Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Από 25 Απρίλη στους κινηματογράφους από τη NEW STAR: “ο μύλος κι ο σταυρός” του Πολωνού σκηνοθέτη Lech Majewski

Μια διε­θνής παρα­γω­γή εμπνευ­σμέ­νη από τον πίνα­κα του διά­ση­μου Φλα­μαν­δού ζωγρά­φου Pieter Bruegel, “ο Xρι­στός φέρων τον σταυρό”.

σσ.
Υπάρ­χουν σωσμέ­να περί­που 45 έργα του Bruegel, το ένα τρί­το των οποί­ων, βρί­σκο­νται στο Μου­σείο Ιστο­ρί­ας Τέχνης της Βιέν­νης. Εκεί βρί­σκε­ται και ο συγκε­κρι­μέ­νος πίνα­κας (ή αλλιώς «Ο δρό­μος για τον Γολ­γο­θά»), που απει­κο­νί­ζει τα πάθη του Χρι­στού, αλλά το θέμα είναι τοπο­θε­τη­μέ­νο στη Φλάν­δρα, υπό Ισπα­νι­κή κυριαρ­χία το έτος 1564. Στον πίνα­κα περι­λαμ­βά­νο­νται περί­που 500 ανθρώ­πι­νες φιγού­ρες, που γεμί­ζουν τον καμ­βά, που με τα διά­φο­ρα επει­σό­διά τους, απο­προ­σα­να­το­λί­ζουν τον θεα­τή από το κεντρι­κό θέμα, που είναι ο Χρι­στός που οδεύ­ει προς τον Γολ­γο­θά _τον λόγο μας εξη­γεί μέσα στην ται­νία, ο ίδιος ο Φλα­μαν­δός δημιουρ­γός, που τον υπο­δύ­ε­ται ο διά­ση­μος Ολλαν­δός ηθο­ποιός Ρούτ­γκερ Χάουερ.
Αυτό το στοι­χείο είναι σκό­πι­μα έτσι, σε μια ευφυή σύλ­λη­ψη από τον ζωγρά­φο. Με αυτόν τον τρό­πο, ο Bruegel σχο­λιά­ζει τις πολι­τι­κές εξε­λί­ξεις: όπως σε πολ­λά έργα του, έτσι και εδώ προ­σπα­θεί να κρύ­ψει το εμφα­νές, γεμί­ζο­ντας την εικό­να με περι­σπα­σμούς. Έτσι, ενώ το κεντρι­κό θέμα του πίνα­κα είναι το μαρ­τύ­ριο του Χρι­στού, το γεγο­νός αυτό είναι κυριο­λε­κτι­κά κρυμ­μέ­νο ανά­με­σα σε άλλα, πολυά­ριθ­μα επει­σό­δια, που συμ­βαί­νουν μέσα σε έναν πολυ­πλη­θή, τερά­στιο καμ­βά. Με αυτό το τέχνα­σμα, ο δημιουρ­γός δεί­χνει την ουσία και τη μονα­χι­κό­τη­τα του πόνου, την αση­μα­ντό­τη­τα της ύπαρ­ξης αλλά και τα κοσμοϊ­στο­ρι­κά γεγο­νό­τα που συνέ­βαι­ναν τότε, που εμπό­δι­ζαν να παρα­τη­ρή­σεις ακό­μα και κάτι τόσο σημα­ντι­κό, πόσο απορ­ρο­φη­μέ­νοι είναι όλοι στην δική τους ζωή και στον αγώ­να τους για αυτήν. Μια ζωή που συνε­χί­ζει έτσι κι αλλιώς, μέσα από φωτιά, πάθος και πόνο…

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Η ταινία

Η τέχνη στην υπη­ρε­σία της τέχνης! Ο Πολω­νός σκη­νο­θέ­της Lech Majewski, εικα­στι­κός και ο ίδιος εκτός από σκη­νο­θέ­της, κάνει μια ται­νία πάνω στην τέχνη της ζωγρα­φι­κής, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας όλη του τη σκη­νο­θε­τι­κή μαε­στρία, όλο του το μερά­κι και την αγά­πη για το είδος αλλά και την τελευ­ταία λέξη της ψηφια­κής τεχνο­λο­γί­ας! Το απο­τέ­λε­σμα είναι πραγ­μα­τι­κά ένας άθλος, ένα τεχνο­λο­γι­κό επί­τευγ­μα αλλά και ένα σκη­νο­θε­τι­κό κατόρ­θω­μα, υψη­λής αισθητικής.

Όλα ξεκί­νη­σαν τον 2005, όταν ο συγ­γρα­φέ­ας και κρι­τι­κός τέχνης Michael Francis Gibson είδε την ται­νία «Angelus» του Majewski σε ένα σινε­μά στο Παρί­σι. Ενθου­σια­σμέ­νος με το εικα­στι­κό όρα­μα του σκη­νο­θέ­τη, τον συνά­ντη­σε και του έδω­σε ένα αντί­γρα­φο του βιβλί­ου του «the mill & the cross», (σσ. “Way to Calvary” Hardcover –) 2000 που απο­τε­λεί ανά­λυ­ση του πίνα­κα του Bruegel.  Ο Majewski, του οποί­ου το δημιουρ­γι­κό ταξί­δι είχε ξεκι­νή­σει με την ζωγρα­φι­κή και την ποί­η­ση, θαύ­μα­σε την ανα­λυ­τι­κή ικα­νό­τη­τα του Gibson και ανέ­λα­βε την πρό­κλη­ση να δημιουρ­γή­σει ένα οπτι­κο­α­κου­στι­κό ανά­λο­γο του έργου του Φλα­μαν­δού ζωγράφου-αυθεντία.

The Procession to Calvary “ο Χρι­στός φέρων τον σταυ­ρό” λάδι σε πάνελ από τον Ολλαν­δό καλ­λι­τέ­χνη της Ανα­γέν­νη­σης Pieter Bruegel _ένας γέρο­ντας του Χρι­στός που κου­βα­λά τον σταυ­ρό σε ένα μεγά­λο τοπίο, ζωγρα­φι­σμέ­νο το 1564. Βρί­σκε­ται στο Μου­σείο Kunsthistorisches στη Βιέννη

σσ. σχε­τι­κά με το βιβλίο: Το οξυ­δερ­κές μάτι και η διαυ­γής πρό­ζα του Michael Gibson οδη­γούν τον θεα­τή αβί­α­στα στην ιστο­ρία των παθών του Χρι­στού, όπως λέγε­ται στο Way to Calvary του Peter Bruegel — ένα έργο, γεμά­το νύξεις στο σκλη­ρό πολι­τι­κό _κατ΄επίφαση θρη­σκευ­τι­κό, κλί­μα που επέ­βα­λε ο βασι­λιάς Φίλιπ­πος Β’ της Ισπα­νί­ας στην ιθα­γε­νή του καλ­λι­τέ­χνη γη. Έχο­ντας σκια­γρα­φή­σει το ιστο­ρι­κό υπό­βα­θρο, ο Gibson συνε­χί­ζει να υπο­στη­ρί­ζει τη συνά­φεια του πίνα­κα με τον σύγ­χρο­νο κόσμο και μ΄αυτόν τον τρό­πο, ανα­πτύσ­σει μια και­νο­τό­μο θεω­ρία εικό­νας και μύθου. 

Ένας υπέ­ρο­χος τόμος, υπέ­ρο­χα καλο­γραμ­μέ­νος, όμορ­φα κατα­σκευα­σμέ­νος και με εξαι­ρε­τι­κή εικο­νο­γρά­φη­ση _The Irish Eyes, Δεκέμ­βριος 2000, Ann Cremin
Τόσο ευα­νά­γνω­στο και καθη­λω­τι­κό όσο ένα πρώ­της τάξε­ως κατα­σκο­πευ­τι­κό θρί­λερ… Στην παρά­δο­ση ιστο­ρι­κών καλών τεχνών όπως ο Erwin Panofsky και ο Meyer Schapiro_New York Times Book Review, 20 Μαΐ­ου 2001 — Nicholas Fox Weber
_Ο Γκί­μπ­σον κατα­γρά­φει τις εντυ­πώ­σεις του με ευχέ­ρεια και οξυδέρκεια_Ha’aretz, 7 Φεβρουα­ρί­ου 2001, Dan Kedar
Είναι η πρώ­τη φορά που ο Bruegel λαμ­βά­νει την πραγ­μα­τι­κή προ­σο­χή που του αξίζει_The Catholic Herald, 30 Μαρ­τί­ου 2001 — Patrick Reyntiens
Από τον Εκδό­τη: Το οξυ­δερ­κές βλέμ­μα και η διαυ­γής πρό­ζα του Michael F. Gibson οδη­γούν τον θεα­τή αβί­α­στα στην ιστο­ρία των Παθών του Χρι­στού. Έχο­ντας σκια­γρα­φή­σει το ιστο­ρι­κό υπό­βα­θρο, ο Gibson συνε­χί­ζει να υπο­στη­ρί­ζει τη συνά­φεια του πίνα­κα με τον σύγ­χρο­νο κόσμο και μ΄ αυτόν τον τρό­πο ανα­πτύσ­σει μια και­νο­τό­μο θεω­ρία εικό­νας και μύθου. Ποτέ πριν, ίσως, δεν έχει εξε­τα­στεί τόσο προ­σε­κτι­κά και εξα­ντλη­τι­κά ένα έργο του Μπρού­γκελ _κλείνοντας αυτό το οξυ­δερ­κές βιβλίο τόσο γεμά­το δυνα­τά συναι­σθή­μα­τα και δημιουρ­γι­κές ιδέ­ες, συνει­δη­το­ποιεί κανείς ότι ο Μπρέ­γκελ είναι πράγ­μα­τι μια σημα­ντι­κή μορ­φή της δυτι­κής τέχνης, μια δημιουρ­γι­κή ιδιο­φυ­ΐα αλη­θι­νά σαιξ­πη­ρι­κής απεραντοσύνης.
Από τον συγ­γρα­φέα: Οι πίνα­κες του Μπρού­γκελ πάντα με γοή­τευαν, για­τί ο καθέ­νας τους περιέ­χει έναν κόσμο — εξ ου και η πολύ άξια σύγκρι­ση με τον Σαίξ­πηρ. Αυτοί οι πίνα­κες είναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μινια­τού­ρες σε τερά­στια κλί­μα­κα. Αυτό σημαί­νει ότι ο θεα­τής δεν μπο­ρεί ποτέ να τους δει αρκε­τά κοντά για να τους δει όπως ο ίδιος ο καλ­λι­τέ­χνης — ένα μειο­νέ­κτη­μα που έχει ξεπε­ρά­σει ο εκδό­της προ­σφέ­ρο­ντας μεγά­λο αριθ­μό λεπτο­με­ρειών του πίνα­κα (100 εικο­νο­γρα­φή­σεις, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου ενός μεγά­λου ολό­κλη­ρου του πίνα­κα). Περισ­σό­τε­ρο από οποιον­δή­πο­τε άλλο πίνα­κα του Μπρέ­γκελ «Ο δρό­μος προς τον Γολ­γο­θά» περι­κλεί­ει έναν κόσμο. Προ­σφέ­ρει επί­σης μια βαθιά ποι­η­τι­κή κοσμι­κή άπο­ψη σε ένα σπι­τι­κό ιδί­ω­μα. Για­τί η εγκάρ­δια, γήι­νη λαϊ­κή ποιό­τη­τα της τέχνης του δεν εμπο­δί­ζει τον Μπρέ­γκελ να έχει μια πινε­λιά υπέρ­τα­του — όπως φαί­νε­ται στην ομά­δα που περι­βάλ­λει την λιπο­θυ­μι­κή Μαρία στο προ­σκή­νιο. Δια­βά­ζο­ντας όλα αυτά στα­δια­κά μπο­ρού­με να συνει­δη­το­ποι­ή­σου­με ότι μια εικό­να σαν αυτή είναι πολύ περισ­σό­τε­ρο από μια ανα­πα­ρά­στα­ση ενός γεγο­νό­τος (ένα διπλό γεγο­νός, αφού σχε­τί­ζε­ται τόσο με τα Πάθη του Χρι­στού όσο και με τη θρη­σκευ­τι­κή και πολι­τι­κή κατα­στο­λή της Φλάν­δρας την επο­χή του Μπρού­γκελ). Είναι πάνω απ’ όλα μια εξαι­ρε­τι­κά εύγλωτ­τη έκφρα­ση του εύρους και του βάθους της αντί­λη­ψης του ίδιου του Bruegel για την ανθρώ­πι­νη εμπει­ρία με τις δοκι­μα­σί­ες και τις ελπί­δες της.
Σχε­τι­κά με τον συγ­γρα­φέα: Ο Michael Francis Gibson είναι _μεταξύ άλλων εκκ­δό­της της Επι­θε­ώ­ρη­σης Παγκό­σμιας Κλη­ρο­νο­μιάς της UNESCO.

Για τον Lech, αυτή η πρό­κλη­ση δεν ήταν και­νούρ­για, μια και είχε ήδη βασί­σει αρκε­τά κινη­μα­το­γρα­φι­κά έργα του σε ζωγρά­φους. Είχε ήδη γρά­ψει το σενά­ριο για την ται­νία «Basquiat», που περι­γρά­φει τη ζωή του ομώ­νυ­μου αμε­ρι­κα­νού ζωγρά­φου, ενώ η ται­νία του, «the garden of earthly delights», με φόντο έναν διά­ση­μο πίνα­κα _αριστούργημα του Ιερώ­νυ­μου Μπος, χαρα­κτη­ρί­στη­κε από το περιο­δι­κό sight & sound. Τώρα, ήταν σει­ρά και για το επι­κό αρι­στούρ­γη­μα του Bruegel να πάρει σάρ­κα και οστά. Παρα­κο­λου­θού­με έτσι τον Χάουερ/Bruegel καθώς ορα­μα­τί­ζε­ται τον πίνα­κά του, φαντά­ζε­ται τη δημιουρ­γία του, κάνει τα προ­σχέ­διά του, βιώ­νει τη θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα του θέμα­τός του αλλά και τη σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της ζωής τρι­γύ­ρω του, καθώς συμ­βαί­νουν βίαια γεγονότα.

Η ται­νία εστιά­ζει σε μια ντου­ζί­να από τους 500 χαρα­κτή­ρες, που οι ιστο­ρί­ες τους μπλέ­κο­νται με τον πίνα­κα. Κεντρι­κοί είναι η μητέ­ρα ενός νέου, που τον θανα­τώ­σα­νε στον τρο­χό, ο ίδιος ο νέος που μαρ­τύ­ρη­σε αλλά και ένας μυλω­νάς, που ο μύλος του, βρί­σκε­ται στην κορυ­φή ενός ψηλού βρά­χου, που έχει θέα σε όλη την πεδιά­δα. Ο πίνα­κας προ­σφέ­ρει μια πανο­ρα­μι­κή θέα όλων αυτών των γεγο­νό­των αλλά η ται­νία, παρου­σιά­ζει και την καθη­με­ρι­νό­τη­τα πολ­λών απλών χωρι­κών που σιγά σιγά θα ενσω­μα­τω­θούν στην εικό­να του πίνακα.

Μέσα από εξαι­ρε­τι­κά ακρι­βείς λεπτο­μέ­ρειες, βλέ­που­με πώς ντύ­νο­νταν εκεί­νη την επο­χή οι άνθρω­ποι, τα χρώ­μα­τα και τα υφά­σμα­τά των ρού­χων τους, τα σκεύη που χρη­σι­μο­ποιού­σαν, τα όργα­να που έπαι­ζαν, τα εργα­λεία που χρη­σι­μο­ποιού­σαν, πώς περ­νού­σαν τον χρό­νο τους, τις αγρο­τι­κές ασχο­λί­ες τους…
Η ται­νία απο­τε­λεί μια εκπλη­κτι­κή κατα­γρα­φή της καθη­με­ρι­νής ζωής των ανθρώ­πων εκεί­νης της επο­χής, απο­τε­λεί ένα πραγ­μα­τι­κά ζωντα­νό ανοι­χτό παρά­θυ­ρο στο χρό­νο, από το οποίο ο θεα­τής μπο­ρεί να δει, να κατα­λά­βει και να φαντα­στεί την ζωή τότε. Παράλ­λη­λα, τα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα δια­πλέ­κο­νται με τις απλές ζωές των ανθρώ­πων και βρί­σκουν απει­κό­νι­ση στον τελι­κό πίνα­κα του ζωγρά­φου. Ο θεα­τής, έχει την ευκαι­ρία να παρα­τη­ρή­σει μια ζωή περα­σμέ­νων επο­χών, να στο­χα­στεί πάνω σε θέμα­τα τέχνης, ηθι­κής και ιστο­ρί­ας. Η ται­νία προ­σκα­λεί τον θεα­τή, να ανα­πλά­σει στο μυα­λό του το βαθύ­τε­ρο νόη­μα των σκη­νών. Ακο­λου­θώ­ντας τα στοι­χεία που αφή­νει ο ζωγρά­φος πάνω στο χαρ­τί, ο θεα­τής συναρ­μο­λο­γεί μια επι­κή ιστο­ρία κου­ρά­γιου, αντί­στα­σης και θυσί­ας, και σαν ένα ντε­ντέ­κτιβ που ακο­λου­θεί ένα μονο­πά­τι από στοι­χεία, πετυ­χαί­νει να ανα­γνώ­σει την κρυμ­μέ­νη γλώσ­σα των συμβόλων.

Από τους πιο τολ­μη­ρούς και εμπνευ­σμέ­νους σύγ­χρο­νους καλ­λι­τέ­χνες και σκη­νο­θέ­τες, ο Lech Majewski κατα­φέρ­νει να μετα­φρά­σει τον πίνα­κα σε κινη­μα­το­γρα­φι­κή εικό­να, ώστε να παρα­κο­λου­θού­με τον πίνα­κα την ώρα της δημιουρ­γί­ας του. Ταυ­τό­χρο­να, συν­δέ­ει τη δημιουρ­γία του πίνα­κα με τα τρα­γι­κά γεγο­νό­τα της επο­χής, καθώς οι Ισπα­νοί κατα­πνί­γουν αιμα­τη­ρά την άνο­δο του προ­τε­στα­ντι­σμού στις Κάτω Χώρες. Άνθρω­ποι κατη­γο­ρού­νταν ως αιρε­τι­κοί, σταυ­ρώ­νο­νταν, γυναί­κες θάβο­νταν ζωντα­νές… Εφιαλ­τι­κά γεγο­νό­τα, τα οποία ζού­σε από κοντά ο ζωγρά­φος, και για τα οποία βρί­σκει την ευκαι­ρία να κάνει ένα σχό­λιο στον πίνα­κά του. Ο Majewski, με κοντι­νά πλά­να στους ήρω­ες της ται­νί­ας του, που θυμί­ζουν Ανα­γέν­νη­ση, δημιουρ­γεί ένα αντί­στοι­χο του πίνακα.

Σημα­ντι­κό ρόλο στην ται­νία παί­ζει και ο μυλω­νάς και ο μύλος. Ο μύλος στέ­κε­ται πάνω σε ένα βρά­χο, σε περί­ο­πτη θέση και ο μυλω­νάς παρα­τη­ρεί από από­στα­ση τα δρώ­με­να, σαν ένας άλλος Θεός. Ο ίδιος ο μύλος κατέ­χει μια ξεχω­ρι­στή θέση στην ται­νία, είναι σαν ένας «Γαρ­γα­ντού­ας», που όλα τα αλέ­θει, τρί­ζο­ντας με τα ξύλι­να εξαρ­τή­μα­τά του. Ο μύλος απο­τε­λεί ψηφια­κό επί­τευγ­μα και αλλά και αρι­στο­τε­χνι­κή ξυλουρ­γι­κή δου­λειά. Οι ήχοι που βγά­ζει όταν αλέ­θει, απο­τε­λούν σχε­δόν κομ­μά­τι από το σάου­ντρακ της ται­νί­ας, με όλους τους χτύ­πους και τους θορύ­βους που κάνει, εντάσ­σε­ται στους ήχους της εποχής.

Ο ήχος από τα ξύλι­να παπού­τσια, τις οπλές των αλό­γων, τα τσε­κού­ρια των ξυλο­κό­πων και τα σφυ­ριά, όλα εξυ­πη­ρε­τούν, σπρώ­χνο­ντας την αφή­γη­ση παρα­πέ­ρα, κάνο­ντας παράλ­λη­λα και ένα φιλο­σο­φι­κό σχό­λιο. Όλα αυτά τα μικρά στοι­χεία σπρώ­χνουν την πλο­κή μπρο­στά και κλι­μα­κώ­νουν προς την βασι­κή σκη­νή πλή­θους, τη στιγ­μή που αυτή «παγώ­νει» μέσα στον πίνα­κα του Bruegel και την οποία ο Majewski αναπαράγει.

Ο Μύλος κι ο Σταυρός
The Mill and the Cross

Φιλό­δο­ξο, οπτι­κά εντυ­πω­σια­κό πεί­ρα­μα που «ζωντα­νεύ­ει» έναν κλασ­σι­κό πίνα­κα και την επο­χή του, σε μια ται­νία οτι­δή­πο­τε άλλο εκτός από «κλασ­σι­κή».

Φλάν­δρα, 1564. Ο Φλα­μαν­δός ζωγρά­φος Πίτερ Μπρί­γκελ ο Πρε­σβύ­τε­ρος, ετοι­μά­ζε­ται να δημιουρ­γή­σει τον νέο του πίνα­κα. Ο Πίτερ έχει ένα μεγά­λο όρα­μα να υλο­ποι­ή­σει. Εχει φαντα­στεί έναν πίνα­κα με 500 ανθρώ­πι­νες φιγού­ρες, που να πλαι­σιώ­νουν τη δια­δρο­μή του Χρι­στού προς τον Γολ­γο­θά. Ομως ο Μπρί­γκελ δεν θέλει να κάνει έναν απλό θρη­σκευ­τι­κό πίνα­κα. Σκο­πός του είναι να βάλει το κεντρι­κό θέμα, το μαρ­τύ­ριο του Χρι­στού, χαμέ­νο κάπου ανά­με­σα στο πλή­θος. Οι άλλοι φαί­νο­νται απορ­ρο­φη­μέ­νοι από τα δικά τους προ­βλή­μα­τα και βάσα­να. Και όχι άδι­κα. Ο Μπρί­γκελ φτιά­χνει τον πίνα­κα μέσα σε μια ταρα­χώ­δη επο­χή, καθώς ο πόλε­μος των θρη­σκειών βρά­ζει στη Δυτι­κή Ευρώ­πη, σκορ­πί­ζει μαρ­τυ­ρι­κό θάνα­το και πυρο­δο­τεί τη μισαλ­λο­δο­ξία, την έχθρα και τα μίση ανά­με­σα στους λαούς. Η Φλάν­δρα βρί­σκε­ται υπό ισπα­νι­κή κατο­χή. Ο αυστη­ρός βασι­λιάς της Ισπα­νί­ας, Φίλιπ­πος ο Β’, ένθερ­μος καθο­λι­κός, επι­βάλ­λει τη θρη­σκεία του στις περιο­χές που έχουν προ­σφά­τως ασπα­στεί τον προ­τε­στα­ντι­σμό. Ο Μπρί­γκελ βλέ­πει γύρω του απλούς ανθρώ­πους να αρπά­ζο­νται, να φυλα­κί­ζο­νται, να βασα­νί­ζο­νται και να θανα­τώ­νο­νται με φρι­χτό τρό­πο, ως αιρε­τι­κοί. Ο ζωγρά­φος λοι­πόν ενσω­μα­τώ­νει τέτοιους ανθρώ­πους στα σκί­τσα του, που δίνουν μορ­φή στους χαρα­κτή­ρες του πίνα­κά του και απο­κα­λύ­πτει το διπλό θρη­σκευ­τι­κό μαρ­τύ­ριο: τα πάθη του Χρι­στού αλλά και τα πάθη των συναν­θρώ­πων του, που υπο­φέ­ρουν από έναν αμεί­λι­κτο κατα­κτη­τή. Δίπλα του βρί­σκε­ται ο φίλος του και συλ­λέ­κτης έργων τέχνης, Γιόν­γκε­λινγκ, ένας άνθρω­πος με ανοι­χτό πνεύ­μα, που βλέ­πει κι αυτός με βαθιά δυσα­ρέ­σκεια όσα συμ­βαί­νουν στη χώρα του. Η τρα­γι­κή μητέ­ρα ενός νέου που εκτε­λέ­στη­κε θα δώσει την έμπνευ­ση για την απει­κό­νι­ση της Παρ­θέ­νου Μαρί­ας. Ενας μυλω­νάς, θα πάρει τη θέση του Θεού που τα πάντα θωρεί, καθώς ο μύλος του βρί­σκε­ται πάνω σε έναν ψηλό βρά­χο, βλέ­πο­ντας κάτω τα όσα άσχη­μα συμ­βαί­νουν στην πεδιά­δα. Και σιγά σιγά, ο πίνα­κας αρχί­ζει να σχη­μα­τί­ζε­ται και ο Μπρί­γκελ να δημιουρ­γεί ένα από τα αρι­στουρ­γή­μα­τα της παγκό­σμιας τέχνης…

H εξι­στό­ρη­ση της δημιουρ­γί­ας ενός πίνα­κα, ακό­μη κι όταν αυτός μοιά­ζει τόσο μεγα­λειώ­δης όσο ο συγκε­κρι­μέ­νος του Μπρί­γκελ, δεν ακού­γε­ται ως το υλι­κό που θα μπο­ρού­σε να γεν­νή­σει ένα συναρ­πα­στι­κό σινε­μά.  Κι όμως το φιλμ του Μαγιέφ­σκι κατορ­θώ­νει να μιλή­σει τόσο για τον ίδιο τον πίνα­κα και τη σύν­θε­σή του, όσο και για τη δια­δι­κα­σία της καλ­λι­τε­χνι­κής δημιουρ­γί­ας, ή για την επο­χή και τις συν­θή­κες της, χτί­ζο­ντας συχνά εικό­νες που μοιά­ζουν απλά… ζωγραφιστές.

Για­τί ακό­μη κι αν έχε­τε βυθι­στεί πολ­λές φορές σε έναν πίνα­κα, σπά­νια έχε­τε τη δυνα­τό­τη­τα να το κάνε­τε κυριο­λε­κτι­κά, όπως μας επι­τρέ­πει εδώ ο Μαγιέφ­σκι. Μέσα από ένα σχε­δόν ποι­η­τι­κό ζωντά­νε­μα των εικό­νων, μέσα από εντυ­πω­σια­κά ταμπλό και ηθο­ποιούς που μοιά­ζουν να ζουν μέσα στις πινε­λιές του Μπρί­γκελ, ο σκη­νο­θέ­της κατορ­θώ­νει να μας φέρει σε ένα γόνι­μο διά­λο­γο με τον πίνα­κα και τη σημα­σία του. Αλλά και με το ίδιο το σινεμά.

Πολω­νία, Σου­η­δία, 2010, Έγχρωμο

  • Παρα­γω­γή: Λεχ Μαγιέφ­σκι, Φρέ­ντι Ολσον, Ντο­ρό­τα Ροζκόφσκα
  • Σκη­νο­θε­σία: Λεχ Μαγιέφσκι
  • Σενά­ριο: Λεχ Μαγιέφ­σκι, Μάικλ Φράν­σις Γκίμπσον
  • Φωτο­γρα­φία: Λεχ Μαγιέφ­σκι, Ανταμ Σικόρα
  • Μου­σι­κή: Λεχ Μαγιέφκ­σι, Γιο­ζεφ Σκρτσεκ
  • Πρω­τα­γω­νι­στούν: Ρούτ­γκερ Χάου­ερ, Σαρ­λότ Ράμπλινγκ, Μάικλ Γιορκ
  • Διάρ­κεια: 92 λεπτά
  • Δια­νο­μή: New Star

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο