Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΑΝΤΕΠΙΤΙΘΕΤΑΙ;

Γράφει η  Άννεκε Ιωαννάτου //

Το 2007 κυκλοφόρησε το τρίτο βιβλίο του Ανδρέα Σκαμπαρδώνη με τίτλο Αντεπίθεση του μαρξισμού (εκδόσεις ‘Παρασκήνιο’). Προηγήθηκαν από τις ίδιες εκδόσεις το Μαρξισμός, αναρχισμός και «αυτοδιαχείριση» (2000) και το Δοκίμιο για την παλινόρθωση του καπιταλισμού και τη διεθνοποίηση (2002). Σωστά διαπιστώνεται ότι η άμυνα ποτέ δεν ταίριαζε στο μαρξισμό, αν και ο μαρξισμός – θα προσθέταμε – έχει χρησιμοποιηθεί σαν άμυνα συχνά κάτω από την πίεση των αντιπάλων του που θέλουν πάντα να τον καθήσουν στο εδώλιο του κατηγορούμενου, όπου κανονικά θα ήταν η δική τους θέση. Αυτοί οφείλουν να απολογηθούν, γιατί εκφράζουν ένα παρελθόν ολέθριο για την ανθρωπότητα. Η σημερινή κρίση του καπιταλισμού αποτελεί κατά καιρούς την αιτία αυξημένης αναζήτησης έργων των Μαρξ-Ένγκελς, κυρίως του Το Κεφάλαιο και του Κομμουνιστικό Μανιφέστο.  Συνήθως, όμως, μένουν στο Μαρξ που ερμηνεύει και αναλύει τα κακώς καπιταλιστικά κείμενα και αποσιωπούν το ανατρεπτικό μήνυμα του έργου του.

Μια φιλόδοξη προσέγγιση σε θέματα πολυσυζητημένα

Το βιβλίο καταπιάνεται με ένα μεγάλο φάσμα θεμάτων και γράφτηκε με διαλείμματα από το καλοκαίρι του 2003 μέχρι την άνοιξη του 2006. Μόνο μια ματιά στα περιεχόμενα γεμίζει τον αναγνώστη με δέος: στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο Υπεράσπιση της διαλεκτικοϋλιστικής νομοτέλειας στη φύση και την κοινωνία, ο συγγραφέας αντιπαρατίθεται με διάφορες διαστρεβλώσεις των θέσεων του μαρξισμού για τη νομοτέλεια είτε εκφράζονται από διάφορους ιδεολόγους, πολιτικούς και φιλόσοφους (Μπέρξον, Ζακ Μονό, Μπουχάριν, Κορς, Πάνεκουκ, Πόππερ, Ζαν-Πωλ Σαρτρ) είτε αποτελούν ρεύμα με πολλούς φορείς στη «δυτική» φιλοσοφία (θεωρία των κβάντα, της «μεγάλης έκρηξης», το κοινωνικό και το βιολογικό). Στο δεύτερο κεφάλαιο «Παγκόσμιοποίηση» ή ιμπεριαλισμος; ο τίτλος ήδη υποδηλώνει τη στάση του συγγραφέα απέναντι στον όρο «παγκοσμιοποίηση», που τον θεωρεί όρο στην υπηρεσία της εξαπάτησης. Αντί αυτού ασπάζεται τους όρους «ιμπεριαλισμός» ως ειδοποιό γνώρισμα της εποχής μας και τη διεθνοποίηση ως αντικειμενική διαδικασία νομοτελειακού χαρακτήρα. Στο τρίτο κεφάλαιο πραγματεύεται το προλεταριάτο ως πρωτοπόρα τάξη, τις οικονομικές κρίσεις και τις έννοιες υπεραξία και πλεόνασμα, τις απαιτήσεις της παραγωγής και της τεχνικής ως κινητήρια δύναμη της επιστημονικής προόδου.  Η πορεία του σοσιαλισμού είναι το αντικείμενο του τέταρτου κεφαλαίου και πώς έφτασε από το σοσιαλισμό στο ρεβιζιονισμό και από το ρεβιζιονισμό στον καπιταλισμό ανασκευάζοντας στο τέλος του κεφαλαίου κάποιες αντιμαρξιστικές ερμηνείες. Πολύ «ψητό» έχει το πέμπτο κεφάλαιο όπου ο συγγραφέας τολμάει μια ευρύτατη και θεμελιωμένη κριτική στις οπορτουνιστικές αντιλήψεις για το κράτος και τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Σειρά πολιτικών/ηγετών περνούν από το κριτικό νυστέρι του συγγραφέα, όπως οι Μπερνστάιν, Κάουτσκι, Μπράουντερ, Γκράμσι, Τολιάττι, Μπερλινγκουέρ, Καρίλιο, Μαρσαί, Πουλαντζάς με τις διάφορες ερμηνείες και προτάσεις τους για το δρόμο προς το σοσιαλισμό. Δεν φοβάται να αποκαλύπτει και τα «ολισθήματα» κομμουνιστικών κομμάτων πραγματευόμενος μέχρι τη θεωρία του «μη καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης», όπως αναπτύχθηκε σε χώρες του λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου».  Φυσικά δεν «τη γλιτώνει» ούτε το επαναστατικό προσωπείο του οπορτουνισμού σαν σύγχρονη εκδοχή. Με «ολίγον περί αριστερισμού», το χαρακτήρα της επανάστασης στην Ελλάδα και τον κοινωβουλευτισμό κλείνει αυτό το κεφάλαιο. Στο έκτο κεφάλαιο ο συγγραφέας μπαίνει στα αμφιλεγόμενα ζητήματα που αφορούν στον πολιτισμό ξεκινώντας με τον ορισμό της έννοιας αυτής. Ποιοί είναι οι εχθροί του πολιτισμού και γιατί; Τί γίνεται με την ελληνική γλώσσα και ποιός ο ορισμός της λογοτεχνίας; Γιατί δεν διαβάζουν οι Έλληνες;  Να μερικά από τα ερωτήματα που περνούν κάτω από το ερευνητικό φακό του συγγραφέα που θεωρεί το μαρξισμό ανώτερη εκδήλωση του παγκόσμιου πολιτισμού. Ο λεγόμενος «δυτικός μαρξισμός» και η «σύγκρουση των πολιτισμών» αναλύονται με οξυδέρκεια και ταξικά κριτήρια, ενώ κλείνει το κεφάλαιο με τον ορισμό της τρομοκρατίας.

Τα αντεπαναστατικά χρόνια 1989-‘91 ως καταλύτης

Στον πρόλογό του ο συγγραφέας θέτει ότι «το αντεπαναστατικό κλίμα διεθνώς και η συνακόλουθη υποχώρηση της Ιστορίας που συντελέστηκε το 1989-‘91 αποδείχθηκε το καλύτερο δοκιμαστήριο για την ιδεολογική και αγωνιστική συνέπεια πάμπολλων κατά δήλωσή τους, ή όντως, προοδευτικών, ριζοσπαστών κι επαναστατών. Αν, έως τότε, η «κατάρριψη» του Μαρξισμού αποτελούσε τομέα στον οποίο σταδιοδρομούσαν τα καθαυτό φερέφωνα κι απολογητές του εκμεταλλευτικού συστήματος, αφότου ολοκληρώθηκαν οι αντεπαναστάσεις στην Ανατολική Ευρώπη, στράφηκαν εναντίον του όλοι όσοι, παλαιότερα, δίσταζαν να φανερώσουν το ποιόν τους, προσέτι δε και κάποιοι λειτουργοί και οπαδοί του!

Για να διευκρινίσει έπειτα τη δική του στάση: «Δεν μπορούσα να μείνω αδρανής. Θεώρησα χρέος μου να ριχτώ στη μάχη. Τα δύο προηγούμενα βιβλία μου –[…] – εκπληρώνουν αυτό ακριβώς το καθήκον. Οι λόγοι, βεβαίως, δεν είναι μόνον εξωτερικοί. Χωρίς εσωτερική παρόρμηση, ουδέποτε θα προχωρούσα στο εγχείρημα. Η ηδονή της γραφής στάθηκε η κύρια αιτία» (σελ. 13) αποκαλύπτοντας στον αναγνώστη τη μεγάλη δίψα του για γνώση και διάβασμα από πολύ μικρή ηλικία.

Το βιβλίο αυτό (όπως και τα άλλα) του Ανδρέα Σκαμπαρδώνη προβάλλει συχνά τολμηρές και αιρετικές απόψεις.  Όμως, πάντα είναι τεκμηριωμένες στη βάση της υλιστικής-διαλεκτικής σκέψης. Δεν γράφτηκαν για να συμφωνούμε, αλλά για να έρθουμε σε σκέψη, προβληματισμό και συζήτηση. Καλέι τον αναγνώστη να βάλει το μυαλό του να δουλεύει. Του ρίχνει το γάντι για μια συζήτηση σε βάθος γύρω από τις ιδέες που ωθούσαν τον κόσμο μπροστά και αυτές που τον γυρίζουν πίσω σε παλαιότερες εποχές καλώντας τον αναγνώστη να αναπτύξει – και αυτός -επιχειρήματα. Τα βιβλία του Ανδρέα Σκαμπαρδώνη μπορεί να κυκλοφόρησαν εδώ και μερικά χρόνια, αλλά αξίζουν να διαβαστούν ξανά και ξανά σήμερα έχοντας υπόψη μας μερικά χρόνια μετέπειτα εμπειριών και γνώσεων για να υποβάλουμε αυτές τις αντιλήψεις σε μια εκ νέου εξέταση.