Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Δρακόγελως και οι Μοσκοκούζουλες

Γράφει η Ζωή Δικταίου //

Στο Οροπέδιο, εδώ στο απάνω δώμα της γης κάθε διαδρομή, κάθε μονοπάτι είναι μια νέα πρόκληση, μια ανοιχτή σελίδα που σε περιμένει να την διαβάσεις. Η ανάγνωση αυτή αποτελεί λειτουργία θεραπευτική και δεν είναι μόνο ο καθαρός αέρας που κατεβαίνει φουριόζος από τις κορυφογραμμές και οι χιλιάδες μυρωδιές, δεν είναι η ένταση στα χρώματα της φύσης που ξυπνούν όλες τις αισθήσεις, είναι που βρίσκει τρόπο ο παλιός καιρός να ξανακαινουριώνει στην ψυχή, είναι που ανεβαίνει γρήγορος ο παλμός της καρδιάς στα χείλη και προλαβαίνεις να ψιθυρίσεις με ευγνωμοσύνη, «ευχαριστώ».

Εδώ, στο Λασίθι, το ηλιοβασίλεμα στα βουνά, προσφέρει μια διαφορετική μαγεία και θέα, με τον ήλιο να συνεχίζει το ταξίδι του πίσω από κορφές και απόκρημνους βράχους. Όσο η γαλήνη απλώνεται και σε πλημμυρίζει η αγάπη όλα αλλάζουν καθώς φεύγει ο ήλιος. Το ονειροπόλημα σου διακόπτεται μόνο από τους ήχους της φύσης μένεις όμως σταθερά προσηλωμένη στον ίδιο ελκυστικό προορισμό.

Ακούς το αεράκι στα φύλλα της κληματαριάς. Ένα βλέμμα μόνο φτάνει καμιά φορά κι ας είναι σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Κλείνεις τις κιτρινισμένες σελίδες στο ημερολόγιο. Ο ουρανός χαμηλώνει.  Τα κεντημένα χελιδόνια του καθρέφτη έχουν πετάξει μαζί με τη νιότη κι όμως ακόμη συλλαβίζεις καημούς…

Έλα τώρα να πάμε μέχρι τα Σκαφίδια. Θα το ξέρεις πως και σε αυτή τη θέση έχουν ανακαλυφθεί ταφές νεολιθικής εποχής. Εδώ ήταν το πιο παλιό υδραγωγείο του χωριού όπου το νερό συλλεγόταν σε λιθόκτιστη κατασκευή και διοχετεύονταν σε χτιστό αγωγό από πήλινους σωλήνες μέχρι να φτάσει στις κεντρικές δημοτικές βρύσες, όπως λέει το Αριστειδάκη, τονίζοντας ό,τι στις συνδέσεις για να αποκλειστούν οι διαρροές, οι παλιοί μαστόροι που ήξεραν τα μυστικά της αντοχής, είχαν χρησιμοποιήσει Σαντορινιό χώμα.

Θα νοσταλγήσεις τον παλιό καιρό  και τη γιαγιά Γαρυφαλλιά άλλη μια φορά. Παιδάκι στο δημοτικό ήσουν, όταν σε έφερε πρώτη φορά και σου διηγήθηκε πως εδώ είναι που γίνονται συντρόφισσες με τα πουλιά οι Μοσκοκούζουλες, αυτές που ζουν έξω και πάνω από τον κόσμο μας και βγαίνουν περίπατο με τον Αποσπερίτη. Σηκώνεις τα μάτια ψηλά. Στην κορφή του γκρεμού κρέμεται θαρρείς το στρογγυλό χαράκι, όπως τότε το ίδιο έχει μείνει.

Κάποια σε περιμένει εδώ. Εκείνη, η Πέννυ, διηγείται την παλιά ιστορία στα παιδιά της, έτσι όπως την έμαθε από εσένα όταν ήταν και αυτή παιδί:

«Εκεί ψηλά κάθεται ο Δρακόγελως με τα άσπρα γένια που είναι από καραμελωμένη ζάχαρη και γελάει – γελάει σαν παιδί και σταματημό δεν έχει. Όσο πιο πολύ γελάει, τόσο το γέλιο του προσπαθεί ν’ ανοίξει πόρτα στη σχισμή του γκρεμού. Αυτό κάνει το γέλιο, ανοίγει πόρτες εκεί που νομίζεις πως δεν υπάρχουν.

Μα δεν γελά μόνο, εργάζεται κιόλας και μάλιστα σε μια σπάνια επιστήμη, με τον τρόπο του. Φυλάει τα άσπρα μακρουλά κογχυλάκια, αυτά τα μικρά που είναι κολλημένα στα βράχια. Μέσα τους κρύβονται οι λέξεις που χάνονται όταν τις ξεχνούν οι άνθρωποι, οι λέξεις, η αγάπη και οι ιστορίες που γράφουν οι Μοσκοκούζουλες.

Βερίγου Ο Δρακόγελως κι οι Μοσκοκούζουλες Ο Δρακόγελως άγρυπνος φρουρός του γκρεμού έχει το χάρισμα να βλέπει καθαρά και πιο βαθιά και όταν έρχονται παιδιά, αν δεν πειράξουν τους σταλακτίτες, τα σπάνια αγριολούλουδα και δεν σπάσουν τα κογχυλάκια, τους χαρίζει και τις λέξεις και τις ιστορίες τους. Και την αγάπη φυσικά, καραμελωμένη!

Οι Μοσκοκούζουλες φροντίζουν να κεντούν με τη ζαχαροκλωστή από τα γένια του, τη ζώνη της αγάπης και όσο πιο πολλή αγάπη χαρίζει ο Δρακόγελως, τόσο αβγαταίνει και ποτέ δεν χάνεται. Γι αυτό κρύβονται την ημέρα και δεν τις βλέπει κανείς, γιατί έχουν κέντημα, πολύ κέντημα, μια ζώνη να φασκιώσουν οκτώ φορές τον κόσμο και πάλι να περισσεύει. Ακούγεται μόνο η βελόνα τους που κάνει τσικ τσικ τσίκι τσίκι τσιιι, η βελόνα τους λέμε και όχι η ανεμιγή τους, μόνο την ημέρα, τη νύχτα παίρνουν τα σοκάκια με τον Αποσπερίτη!  Εδώ, εδώ να σταθείτε, ν’ αφουγκραστείτε, εδώ στο ρίζωμα του γκρεμού ακούγεται, τσικ τσικ τσίκι τσίκι τσιιι!»

Είσαι σε θέση να σεβαστείς με το ίδιο ρίγος της πρώτης φοράς, με την ίδια συγκίνηση όσα ακούς και τον κάθετο γκρεμό να τον ερμηνεύσεις διαφορετικά, να τον εντάξεις και πάλι στην καθημερινότητά σου, να αποκτήσεις κοιτάζοντας το βαθύ κόκκινο και τις σκούρες ώχρες των βράχων μια διαφορετική αντίληψη σεβασμού και αυθεντικότητας.

Στα Σκαφίδια, λίγα μέτρα πιο μακριά από το πατρικό σου, ευκαιρία για αναπόληση, για ταξίδι και αλληλεπίδραση. Η άμεση επαφή με τον γκρεμό προσφέρει ουσιαστική κατανόηση του τοπίου, του μύθου και της λειτουργικότητάς του. Προκύπτει μια εξαιρετική ανάμνηση, μια ξεχωριστή αξία μέσα από τη διασύνδεση ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν.

Λένε πως οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μάτια αλλά δεν τα βλέπουν όλα κι ενώ έχουν αυτιά πάλι δεν τα ακούνε όλα, ίσως επειδή δεν προορίζονται όλα για όλους.

Βερίγου Ο Δρακόγελως και οι ΜοσκοκούζουλεςΛένε πως ανάμεσα στους πολλούς είναι κι εκείνοι που πιάνουν τον ήχο από το φευγιό της πεταλούδας και το παράπονο της μέλισσας όταν διψά και λένε ακόμη πως αν τους κοιτάξεις τα μεσάνυχτα, το βλέμμα τους μοιάζει γυάλινο και φέγγει σαν άστρο στο σκοτάδι, ίσως επειδή στην ψυχή τους συντηρούν πάντα αναμμένο φανάρι ένα φεγγάρι.

Λένε πως αυτοί είναι οι αλαφροΐσκιωτοι που ακούνε τον ψίθυρο του ανθού και τα λόγια που ανταλλάσουν τα στάχυα με τ’ άστρα, αυτοί που βλέπουν τα φτερά του ανέμου και διαβάζουν τα μυστικά της νερομάνας στ’ ασπρολίθι στο στρογγυλό χαράκι.

Λένε πως οι αλαφροΐσκιωτοι μπαίνουν από τη ρωγμή του βράχου που όλο και πλαταίνει και συναντούν στο νύχτωμα τις Μοσκοκούζουλες, αυτές που κρατούν τα παμπάλαια κλειδιά της χαράς και της ξεφάντωσης.

Πάνω στην ώρα κάνει αισθητή την παρουσία του ένας ακόμη αλοφροίσκιωτος της γειτονιάς των αγίων Χαραλάμπους και Τρύφωνος. Ο καπετάν Γιάννης Τσαμάνδουρας, γιος της Ελενάρας και του Καραμέλο.

Στέκεται μπροστά στο γκρεμό και με τα χέρια χωνί κοιτάζοντας ψηλά φωνάζει δυνατά μπου και περιμένει εκστασιασμένος ν’ ακούσει την απάντηση από το σπήλαιο. Μα οι Μοσκοκούζουλες δεν τον αναγνωρίζουν με την πρώτη φορά, σωπαίνουν. Ξαναφωνάζει πιο δυνατά δεύτερη και τρίτη φορά και ύστερα από δευτερόλεπτα του απαντούν και ακούγεται από το Φούρνο και τον Ξερακιά σαν από χιλιάδες στόματα και αντηχεί γύρω γύρω μπουουουουου, παρατεταμένα και τρίζουν τα φύλλα κι ακούγονται τα νερά κάτω απ’ τα χαράκια και τρέχουν στα μάτια του.

Και φεύγουν τα αγριοπερίστερα από το Σπήλαιο του Περιστερά και κάνουν ένα πέταγμα το γύρο της γειτονιάς, όπως τότε, όπως παλιά, όπως πάντα και χαμηλώνουν πάνω από τα σπίτια πριν ξαναγυρίσουν στην κρυψώνα τους και συνεχίζεται ο κύκλος της ζωής και του μύθου και ο καπετάν Γιάννης συγκινημένος σε κλείνει στην αγκαλιά του λέγοντας:

«Χαρουλιώ γειτονάκι μου, Χαρουλιώ, έχεις τη μουσική μέσα σου, στην ψυχή και φτάνεις στη δική μου, το ίδιο νερό ήπιαμε, με τον ίδιο αέρα μεγαλώσαμε, αλαφροΐσκιωτη μου Χαρουλιώ, εσένα σου φυσήξανε την πνοή τους οι Μοσκοκούζουλες και σε κάνανε αδερφή τους, γι αυτό γλίτωσες του Χάρου σαράντα ημερών, σαν τώρα το θυμούμαι Χαρουλιώ γειτονάκι μου…»

Πάντως, εκτός από όλα αυτά, είναι γεγονός πως στα Σκαφίδια έτρεχαν κάθε φορά για να κρυφτούν από τους εχθρούς οι Τζερμιαδιανοί, τελευταία φορά στην κατοχή για να γλιτώσουν από τις βόμβες.

Η γιαγιά Γαρυφαλλιά, ορκιζόταν πως στην κορφή, στην κόψη του άγριου γκρεμού, εκείνες τις μέρες της κατοχής, είχε δει να χορεύει ένα καλογεράκι με μπλάβο σκούφο δίχως να ’χει φόβο κανένα. Το ίδιο ισχυριζόταν όσο ζούσαν η Αθηνούλα του Γιωργαντά, οι Χαριτιανές, η Φροσύνη του Μπολαντή, ο μπάρμπα Γιάννης ο Φεγγάρης, η Μπαεραμόκαλλη, ο Μπλιαμπλιάς, ο γέρο Τρυπητής, ο Λαναράς, ο Καντιφές, η θεια Λωξάντρα, ο θείος ο Καψιλίδης, ο Λαντέζος ο δικηγόρος και οι αδερφές του, ο Μαστραντρέας, η Μωυσόκαλλη, ίσως και πολλοί άλλοι.

Όλοι αλαφροΐσκιωτοι θα πεις, μα έρχεται μια μέρα που αυτοί οι αλαφροΐσκιωτοι που ξέρουν να προσέχουν τις στιγμές και να φυλάνε τις καλές ώρες, ανταμείβονται.

Απολαμβάνεις τη σιωπή και την ομορφιά, μέχρι να ’ρθει η ώρα, λίγο μετά το σούρουπο θα βγουν οι πρώτες Μοσκοκούζουλες ν’ αστρονομίσουν τα μεσοφόρια τους και να σου πιάσουν κουβέντα. Τώρα καμάρωσε τούτη την παλιά κληματαριά του Κοκολιού, την πρωταγωνίστρια στο χέρσο αμπέλι, αυτή που έπλεξε τις κληματίδες της γύρω από την αμυγδαλιά και σού φύλαξε ένα τσαμπί σταφύλι για το καλωσόρισμα.

Η φύση ησυχάζει. Συνειδητοποιείς ότι ολόκληρο το Οροπέδιο υπήρξε ανέκαθεν αντικείμενο θαυμασμού όχι μόνο χάρη στην ιδιαίτερη αισθητική του αξία και την ξεχωριστή ομορφιά, αλλά και χάρη των πολλών σπηλαίων που βρίσκονται διάσπαρτα στη φύση της Λασιθιώτικης γης.

Ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε μέσα στους αιώνες άφησε σπουδαίες αναφορές. Η συνειδητή σχέση που χαρακτήριζε τη ζωή στο Οροπέδιο και στους κατοίκους του μπορεί να δέχτηκε σταδιακά διάφορα πλήγματα, όμως είναι παρήγορο το γεγονός ότι τελικά δεν επέφεραν σημαντικές μεταβολές στη σχέση του ανθρώπου με τον τρόπο διαβίωσής του και τον τόπο.

Εξακολουθείς και σήμερα να θαυμάζεις και να απολαμβάνεις  τη φυσικότητα του τοπίου και του τόπου. Φτάνει και ένας μόνο λόγος για να νιώσεις την αξία, είναι γιατί δεν απουσιάζουν τα αυθεντικά, τα σταθερά φυσικά χαρακτηριστικά. Στο Λασίθι, η πολιτισμική και η φυσική κληρονομιά, ως βασικά στοιχεία του τοπίου καταφέρνουν και διασώζονται διαχρονικά ως μία ενότητα με ελάχιστες ίσως εξαιρέσεις, όπως η απώλεια πολλών ανεμόμυλων.

Εδώ να μείνεις σε αυτό το μεγάλο φυσικό αμφιθέατρο της Κρήτης ο αέρας ενορχηστρώνει με τις πρώτες συλλαβές της ζωής, το παραμύθι κόντρα στη λήθη.


Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα Μάης του 2020


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου

H Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου] γεννήθηκε στην Κρήτη. Οι ρίζες της είναι στο Οροπέδιο Λασιθίου. Στο Τζερμιάδο μεγάλωσε, εκεί έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινε δασκάλα όπως ονειρευόταν όταν ήταν παιδί. Την κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζει και εργάζεται στην Κέρκυρα.
Μένει σταθερά αφοσιωμένη στην οικογένεια. Είναι παντρεμένη και τιμούν τη ζωή της δύο παιδιά. Καταθέτει την ευγνωμοσύνη της στο φως και στο ταξίδι του, αυτό που δικαιώνει την αιωνιότητα, για να δικαιωθεί ταπεινά στη σιωπή και αθόρυβα στο καθαρό βλέμμα θυμίζοντας την αλμύρα, την πιο αρχαία γεύση ζωής στο δάκρυ.
Πιστεύει στην αγάπη. Συνηθίζει να κλείνει τα μάτια και να ταξιδεύει.
Την γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και τα ξεφτισμένα αποκόμματα από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Η Αγάπη αντέχει το ρίσκο στ’ ανοικτά και τινάζει το χνούδι της λήθης στη βροχή. Της αρέσει η βροχή. Προτιμά τη μωβ ομπρέλα, μα έχει πάντα και μια κόκκινη, για να μπορεί να πληγώνει τις άφεγγες νύχτες το σκοτάδι.
Την πολεμούν οι λέξεις. Γίνονται όχημα μαγείας, γι’ αυτό και δεν αναρωτιέται πια «γιατί γράφω;» Όπως αναπνέει, μιλάει, ονειρεύεται, συμφιλιώνεται με τη ζωή και τον θάνατο μαγικά, έτσι και η ανάγκη της να γράφει. Ακουμπά στο παρελθόν, όμως η λέξη που την καθορίζει είναι το «Αύριο…