Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Βασίλης Ρώτας και η αναγκαιότητα μελέτης του ποιητικού έργου του

Παρουσιάζει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης //

«Αν η μαγνητική βελόνα δείχνει προς το Βορρά,
ο Βασίλης Ρώτας έδειχνε κατά την κοινωνικότητα!
Αυτή ήταν το λυχνάρι του για να βλέπει.
Είχε διαρκώς το νου του στραμμένο στους άλλους –
όμως, όχι για να τους εκμεταλλευτεί, αλλά για να ζήσει μαζί τους
σ’ έναν ωραιότερο κόσμο.
Σ’ έναν κόσμο κυριολεκτικά ανθρώπινο.
Αντιλαμβανόταν την ολότητα ως μονάδα!
Μου είπε κάποτε:
“Μονάδα ζωής δεν είναι το άτομο παρά η ομάδα”.»

Νικηφόρος Ρώτας

Αφορμή για να γραφεί το σύντομο αυτό σημείωμα αποτέλεσε η επέτειος του θανάτου του πολυγράφου θεατρικού συγγραφέα, ποιητή, διηγηματογράφου, αρθρογράφου, κριτικού θεάτρου και βιβλίου, καθώς και σημαντικού μεταφραστή Βασίλη Ρώτα (1889-1977)[1].

rotas2«Ο μπαρμπα Βασίλης ο αβασίλευτος»[2], κατά τον ποιητικό χαρακτηρισμό του Γιάννη Ρίτσου, πέθανε στις 30 του Μάη 1977, σε ηλικία 88 χρόνων, μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο στην Πολυκλινική Αθηνών και κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας σε τάφο που παραχωρήθηκε από το Δήμο Αθηναίων.

Δεν ανήκει στους μείζονες ποιητές της γενιάς του, αν και έγραφε και δημοσίευε ποιήματα από το 1908 έως το 1977, δηλαδή σε μια περίοδο όπου παράγουν ποιητικά διάφοροι δημιουργοί και οι οποίοι κατατάσσονται γραμματολογικά σε διάφορες γενιές. Δε θα επεκταθώ εδώ και δε θ’ αναφερθώ στην ποιητική παραγωγή του, η οποία είναι άλλωστε πλούσια[3], ούτε φυσικά θα τη σχολιάσω.

Αρχικά, παραθέτω ένα λυρικό και ερωτικό ποίημά του, το οποίο συνάντησα πρόσφατα αναδημοσιευμένο σε ρωμαίικη πολίτικη εφημερίδα[4].

Πρόκειται για αναδημοσίευση από την 3η  ποιητική συλλογή του, της δεύτερης ποιητικής περιόδου (1917-1940): Ανοιξιάτικο Αγέρι, Verlags-Anstalt Göritzer Nachrichten und Anzeiger, Görlitz, 1923, σελ. 42. Το ποίημα συμπεριλαμβάνεται στην ενότητα με τίτλο: «Η Φυλλάδα της Ασύγκριτης» (1922), προφανώς αφιερωμένη στον ασίγαστο, αιώνιο και ανεκπλήρωτο έρωτά του για τη σουηδέζα τραγουδίστρια Σύγκριτ (εξού και την αποκαλεί: «Ασύγκριτη»), την οποία γνώρισε και αλληλοερωτεύτηκαν, όταν διατελούσε στρατιωτικός ακόλουθος στην Ελληνική Πρεσβεία του Βερολίνου, το 1921-1922. Περισσότερα στο βιβλίο Βασίλης Ρώτας 1889-1977 (Πρόλογος-Εισαγωγή: Βούλα Δαμιανάκου. Επιμέλεια ύλης: Ελένη Βασιλοπούλου),  Αθήνα 1979, σελ. 24.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ

Ρόδο ωραίο ροδίζει εδώ,

Πώς μου ανάβει τον καϋμό.

Ρόδο ωραίο εδώ μυρίζει,

την καρδιά μου σκανδαλίζει.

Ρόδο ωραίο να σε χαρώ,

πες μου, πώς μπορώ κι’ εγώ

να ροδίζω, να μυρίζω

και καρδιές να σκανδαλίζω;

Να με ιδή η πεντάμορφη

η άχραντη, η ασύγκριτη

να σκανδαλιστεί η καρδιά της

να με πάρη στη δουλειά της

δουλευτή στον κήπο της

στις βραγιές και τ’ άνθια της

[Να της πάω αβγήν-αβγή

Της αγάπης το κλωνί][5]

Να της πάω το βράδυ-βράδυ

Της αγάπης το βοτάνι.

Κελαϊδεί το αηδόνι εδώ

πώς μου ανάβει τον καϋμό

κι’ αχ εδώ λαλεί ’να αηδόνι

την καρδιά μου βαλαντώνει.

Πώς μπορώ, πουλί κι’ εγώ

τόσο ωραία να τραγουδώ

να γλυκολαλώ τον πόνο

και καρδιές να βαλαντώνω;

Να μ’ ακούση η έμορφη

η άχραντη, η ασύγκριτη

να σκανδαλισθή η καρδιά της

να με πάρη συντροφιά της

να της παίζω την αυγή

της αγάπης το βιολί

να της παίζω και το βράδυ

της αγάπης το σουραύλι.

 

rotas7Με την ευκαιρία της επετείου της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς στη Θεσσαλονίκη (26.5.1963), αναδημοσιεύουμε δύο σχετικά ποιήματα, που συμπεριέλαβε ο Ρώτας, δυο χρόνια αργότερα, στο περ. «Λαϊκός Λόγος»[6], προς τιμή του ήρωα αγωνιστή της ειρήνης και μάρτυρα, στα οποία διαγράφονται ανάγλυφα η εκτίμηση του ποιητή απέναντι στον Λαμπράκη και η αγάπη του για την ειρήνη και τον αγώνα ενάντια στον πόλεμο.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ

Λαμπράκη, ανθέ της άνοιξης, μπουμπούκι της ελπίδας,

πώς με χωσιά σε τσάκισαν οι δούλοι του τυράννου!

Σφαχτάρι αιματοστάλαχτο και χαμωκυλισμένο,

πώς να σε φέρω σε ομορφιά, να σε νεκροστολίσω,

να ντύσω σέβας την αντρειά και χάρη τη θυσία;

Θε να σε κάνω εικόνισμα φωτοστεφανωμένο

και θα σε στήσω σε ναό και σε προσκυνητάρι

προστάτην άγιο αγωνιστή και μάρτυρα αθλοφόρο,

ν’ ανάβει μπρος στη χάρη σου το ακοίμητο καντήλι,

καντήλι της ελευτεριάς, λαμπάδα της ειρήνης,

να σ’ έχει λάβαρο ο λαός, τραγούδι της η νιότη

αγώνισμά τους τα παιδιά και σύνθημα οι στρατιώτες.

 

ΠΟΡΕΙΑ ΕΙΡΗΝΗΣ

 

Εμπρός, περήφανο και λεύτερο

πνεύμα της νιότης

για την ειρήνη γίνου κήρυκας

και στρατιώτης.

Όλοι μαζί να πολεμήσουμε [ή Εμπρός ν’ ανοίξουμε το πέρασμα]

για την ειρήνη

να σταματήσουμε τον πόλεμο

να μη γίνει.

Κανένας να μην έχει πύραυλον

ούτε κανόνι

ούτε κανένας το δικαίωμα

να σκοτώνει.

Εμπρός ξεκίνα από τα μνήματα

του Μαραθώνα,

γενναίο πνεύμα ρίξου ολόψυχα

στον αγώνα.

Για την ειρήνη εμείς θα κάνουμε

κάθε θυσία

κι όλος ο κόσμος είναι πίσω μας

στην πορεία.

Να πρωτοπόρος ο Λαμπράκης μας [ή Μπροστά ο Λαμπράκης –νάτος– προχωράει]

με τη σημαία,

Εμπρός, προχώρα με το βήμα του,

Νεολαία!

Τέλος, παρουσιάζουμε ένα δείγμα από την πλούσια και ενδιαφέρουσα αντιστασιακή ποίηση του Ρώτα, το οποίο με τη διαχρονική του αξία μάς θυμίζει ότι μπορεί μεν να έχουμε «δημοκρατία», να rotas1μην ξεχνάμε δε ότι είναι αστική και εκτρέφει και αναπαράγει και χρησιμοποιεί, όταν απαιτείται για την επιβίωσή της, το φασισμό και τα πολιτικά του εκτρώματα. Ο Ρώτας διαπιστώνει και επισημαίνει στο δημώδες ποίημά του, σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, «Έχετε γεια ψηλά βουνά», ότι δεν πρέπει να λησμονούμε ποτέ, ότι αν και ο Φασισμός πέθανε μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ξαναγεννήθηκε στη φασιστική δικτατορία (1967-1974) και ξαναπέθανε μετά την Μεταπολίτευση του 1975, ξαναεμφανίστηκε με τη «Χρυσή Αυγή» κ.ά. πανομοιότυπα αστικά κόμματα και ότι ενδέχεται να ξαναεμφανιστεί, διότι οι φασίστες συνεχίζουν να ζουν και να επωάζουν «το αυγό του φιδιού»…

Γράφει: «κι αν ψόφησεν ο φασισμός ζουν όμως οι φασίστες» και επιχειρηματολογεί ποιητικά και με άλλους στίχους για την άποψή του, τη σχετική με την εγρήγορση που απαιτείται από την εργατική και αγροτική τάξη, όσον αφορά τους φασίστες και τα άμεσα και μακροπρόθεσμα σχέδιά τους.

Το θεματολογικό κλίμα του ποιήματος μάς παραπέμπει στην κλεφτουριά του ’21, τη ζωή, τους αγώνες, τις κακουχίες και τις στερήσεις που υπέστη, πολεμώντας στα άγρια βουνά και φαράγγια, συνδέοντας τους δύο επαναστατικούς απελευθερωτικούς αγώνες της πατρίδας μας, κοινό και σύνηθες ποιητικό μοτίβο στους δίσεκτους χρόνους της Κατοχής. Ακολουθεί την ποιητική τεχνοτροπία των δημοτικών μας τραγουδιών συνδέοντας τη φύση και τον αγωνιστή αντάρτη σε μια αλληλουχία ζωής, δράσης και γεγονότων, χρησιμοποιώντας απλή και λαγαρή δημοτική γλώσσα με ανάλογο ύφος και με χαρακτηριστικές λαϊκές λέξεις, σύνθετες και μη, όπως: κοντοραχούλες, λεβεντόκορμο, φουσεκλίκια, απλοχωριά, κανάγηδες, θεριά, άρπαγες, πανελεύτερα, λογγά, ροβολήσω, καψοσυγυρίσουμε, καψομπαλοθούμε, ψόφησεν, τερτίπια, ταγήνι, γενιά τρισδοξασμένη, ομορφοκλησιές, λεβεντονιούς, λεβεντοκοπέλες κ.ά., καθώς και με δεικτικούς στίχους, όπως για τους προδότες: «Κοπέλια της περίστασης, δούλους της ευκαιρίας,/που ’πιαν το αίμα του λαού με των εχτρών τις πλάτες.» ή για τους φασίστες  ντόπιους και ξένους καπιταλιστές και τα πολιτικά τσιράκια τους, που μεθοδευμένα σε όλες τις εποχές επιχειρούν την καταλήστευση των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων, με άνομα και δόλια σχέδια και πολιτικάντικους τρόπους, χρησιμοποιώντας δουλοπρεπείς και ξεπουλημένους κονδυλοφόρους και πολιτικούς, καθώς και δυστυχή φοβισμένα ανθρωπάκια από τις φτωχές εξαθλιωμένες μάζες, που δε συνειδητοποιούν το ταξικό συμφέρον τους και που δε διαθέτουν αξιοπρέπεια και κοινωνικό ήθος. Και διαχρονικά τους τάζουν θώκους, χρήμα, εξυπηρετήσεις, διευκολύνσεις, με σκοπό να τους κάνουν υποχείριά τους και ραγιάδες, καταστρέφοντας την ψυχή, το ήθος, τη συνείδησή τους: «Ε τώρα θέλει προσοχή να μη μας ξεπουλήσουν/γιατί ’ναι αυτοί παμπόνηροι, πολλά τερτίπια ξέρουν/και ρίχνουνε το δόλωμα, το χρήμα, το ταγήνι,/ και παζαρεύουν τις ψυχές μ’ αλεύρι και κονσέρβα/με λίρα στρογγυλούτσικη, χρυσήν όπου γυαλίζει/ως να σε βάλουν στον ζυγό απ’ όπου πια δε βγαίνεις.»

Με το στίχο του δε «να πιάσω τσάπα και κασμά, σφυρί και κλαδευτήρι» είναι πασιφανής η πρόθεσή του να μας παραπέμψει στους ειρηνικούς αγώνες της εργατικής και αγροτικής τάξης στη συνέχεια, αλλά και στους ταξικούς αγώνες της, στο παρόν και στο μέλλον.

Δεν παραλείπει ν’ αναφερθεί στους φασίστες εχθρούς κατακτητές και ντόπιους συνεργάτες τους, τους δοσίλογους προδότες, οι οποίοι μετά την Κατοχή, αλλά και αργότερα στον Εμφύλιο, επιδόθηκαν σε θηριωδίες, εγκληματικές ενέργειες, εθελόδουλες και προδοτικές ενέργειες, για οικονομικά και άλλα προσωπικά οφέλη και συμφέροντα.

Το ποίημα κλείνει με μια αισιόδοξη νότα για ζωή ευτυχισμένη μετά τον πόλεμο, προσκαλώντας σε χορούς και τραγούδια, θέλοντας έμμεσα να διαψεύσει και να ξεχάσει – έστω προσωρινά – τους παραπάνω εύλογους φόβους του, για τα σχέδια που εξύφαιναν οι φασίστες καπιταλιστές Αγγλοαμερικανοί για το άμεσο μέλλον της χώρας μας…

Αυτό και αρκετά άλλα ποιήματά του τον κατατάσσουν, κατά τη γνώμη μου, στους μείζονες έλληνες ποιητές. Δυστυχώς, πολλά ποιήματά του είναι ακόμη άγνωστα στους παλιότερους και νεότερους Κριτικούς και Ιστορικούς της Λογοτεχνίας μας ή υπήρξαν άλλοι λόγοι που τον αγνόησαν ή τον έβαλαν στο περιθώριο και τον πέταξαν στη λήθη… Αυτή η τακτική πολλών και διαφόρων προσώπων και παραγόντων του πνευματικού κόσμου και της πολιτικής του 20ού αιώνα, δεν είναι ικανή, βέβαια, να διαγράψει, πόσο μάλλον να εξαφανίσει το ποιητικό έργο του.

Γι’ αυτό, θα ήταν επωφελές για την Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και για τους σύγχρονους και μελλοντικούς φιλότεχνους και φιλομαθείς συμπατριώτες μας, να εκδοθούν κάποια δοκίμια και  μελέτες, που θα αφορούν στο ποιητικό σύμπαν του Βασίλη Ρώτα.

ΕΧΕΤΕ ΓΕΙΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ

Έχετε γεια ψηλά βουνά κι εσείς κοντοραχούλες

που αντάρτης σας περπάτησα, λεύτερος ελασίτης

για λευτεριά παλεύοντας, για δίκιο πολεμώντας

με τα μακριά μου τα μαλλιά, με τα όμορφά μου γένεια,

τ’ ορθό το λεβεντόκορμο με τ’ άρματα ζωσμένο,

δεξιά ριχτό το αυτόματο, ζερβά οι χειροβομβίδες

και σταυρωτά δεξόζερβα τα έρμα τα φουσεκλίκια.

Κοιμόμουνα στους λόγγους σας, ξυπνούσα στα φαράγγια

και στα ζυγά σας φύλακας ξημεροβραδιαζόμουν.

Κουρελιασμένος έτρεχα ξυπόλητος στα χιόνια

τα ρούχα μου δεν άλλαξα σ’ εξάμηνο σε χρόνο.

Κι εσείς με τον αγέρα σας και με τα κρύα νερά σας

μου δώσατε ψυχή βαθιά κι απλοχωριά στο νου μου

και κράτησα με δύναμη και πείσμα τον αγώνα

με ιταλούς κανάγηδες, με γερμανούς θερία,

με ωμούς βουλγάρους άρπαγες, φασίστες και ναζίδες

και με τους πιο χειρότερους τους ντόπιους τους προδότες.

Κοπέλια της περίστασης, δούλους της ευκαιρίας,

που ’πιαν το αίμα του λαού με των εχτρών τις πλάτες.

Και τώρα πανελεύτερα βουνά μου, σας αφήνω,

τώρα ντουφέκια δε λαλούν, κανόνια δε βροντάνε

τώρα τ’ αηδόνια θα το ειπούν και θα το κελαϊδήσουν

πως λευτερώθη ο τόπος μας κι ο φασισμός πεθαίνει.

Τώρα που χωριζόμαστε βουνά μου, σας αφήνω

τα γένεια μου και τα μαλλιά στολίδια στα λογγά σας,

αφήνω το ντουφέκι μου και τις χειροβομβίδες,

τα φουσεκλίκια σταυρωτά που φάγαν το κορμί μου.

Σε σας βουνά μου, τ’ άρματα, σε σας τα παραδίνω.

Τ’ άρματα τούτα σκότωσα φασίστες και τα πήρα,

κι έχουν περίσσια την τιμή, περίσσια και τη δόξα.

Και τώρα εγώ στους κάμπους μας κάτω θα ροβολήσω

να πιάσω τσάπα και κασμά, σφυρί και κλαδευτήρι

να καψοσυγυρίσουμε, να καψομπαλωθούμε

λιγάκι ν’ ανασάνουμε και να ξεκουραστούμε,

γιατί έχουμε πολλή δουλιά ξοπίσω που προσμένει

κι αν ψόφησεν ο φασισμός ζουν όμως οι φασίστες

που χίλια δυο στοχάζονται και χίλια δυο πασκίζουν

για να μας ξαναβάλουνε στη ζεύγλαν αποκάτω.

Ε τώρα θέλει προσοχή να μη μας ξεπουλήσουν

γιατί ’ναι αυτοί παμπόνηροι, πολλά τερτίπια ξέρουν

και ρίχνουνε το δόλωμα, το χρήμα, το ταγήνι,

και παζαρεύουν τις ψυχές μ’ αλεύρι και κονσέρβα

με λίρα στρογγυλούτσικη, χρυσήν οπού γυαλίζει

ως να σε βάλουν στον ζυγό απ’ όπου πια δε βγαίνεις.

Ολοζωής για χάρη τους σκυφτός θα καματεύεις

κι αυτή τη λίρα τη χρυσή θα την ξεράσεις αίμα.

Κι εσείς έρμα χαλάσματα, κι εσείς χωριά καημένα

που το καθένα εγίνηκε κι απόνα Μεσολόγγι

με τόσους ήρωες σημερνούς, γενιά τρισδοξασμένη

από το γέρο ως το παιδί, γυναίκες και κορίτσια,

έχετε γεια και γλήγορα θα ξανανταμωθούμε

να χτίσουμε τα σπίτια σας, τις ομορφοκλησιές σας,

να στήσουμε και το χορό, να ειπούμε και τραγούδια,

τραγούδια για λεβεντονιούς και λεβεντοκοπέλες.

rotas3Τα δείγματα από την πληθωρική ποίηση του Βασ. Ρώτα, τα οποία παραθέσαμε στο παρόν σύντομο σημείωμά μας είναι φτωχότατα, αλλά ενδεικτικά της αξίας της ρωταϊκής ποίησης. Κρίνουμε αναγκαίο να μελετηθεί περισσότερο, αφού ελάχιστοι ήταν αυτοί που δημοσίευσαν σχετικές εργασίες τους, τις οποίες παραθέτω σε υποσημείωση για ενημέρωση των ενδιαφερομένων αναγνωστών και κυρίως των μελετητών[7].

Αιώνια η μνήμη του ποιητή Βασίλη Ρώτα!

_______________________________________________________________

[1]. Κοίτα Θανάση Ν. Καραγιάννη, Ο Βασίλης Ρώτας και το έργο του για παιδιά και έφηβους. Θέατρο-Ποίηση-Πεζογραφία-«Κλασσικά εικονογραφημένα». Ερμηνευτικές, θεματολογικές, ιδεολογικές, παιδαγωγικές προσεγγίσεις, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2007, σελ. 659 (διδακτορική διατριβή).
[2]. Ποίημα που έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος (στην Αθήνα και στο Καρλόβασι) κατά την περίοδο 30 Μαΐου (ημέρα το θανάτου του Β.Ρ.) μέχρι 12 Σεπτ. 1977, το οποίο έστειλε στη Βούλα Δαμιανάκου, με εξώφυλλο και καλλιγραφική γραφή. Κοίτα: στο βιβλίο Βασίλης Ρώτας 1889-1977 (Πρόλογος-Εισαγωγή: Βούλα Δαμιανάκου. Επιμέλεια ύλης: Ελένη Βασιλοπούλου), Αθήνα 1979, σελ. 531-533.[3]. Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να πάρει μιαν ιδέα στο βιβλίο μου Ο Βασίλης Ρώτας και το έργο του για παιδιά, και έφηβους, ό.π., σελ.  293-491 (Κεφάλαιο Δεύτερο. Ποίηση), βέβαια και σε άλλα κείμενα και βιβλία, ορισμένα από τα οποία αναφέρω στη συνέχεια.
[4].  Εφ. «ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ» της Κωνσταντινούπολης, αρ. 5567, 21.3.1941.

[5].  Αυτό το δίστιχο παραλείπεται στην εφημερίδα, ενώ υπάρχει στο ποίημα της συλλογής).
[6]. «Γρηγόρης Λαμπράκης», περ. «Λαϊκός Λόγος», αρ. φύλ. 1, Αύγ. 1965 και «Πορεία ειρήνης», στο ίδιο περιοδικό, αρ. φύλ. 2, Σεπτ. 1965. Το πρώτο ποίημα συμπεριλήφθηκε αργότερα στις ποιητικές συλλογές του …Παρά προστάτας νάχωμεν, Αθήνα 1974, σ. 62 και  Τραγούδια της Αντίστασης, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981, σελ. 178, καθώς και το δεύτερο ποίημα στην ίδια συλλογή του, σελ. 178-179.
Το περ. «Λαϊκός Λόγος. Μηνιάτικο περιοδικό ζωής και τέχνης» ήταν σχετικά βραχύβιο (Αύγ. 1965- Γεν. 1967, 18 τεύχη και μια έκτακτη έκδοσή του, Δεκ.  1975), το οποίο εξέδιδαν και διεύθυναν οι Βασίλης Ρώτας και Βούλα Δαμιανάκου.
[7]. Βούλα Δαμιανάκου, στην Εισαγωγή της στο βιβλίο Βασίλης Ρώτας 1889-1977, ό.π., σελ. 13-46, της ίδιας, «Βασίλης Ρώτας, πρωτοπόρος στη ζωή και  στην  τέχνη», περ. «η λέξη» (μικρό αφιέρωμα στον Β. Ρώτα), τεύχ. 116, Ιούλ.-Αύγ. 1993, σελ. 425-435 κ.ά., Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου, «Η παιδική ποίηση του Βασίλη Ρώτα», περ. «΄Ερευνα» (Αφιέρωμα στον Βασίλη Ρώτα. Επιμέλεια: Θαν. Ν. Καραγιάννης), τεύχ. 13 (98), Ιαν. 2001, σελ. 30-32, Β.Δ. Αναγνωστόπουλος, «Β. Ρώτας: Μια σύγχρονη ανάγνωση του ποιητικού του έργου», περ. «Έρευνα», ό.π., σελ. 33-39, Μιχ. Σταφυλάς, «Η ιδιοτυπία του Βασίλη Ρώτα», περ. «Το Σχολείο και το Σπίτι» (Αφιέρωμα στον Βασίλη Ρώτα. Επιμέλεια: Θαν. Ν. Καραγιάννης), τεύχ. 6-7 (444-445), 21/7-10/10/2002, σελ. 365-368, Μαρία Τζαφεροπούλου, «Η παρουσία του χιούμορ στην “Αυγούλα” του Βασίλη Ρώτα», περ. «Το Σχολείο και το Σπίτι», ό.π., σελ. 368-373, Αθανάσιος Ν. Γκότοβος, «Βασίλης Ρώτας: Οι πρώτες ποιητικές συλλογές (1917-1923)», περ. «Σύγχρονη Εκπαίδευση» (Αφιέρωμα: Βασίλης Ρώτας, ο ποιητής, ο θεατρικός συγγραφέας, ο άνθρωπος. Επιμέλεια: Θαν. Ν. Καραγιάννης), τεύχ. 126-127, Σεπτ.-Δεκ. 2002, σελ. 9-14, Θανάσης Καραγιάννης, «Η πολιτική ποίηση του Βασίλη Ρώτα –Προσεγγίσεις με φόντο τη Μετακατοχική Περίοδο– », περ. «Σύγχρονη Εκπαίδευση», ό.π., σελ. 29-36, το ίδιο στο περ. «Τα Εκπαιδευτικά», τεύχ. 65-66, Χειμώνας 2002-2003, σελ. 12-29, Ανδρέας Καρακίτσιος, «Η Αυγούλα και ο Βασίλης Ρώτας», περ. «Διαβάζω» (Αφιέρωμα στον Βασίλη Ρώτα. Επιμέλεια: Θαν. Ν. Καραγιάννης), τεύχ. 434, Νοέμ. 2002, σελ. 102-105, Θανάσης Βενέτης, «Για την ποιητική του Β. Ρώτα», περ. «Διαβάζω», ό.π., σελ. 106, Χάρης Σακελλαρίου, «Η κοινωνιολογική θέαση του κόσμου στην παιδική ποίηση του Β. Ρώτα», περ. «Τα Εκπαιδευτικά», τεύχ. 63-64, Καλοκαίρι 2002, σελ. 16-20, Θαν. Ν. Καραγιάννης, «Η Ειρήνη στο έργο του Βασίλη Ρώτα για παιδιά και έφηβους», περ. «Δρόμοι της Ειρήνης», τεύχ. 66/1990 και τώρα στο βιβλίο του «Με την ορμή της νιότης…» Δεκατέσσερα κείμενα για τα βιβλία των παιδιών και τους συγγραφείς τους, Άγ. Δημήτριος 2001, σελ. 55-66, Θαν. Ν. Καραγιάννης, «Ο Βασίλης Ρώτας και η αντιστασιακή του ποίηση για παιδιά και έφηβους 1941-1944», περ. «Το Σχολείο και το Σπίτι», τεύχ. 332/1990, σελ. 87-93, «Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας» (εμπλουτισμένο και με άλλα ποιήματα), εκδ. Σμυρνιωτάκης, Αθήνα 1990, σελ. 113-142 και τώρα στο βιβλίο του «Με την ορμή της νιότης…» Δεκατέσσερα κείμενα για τα βιβλία των παιδιών και τους συγγραφείς τους, Άγ. Δημήτριος 2001, σελ. 67-78, Θαν. Ν. Καραγιάννης, «“Ο Φακής”. Έπαρση και θρασυδειλία. Οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος», περ. «Το Σχολείο και το Σπίτι», τεύχ. 440/2002, σελ. 45-51, Θαν. Ν. Καραγιάννης,  «Με τη λύρα του Βασίλη Ρώτα. Φωνή λαού που φτάνει ως τ’ άστρα τ’ ουρανού», περ. «Θέματα Παιδείας», τεύχ. 8, Χειμώνας 2001-2002, σελ. 12-15 κ.ά.