Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Περί ασυμβίβαστου

Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //

Άνοιξε το μπαούλο, που είχε βαφτίσει με περισσή επισημότητα «αρχείο» και είχε γεμίσει με δεκάδες περιττά πράγματα και κάποιες αναμνήσεις από την κοπέλα που τον έκρινε περιττό από τη ζωή της, ένα μήνα πριν, και του είχε δώσει τα παπούτσια στο χέρι και βασικά μια κούτα με μικροπράγματα, που είχε αφήσει σπίτι της. Τζίντζαλα-μίτζαλα τα έλεγε αυτός, τζάντζαλα-μάντζαλα εκείνη. Κι έτσι απρόσμενα ανακάλυψαν μία ακόμα διαφορά που χώριζε τα ιδιώματα των τόπων τους και θα τη βοηθούσε σε μια εργασία για το μεταπτυχιακό της.

Αλλά δεν έπρεπε να παρασυρθεί στο σωρό με τα τζιτζιλομιτζιχότζιρα (ή όπως αλλιώς τα λένε) και τις αναμνήσεις της. Είχε ανοίξει το «αρχείο» -που είχε σωθεί πλάκα-πλάκα κι από μια πλημμύρα, μια φορά που έφυγε για το χωριό, ξεχνώντας ανοιχτή μια βρύση- για να βρει ένα δημοσίευμα που χρειαζόταν και να γράψει εκείνο το κείμενο που του είχαν ζητήσει. Και δε χωρούσε άλλη αναβολή, γιατί το είχε ήδη αργήσει μια βδομάδα.

Πέτυχε ένα απόκομμα για το επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών, που δε θυμόταν γιατί του είχε τραβήξει το ενδιαφέρον. Σίγουρα δε σκεφτόταν να βάλει υποψηφιότητα, και αν ναι, δεν είχε καμία δουλειά, για να τον εμποδίσει στην πολιτική του καριέρα. Σκάλισε κάτι παλιές βιντεοκασέτες, με το Σιδηρόπουλο πρώτη μούρη, στον «Ασυμβίβαστο». Και σκόνταψε ξανά στους συνειρμούς και τις αναμνήσεις του, που αρνούνταν να συμβιβαστούν με τα στενά χρονικά περιθώρια και το κείμενο που είχε να γράψει.

Συνειδητοποίησε πως είχε γίνει τόσο αυτοαναφορικός, που δεν αγαπούσε πραγματικά ούτε καν τη σύντροφό του, και δεν μπορούσε να χαρεί με ό,τι ήταν καλό για αυτήν και δεν τον συμπεριελάμβανε. Είχε ερωτευτεί όμως την αγάπη του για αυτήν, τον ενθουσιασμό που του προκαλούσε, την αναγνώριση που του έδινε και τον έκανε να χαίρεται σαν παιδί. Κι όλα αυτά τελείωσαν πριν τελειώσουν μέσα του κι έγιναν ένα απωθημένο, που δεν πρόλαβε να τσαλακωθεί στις γωνίες της πραγματικότητας· ένα μπαλόνι με αέρα που φούσκωνε μέσα του, κι όσο πετούσε μαζί του, άλλο τόσο ασφυκτιούσε, δεν μπορούσε να αναπνεύσει, να το ελέγξει, να διαχειριστεί αργότερα την πτώση του.

Αυτό ήταν το μόνο που έμενε μέσα του ασυμβίβαστο, όρθιο, αναλλοίωτο, ενώ όλοι οι άλλοι άνθρωποι τριγύρω του έμοιαζαν με ένα φρικτό συμβιβασμό, συμβατικές συναναστροφές για να σκοτώνει την ώρα και τις σκέψεις του. Για να μην πιάσει και τον εαυτό του, πόσο εύκολα συμβιβάζεται με πράγματα και καταστάσεις που δεν τον εκφράζανε, πόσο άθλιοι συμβιβασμοί είχαν διαμορφώσει την πορεία του και τις συνήθειές του. Συνέχισε να σκαλίζει το μπαούλο και τις σκέψεις του, και θυμήθηκε ένα παλιό τσιτάτο για την ιστορία που προκύπτει ως κοινή συνισταμένη πολλών διαφορετικών θελήσεων, δια της τεθλασμένης, αποτέλεσμα που κανείς δεν το προέβλεψε και δεν το είχε επιδιώξει.

Γι’ αυτό εξάλλου δε «συμβιβαζόμαστε» και δεν ενώνουμε τις δυνάμεις μας, για να σπρώξουμε από κοινού μαζί με άλλους, προς το στόχο μας; Όπως όταν θες να κουβαλήσεις ένα έπιπλο, πχ έναν καναπέ σε μια μετακόμιση, σαν αυτόν που είχε αφήσει σπίτι της, γιατί ήταν πολύ βαρύς και τα δικά του γόνατα κομμένα, ίσα που κρατούσαν το σώμα του να μη σωριαστεί μαζί με το ηθικό του. Και βασικά για να έχει αυτή κάτι να τον θυμάται, κι αυτός κάτι για να ελπίζει πως θα τον θυμάται, κι ίσως κάποτε μετανιώσει και τον ξαναπάρει τηλέφωνο.

Αλλά δεν έπρεπε να μπλέξει σε αυτό το νήμα, που θα τον τύλιγε και θα έδενε χειροπόδαρα τη σκέψη του, την όρεξη και την ικανότητά του να αφήσει έστω μια λέξη στο χαρτί.
Είναι λοιπόν σαν τον καναπέ που κουβαλάς μαζί με τους συντρόφους σου. Αρκεί να μην είσαι εκεί τυπικά, και να προσποιείσαι πως κουβαλάς και εσύ, τη στιγμή που βουλιάζεις στον καναπέ και τα υπαρξιακά σου.