίζω πως σκέφτομαι με τον τρόπο που σκέφτομαι, επειδή δείχνω περισσότερη εμπιστοσύνη στο βλέμμα μου απ’ ότι στην ψυχρή μηχανή μου. Δεν έχει καθόλου να κάνει με αυτό, γιατί απλούστατα ο νους είναι εκείνος που βλέπει κι όχι ο φακός ή το μάτι. Κι αν κοιτώ το ίδιο σημείο με κάποιον άλλον και βλέπω κάτι διαφορετικό από κείνον, δεν σημαίνει τούτο πως αντικρίζουμε ξέχωρα πράματα, μα μονάχα πως τα ερμηνεύουμε διαφορετικά· κι ο φακός μπορεί να το αποδείξει αυτό. Ίσως, μάλιστα, η φωτογραφία τούτο να έχει σκοπό, να μας αποκαλύπτει την, πάντοτε παρούσα και για όλους κοινή, ουσία του θεόμενου πράγματος.

Το μυαλό άκριτα ποτέ του δεν συλλαμβάνει εικόνες, μα τα πράγματα δεν εξαρτώνται από την διάθεση του νου ή την γωνία της λήψης· είναι ως έχουν, αλλά πρέπει να μπορείς να τα δεις καθαρά. Για αυτό ακονίζουμε τις εικόνες σαν λόγχες και τις γυαλίζουμε, ώστε να αστράψουν στο μάτι και να σπαθίσουν το νου, διαπερνώντας το παχύ σάβανό του. Γιατί μόνο τότε θα μπορέσει ο νους να δει πιο βαθιά, αναζητώντας το επέκεινα του ορώμενου πράγματος. Μονό τότε, θα μπορέσεις μέσα σε έναν κόσμο που φλέγεται, να μην στρέφεις το βλέμμα σου άσκοπα.

***

Πολύ φοβάμαι, πως ακόμη κι αυτή η εκδρομή στο χωριό, στην οποία τόσα επενδύω, δε θα αποδειχτεί παρά μία μεγαλόπνοη αποτυχία. Φεύγεις απ΄ την πόλη για να γλιτώσεις από τους ανθρώπους και μόλις χωθείς στην άχραντη αγκαλιά της φύσης γυρεύεις τον άνθρωπο, τόσο απελπισμένα όσο τον αναζητάς και στις πυκνοκατοικημένες βουερές πολιτείες. Περνάς τους κορμούς των δέντρων για σώματα, τα κλαδιά τους για χέρια αναρριγμένα και επίμονα ψάχνεις το μορφασμό και το βλέμμα τους. Προβάλλεις το ανθρώπινο στίγμα παντού και στα πάντα αναπλάθεις τον άνθρωπο, λες και εκείνο που μας έλκει στη φύση είναι μοναχά αυτό που υποδηλώνει με μας ομοιότητα, αυτό που υπαινίσσεται την ύπαρξη προσωπικότητας· λανθάνουσας βαθιά μέσα στα στοιχεία της φύσης.
Ίσως, λοιπόν, να μην μπορούμε να δούμε τίποτα πέρα απ’ τον άνθρωπο ή να τον συναντάμε παντού επειδή τον ξεχάσαμε και μας στοιχειώνει ο στόνος του. Που όμως, να πρωτοστρέψεις την κάμερα σήμερα και τι να δείξεις σε εκείνον που έχει εξοικειωθεί με τα πάντα; Η εικόνα δεσπόζει παντού και εκτίθεται τόσο ασύδοτα, που απώλεσε πια τη δυναμική της ολότελα. Έτσι σκέφτομαι συχνά, μα ευθύς συνειδητοποιώ πως λαθεύω. Πουθενά δεν υστερεί η εικόνα, το μυαλό είναι εκείνο που αδυνατεί να τη δει.

Μοιάζει λες και γυρίσαμε το φωτογραφικό φακό ανάποδα, κι από κάτοπτρο γίνηκε έσοπτρο, ώστε το κόσμο να αποφεύγουμε φωλιάζοντας μέσα μας. Πως μπορείς όμως, να μην σφαλίσεις τα ματιά, όταν αντικρίζεις διαρκώς εικόνες επιεικώς ακαλαίσθητες. Κατατρεγμένα παιδιά που παίρνουν το δρόμο της προσφυγιάς για να ξεβραστούν νεκρά στις μεσογειακές παραλίες, ανθρώπους στοιβαγμένους σε ετοιμόρροπες βάρκες σαν λαθραίο εμπόρευμα, ανηλίκους σκλάβους να εργάζονται ολημερίς σε ανθρακωρυχία και φυτείες. Χώρες ολόκληρες να καταστρέφονται, κι άλλες να ορθώνουνε τείχη για να προστατευτούν απ’ την ανθρώπινη λαίλαπα. Κι εμείς οι τυχεροί, που δεν μας ζύγωσε ακόμη η φρίκη, να πορευόμαστε ασφυκτιώντας, θαρρείς βρισκόμαστε κλεισμένοι κλίβανο.

Έτσι έχουν τα πράματα, κι αν δεν αντέχεις κατέφυγε σε ότι υπόσχεται να σε απαλλάξει από το μαρτύριο του να λογαριάζεσαι για άνθρωπος. Επέτρεψε να παρεμβάλλεται ανάμεσα στο βλέμμα σου και τον κόσμο, ο παραμορφωτικός φακός της αρεσκείας σου. Αυτός που διαστρεβλώνει όσα θωρείς και απομακρύνει απο σένα τα πάντα, ώστε να τα ατενίζεις μακρόθεν και εκ του ασφαλούς. Τράβηξε φωτογραφίες ενθύμια, απαθανατίζοντας επιλεκτικά τη ζωή για να καταχωρηθεί σε πολύτιμα άλμπουμ, γιομάτα αναμνηστικά και όχι παλλόμενες θύμησες. Μέχρι, τάχα, κάτι να σου μιλήσει, να σε αφυπνίσει και να ανοίξεις μαζί του διάλογο. Μέχρι κάτι να σε συγκλονίσει και να θυμηθείς γιατί κουβαλάς φωτογραφική μηχανή. Μα, σου έχει συμβεί πάμπολλες φορές, επελθούσης της ώρας εκείνης να αποδεικνύεται πως έχεις πια πάψει να ακούς και να βλέπεις.

Τούτο το κόσμο δεν τον ξαλαφρώνει τίποτα πια, μήτε να τον ταρακουνήσει κάτι μπορεί μέσα στο νήδυμο ύπνο του. Τα πάντα πασχίζει βολικά να ξεχάσει και η εικόνα, ανηλεής ωλητήρας, περνά από πάνω του και κατορθώνει μονάχα να του καλύψει τα μάτια. Μα δεν μου φταίει η φωτογραφική μηχανή, γιατί ήταν ο νους μου εκείνος που θόλωσε ώστε να μην μπορεί να εστιάσει ο φακός μου. Ήταν ο νους πρώτος που σάστισε, ώστε να απονευρωθεί και το μάτι, για να απομείνουμε εν τέλει δίχως δράμι ανθρωπιά, ενώ το ηθικό γράδο συνεχίζει να πέφτει. Για αυτό πασχίζω να αποφεύγω τον κόσμο κι εγώ και τρέχω να κρυφτώ στο χωριό μου. Να ανέβω στην κορφή του Δικόρφου και ν’ αγναντέψω τον Αστακινό κόλπο και τις νήσους των Εχινάδων, αυτές που προέκυψαν από το σμίξιμο του Αχελώου με τη θάλασσα. Να χαθώ στη φύση, να μην βλέπω τον άνθρωπο.

Ίσως για αυτό να αποζητάω κι εγώ το χωριό μου, για να κρυφτώ όπως το έμβρυο στην μήτρα της μάνας του· στο μέρος αυτό της αφάτου γαλήνης κι ασφάλειας. Κι ας μικρύνει κι άλλο ο κόσμος μου, ας φτάσει να χωράει στο φωτογραφικό μου το κάδρο· θυμίζοντας πιότερο φωτεινό απολίθωμα, παρά ζωντανή παρουσία. Σαν τις εικόνες που φτάνουν στα μάτια μου απ’ τα πέρατα της γης, για να μου προσφέρουν ένα ξεφτισμένο του κόσμου απείκασμα, να μου δώσουν μια γεύση άδροση και εικονική από μέρη που ποτέ δεν περπάτησα. Ίσως για αυτό να αποθυμώ το βουνό μου, για να παραδοθώ στον καθάριο αγέρα του, που αναρριπίζει ασίγαστα των δέντρων τις φυλλωσιές και παρακλητικά με καλεί να αποδράσω μαζί του. Να σκορπίσω θεληματικά στην ανασαιμιά του και να χαθώ, όπως σκορπάει και χάνεται ο αναστεναγμός που βγαίνει απ’ το στέρνο μου ασήκωτος. Να κινηθώ σαν τολύπη καπνού, όπως ορίζει και προστάζει ο άνεμος, αυτός ο αγέραστος συνοδοιπόρος και υποβολέας ακάματος.

Ύστερα, ξαλαφρωμένος λιγάκι, να σηκώσω τη φωτογραφική μηχανή και να αγναντεύσω το κόσμο μέσα απ’ το βαθύ καλειδοσκοπικό μου πηγάδι. Εγκιβωτισμένος στην κάμερα, να πλανώμαι πως βρίσκομαι απ’ έξω, ότι τάχα έχω τον κόσμο αιχμαλωτίσει στο κάδρο μου και θύραθεν τον κρυφοκοιτάζω. Κι έπειτα…. Κλίκ! Η φωτογραφία τραβήχτηκε και πλέον της πρέπει επεξεργασία. Αυξομείωση στις αντιθέσεις του φωτός, παιχνίδισμα με τις σκιές, τονισμός των χρωμάτων κι όλα αυτά ξανά και ξανά μέχρι το επιθυμητό αποτέλεσμα. Γιατί ο φακός παραμορφώνει τα πάντα, τούτο δα δεν το αρνείται κανείς, μα μια εικόνα παραλλαγμένη κατάλληλα μπορεί να μαρτυρά την αλήθεια πιστότερα.

Μπορεί να συμπιέσω κι άλλο τον κόσμο, μέχρι να χωρέσει στο κάδρο μου και ύστερα να τον ενταφιάσω στο φίλμ. Ίσως να μην αντέχω κάτι πέρα απ’ αυτό, και εξαιτίας αυτού να έχω τόση ανάγκη την φωτογραφική μηχανή μου. Ακόμη κι αν το ήθελα όμως, δεν θα μπορούσα ποτέ να σταθώ απηνής και αμέτοχος απέναντι σε εκείνα που βλέπω. Να μένω ανέκφραστος σαν φωτογραφική μηχανή, που δάκρυ ποτέ της δεν στάζει, κι ας παίρνει την δυστυχία καταπόδι για να της αδράξει ένα ισχνό αποτύπωμα.

Θα ενεδρεύω λοιπόν, μέχρι απρόσμενα μια αλλαγή του φωτός, ένα του ανέμου φύσημα ή μια φιγούρα ανθρώπινη να με προικίσει με τη γλυκιά της συγκίνησης μέθη· και τότε, θα σκοπεύσω αποφασιστικά, θα κλείσω τα μάτια και … Κλικ!

(Εμπνευσμένο απο την Φωτογραφική έκθεση της ομάδας των “Φωτοπρολεταριων” στο “Μελίνα”, με τίτλο “Στρέφοντας άσκοπα το βλέμμα”)

Κωνσταντίνος Λίχνος