Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Παναγιώτης Μελάς: Ένα παλιό ραδιόφωνο και μια μικρή παιδική εξέγερση

Το συγκεκριμένο διήγημα αποτελεί απόσπασμα, κατάλληλα όμως διασκευασμένο και προσαρμοσμένο στις ανάγκες της αυτοτελούς διήγησης, από την συγγραφική μου δουλειά που είναι σε εξέλιξη, ένα αυτοβιογραφικό-κοινωνικό-λαογραφικό οδοιπορικό, που το έχω ονοματίσει: -Μάνα, θα πάω στα καράβια“, τίτλος εμπνευσμένος από το εμβληματικό και πανέμορφο ποίημα του Νίκου Καββαδία: “Οι 7 νάνοι στο s/s Cyrenia” από τη συλλογή “Τραβέρσο“.

 Αφορμή γι’ αυτή τη διήγηση στάθηκε το εξαιρετικό διήγημα του Αλέκου Χατζηκώστα: “Το ραδιόφωνο… των εκλογών”, που ξύπνησε τις δικές μου μνήμες, όπως τις διηγούμαι στο εν λόγω οδοιπορικό, αλλά και μερικές πραγματικά συγκλονιστικές ομοιότητες της διήγησης του Αλέκου με τη δική μου διήγηση.

Το 29ο Δημοτικό Σχολείο Πειραιά στεγαζόταν στο παλιό κτήριο του ΠΡΟΜΗΘΕΑ, στην Πλατεία Δεληγιάννη στον Πειραιά, λίγο πιο πάνω από το Πασαλιμάνι.  Το 1954 εγώ ήμουν μαθητής στην τρίτη τάξη του. Η οικογένειά μας ζούσε τότε σε ένα άθλιο υπόγειο στην οδό Πραξιτέλους, πέντε σκαλιά κάτω απ’ τη γη. Τέσσερα άτομα σ’ ένα δωμάτιο τρία επί τρία, που ήταν η κρεβατοκάμαρα, το σαλόνι και η τραπεζαρία μας. Το φαγητό λιγοστό και εκ των πραγμάτων λιτό. Η μάχη για την επιβίωση καθημερινός βραχνάς και αγώνας συνάμα. Ο πατέρας να βολοδέρνει για το μεροκάματο από εργοστάσιο σε εργοστάσιο και από το ένα χυτήριο ή επινικελωτήριο στο άλλο.

Τη μετεμφυλιακή περίοδο των μέσων της δεκαετίας του ’50 τη διέκρινε, ανάμεσα στα άλλα, και η μεγάλη ασθενικότητα των παιδιών της ηλικίας μου, ιδιαίτερα των παιδιών των μεγάλων πόλεων. Παιδιά υποσιτιζόμενα, που ζούσαν σε άθλιες συνθήκες και σε άθλια σπίτια ή απλά καταλύματα, με γονείς που πάλευαν καθημερινά για το ξεροκόμματο, όπως στη δική μου οικογένεια, ήταν συχνό φαινόμενο. Η πιο συχνή πάθηση ήταν η αδενοπάθεια, προθάλαμος για τη φυματίωση. Αν μάλιστα στην εξίσωση μπουν η περιορισμένη μέχρι τότε πρόοδος της ιατρικής επιστήμης (τα αντιβιοτικά και τα εμβόλια μόλις είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους) και η άθλια κατάσταση της δημόσιας υγείας, που οδηγούσε στην επιλεκτική περίθαλψη των ασθενικών παιδιών, μπορεί να εξηγηθεί το γιατί. Αυτή η πληθώρα ασθενικών παιδιών ανάγκασε το κράτος να ανοίξει κάποιες μονάδες, που σε αυτές οδηγούσαν όσα από τα παιδιά κατάφερναν να μπουν στο σύστημα περίθαλψης, χαρακτηριστικές των οποίων υπήρξαν το Πρεβαντόριο και οι κατασκηνώσεις του ΠΙΚΠΑ στην Πεντέλη και στη Βούλα, κάποιες στην Αίγινα και αλλού.

Κάπου εκεί στη μέση της σχολικής χρονιάς, αποδείχτηκα πολύ φιλάσθενος και αδύναμος· η κακή και φτωχική διατροφή, η ζωή στο υπόγειο και η ίδια η κράση μου, με οδήγησαν σε αδενοπάθεια. Η μάνα μου, βλέποντάς με να χειροτερεύω και να λιώνω, μέσα στην απελπισία της όργωσε κυριολεκτικά κάθε υπάρχουσα δημόσια υπηρεσία, προκειμένου να καταφέρει να ενταχθώ κι εγώ σε κάποιο πρόγραμμα περίθαλψης. Και τελικά κατέληξα στο Πρεβαντόριο της Πεντέλης, όπου τελείωσα και το υπόλοιπο της τρίτης τάξης. Η επόμενη σχολική χρονιά με βρήκε πάλι στο παλιό μου δημοτικό, στην τετάρτη τάξη.

Εκείνη τη σχολική περίοδο και συγκεκριμένα τον Οκτώβρη του 1955, αρρώστησε και πέθανε ο πρωθυπουργός και αρχηγός του “Ελληνικού Συναγερμού” Αλέξανδρος Παπάγος. Η επιδείνωση της υγείας του είχε δρομολογήσει από τα πράγματα, θέμα διαδοχής του. Λίγες ώρες πριν πεθάνει, ο Παπάγος όρισε αναπληρωτή του τον Στέφανο Στεφανόπουλο. Ωστόσο, την επομένη, στις πέντε του Οκτώβρη, ο βασιλιάς έδωσε αιφνιδιαστικά την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και το δικαίωμα να διαλύσει τη Βουλή στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον μέχρι τότε υπουργό Δημόσιων Έργων στην κυβέρνηση Παπάγου.

Μετά από την ανάληψη της πρωθυπουργίας, ο Καραμανλής διέλυσε τον Συναγερμό και ίδρυσε νέο κόμμα, την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση” (ΕΡΕ). Παράλληλα, ανακοινώθηκε η δημιουργία εκλογικού συνασπισμού με τον τίτλο “Δημοκρατική Ένωσις” (ΔΕ), στην οποία συμμετείχε και η ΕΔΑ, με περιοριστικούς όρους, πράγμα που λαθεμένα είχε επιδιώξει η ίδια η ηγεσία της.

Στις δεκαεννιά του Φλεβάρη του 1956, έγιναν οι βουλευτικές εκλογές, που μνημονεύονται σήμερα ως οι πρώτες βουλευτικές εκλογές της χώρας μας που πήραν μέρος και οι γυναίκες. Ο στόχος της “Δημοκρατικής Ένωσης” με την τόσο ετερογενή σύσταση, ήταν να καταλάβει την κυβερνητική εξουσία και να διεξαγάγει εκ νέου εκλογές με αναλογικό σύστημα. Μ’ όλα ταύτα όμως, η ΕΡΕ θα κερδίσει τις εκλογές, μολονότι δεύτερη σε ψήφους, μέσα από ένα πρωτοφανές και ανήκουστο ως τα τότε καλπονοθευτικό εκλογικό σύστημα, το λεγόμενο «τριφασικό».

Εκεί, στην τετάρτη του δημοτικού θυμάμαι και την πρώτη μου πολιτική συνειδητοποίηση. Ασφαλώς, η φλόγα είχε ανάψει από το σπίτι, όταν τότε, άβγαλτο παιδί, που αγνοούσα τι γίνεται γύρω μου, ιδιαίτερα στο ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον, πήρα το θάρρος να ρωτήσω τον πατέρα μου τι ψήφισε στις εκλογές του ’56. Έχοντας κυριολεκτικά βομβαρδιστεί από τον θόρυβο που είχε ξεσηκώσει στη γειτονιά ο απόηχος της νίκης της ΕΡΕ, τον ρώτησα αφελώς αν είχε ψηφίσει κι αυτός ΕΡΕ.

Τότε, με κοίταξε σοβαρά και μου είπε:

– Εμείς, παιδί μου, δεν ψηφίζουμε ΕΡΕ. Ψηφίζουμε Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά.

– Τι είναι αυτό, μπαμπά;

– Είναι η ΕΔΑ, παιδί μου.

Αυτό ήταν! Κατάλαβα τότε – για πρώτη φορά στη ζωή μου – ότι οι εκλογές δεν ήταν ένα πανηγύρι, όπου όλοι έπαιρναν μέρος και φώναζαν, γελούσαν, χόρευαν και τραγουδούσαν και εμείς τα παιδιά δεν είχαμε σχολείο επειδή ήταν γιορτή, αλλά ότι ήταν ένα σημαντικό κοινωνικό γεγονός, από το οποίο εξαρτάται η ζωή μας.

Αργότερα, όχι σε μεγάλο χρονικό διάστημα πάντως, ήλθαν να το επιβεβαιώσουν διάφορα γεγονότα:

– Η συχνή παρουσία αστυνομικών, με ή χωρίς στολή, στην πόρτα του σπιτιού μας και η σχεδόν στερεότυπη φράση στη μάνα μου, να πάει ο πατέρας μου στο τμήμα «δι’ ὑπόθεσὶν του».

– Οι πυκνές επισκέψεις των αδελφών της μάνας μου στο σπίτι, ειδικά του μεγάλου αδελφού της, που μόλις είχε γυρίσει από τη εξορία (πράγμα που εμείς τα παιδιά τότε αγνοούσαμε).

– Η περιφορά του Γιάννη, τοπικού παγοπώλη της γειτονιάς, ενός έφηβου, εγγονού του απέναντι μπακάλη, ο οποίος πούλαγε τον πάγο σε κολώνες μέσα σε ένα ξύλινο καρότσι, σαν αυτά που είχαν οι αχθοφόροι στο λιμάνι, και διαλαλούσε το εμπόρευμά του με μια χαρακτηριστική κοροϊδευτική φωνή: «Πάααγοοοιιις – πέθανε ο Παπάγος!»

– Το περίεργο βλέμμα κάποιων γειτόνων, ειδικά κάποιων κυριών της Πειραιώτικης «Υψηλής Κοινωνίας» στη μάνα μου, στον πατέρα μου και σε εμάς τα παιδιά.

Στην τετάρτη λοιπόν, έκανα και την πρώτη μου «μικροεξέγερση». Την επόμενη των εκλογών, και ενώ μεταξύ των παιδιών της τάξης υπήρχε έντονη συζήτηση για το αποτέλεσμα των εκλογών, φυσικά με απλοϊκό και μάλλον “ποδοσφαιρικό” τρόπο, με πλησίασαν στο διάλειμμα στην αυλή, δυο συμμαθητές μου και με ρώτησαν τι ψηφίσαμε. Πριν τους απαντήσω, τους ρώτησα έναν-έναν, τι ψήφισαν οι δικοί τους. Ο ένας, ο Μίμης, δήλωσε ευθαρσώς και μάλλον με υπερηφάνεια: «ΕΡΕ!». Ο άλλος, που ήταν από τους καλούς μου φίλους στο δημοτικό, ο Νίκος, δήλωσε: «Παπαπολίτη». Όταν ήλθε η σειρά μου, κρατήθηκα λίγο, αλλά μετά δεν άντεξα και είπα κι εγώ με πείσμα: «ΕΔΑ!». Ο Μίμης με κοίταξε με περιφρόνηση και μου είπε: «Άντε ρε, κομμουνιστές!!». Ο άλλος δε μίλησε.

Τη συζήτηση παρακολουθούσε κι ένας άλλος συμμαθητής μας, ο Σπύρος, που μετά το «Άντε ρε, κομμουνιστές» του Μίμη, δήλωσε κι αυτός «ΕΔΑ». Όλα αυτά βέβαια συνέβαιναν μέσα στο γενικό κλίμα της παιδικής αφέλειας και διεπόταν από μιαν αντιπαράθεση οπαδισμού, ποδοσφαιρικού τύπου, χωρίς βασικές γνώσεις του πολιτικού γίγνεσθαι. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα λοιπόν, αφού βρήκα αποκούμπι τον Σπύρο (και πιθανόν κι αυτός εμένα), πιαστήκαμε ώμο με ώμο και αρχίσαμε να φωνάζουμε ρυθμικά: «ΕΔΑ-ΕΔΑ!».

Από αντίδραση, ο Μίμης, βρήκε κάποιον συμμαθητή μας, «ομοϊδεάτη» του, πιαστήκανε κι αυτοί ώμο με ώμο και φωνάζανε ρυθμικά: «ΕΡΕ-ΕΡΕ!». Τα δυο ζευγάρια των «διαδηλωτών» σκεπάσαμε σε λίγο όλες τις υπόλοιπες παιδικές φωνές στην αυλή και μάλλον καταλήξαμε να γίνουμε το κέντρο της προσοχής των υπολοίπων συμμαθητών μας, αλλά και των παιδιών των άλλων τάξεων, αφού προσπαθούσαμε να υπερκαλύψουμε, ο ένας τον άλλο, με τη δύναμη της φωνής μας. Ούτε που θυμάμαι τι έγινε στη συνέχεια, αλλά μάλλον δεν υπήρξε τέτοια, μέχρι που χτύπησε το κουδούνι να μπούμε στις τάξεις.

Εκείνη την εποχή, ο πατέρας μου έκανε μια ακόμα σημαντική πράξη, που τον χαρακτήριζε ως προοδευτικό άτομο και ως έντονη πολιτική και κοινωνική οντότητα. Ένα βράδυ μπήκε στο δωμάτιο του υπογείου της Πραξιτέλους, κρατώντας ένα κουτί στη μασχάλη του. Το άνοιξε και από μέσα έβγαλε ένα ραδιόφωνο. Ήταν ένα μοντέλο της WEGA, με λάμπες και με δυνατότητα λήψης στα μεσαία, τα βραχέα και τα μακρά. Ψάχνοντας σήμερα στο διαδίκτυο, ανακάλυψα ότι ήταν ένα μοντέλο της σειράς Bambino, ποιο ακριβώς δεν μπορώ με σιγουριά να πω, μάλλον κάποιο από τα μοντέλα του 1956 Bambino B ή Bambino BL-1048. Άλλωστε, αυτή η σειρά μοντέλων κυκλοφόρησε τη δεκαετία του ’50 και οι εικόνες που υπάρχουν στη μνήμη μου εκεί το κατατάσσουν.

Η μάνα μου, μόλις το αντίκρισε, δεν έκρυψε τη χαρά της, αλλά από την άλλη μεριά γκρίνιαξε λίγο στον πατέρα μου για το έξοδο της αγοράς του. Η φτώχεια δεν μας επέτρεπε τέτοιου είδους «ανοίγματα» και για τη μάνα μου, που ήταν και η διαχειρίστρια των οικονομικών της οικογένειας, σε πρώτη φάση αυτό το έξοδο εκφραζόταν σε έλλειψη κάποιων βασικών αγαθών επιβίωσης της οικογένειας.

Ο πατέρας μου αντέδρασε με την αναμενόμενη σοβαρότητα. Της εξήγησε ότι δεν ήταν δυνατόν να μέναμε απληροφόρητοι από τα όσα συνέβαιναν γύρω μας και θεώρησε ότι ένα ραδιόφωνο ήταν αναγκαία πηγή πληροφόρησης. Φυσικά, για τον πατέρα μου, η πληροφόρηση δεν σταματούσε στις εκπομπές των κρατικών σταθμών. Η επιλογή του να πάρει ραδιόφωνο με δέκτη βραχέων, μεσαίων και μακρών πήγαινε και παραπέρα. Έτσι, σε χρονικές στιγμές που επέλεγε, ώστε να μη μας παίρνουν χαμπάρι άλλοι, συνήθως τις βραδινές ώρες, με ερμητικά κλειστή την πόρτα του δωματίου και τον φεγγίτη που έβλεπε στο πεζοδρόμιο, έψαχνε στα βραχέα και έβρισκε το ραδιοφωνικό σταθμό του ΚΚΕ, την «Ελεύθερη Ελλάδα» (που αργότερα ονομάστηκε «Φωνή της Αλήθειας»), ο οποίος εξέπεμπε από το Βουκουρέστι, για να ακούσει τη φωνή του κόμματος της εργατικής τάξης. Και κοντά σ’ αυτόν και τις ελληνικές εκπομπές της Μόσχας και κάπου-κάπου, πιο σπάνια, και την ελληνική εκπομπή της Deutsche Welle.

Από όλη την ιστορία αυτού του ραδιοφώνου, δυο-τρεις χαρακτηριστικές στιγμές έχουν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη μου, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία. Η πρώτη ήταν τότε που η Σοβιετική Ένωση εκτόξευσε τον πρώτο Σπούτνικ στο διάστημα, τον Οκτώβρη του 1957. Ο πατέρας μου, που εν τω μεταξύ είχε μπαρκάρει, είχε γυρίσει από μπάρκο του και όταν η είδηση έγινε γνωστή στο πανελλήνιο, δεν μπορούσε πλέον να κρυφτεί ούτε από το κρατικό ραδιόφωνο. Εκείνες τις ημέρες, ο σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων έκανε και ένα σχόλιο για το γεγονός. Θα προσπαθήσω να το καταγράψω όσο καλύτερα το επιτρέπει η μνήμη μου, στη γλώσσα της εποχής:

Μας λέγουν ότι εξετόξευσαν έναν δορυφόρον. Ας τους πιστεύσωμεν. Τους ερωτώμεν, όμως, και ζητούμε να μας απαντήσουν: Ημπορούν να κατασκευάσουν μίαν ραπτομηχανήν;

Με αυτού του είδους τα σχόλια και τις ειδήσεις ζούσαμε εκείνη την εποχή. Ευτυχώς τουλάχιστον οι μεγαλύτεροι είχαν τη δυνατότητα να φιλτράρουν ότι άκουγαν, ώστε να βγάζουν και τα ανάλογα συμπεράσματα.

Η δεύτερη στιγμή ήταν η βραδιά της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων των εκλογών του 1958, όταν πια εγώ τελείωνα την έκτη τάξη – και το δημοτικό, βέβαια – και σίγουρα πιο «πολιτικοποιημένος» και ωριμότερος. Δε θα ξεχάσω τη λάμψη στο βλέμμα του πατέρα μου, που περιείχε κάτι από θρίαμβο, αλλά και συστολή μαζί με περίσκεψη και προβληματισμό. Σχολίασε το εκλογικό αποτέλεσμα μόνο με μια φράση:

– Η ΕΔΑ πέτυχε τον βασικό της αντικειμενικό στόχο. Έγινε αξιωματική αντιπολίτευση. Όμως οι δυσκολίες για τη ζωή μας ούτε εξαφανιστήκανε ούτε θα σταματήσουν.

Με ένα αναγκαίο χρονικό άλμα, μεταφερόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Ήμουν ήδη σπουδαστής στη ΔΣΕΝ Ασπροπύργου. Τότε χαράχθηκε στη μνήμη μου η τρίτη ανεξίτηλη στιγμή, που σχετίζεται με το ραδιοφωνάκι της WEGA. Εκείνη την εποχή, για πρώτη φορά μεταδόθηκε από το κρατικό ραδιόφωνο ολόκληρο το “Άξιον Εστί” του Μίκη Θεοδωράκη, εκείνη η ανεπανάληπτη ηχογράφηση με τον Μπιθικώτση, τη Χορωδία της Θάλειας Βυζαντίου, τη Μικρή Ορχήστρα Αθηνών και βέβαια με τον Μάνο Κατράκη σαν Αφηγητή και τον Θόδωρο Δημήτριεφ σαν Ψάλτη. Ήταν κάπου γύρω στο ‘65 ή ’66 και σίγουρα πριν τη χούντα, ενώ είχε προηγηθεί η πρώτη ζωντανή παρουσίαση του έργου στο REX το ’64.

Δεν θυμάμαι πως, αλλά είχα πληροφορηθεί ότι ολόκληρο το έργο θα το μετέδιδε το Τρίτο Πρόγραμμα. Ήταν απόγευμα εκείνη την ημέρα και πρέπει να ήταν Σάββατο ή Κυριακή αφού ήμουν έξω από τη Σχολή, όταν έβγαλα το WEGA έξω από την κουζίνα του σπιτιού μας στην Καλλιθέα, στην αυλή, ακουμπισμένο πάνω σε κάποιο τραπέζι ή ίσως στο περβάζι του παράθυρου της κουζίνας μας και το άνοιξα στο φουλ. Σε λίγο, όταν άρχισε η μετάδοση, προς μεγάλη μου ευχαρίστηση και με ένα αίσθημα δικαίωσης, η μουσική του Θεοδωράκη απλώθηκε σε όλη τη γειτονιά. Αισθανόμουν σαν να την είχα κατακτήσει, αφού η γειτονιά μας ήταν κατοικημένη στην πλειοψηφία της από παραδοσιακά συντηρητικούς κατοίκους, που απεχθάνονταν τη μουσική του Θεοδωράκη και ότι είχε σχέση με την προοδευτική σκέψη και κουλτούρα.

Όπως έγινε αντιληπτό, το ραδιόφωνο αυτό το πήραμε μαζί μας, όταν μετακομίσαμε από τον Πειραιά στην Καλλιθέα. Παρέμεινε πλήρως λειτουργικό για μεγάλο χρονικό διάστημα και ήταν η μοναδική πηγή ζωντανής ηχητικής πληροφόρησης και μουσικής διασκέδασης της οικογένειάς μας, πριν αντικατασταθεί οριστικά από μιαν ασπρόμαυρη τηλεόραση-έπιπλο, μάρκας Grundig, που αγοράστηκε από τον πατέρα μου πολύ αργότερα, περί τα μέσα με τέλη της δεκαετίας του ’60. Μετά, “κατέβηκε” στην αποθήκη του ημιώροφου, στο καινούργιο κτήριο και από εκεί πρέπει να κατέληξε κάποια στιγμή στα σκουπίδια.

Ωστόσο, πριν γίνει αυτό, κάποια στιγμή πέρασε και από τα χέρια μου και μαστορεύτηκε ανάλογα. Ξηλώθηκε το οβάλ μεγαφωνάκι του, που ήταν πολύ μουσικό, μπήκε σε ένα ηχείο, ιδιοκατασκευή δική μου. Όταν εγώ έφερα από το δεύτερό μου μπάρκο για πρώτη φορά ραδιοενισχυτή με ηχεία, αυτό το ιδιοκατασκεύασμα έπαιζε τροφοδοτούμενο από την έξοδο των ηχείων του ενισχυτή, με έναν ιδιαίτερο και μουσικό ήχο, που με γοήτευε.

Μέχρι που κάποια στιγμή, προσπαθώντας να το επανασυνδέσω στην έξοδο των ηχείων, στο πίσω μέρος του ενισχυτή, μη βλέποντας καλά, έκανα το λάθος να το συνδέσω στην υποδοχή ρεύματος που αυτός διέθετε. Αυτό ήταν! Ακούστηκε ένα ισχυρό “ΠΑΦ” και το μεγαφωνάκι «παρέδωσε το πνεύμα». Έκτοτε, εξαφανίστηκαν και τα ίχνη του ραδιοφώνου, που μάλλον πρέπει να πετάχτηκε μαζί με την υπόλοιπη σαβούρα, όταν πια αποφασίσαμε να ξεκαθαρίσουμε την αποθήκη του ημιώροφου.

Παναγιώτης Μελάς
Συνταξιούχος ναυτεργάτης (Α’ Μηχανικός)